ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 903/2010)
7 Οκτωβρίου 2011
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δικαστής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 24, 25, 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
TAKIS ANGELIDES FURNIHOME LTD
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. ΕΦΟΡΟΥ Φ.Π.Α.
Καθ΄Ων η Αίτηση.
_________
Α. Παπαντωνίου, για την Αιτήτρια.
Γ. Λαζάρου, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
_________________
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Στα πλαίσια της διασφάλισης της έγκαιρης καταβολής του ΦΠΑ, ο Έφορος του ΦΠΑ, ενεργώντας δυνάμει του Κανονισμού 17 των περί Φόρου προστιθέμενης Αξίας Γενικών Κανονισμών του 2001 μέχρι 2010 και εφαρμόζοντας καθορισθείσα πολιτική όπως εταιρείες που ήδη οφείλουν φόρο ΦΠΑ πέραν του €1.000.000 υποβάλλουν τις φορολογικές δηλώσεις τους σε μηνιαίες αντί τριμηνιαίες φορολογικές περιόδους, τροποποίησε τις φορολογικές περιόδους της Αιτήτριας από τριμηνιαίες σε μηνιαίες από 1.7.2010 που θα άρχιζε η επόμενη τριμηνιαία περίοδος. Κατά της απόφασης αυτής στρέφεται η προσφυγή.
Η Δημοκρατία, πέραν της ουσίας, εγείρει προδικαστικές ενστάσεις ότι η απόφαση δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη και ότι η Αιτήτρια στερείται εννόμου συμφέροντος. Η πρώτη συνίσταται στο ότι η σμίκρυνση του χρόνου υποβολής των φορολογικών δηλώσεων δεν επηρεάζει την υποχρέωση της Αιτήτριας ως προς απόδοση του οφειλόμενου φόρου παρά μόνο το χρόνο απόδοσης και είσπραξης του, ώστε να μην δημιουργούνται έννομες υποχρεώσεις που να διαφοροποιούν τη νομική κατάσταση της Αιτήτριας. Ο φόρος, τονίζεται, πρέπει να εισπράττεται από την Αιτήτρια στα πλαίσια των συναλλαγών της και οφείλεται ήδη στον Έφορο από την ώρα που διενεργείται η συναλλαγή στην οποία και επιβάλλεται. Η δήλωση των υποκείμενων στον ΦΠΑ φορολογικών συναλλαγών, λοιπόν, και η υποχρέωση καταβολής του αντίστοιχου φόρου ανά μήνα αντί ανά τριμηνία, ουδόλως επηρεάζει ουσιαστικά δικαιώματα και υποχρεώσεις. Η Δημοκρατία παραπέμπει και στην υπόθεση Χατζηκυριάκος & Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας, 1429/2009, 16.7.2010, όπου ο αδελφός μου Δικαστής Νικολάτος, αποδεχόμενος την ίδια προδικαστική ένσταση, είπε:
«.με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν δημιουργούνται οποιεσδήποτε νέες, ουσιαστικές νομικές υποχρεώσεις στους αιτητές. Η υποχρέωση επιβολής και είσπραξης Φ.Π.Α. επί των πωλήσεων τους είναι προϋπάρχουσα και υφιστάμενη νομική υποχρέωση που δεν διαφοροποιείται, καθ΄ οιονδήποτε τρόπο, με την προσβαλλόμενη απόφαση. Οι αιτητές δηλαδή, αδιαμφισβήτητα, είχαν προϋπάρχουσα υποχρέωση να χρεώνουν Φ.Π.Α., να εισπράττουν Φ.Π.Α. και να καταβάλλουν Φ.Π.Α. στο κράτος. Το μόνο που διαφοροποιείται με την προσβαλλόμενη απόφαση είναι η περίοδος μέσα στην οποία οφείλουν να υποβάλλουν τις φορολογικές τους δηλώσεις η οποία μικραίνει από 3 μήνες σε 1 μήνα. .
Κατά την κρίση μου οι αιτητές δεν έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλουν την προσβαλλόμενη απόφαση εφόσον αυτοί ουσιαστικά ενεργούν ως εισπράκτορες για λογαριασμό του κράτους και δεν επηρεάζονται άμεσα τα δικά τους οικονομικά συμφέροντα.»
Ο Νικολάτος, Δ., θεώρησε ανάλογη και την υπόθεση Sportsman Betting Company Ltd ν. Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 1069.
Η Αιτήτρια, από την άλλη, εισηγείται ότι η διαφοροποίηση της διάρκειας της φορολογικής περιόδου συνιστά διαφοροποίηση των υποχρεώσεων της, παραπέμπει δε στην υπόθεση Χ.Δ. Παπαέλληνας & Σία Λτδ ν. Δημοκρατίας, 1423/2009, 8.10.2010, στην οποία ο αδελφός μου Δικαστής Κωνσταντινίδης, απορρίπτοντας την ίδια προδικαστική ένσταση και μη ακολουθώντας την Χατζηκυριάκος, ανωτέρω, είπε:
«Με την προσβαλλόμενη απόφαση αλλοιώθηκε η υποχρέωση των αιτητών όχι ως προς την εν τέλει καταβολή του φόρου αλλά ως προς το χρόνο της καταβολής. Αυτή η αλλοίωση ήταν σαφώς δυσμενής για τους αιτητές οι οποίοι ευστόχως επισημαίνουν πως το ποσό που μπορούσαν νομίμως, στη βάση των ως τότε ισχυόντων, να καταβάλουν αργότερα, υποχρεώνονταν να το καταβάλουν νωρίτερα. Ενώ, ούτως ή άλλως, επηρεάζονται οι οικονομικοί τους προγραμματισμοί σε σχέση με τον καθορισμό τιμών και πιστώσεων προς τους πελάτες τους αλλά και ως προς τη ρευστότητα που χρειαζόταν να έχουν ώστε εγκαίρως να ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους. Έχει, λοιπόν, δυσμενή οικονομικό αντίκτυπο η προσβαλλόμενη απόφαση και θεωρώ πως οι αιτητές νομιμοποιούνται να ζητήσουν έλεγχο της νομιμότητάς της ως εκτελεστής διοικητικής πράξης. Με όλο το σεβασμό δεν μπορώ να συμφωνήσω πως η υπόθεση Sportsman (ανωτέρω) προσφέρεται ως παρόμοια περίπτωση. Σε εκείνη την υπόθεση αντικείμενο ήταν η νομιμότητα της επιβολής του φόρου και κρίθηκε πως οι αιτητές δεν νομιμοποιούνται αφού ήταν απλοί εισπράκτορες. Εδώ υπό αμφισβήτηση τίθεται η υποχρέωση των αιτητών, ως εισπρακτόρων, για καταβολή του ποσού όχι κατά τον αρχικώς νομίμως προσδιορισθέντα χρόνο αλλά κατά το δυσμενέστερο γι' αυτούς χρόνο, όπως αυτός καθορίστηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση.»
Η δεύτερη προδικαστική ένσταση συναρτάται προς τις ίδιες παραμέτρους, και δη το ότι η Αιτήτρια, ενεργώντας ουσιαστικά ως εισπράκτορας προς όφελος της πολιτείας, εισπράττοντας δηλαδή τον δεδομένα καθορισμένο ΦΠΑ από τα πρόσωπα με τα οποία συναλλάττονται και αποδίδοντας τον στην πολιτεία, δεν έχει δικό της έννομο συμφέρον. Γίνεται προς τούτο αναφορά στην υπόθεση του ΔΕΚ στην υπόθεση Netto Supermark GmbH & Co OHG v. Finanzocmt Malchim, C-271/06, 21.2.2008 και στην υπόθεση Sportsman Betting, ανωτέρω, όπως και στην υπόθεση Χατζηκυριάκος, ανωτέρω.
Και επ΄αυτής της προδικαστικής ένστασης η Αιτήτρια κάνει τις ίδιες παραπομπές στη νομολογία, εισηγείται δε ότι επηρεάζεται το έννομο συμφέρον της ως εκ του ότι επηρεάζεται η ταμειακή ρευστότητα της και οι ενδεχόμενες πιστώσεις χρόνου που έχει παραχωρήσει στους πελάτες της στη βάση της τριμηνιαίας αντί μηνιαίας φορολογικής δήλωσής της, ο όλος δηλαδή προγραμματισμός λειτουργίας της.
Εξετάζοντας τις προδικαστικές ενστάσεις, ενιαίως, αφού ενιαία είναι η βάση τους, έχω καταλήξει να τις αποδεχθώ ακολουθώντας, με όλο το σέβας προς τον αδελφό μου Κωνσταντινίδη, Δ., την απόφαση του αδελφού μου Νικολάτου, Δ., Κυρίαρχο στοιχείο, κατά την άποψή μου, είναι το ότι, όπως ετονίσθη και από το ΔΕΚ, ενισχύοντας το σκεπτικό της Sportsman Betting, ο επιχειρηματίας δεν έχει οποιοδήποτε δικαίωμα στον ΦΠΑ που εισπράττει από τον ουσιαστικώς βαρινόμενο καταναλωτή και οφείλει να αποδώσει στη δικαιούμενη πολιτεία, ενεργώντας απλώς ως φοροεισπράκτορας. Δεν πρέπει λοιπόν να λογίζει τον επιβαλλόμενο στις συναλλαγές του ΦΠΑ για σκοπούς προγραμματισμού της επιχείρησης του, είτε για σκοπούς πιστώσεων προς τους πελάτες είτε για σκοπούς της ταμειακής ροής του. Δεν μπορεί, ως προς τούτα, να αντλήσει έννομο συμφέρον ως εκ του ότι ο ΦΠΑ διέρχεται μέσα από τα χέρια του. Ο χρόνος υποβολής των φορολογικών δηλώσεων του ΦΠΑ αφορά εννόμως μόνο τη λογιστική απόδοση του ήδη οφειλόμενου ΦΠΑ και ουδόλως επηρεάζει οποιοδήποτε έννομο συμφέρον του επιχειρηματία. Ο ΦΠΑ επιβάλλεται και οφείλεται, άρα είναι και εισπρακτέος, με την ίδια τη συναλλαγή και από εκείνη τη στιγμή ο επιχειρηματίας ήδη τον οφείλει στην πολιτεία. Αν ο ίδιος επιλέγει να κάνει ρυθμίσεις τιμών και πιστώσεων προς τους πελάτες του, με επεκτάσεις στην ταμειακή ροή του, είναι δικό του θέμα και δεν μπορεί να του δημιουργείται έτσι δικαίωμα, με έννομη υπόσταση, που να συναρτάται προς το χρόνο υποβολής των φορολογικών δηλώσεων. Όπως παρατηρήθηκε και στην Sportsman Betting, εξεφράζοντας αυτεπαγγέλτως και αποφασίζοντας ότι η εφεσείουσα δεν είχε έννομο συμφέρον να προσβάλει την υποχρέωση είσπραξης και απόδοσης φόρου επί των χρημάτων, αν ήταν άλλως «η εφεσείουσα μπορούσε να οικειοποιηθεί τα διάφορα ποσά που είσπραξε από τους πελάτες της, που βεβαίως ανήκουν στην Κυπριακή Δημοκρατία».
Ο Κωνσταντινίδης, Δ., στην Παπαέλληνας, ανωτέρω, παρατήρησε ότι στη Sportsman Betting αντικείμενο ήταν η ίδια η νομιμότητα της επιβολής του φόρου, διακρίνοντας την από την Παπαέλληνας στην οποία αντικείμενο ήταν, όπως και εδώ, η χρονική υποχρέωση απόδοσης του. Η ουσία όμως του πράγματος είναι ότι ο επιχειρηματίας, εκεί όπως και εδώ, δεν έχει το παραμικρό δικαίωμα στη χρήση, για δικούς του σκοπούς, του ποσού του φόρου και έτσι δεν έχει έννομο δικαίωμα να το περιλάβει στη διαμόρφωση του προγραμματισμού της επιχείρησής του, περιλαμβανομένης της ταμειακής ροής της. Ο επιχειρηματίας δεν νομιμοποιείται να λειτουργεί την επιχείρησή του, ως προς τιμές, πιστώσεις χρόνου πληρωμής, ταμειακή ροή, ή άλλως πως, βασιζόμενος στην πραγματική δυνατότητα χρήσης του ήδη επιβληθέντος ΦΠΑ (διότι μιλάμε πάντα για συναλλαγές ως προς τις οποίες ήδη προέκυψε οφειλόμενος ΦΠΑ) που δεν του ανήκει αλλά ανήκει στην πολιτεία. Ο καθορισμός του χρόνου υποβολής της φορολογικής δήλωσης δεν γίνεται για να του δώσει τέτοιο δικαίωμα και η διαφοροποίησή του δεν μπορεί να επηρεάζεται από τις οποιεσδήποτε ρυθμίσεις που ο επιχειρηματίας επιλέγει να κάνει στη διεξαγωγή της επιχείρησης του. Αν ήταν άλλως, ουσιαστικά θα αναγνωρίζετο δικαίωμα στον επιχειρηματία να επωφελείται το ΦΠΑ ως να του ανήκε. Ο ΦΠΑ όμως ανήκει αποκλειστικά στην πολιτεία από την ώρα που προκύπτει.
Καταλήγω λοιπόν, αποδεχόμενος τις προδικαστικές ενστάσεις, ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €800 έξοδα υπέρ της Δημοκρατίας και εναντίον της Αιτήτριας.
Δ. Χατζηχαμπής, Δ.
/ΚΧ"Π