ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ  ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση  Αρ.  337/2010)

 

19 Οκτωβρίου, 2011

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στης]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡO 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΚΩΣΤΑΣ ΜΕΛΑΚΟΠΙΔΗΣ,

Αιτητής,

ΚΑΙ

 

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ  ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

____________________

 

Π. Παναγιώτου για Αλ. Μαρκίδη, για  τον Αιτητή.

Ρ. Πασιουρτίδη (κα.) για Α. Τριανταφυλλίδη, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.


Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:   Με την εξεταζόμενη  προσφυγή ο αιτητής ζητεί διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ' ων η αίτηση, η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 08.01.2010 και με την οποία οι καθ' ων η αίτηση αποφάσισαν τη μη ανέλιξη του στη θέση Καθηγητή στο Τμήμα Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κύπρου, είναι άκυρη και στερείται οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.

 

Ο αιτητής υπηρετούσε μέχρι το Σεπτέμβριο του 2010 ως Αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κύπρου και υπέβαλε αίτηση κατά το έτος 2006 για ανέλιξη στη θέση του Καθηγητή του ιδίου Τμήματος.

 

Σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπουν οι σχετικοί Κανονισμοί, η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Κύπρου διόρισε Ειδική Επιτροπή Αξιολόγησης με σκοπό , η εν λόγω Επιτροπή, να εξετάσει την αίτηση και να προβεί σε σύσταση στο Εκλεκτορικό Σώμα της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών και  Επιστημών της Αγωγής,  για την καταλληλότητα του αιτητή για ανέλιξη.

 

Ο αιτητής παρουσιάστηκε  ενώπιον  της Ειδικής Επιτροπής Αξιολόγησης, σε προσωπική συνέντευξη.  Η Ειδική Επιτροπή Αξιολόγησης, με απόφαση της ημερομηνίας 24.01.2008, αποφάσισε ομόφωνα να εισηγηθεί την ανέλιξη του αιτητή στη θέση Καθηγητή Διεθνών Σχέσεων στο Τμήμα Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών του  Πανεπιστημίου Κύπρου προβαίνοντας σε ιδιαίτερα  κολακευτική εισήγηση για το πρόσωπο του αιτητή.

 

Η εισήγηση της Επιτροπής Αξιολόγησης αποστάληκε  στο Εκλεκτορικό Σώμα της αρμόδιας Σχολής.  Σε συνεδρία του ημερομηνίας 26.02.2008, το Εκλεκτορικό  Σώμα, με ψήφους 1 υπέρ της πρότασης της Ειδικής Επιτροπής Αξιολόγησης, 3 εναντίον της πρότασης και  1 αποχή απέρριψε την πρόταση της Ειδικής Επιτροπής Αξιολόγησης. 

 

Στη συνέχεια, σε συνεδρία της ημερομηνίας 02.04.2008 η Σύγκλητος, με ψήφους 21 υπέρ και 3 εναντίον, εισηγήθηκε στο συμβούλιο του Πανεπιστημίου Κύπρου αναπομπή του θέματος στο Εκλεκτορικό Σώμα, με σκοπό την  αιτιολόγηση της απόφαση του,  κυρίως στο κριτήριο της διεθνούς αναγνώρισης του έργου του αιτητή.

 

Στις 10.10.2008, το Εκλεκτορικό  Σώμα συνεδρίασε για να αιτιολογήσει την προηγούμενη απόφασή του ημερομηνίας 26.02.2008.

Ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου Κύπρου κοινοποίησε την Έκθεση του Εκλεκτορικού σώματος στον αιτητή ζητώντας από αυτόν να παραθέσει τα σχόλια του.

 

Ο αιτητής με επιστολή του ημερομηνίας 30.11.2008 απαρίθμησε την  πλειάδα των δημοσιεύσεων στις οποίες έχει προβεί και την αναγνώριση του έργου του από τη διεθνή ακαδημαϊκή κοινότητα. 

 

Η ποιότητα του έργου του, σημειώνει ο αιτητής  στην επιστολή του, αναγνωρίστηκε:  (α) με τα εξαιρετικά σχόλια των ειδικών, (σε σχέση με το αντικείμενο του αιτητή), μελών των Ειδικών Επιτροπών Αξιολόγησης τόσο κατά το 2001 όσο και κατά το 2008, και  (β) με την ποιότητα της διδασκαλίας του, η οποία αναγνωρίζεται επανειλημμένα από τα σχετικά έντυπα τα οποία συμπληρώνουν ανώνυμα οι φοιτητές που παρακολουθούν τα μαθήματα που διδάσκει ο αιτητής.

 

Η  επιστολή του  αιτητή διανεμήθηκε στα μέλη της Συγκλήτου μαζί με άλλο όγκο εγγράφων.

 

Η Σύγκλητος σε συνεδρία της ημερομηνίας 03.12.2008 εξέτασε την απόφαση του Εκλεκτορικού Σώματος για τη μη ανέλιξη του αιτητή και αποφάσισε με ψήφους 14 υπέρ, 2 εναντίον και 9 αποχές να την επικυρώσει.

Προς  υποστήριξη της υποψηφιότητας του αιτητή δύο διακεκριμένοι καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών, οι κ.κ. Θεόδωρος Κουλουμπής και Θάνος Βερέμης απέστειλαν επιστολή ημερομηνίας 26.01.2009 προς τον Πρόεδρο και τα Μέλη του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου Κύπρου, στην οποία επεσήμαναν σωρεία παραλείψεων και λαθών που περιλαμβάνονταν στην έκθεση του Εκλεκτορικού Σώματος.

 

Στη συνέχεια το θέμα παραπέμφθηκε ενώπιον του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου Κύπρου κατόπιν παραπομπής του από την Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισμών.

 

Το Συμβούλιο,  σε συνεδρία του  ημερομηνίας 7.4.2009, εξέτασε το θέμα και με ψήφους 4 υπέρ και 5 αποχές αποφάσισε να μην επικυρώσει την απόφαση της Συγκλήτου ημερομηνίας 03.12.2008 για τη μη ανέλιξη του αιτητή στη θέση του Καθηγητή.

 

Ο αιτητής με επιστολή του ημερομηνίας 25.6.2009 την οποία απέστειλε μέσω του δικηγόρου του προς τον Πρόεδρο και τα Μέλη του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου Κύπρου καλούσε το Συμβούλιο να προχωρήσει στην υιοθέτηση της ομόφωνης πρότασης της Ειδικής Επιτροπής και να τον προάξει στη θέση του Καθηγητή του Τμήματος Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών.

Το Συμβούλιο, αφού ζήτησε και έλαβε νομική συμβουλή σε σχέση με τις επιλογές που είχε για       το εν λόγω θέμα, σε συνεδρία του ημερομηνίας 7.12.2009 αποφάσισε ότι δεν ενδείκνυται να  προβεί σε οποιαδήποτε νέα ενέργεια και παρέμεινε  στην απόφαση του ημερομηνίας 7.4.2009 να μην επικυρώσει την απόφαση της Συγκλήτου. Στην ίδια απόφαση του το Συμβούλιο σημειώνει ότι οι νομικοί σύμβουλοι του πανεπιστημίου διευκρίνισαν ότι, παρά το ότι δεν επικυρώθηκε η απόφαση για μη ανέλιξη του αιτητή, από το Συμβούλιο, «πρακτικά» παραμένει σε ισχύ η απόφαση της Συγκλήτου για μη ανέλιξη του.

 

Ο αιτητής πληροφορήθηκε για την πιο πάνω απόφαση του Συμβουλίου με επιστολή ημερομηνίας 8.1.2010, την οποία παρέλαβε την 15.1.2010.  Η απόφαση εκείνη είναι το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

Είναι η θέση του αιτητή ότι η προσβαλλόμενη πράξη και/ή απόφαση αντίκειται στην οικεία Νομοθεσία και Κανονισμούς  για  Εκλογή, Ανέλιξη και Ανανέωση Συμβάσεων Ακαδημαϊκού Προσωπικού στο πανεπιστήμιο Κύπρου,  είναι επίσης παράνομη ως καταχρηστική και  αντίθετη με την αρχή της χρηστής διοίκησης.

 

Ειδικότερα, υποβάλλει ο αιτητής,  η έκθεση του Εκλεκτορικού Σώματος δεν ήταν τεκμηριωμένη, ήταν αναιτιολόγητη και περιελάμβανε ουσιώδη στοιχεία τα οποία δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Δεν  προηγήθηκε της εκδόσεως της η οποιαδήποτε ή η δέουσα έρευνα και αυτή δεν λαμβάνει υπόψη ουσιώδη στοιχεία.

 

Όπως προκύπτει από τη σχετική νομοθεσία και νομολογία, επισημαίνει ο αιτητής,    σημαντικό ρόλο για την επιλογή των υποψηφίων για την κάλυψη θέσεων στο διδακτικό προσωπικό, παίζει η άποψη της ειδικής επιτροπής η οποία διορίζεται από τη Σύγκλητο και τα μέλη της οποίας έχουν εξειδικευμένες γνώσεις στο αντικείμενο του υποψηφίου ή των υποψηφίων προς διορισμό και προαγωγή.

 

Οι καθ΄ ων η αίτηση, υποβάλλει ο αιτητής,  απέτυχαν, στην προκείμενη περίπτωση, να αιτιολογήσουν την απόφασή τους να αποστούν από την ομόφωνη  απόφαση  της Ειδικής Επιτροπής και την πολύ θετική της κρίση γι΄ αυτόν. Κατά τον αιτητή, αυθαίρετα και εκμηδενίζοντας    συγκεκριμένα επιστημονικά περιοδικά όπως το Journal of Political and Military Sociology και το Mediterranean Quarterly, τα μέλη του Εκλεκτορικού Σώματος, τα οποία είναι άσχετα  με την  ειδικότητα και το αντικείμενο του αιτητή (Μαθηματικοί), κατέληξαν στο ότι οι δημοσιεύσεις του αιτητή στα περιοδικά εκείνα δεν τεκμηρίωναν  διεθνή αναγνώριση,  ενώ η Ειδική Επιτροπή, η οποία αποτελείτο από ειδικούς του αντικειμένου χαρακτήρισε τα ίδια περιοδικά ως "internationally recognized and prestigious ".

 

Αναιτιολόγητη είναι επίσης και η απόφαση του Συμβουλίου, ισχυρίζεται ο αιτητής, παρά το γεγονός ότι το Συμβούλιο δεν επικύρωσε  την απόφαση της Συγκλήτου. Περαιτέρω, χωρίς  την έγκριση της απόφασης του Εκλεκτορικού Σώματος από το Συμβούλιο, καταλήγει ο αιτητής , δεν υπάρχει έγκυρη απόφαση. Εφόσον δεν υπάρχει επικύρωση, από το Συμβούλιο, της απόφασης για μη ανέλιξη, η απόφαση για μη ανέλιξη δεν μπορεί να ισχύει.

 

Η διαδικασία για την ανέλιξη του ακαδημαϊκού προσωπικού του Πανεπιστημίου  Κύπρου προνοείται από τον περί Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμο, Ν. 144/1989, ως έχει τροποποιηθεί και τούς Κανονισμούς που έχουν εκδοθεί δυνάμει αυτού.

 

Το άρθρο 6 (γ) (ι) του Νόμου προνοεί ότι το Συμβούλιο του Πανεπιστημίου έχει  εξουσία και  αρμοδιότητα να προβαίνει στις απαραίτητες διαπιστωτικές πράξεις που αφορούν στις προσλήψεις ή προαγωγές  του Ακαδημαϊκού Προσωπικού και να επικυρώνει  τους διορισμούς και/ή τις προαγωγές  του.   

 

Το άρθρο 22(1) του ιδίου Νόμου προβλέπει ότι η εκλογή ή η ανέλιξη του ακαδημαϊκού προσωπικού αποφασίζεται μετά από την έκθεση της ειδικής επιτροπής που συγκροτείται σύμφωνα με τούς Κανονισμούς.

 

Η απόφαση λαμβάνεται με ψηφοφορία στην οποία παίρνουν μέρος τα μέλη του ακαδημαϊκού προσωπικού του Τμήματος και του Συμβουλίου της οικείας Σχολής των υψηλότερων βαθμίδων, στην περίπτωση όμως θέσης Καθηγητή  ψηφίζουν οι ισοβάθμιοι.

 

Οι Κανονισμοί 4-6 των Περί Πανεπιστημίου (Εκλογή, ανέλιξη και ανανέωση συμβάσεων Ακαδημαϊκού προσωπικού) Κανονισμών του 1996, ΚΔΠ 36/96 ως έχουν  τροποποιηθεί προνοούν  τα ακόλουθα:

 

«4. (1) Για κάθε εκλογή στις βαθμίδες Καθηγητή και Αναπληρωτή Καθηγητή, η σύγκλητος διορίζει Ειδική επιτροπή.

 

(2) Η Επιτροπή αποτελείται από τρεις εξωτερικούς εισηγητές  του αυτού ή συναφούς γνωστικού αντικειμένου που είναι καθηγητές πανεπιστημίου και προέρχονται από πανεπιστήμιο  δύο τουλάχιστον ξένων χωρών και  δύο εσωτερικούς εισηγητές,  ενός από τους οποίους ορίζεται από τη Σύγκλητο Πρόεδρος της Επιτροπής. 

 

(3) ..............................  .................................

 

...............................................................

 

5.  (4) Μέσα σε δεκαπέντε μέρες από τη συμπλήρωση των συνεντεύξεων η επιτροπή απoστελλει  στo Συμβούλιο της οικείας Σχολής αρκούντως αιτιολογημένη και τεκμηριωμένη έκθεση εμπιστευτικής φύσεως.

 

...............................................................

 

 

 

6. Η εκλογή αποφασίζεται με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 22 του Νόμου:

 

Νοείται ότι ο Κοσμήτορας της οικείας Σχολής καλεί σε συνεδρία το Eεκλεκτορικό Σώμα μέσα σε τρεις βδομάδες από την υποβολή στo Συμβούλιο της οικείας Σχολής τεκμηριωμένης έκθεσης της Επιτροπής:

 

Νοείται περαιτέρω ότι μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας  της τελικής εκλογής, σε κάθε υποψήφιο θα  αποστέλλεται αντίγραφο του μέρους της έκθεσης της επιτροπής το οποίο αφορά τόσο τον ίδιο όσο και τον επιλεγέντα».

 

 

Ο Κανονισμός 9(8) της Κ.Δ.Π. 145/01 προνοεί  μεταξύ άλλων ότι το Εκλεκτορικό Σώμα εξετάζει την έκθεση της Ειδικής Επιτροπής και τις τυχόν παρατηρήσεις του υποψηφίου, λαμβάνει την απόφαση και υποβάλλει τεκμηριωμένη έκθεση στη Σύγκλητο για επικύρωση.

 

Περαιτέρω ο Κανονισμός 9(9) της Κ.Δ.. 145/01προβλέπει ότι η Σύγκλητος εξετάζει την έκθεση του Εκλεκτορικού Σώματος και διαβιβάζει την απόφασή της για επικύρωση στο Συμβούλιο.

 

Στην προκείμενη περίπτωση, παρά το γεγονός ότι το Συμβούλιο του Πανεπιστημίου σε συνεδρία του ημερομηνίας 7.4.2009 με ψήφους 4 υπέρ και 5 αποχές δεν επικύρωσε την απόφαση της Συγκλήτου για μη ανέλιξη του αιτητή, επανήλθε  σε συνεδρία την  7.12.2009 και αποφάσισε ότι δεν ενδείκνυται να προβεί σε οποιαδήποτε περαιτέρω ενέργεια, με αποτέλεσμα η απόφαση της συγκλήτου, ενώ δεν είχε επικυρωθεί, στην ουσία, να αποκτήσει ισχύ ωσάν να είχε τύχει της έγκρισης του Συμβουλίου, όπως γνωμάτευσαν και οι νομικοί σύμβουλοι του Πανεπιστημίου.

 

Με βάση τη σχετική νομοθεσία πoυ έχει παρατεθεί πιο πάνω, κρίνω ότι η διαδικασία  που ακολουθήθηκε ήταν εν προκειμένω, νομικά, μεμπτή.

 

Στη Διαμαντούλα Κόρδα Σάββα ν. Πανεπιστημίου (2000) 4 ΑΑΔ 77, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:

 

«Η εκλογή ή προαγωγή μελών του ακαδημαϊκού προσωπικού αποφασίζεται, μετά την έκθεση της Ειδικής Επιτροπής, από τα μέλη του ακαδημαϊκού προσωπικού του Τμήματος και του Συμβουλίου της οικείας Σχολής των υψηλοτέρων βαθμίδων, το Εκλεκτορικό Σώμα. Η Σύγκλητος, σύμφωνα με το άρθρο 13 του Νόμου, ως το ανώτατο ακαδημαϊκό όργανο του πανεπιστημίου, εγκρίνει τις αποφάσεις που αναφέρονται στις επόμενες παραγράφους του άρθρου και τέλος το Συμβούλιο, βάσει του άρθρου 6(1)(γ) του Νόμου, έχει την εξουσία και αρμοδιότητα να προβαίνει στις απαραίτητες διαπιστωτικές πράξεις, που αφορούν στις εκλογές ή προαγωγές το ακαδημαϊκού προσωπικού, και να προβαίνει στους διορισμούς και προαγωγές.

 

 

...............................

 

Η επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου, για θέση στο διδακτικό εκπαιδευτικό προσωπικό του πανεπιστημίου, από τη φύση της, απαιτεί όπως η αξιολόγηση των υποψηφίων γίνει από άτομα με εξειδικευμένες γνώσεις και προσόντα, που δυνατό να μη διαθέτουν τα διοικητικά όργανα του πανεπιστημίου. Γι' αυτό και προβλέπεται, όπως εξήγησα πιο πάνω, ο διορισμός από τη Σύγκλητο Ειδικής Επιτροπής που αποτελείται, ανάλογα με τη θέση και την ειδικότητα, από ειδήμονες στο θέμα, οι οποίοι είναι σε θέση να αξιολογήσουν τους υποψήφιους, επιστήμονες με υψηλά ακαδημαϊκά προσόντα. Καθοριστικής επομένως σημασίας για την επιλογή του καταλληλότερου υποψήφιου είναι η έκθεση της Ειδικής Επιτροπής».

Προκύπτει από το λεκτικό των σχετικών άρθρων του Νόμου ότι η διαδικασία που θα πρέπει να ακολουθείται, σε περιπτώσεις διορισμών, είναι διαδικασία διαπίστωσης και έγκρισης, και επομένως, ειδική αιτιολογία αναμένεται να δίδεται, από τα όργανα του Πανεπιστημίου που μετέχουν στη διαδικασία, δηλαδή από το Εκλεκτορικό Σώμα, τη  Σύγκλητο  και το Συμβούλιο, όταν αυτά δεν συμφωνούν με τις εισηγήσεις-διαπιστώσεις της Ειδικής Επιτροπής, και όταν η τελική τους απόφαση είναι αντίθετη  με τις διαπιστώσεις της Ειδικής Επιτροπής.

 

Είναι  πρόδηλο από το συγκεκριμένο πρακτικό ότι ουδεμία αιτιολογία δίδεται για τη βάση της εν λόγω απόφασης του Συμβουλίου.  Ούτε  αιτιολογείται η επιλογή του Συμβουλίου  να θεωρήσει ότι παραμένει σε ισχύ η απόφαση της Συγκλήτου για τη μη ανέλιξη του αιτητή. Δεν υπάρχει οτιδήποτε στα σχετικά πρακτικά που να βοηθά το Δικαστήριο να ελέγξει τη συγκεκριμένη απόφαση.  Το αν υπήρξε μια ή δύο ή και περισσότερες γνωματεύσεις που συμβούλευαν το Συμβούλιο για το πώς έπρεπε να χειρισθεί την υπόθεση, σίγουρα αυτό δεν αποτελεί κατά την κρίση μου  δέουσα αιτιολογία.

 

Ούτε έχω ικανοποιηθεί ότι και η αιτιολογία της απόκλισης που δόθηκε από το Εκλεκτορικό Σώμα ήταν σαφής και αναλόγως εξειδικευμένη ώστε να δύναται να ασκηθεί ο δικαστικός έλεγχος. Η  έκθεση του εκλεκτορικού σώματος δεν ήταν κατά την κρίση μου δεόντως τεκμηριωμένη εφόσον αντιπαρερχόταν τη σύσταση της ειδικής επιτροπής με γενικότητες και υποκειμενικές κρίσεις καθώς και υποκειμενικά συμπεράσματα των μελών του χωρίς την ανάλογη στοιχειοθέτηση.  Το Δικαστήριο ασφαλώς  και δεν είναι σε θέση και δεν είναι, εν πάση περιπτώσει, και επιτρεπτό να διαμορφώσει πρωτογενή κρίση και να υποκαταστήσει τη δική του κρίση με εκείνη του διορίζοντος οργάνου. Το Δικαστήριο ελέγχει μόνο κατά πόσο η επίδικη απόφαση είναι εύλογα επιτρεπτή.

 

Έχοντας υπόψη λοιπόν το περιεχόμενο της έκθεσης της Ειδικής Επιτροπής , σε συνάρτηση με τα στοιχεία του φακέλου  και το σχετικό υλικό που είχε ενώπιόν του το Εκλεκτορικό Σώμα, για τον αιτητή,  κρίνω ότι η αιτιολογία της απόκλισης δεν ήταν επαρκής και εξειδικευμένη και συνακόλουθα  η αιτιολογία για μη ανέλιξη του αιτητή  πάσχει  ως γενική και αόριστη.

 

Περαιτέρω, η τελική απόφαση που λήφθηκε από τη Σύγκλητο για μη εκλογή του αιτητή αποτελούσε απλή προσυπογραφή της αρνητικής απόφασης του Εκλεκτορικού Σώματος, χωρίς περαιτέρω συζήτηση ή περαιτέρω αιτιολογία.

 

Θεμελιακό λόγο ακυρότητας στην όλη διαδικασία που έχει ακολουθηθεί, αποτελεί, κατά την κρίση μου, και το γεγονός ότι  στο Εκλεκτορικό Σώμα,  κατά την πρώτη συνεδρία του ημερομηνίας 26.2.2008, κατά την οποία καταψηφίστηκε η πρόταση της Ειδικής Επιτροπής για ανέλιξη του αιτητή, συμμετείχαν τα 5 ακόλουθα πρόσωπα: Καθηγητής Αθανάσιος Γαγάτσης, Κοσμήτορας, Καθηγητής Σάββας Κατσικίδης, Καθηγητής Ανδρέας Δημητρίου, Καθηγητής Κωνσταντίνος Χρίστου, Καθηγητής Ανδρέας Καπαρδής, ενώ στη συνεδρία του ιδίου Σώματος ημερομηνίας 10.10.2008, κατά την οποία επιχειρήθηκε η τεκμηρίωση της προηγούμενης απόφασης του για καταψήφιση της ομόφωνης πρότασης της Ειδικής Επιτροπής για ανέλιξη του αιτητή στη βαθμίδα του Καθηγητή, η σύνθεση ήταν τετραμελής επειδή το ένα μέλος (κ. Ανδρέας Δημητρίου) ζήτησε να μην μετέχει πλέον στο Εκλεκτορικό Σώμα, προφανώς λόγω της τότε υπουργοποίησης   του.

 

Το άρθρο 22 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99), προβλέπει ότι η διαδικασία συζήτησης και λήψης απόφασης από το διοικητικό όργανο για ορισμένο θέμα πρέπει να διεξάγεται από την αρχή μέχρι  το τέλος από τα       ίδια μέλη του συλλογικού οργάνου: Δέστε την απόφαση της Ολομέλειας  στην Α.Ε. 132/07, Πειθαρχικό Συμβούλιο Ιατρών και Νίκος Παυλίδης κ.α., ημερ. 20.5.2010. 

 

 

 

Ενόψει των όσων προσπάθησα να εξηγήσω, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται, με  € 1.200 έξοδα υπέρ του αιτητή  και εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.

 

 

 

                                                      Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,

                                                                    Δ.

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο