ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                (Υπόθεση Αρ. 1415/2009)

 

30 Σεπτεμβρίου, 2011

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

THE CYPRUS IMPORT CORPORATION LTD,

Αιτητές,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.    ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

2.    ΤΜΗΜΑ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ, ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΦΠΑ,

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

Δ. Χριστοδούλου για Α. Παπαχαραλάμπους, για τους Αιτητές.

Ε. Συμεωνίδου (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

 

 

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.Οι Αιτητές με την παρούσα προσφυγή ζητούν ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερ. 6.8.2009, με την οποία απεφάσισαν ότι από 1.10.2009 και ακολούθως οι φορολογικές περίοδοι, θα είναι διάρκειας ενός μηνός αντί τριών μηνών.

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης

Η Έφορος ΦΠΑ, στο πλαίσιο λήψης διαφόρων μέτρων για σκοπούς έγκαιρης καταβολής του οφειλόμενου ΦΠΑ στα δημόσια ταμία και ασκώντας τις εξουσίες που της παρέχονται από τον Κανονισμό 17(1)(α) των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Γενικοί) Κανονισμών του 2001, στο εξής «οι Κανονισμοί», στις 20.8.2009 έλαβε απόφαση με την οποία έδινε εντολή σε 81 εταιρείες, οι οποίες θεωρήθηκαν μεγάλες, ανάμεσα τους και οι Αιτητές, όπως υποβάλλουν τις φορολογικές τους δηλώσεις κάθε ένα μήνα, αντί κάθε τρεις.  Επίσης, αποφάσισε ότι οι εν λόγω φορολογικές δηλώσεις υποβάλλονται όχι αργότερα από την δέκατη μέρα μετά το τέλος του μήνα που ακολουθεί το τέλος της περιόδου με την οποία η φορολογική δήλωση σχετίζεται.  Τα κριτήρια για το ποιες επιχειρήσεις χαρακτηρίζονταν ως «μεγάλες» για σκοπούς απόδοσης του καταβλητέου φόρου, επεξηγούνταν σε δύο Σημειώματα προς τον Υπουργό Οικονομικών, ημερ. 11.4.2007 και 29.9.2009.  Οι συγκεκριμένες εταιρείες κρίθηκαν μεγάλες επειδή είχαν φόρο (ΦΠΑ) καταβλητέο προς το κράτος ενός εκατομμυρίου και άνω.

 

Οι Αιτητές προς ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης προέβαλαν αρχικά δύο λόγους ακύρωσης και στη συνέχεια, με άδεια του δικαστηρίου, πρόσθεσαν και τρίτο.  Κατά τη διάρκεια των διευκρινήσεων, ο δικηγόρος των Αιτητών απέσυρε τους δύο πρώτους λόγους, με αποτέλεσμα να παραμείνει μόνο ο τρίτος, με τον οποίο προβάλλουν ότι οι επίδικοι Κανονισμοί είναι ultra vires του εξουσιοδοτούντος Νόμου.

 

Οι Καθ' ων η αίτηση διατύπωσαν δύο προδικαστικές ενστάσεις.  Με την πρώτη προβάλλουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη, καθότι η νέα ρύθμιση αφορά στην εφαρμογή της νομοθεσίας ως προς το χρόνο υποβολής των φορολογικών δηλώσεων και της είσπραξης του φόρου και όχι αυτή καθ' εαυτή η επιβολή του φόρου.  Το άρθρο 20 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 2000 (Ν. 95(Ι)/00) εναρμονίζοντας την Κυπριακή νομοθεσία με την Κοινοτική, με το άρθρο 206 της Έκτης Κοινοτικής Οδηγίας, προέβλεψε ότι οι καθορισμένες φορολογικές περίοδοι καθορίζονται με Κανονισμούς.  Έτσι, θεσπίστηκε ο Κανονισμός 17 της ΚΔΠ 314/01, ο οποίος αρχικά προέβλεπε για τρίμηνη περίοδο, αλλά με δυνατότητα του Εφόρου να δώσει εντολή για υποβολή φορολογικής δήλωσης σε περίοδο ενός μηνός. 

 

Όπως εισηγήθηκε η δικηγόρος των Καθ' ων η αίτηση, ο καθορισμός της περιόδου είσπραξης φόρων δεν συνιστά πράξη προσδιοριστική των υποχρεώσεων του φόρου, αλλά μόνο το χρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα πρέπει να υποβάλλονται οι δηλώσεις.  Δεν πρόκειται για εκτελεστή πράξη που επιφέρει έννομες συνέπειες για τα δικαιώματα και υποχρεώσεις του διοικουμένου, ώστε να υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.  Η εντολή του Εφόρου δυνάμει του Καν. 17 για υποβολή φορολογικής δήλωσης κάθε μήνα, έχει τη μορφή της δέσμιας οδηγίας.

 

Ως προς τη δεύτερη προδικαστική ένσταση που αφορά το έννομο συμφέρον, οι Καθ' ων η αίτηση προβάλλουν ότι η σμίκρυνση του χρονικού διαστήματος υποβολής των φορολογικών περιόδων δεν προκαλεί υλική ή ηθική βλάβη στους Αιτητές.  Στην ουσία οι Αιτητές ενεργούν ως εισπράκτορες προς όφελος της Δημοκρατίας και ως εκ τούτου δεν έχουν άμεσο συμφέρον.  Οι Καθ' ων η αίτηση επικαλούνται την Χατζηκυριάκος & Υιoí ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1429/09, ημερ. 16.7.2010, οι Αιτητές που κρίθηκαν ότι ενεργούσαν απλώς ως εισπράκτορες και ότι δεν είχαν έννομο συμφέρον να προσβάλουν τη σμίκρυνση του χρόνου, αφού η αλλαγή δεν επηρέαζε τις υποχρεώσεις και τα συμφέροντά τους.  

 

Από την άλλη, οι Αιτητές ζητώντας την απόρριψη των δύο προδικαστικών ενστάσεων, προβάλλουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ' όλα εκτελεστή διοικητική πράξη και παράγει έννομα αποτελέσματα για τους ιδίους, αφού με την εφαρμογή της θα πρέπει να απασχολήσουν περισσότερο προσωπικό στο λογιστήριο της εταιρείας τους.  Στην απαντητική τους αγόρευση, έκαμαν αναφορά σε πρόσφατη απόφαση του Κωνσταντινίδη, Δ. στην υπόθεση Χ. Α. Παπαέλληνας & Σία Λτδ ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1423/09, ημερ. 8.12.2010, στην οποία κρίθηκε, σε αντίθεση με την Χατζηκυριάκος & Υιός Λτδ, ανωτέρω, ότι οι Αιτητές εκεί είχαν έννομο συμφέρον. 

 

Έχω εξετάσει τις δύο προδικαστικές ενστάσεις και κατά την κρίση μου αυτές δεν ευσταθούν. 

 

Σύμφωνα με τις αρχές της νομολογίας, το καθοριστικό κριτήριο για την εκτελεστότητα μιας πράξης «είναι η παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων δηλαδή η γένεση εξ αυτής δικαιωμάτων και υποχρεώσεων».  Όπως αναφέρθηκε στη Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering (1994) 3 AAΔ 26, μια πράξη είναι εκτελεστή όταν επιβάλλει έννομες υποχρεώσεις στο διοικούμενο, οι οποίες δεν υφίσταντο πριν την έκδοσή της.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, οι Αιτητές έχουν έννομο συμφέρον, αφού από την προϋπάρχουσα κατάσταση αντλούσαν όφελος, το οποίο θίγηκε με την σύντμηση της περιόδου που επήλθε με την προσβαλλόμενη πράξη, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν νέες υποχρεώσεις, οι οποίες δεν υφίσταντο προηγουμένως.  Υπό αυτές τις συνθήκες εύλογα πιθανολογείται η πρόκληση υλικής ζημιάς. 

 

Είχα την ευκαιρία να μελετήσω την απόφαση του αδελφού δικαστή Νικολάτου στην Χατζηκυριάκος και Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, αλλά με κάθε σεβασμό δεν μπορώ να συμφωνήσω επί του σημείου της μη εκτελεστότητας της πράξης και της έλλειψης εννόμου συμφέροντος.  Δεν διαφωνώ ότι οι Αιτητές ενεργούν ως εισπράκτορες για το δημόσιο ταμείο.  Όμως εκείνο που διαφοροποιήθηκε με την προσβαλλόμενη πράξη, είναι η περίοδος υποβολής των φορολογικών δηλώσεων και κατ' επέκταση της απόδοσης του φόρου.  Η νέα ρύθμιση κατά την κρίση μου επηρεάζει τα έννομα δικαιώματα των Αιτητών και τα οφέλη που προέκυπταν από την προηγούμενη κατάσταση, με αποτέλεσμα εύλογα να πιθανολογείται η ζημιά που ισχυρίζονται οι Αιτητές.  Επί του σημείου της εκτελεστότητας της πράξης και του εννόμου συμφέροντος, συμφωνώ με το σκεπτικό του αδελφού δικαστή Κωνσταντινίδη, στην υπόθεση Χ. Α. Παπαέλληνας & Σία ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, το οποίο και παραθέτω:- 

«Οι αιτητές δεν αντιμάχονται, βεβαίως, το στοιχειώδες πως η προσβαλλόμενη απόφαση δεν επηρεάζει αυτή καθ' εαυτή τη φορολογική τους υποχρέωση. Ούτε πως, ως προς τον οφειλόμενο ΦΠΑ πράγματι ενεργούν ως εισπράκτορες για το δημόσιο ταμείο. Αυτά, όμως, που ήταν οι λόγοι που προτάθηκαν προς υποστήριξη των προδικαστικών ενστάσεων, αποτελούν το εναρκτήριο δεδομένο σημείο. Με την προσβαλλόμενη απόφαση αλλοιώθηκε η υποχρέωση των αιτητών όχι ως προς την εν τέλει καταβολή του φόρου αλλά ως προς το χρόνο της καταβολής. Αυτή η αλλοίωση ήταν σαφώς δυσμενής για τους αιτητές οι οποίοι ευστόχως επισημαίνουν πως το ποσό που μπορούσαν νομίμως, στη βάση των ως τότε ισχυόντων, να καταβάλουν αργότερα, υποχρεώνονταν να το καταβάλουν νωρίτερα. Ενώ, ούτως ή άλλως, επηρεάζονται οι οικονομικοί τους προγραμματισμοί σε σχέση με τον καθορισμό τιμών και πιστώσεων προς τους πελάτες τους αλλά και ως προς τη ρευστότητα που χρειαζόταν να έχουν ώστε εγκαίρως να ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους. Έχει, λοιπόν, δυσμενή οικονομικό αντίκτυπο η προσβαλλόμενη απόφαση και θεωρώ πως οι αιτητές νομιμοποιούνται να ζητήσουν έλεγχο της νομιμότητάς της ως εκτελεστής διοικητικής πράξης. Με όλο το σεβασμό δεν μπορώ να συμφωνήσω πως η υπόθεση Sportsman (ανωτέρω) προσφέρεται ως παρόμοια περίπτωση. Σε εκείνη την υπόθεση αντικείμενο ήταν η νομιμότητα της επιβολής του φόρου και κρίθηκε πως οι αιτητές δεν νομιμοποιούνται αφού ήταν απλοί εισπράκτορες. Εδώ υπό αμφισβήτηση τίθεται η υποχρέωση των αιτητών, ως εισπρακτόρων, για καταβολή του ποσού όχι κατά τον αρχικώς νομίμως προσδιορισθέντα χρόνο αλλά κατά το δυσμενέστερο γι' αυτούς χρόνο, όπως αυτός καθορίστηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση.»

 

Με δεδομένο ότι η προσβαλλόμενη πράξη κρίνεται ως εκτελεστή, θα προχωρήσω να εξετάσω το μοναδικό λόγο ακύρωσης που παρέμεινε, ότι ο Καν. 17(1)(α) με τον οποίο δόθηκε η εντολή στους Αιτητές, είναι ultra vires της εξουσιοδότησης που δόθηκε από το άρθρο 20(1) του Νόμου.

 

Θα πρέπει υπομνηστικά να λεχθεί ότι η εξουσιοδοτούσα πρόνοια του άρθρου 20 του Νόμου είναι εναρμονιστική των άρθρων 206 και 252 της έκτης Κοινοτικής Οδηγίας.  Τα συγκεκριμένα άρθρα εναποθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια στα κράτη μέλη να καθορίζουν τις φορολογικές περιόδους ή διαφορετική καταληκτική ημερομηνία καταβολής του ποσού του ΦΠΑ.  Δεν τέθηκαν οποιεσδήποτε περιστάσεις, κατευθυντήριες γραμμές ή περιοριστικά κριτήρια για το εναρμονιστικό νομοθετικό ή κανονιστικό πλαίσιο.

 

Για αυτό το λόγο ο εθνικός νομοθέτης με το άρθρο 20, διατηρώντας την εμβέλεια της διακριτικής ευχέρειας για το χρόνο και τον τρόπο απόδοσης λογαριασμών ΦΠΑ, απέφυγε να ορίσει τις «καθορισμένες φορολογικές περιόδους», εξουσιοδοτώντας τον κανονιστικό νομοθέτη να το κάνει και μάλιστα όχι κατ' ανάγκη με ενιαία και αμετάβλητη ρύθμιση. Το άρθρο 20(1) του Νόμου προνοεί:-

«Κάθε υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο αποδίδει λογαριασμό και καταβάλλει Φ.Π.Α., σε σχέση με τις συναλλαγές που πραγματοποιεί και σε σχέση με απόκτηση από το εν λόγω πρόσωπο οποιωνδήποτε αγαθών από άλλα κράτη μέλη, αναφορικά με τέτοιες περιόδους (που στον παρόντα Νόμο αναφέρονται ως "καθορισμένες φορολογικές περίοδοι") σε τέτοιο χρόνο και με τέτοιο τρόπο που μπορεί να καθορίζεται από ή με βάση Κανονισμούς και τέτοιοι Κανονισμοί μπορούν να προβλέπουν διαφορετικά για διαφορετικές περιστάσεις.»

 

 

Το πότε μια κανονιστική πράξη θεωρείται ότι εκδόθηκε ultra vires, δηλαδή υπερβαίνοντας τη νομοθετική βάση ή νομοθετική εξουσιοδότηση, είναι ζήτημα που εξαρτάται σε κάθε περίπτωση από την ερμηνεία του σχετικού νόμου που παρέχει την εξουσιοδότηση, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των διατάξεών του, καθώς επίσης και του νομοθετικού καθεστώτος που υπήρχε κατά το χρόνο θέσπισής του. (Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Π. Δ. Δαγτόγλου, 5η Έκδοση, παρ. 229 επ., «Η Δράση και ο Έλεγχος της Δημόσιας Διοίκησης», Ν. Χαραλάμπους, 2η Έκδοση 2004, 240).

 

Μια κανονιστική πράξη δεν μπορεί να εξέρχεται από τον επιδιωκόμενο σκοπό του νόμου, δηλαδή να εξυπηρετεί σκοπό διαφορετικό από εκείνο τον οποίο επιδίωξε να εξυπηρετήσει ο «πατρικός νόμος».

 

Ο εξουσιοδοτών Νόμος εδώ κατ' αρχάς παρέχει την εξουσία ρύθμισης του χρόνου των φορολογικών περιόδων από τους ίδιους τους Κανονισμούς ή με βάση αυτούς.  Ερμηνεύοντας το διαζευκτικό «από ή με βάση», εξάγεται το συμπέρασμα ότι ο νομοθέτης επιδίωκε να καλύψει, τόσο τον άμεσο προσδιορισμό του χρόνου και του τρόπου στην ίδια την κανονιστική πρόνοια, όσο και την περίπτωση που τέτοιος κανονισμός θα χρησιμοποιείται ως υπόβαθρο ή αλλιώς ως έρεισμα για τον περαιτέρω καθορισμό, μέσω ενδεχομένως άλλης ατομικής διοικητικής πράξης τέτοιου χρόνου ή στην περίπτωση διαφορετικής ρύθμισης χρόνου, εξειδίκευσης των περιστάσεων που τον επιβάλλουν.

 

Συνεπώς η δυνατότητα καθορισμού διαφορετικού χρόνου ή τρόπου φορολογικών περιόδων, είναι μέσα στην εξουσιοδοτική εμβέλεια των Κανονισμών όταν οι περιστάσεις διαφοροποιούνται, χωρίς όμως αυτό να συνεπάγεται ότι οι «διαφορετικές περιστάσεις» πρέπει να προκαθορίζονται απαραίτητα από τον ίδιο τον Κανονισμό.  Κρίνω ότι το εξουσιοδοτικό πλαίσιο εδώ,  δεν πρέπει να ερμηνευθεί ούτε αυστηρά, ούτε περιοριστικά, αλλά με ευρύτητα.  Αυτό αποδεικνύει η ίδια η επιλογή δυνητικών όρων («τέτοιοι Κανονισμοί μπορούν να προβλέπουν διαφορετικά») στο άρθρο 20, αλλά κυρίως ο σκοπός που δεν είναι άλλος από την αποτελεσματική και έγκαιρη είσπραξη του ΦΠΑ από τη Δημοκρατία για την ενίσχυση των δημόσιων οικονομικών.

 

 Με όλα τα πιο πάνω δεδομένα και με κάθε σεβασμό στην αντίθετη άποψη που εκφράστηκε στην Χ. Α. Παπαέλληνας & Σία ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, θεωρώ ότι ο  Καν. 17(1) δεν εκτρέπεται ούτε από το σκοπό ούτε από το γράμμα του εκδοτικού Νόμου.  Ο σχετικός Κανονισμός προνοεί τα ακόλουθα:-

«17.-(1) Κάθε πρόσωπο που είναι εγγεγραμμένο ή που ήταν ή απαιτείται να είναι εγγεγραμμένο οφείλει, σε σχέση με κάθε περίοδο τριμήνου ή στην περίπτωση προσώπου που είναι εγγεγραμμένο, κάθε περίοδο 3 μηνών που λήγει κατά τις ημερομηνίες που γνωστοποιούνται είτε στο πιστοποιητικό εγγραφής που εκδίδεται σε αυτό το πρόσωπο ή διαφορετικά, όχι αργότερα από τη δέκατη ημέρα μετά το τέλος του μήνα που ακολουθεί το τέλος της περιόδου με την οποία σχετίζεται, να υποβάλει στον Έφορο φορολογική δήλωση σε έντυπο που καθορίζεται με Γνωστοποίηση του Εφόρου που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στην οποία να δηλώνεται το ποσό του Φ.Π.Α. που οφείλει να καταβάλει από αυτό και η οποία να περιέχει πλήρεις πληροφορίες σε σχέση με τα άλλα θέματα που καθορίζονται στο έντυπο και δήλωση, υπογραμμένη από αυτό, ότι η φορολογική δήλωση είναι αληθής και πλήρης:

 

Νοείται ότι -

(α) ο Έφορος δύναται να επιτρέψει ή να δώσει εντολή σε πρόσωπο να υποβάλλει φορολογικές δηλώσεις αναφορικά με περιόδους διαρκείας ενός μηνός και να υποβάλλει τις δηλώσεις αυτές όχι αργότερα από τη δέκατη ημέρα μετά το τέλος του μήνα που ακολουθεί το τέλος των περιόδων με τις οποίες σχετίζονται·».

 

Μέσα στο πλαίσιο του Νόμου περιλαμβάνεται η δυνατότητα του Εφόρου να αποφασίσει για υποβολή δηλώσεων αναφορικά με περιόδους διάρκειας ενός μηνός, η οποία όμως ασκείται περιπτωσιολογικά και με κριτήρια που δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να είναι σταθερά.  Αυτό γιατί κάθε φορολογικό έτος αλλάζουν τα δεδομένα και ο εκ των προτέρων κανονιστικός ορισμός των διαφορετικών περιστάσεων ή των  κριτηρίων για την επιλογή των επιχειρήσεων που θα έπρεπε να υποβάλουν μηνιαίες δηλώσεις, θα καταστρατηγούσε τον ίδιο τον σκοπό.  Οι διαφορετικές περιστάσεις δεν είναι αναγκαίο ούτε από το κοινοτικό πλαίσιο, ούτε από την εθνική νομοθεσία να προκαθορίζονται και να εξειδικεύονται, ακριβώς επειδή δεν αποτελούν ένα συγκεκριμένο και σταθερό παράγοντα αλλά μεταβάλλονται κατά καιρούς ανάλογα με τα οικονομικά δεδομένα στην εκάστοτε χρονική στιγμή.  Συνεπώς ορθά ο κανονιστικός νομοθέτης δεν αναφέρθηκε σε συγκριμένες περιπτώσεις διασφαλίζοντας έτσι την ευρεία διακριτική ευχέρεια του Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας να επιβάλλει την υποχρέωση μηνιαίων δηλώσεων ΦΠΑ σε πρόσωπα με βάση αποτελεσματικά διακριτικά κριτήρια αναλόγως των οικονομικών μεταβλητών κάθε φορολογικού έτους.  Αρκεί βέβαια η απόφαση του Εφόρου εφόσον αφορά την κατ' εξαίρεση επιβολή μηνιαίων δηλώσεων να είναι αιτιολογημένη και να παραθέτει κατά τρόπο αντικειμενικό και απρόσωπο τα εφαρμοζόμενα κριτήρια.

 

Στην προκειμένη περίπτωση οι διαφορετικές περιπτώσεις καθορίστηκαν μετά από δέουσα έρευνα όλων των εναλλακτικών οικονομικών κριτηρίων όπως αποδεικνύουν τα σχετικά σημειώματα (Παραρτήματα 2, 3 και 4 στην ένσταση).  Το μέτρο της μείωσης των φορολογικών περιόδων φαίνεται να εφαρμόστηκε σε περιορισμένο αριθμό επιχειρήσεων στις οποίες το κόστος από την εφαρμογή του δεν θα ήταν δυσανάλογο προς το αποτέλεσμα που επιδιωκόταν.  Επίσης τα κριτήρια που εξετάστηκαν για τον καθορισμό των «μεγάλων» επιχειρήσεων δεν οδηγούν σε φωτογραφικές ή αυθαίρετες διακρίσεις.  Η επίδικη απόφαση διαμορφώθηκε στη βάση ενός ενιαίου κριτηρίου για 81 επιχειρήσεις που εύλογα θεωρήθηκε ότι διαφοροποιούσε τη χρονική περίοδο υποβολής των φορολογικών τους δηλώσεων συγκριτικά με άλλα υποκείμενα στον Φόρο πρόσωπα, καταβλητέο ΦΠΑ πάνω από €1.000.000.

 

Ενόψει της αποτυχίας του μοναδικού λόγω ακύρωσης, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με €1.400 έξοδα, υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.  Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

 (Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠς


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο