ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1108/2011)
28 Σεπτεμβρίου, 2011
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
YUXIAN WANG,
Αιτήτρια,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΜΕΣΩ ΤΩΝ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
3. ΥΠΕΥΘΥΝΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΩΣ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Ενδιάμεση Αίτηση ημερ. 17.8.2011 για προσωρινό διάταγμα
Χρ. Χριστούδιας, για την Αιτήτρια.
Ι. Δημητρίου (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η Αιτήτρια με την προσφυγή της ζητά, μεταξύ άλλων, δήλωση του Δικαστηρίου ότι τα διατάγματα κράτησης και απέλασης που εκδόθηκαν εναντίον της στις 14.8.2011, είναι άκυρα και παράνομα.
Ταυτόχρονα, καταχώρησε και μονομερή αίτηση με την οποία ζητά προσωρινό διάταγμα με το οποίο να αναστέλλονται τα διατάγματα σύλληψης, κράτησης και απέλασης της Αιτήτριας. Το δικαστήριο διέταξε όπως η αίτηση επιδοθεί στην άλλη πλευρά. Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, η Αιτήτρια παραθέτοντας το ιστορικό που οδήγησε στη σύλληψή της, αναφέρει ότι κατάγεται από την Κίνα και το 2001 ήρθε στην Κύπρο με σκοπό να φοιτήσει σε ιδιωτικό κολλέγιο. Από της άφιξής της στην Κύπρο μέχρι σήμερα, απουσίασε μόνο για ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα, το οποίο δεν υπερβαίνει τους 5 μήνες. Στις 12.7.2002 τέλεσε πολιτικό γάμο με κύπριο υπήκοο. Μετά τον γάμο της, άλλαξε το καθεστώς παραμονής της στην Κύπρο ως φοιτήτρια και μέχρι τα μέσα του 2009 της χορηγούντο προσωρινές άδειες παραμονής ως επισκέπτριας και με ειδική άδεια ως σύζυγος κύπριου πολίτη, να εργάζεται. Η τελευταία τέτοια άδεια, ίσχυε μέχρι τις 25.8.2009. Με το σύζυγό της συζούσε μέχρι το Μάρτιο του 2009, οπότε και λόγω προβλημάτων επήλθε διάσταση μεταξύ τους. Ο γάμος λύθηκε για λόγους που αφορούν αποκλειστικά τη συμπεριφορά του πρώην συζύγου της. Τελικά το διαζύγιο εξεδόθη στις 12.10.2010.
Μετά που επήλθε η διάσταση, αλλά προτού λήξει η άδεια προσωρινής παραμονής της που ίσχυε μέχρι τις 25.8.2009, ζήτησε με επιστολή του δικηγόρου της ημερ. 7.8.2009, όπως αλλάξει το καθεστώς παραμονής της στην Κύπρο, ώστε να της δοθεί άδεια παραμονής ως επισκέπτριας. Στις 28.2.2011, δηλαδή μετά από 18 μήνες από την ημερομηνία που υπέβαλε την αίτησή της, η Διευθύντρια του Τμήματος Μετανάστευσης, ζήτησε από τους δικηγόρους της Αιτήτριας διάφορα πρόσθετα στοιχεία, όπως κατάσταση λογαριασμών, πηγή εισοδημάτων και αποδεικτικά στοιχεία, ότι είχε σταθερούς και επαρκείς πόρους από το εξωτερικό για τη συντήρησή της. Η Διευθύντρια με επιστολή της ημερ. 16.3.2011, δηλαδή μέσα σε 16 μέρες, πληροφόρησε τους δικηγόρους της Αιτήτριας ότι εφόσον δεν της στάληκαν τα έγγραφα που ζήτησε, το αίτημα για παραχώρηση άδειας παραμονής απορρίπτετο και ζητούσε από την Αιτήτρια όπως αναχωρήσει αμέσως από την Κύπρο. Η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η ίδια είχε παραδώσει όλα τα έγγραφα που της είχαν ζητηθεί. Γι' αυτό με επιστολή των δικηγόρων της ημερ. 6.6.2011, ζήτησε επανεξέταση της περίπτωσής της.
Ενώ εκκρεμούσε η επανεξέταση, ξαφνικά στις 13.8.2011 συνελήφθη στο ιδιόκτητο διαμέρισμά της στη Λάρνακα και μέχρι σήμερα βρίσκεται στα αστυνομικά κρατητήρια Πέρα Χωρίου Νήσου. Εξ' όσον πληροφορήθηκε από το δικηγόρο της, η σύλληψή της έγινε δυνάμει διαταγμάτων κράτησης και απέλασης.
Εάν δεν εκδοθεί το αιτούμενο προσωρινό διάταγμα, η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά, καθότι θα απελαθεί στη χώρα της και δεν θα είναι σε θέση να προωθήσει την προσφυγή της, με αποτέλεσμα να επηρεαστούν τα δικαιώματά της για δίκαιη δίκη. Περαιτέρω ισχυρίζεται, ότι ενώ ήταν παντρεμένη για 8 χρόνια με κύπριο υπήκοο και προγραμμάτισε τη ζωή της στην Κύπρο για μόνιμη εγκατάσταση, αποκτώντας ιδιόκτητο διαμέρισμα και αγοράζοντας αυτοκίνητο και άλλη κινητή περιουσία, θα είναι καταστροφικό εάν εκτελεστεί το διάταγμα απέλασης.
Επίσης, η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι τα διατάγματα κράτησης και απέλασης είναι άκυρα λόγω έκδηλης παρανομίας την οποία προσδιορίζει στα πιο κάτω:- (α) παράβαση του Καν. 19 των περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Κανονισμών του 1972 (ΚΔΠ 242/72), καθότι ουδέποτε πληροφορήθηκε ότι κηρύχθηκε απαγορευμένη μετανάστρια, (β) παράβαση των διατάξεων του περί Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στην Επικράτεια της Δημοκρατίας Νόμου του 2007 (Ν. 7(Ι)/2007) και της αντίστοιχης Οδηγίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία προστατεύει πολίτες τρίτων χωρών, που παρέμειναν στην Κύπρο για μεγάλο χρονικό διάστημα, ως αποτέλεσμα του γάμου τους με ευρωπαίους πολίτες. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη Οδηγία, μετά τον χωρισμό τους, οι σύζυγοι ευρωπαίων πολιτών οι οποίοι είναι πολίτες τρίτων χωρών έχουν δικαίωμα να μην εκδιωχθούν από την Κύπρο, αλλά να τους παραχωρηθεί άδεια παραμονής και (γ) η κράτηση και απέλαση παραβιάζει το φυσικό δίκαιο, την αρχή της χρηστής διοίκησης και κακής πίστης.
Οι Καθ' ων η αίτηση ενίστανται. Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση, αναφέρεται ότι στις 23.1.2009 η Αστυνομία διεξήγαγε έλεγχο αναφορικά με τη γνησιότητα του γάμου της Αιτήτριας και το ζεύγος δεν ανευρέθηκε στην τελευταία δοθείσα διεύθυνση. Όταν τελικά η Αιτήτρια εντοπίστηκε, ανέφερε ότι βρισκόταν σε διάσταση με το σύζυγό της. Ενόψει της διαπιστωθείσας μη συμβίωσης του ζεύγους, η Αστυνομία στις 25.2.2009 εισηγήθηκε όπως ακυρωθεί η άδεια παραμονής της. Όταν αργότερα στα πλαίσια εξέτασης αιτήματος της για ανανέωση της άδειας παραμονής, ζητήθηκε από την Αιτήτρια να προσκομίσει διάφορα έγγραφα, αυτή παρέλειψε να το πράξει, με αποτέλεσμα να κηρυχθεί απαγορευμένη μετανάστρια και να εκδοθούν εναντίον της τα επίδικα διατάγματα σύλληψης, κράτησης και απέλασης.
Η δικηγόρος της Δημοκρατίας, στην αγόρευσή της, ανέφερε ότι δεν μπορούν να εκδοθούν τα προσωρινά διατάγματα, καθότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για έκδοσή τους. Τα διατάγματα κράτησης και απέλασης εκδόθηκαν νόμιμα, δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, αφού η Αιτήτρια ως αποτέλεσμα της παράνομης διαμονής της στη Δημοκρατία, κατέστη απαγορευμένη μετανάστρια, δυνάμει του άρθρου 6(1)(κ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105. Η Αιτήτρια στις 17.8.2011, ενημερώθηκε σχετικά με επιστολή γνωστοποίησης των διαταγμάτων ημερ. 14.8.2001, αλλά αρνήθηκε να υπογράψει ότι της παραδόθηκε. Σύμφωνα με την εισήγηση της δικηγόρου των Καθ' ων η αίτηση, στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει έκδηλη παρανομία, όπως ο όρος έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία να υποδηλώνει άμεσα αναγνωρίσιμη, οφθαλμοφανή, διαβόητη και σκανδαλώδη παρανομία (βλ. Economides v. Republic (1982) 3 CLR 837, Κροκίδου ν. Δημοκρατίας (1990) 3(Γ) ΑΑΔ 1857, Λοϊζίδη ν. Υπουργείου Εξωτερικών (1995) 3 ΑΑΔ 233). Η κα Δημητρίου εισηγήθηκε επίσης ότι η Αιτήτρια δεν μπορεί να επικαλείται τις διατάξεις του Νόμου 7(Ι)/2007, καθότι η ίδια δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του, αφού ο Νόμος συμφωνά με το άρθρο 4, «εφαρμόζεται σε κάθε πολίτη της Ένωσης, ο οποίος αφίκνειται ή διαμένει στη δημοκρατία καθώς και στα μέλη της οικογένειας του, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, που τον συνοδεύουν κατά τη μετάβαση του στη Δημοκρατία ή που αφίκνειτο στη Δημοκρατία για να τον συναντήσουν». Πέραν τούτου, εισηγήθηκε ότι η Αιτήτρια δεν έχει υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά, ώστε να πληρεί τη δεύτερη προϋπόθεση για την έκδοση προσωρινού διατάγματος. Όπως εξήγησε, όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε η Αιτήτρια επί του συγκεκριμένου θέματος, είναι γενικοί και αόριστοι και με τον τρόπο που διατυπώνονται, καθόλου δεν εξειδικεύουν τη ζημιά, όπως απαιτεί η νομολογία, τη ζημιά (βλ. Sofocleous v. Republic (1971) 3 CLR 345).
Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, προσωρινή θεραπεία για αναστολή διοικητικής απόφασης στα πλαίσια του Καν. 13 του περί Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Νόμου του 1962, παραχωρείται με φειδώ. Θα πρέπει να διαπιστώνεται έκδηλη παρανομία ή ανεπανόρθωτη ζημιά. Για να είναι έκδηλη, η παρανομία θα πρέπει να είναι οφθαλμοφανής, χωρίς να χρειάζεται διερεύνηση αντιφατικών γεγονότων (Βλ. Λοϊζίδης ν. Υπουργού Εξωτερικών (1995) 1 ΑΑΔ 233, Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ν. Marfin Popular Βank Public Co Ltd, A.E. 11/07, ημερ. 7.2.2007, Κοινοπραξία Poseidon Grand Marina of Paphos κ.α. ν. Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 513 και Hellenic Petroleum Cyprus Ltd v. Δημοκρατίας (2007) 3 ΑΑΔ 602).
Στην προκειμένη περίπτωση έχω εξετάσει τα τρία σημεία τα οποία κατά το δικηγόρο της Αιτήτριας αποτελούν έκδηλη παρανομία, αλλά δεν συμφωνώ ότι πρόκειται για εξόφθαλμες παραβάσεις του Νόμου ή των Κανονισμών. Ως προς το παράπονο ότι παραβιάζονται οι πρόνοιες του Νόμου 7(Ι)/07, ο κ. Χριστούδιας όντως δεν έχει εξειδικεύσει ποια συγκεκριμένη πρόνοια παραβιάστηκε. Αν όμως αναφέρεται στο Μέρος VI του Νόμου και συγκεκριμένα στο άρθρο 26, δεν συμφωνώ ότι από τα γεγονότα της υπόθεσης προκύπτει τουλάχιστον εξόφθαλμη παρανομία. Όμως κατά πόσον υπάρχει παρανομία ή όχι, θα πρέπει να κριθεί στα πλαίσια της προσφυγής και όχι στο παρόν στάδιο που η προσοχή του δικαστηρίου εστιάζεται περισσότερο στο να διαπιστωθεί κατά πόσο υπάρχει «έκδηλη» παρανομία, όπως ο όρος έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία. Το άρθρο 26 του Νόμου θέτει διάφορες προϋποθέσεις οι οποίες θα πρέπει να ελεγχθούν με προσοχή προτού διατυπωθούν ευρήματα περί παρανομίας. Όμως, τίποτε το έκδηλα παράνομο δεν διαπιστώνεται, αφού η Αιτήτρια φαίνεται εκ πρώτης όψεως και χωρίς να διατυπώνονται σε αυτό το στάδιο οποιαδήποτε ευρήματα, ότι διέμενε στη Δημοκρατία παράνομα, αφού η άδεια της είχε λήξει, γεγονός που οδήγησε στην κήρυξη της ως ανεπιθύμητης μετανάστριας. Στο συγκεκριμένο τομέα παραχώρησης άδειας παραμονής στη Δημοκρατία, η διοίκηση διατηρεί ευρεία διακριτική ευχέρεια η οποία συνδέεται με το κυρίαρχο δικαίωμα κάθε κράτους να ελέγχει την είσοδο και διαμονή αλλοδαπών στην επικράτειά του, ανάλογα με την πολιτική που ακολουθεί. Κατά πόσο στην προκειμένη περίπτωση η διοίκηση ενήργησε νόμιμα ή όχι, θα αποφασιστεί στα πλαίσια της προσφυγής και όχι στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας. Η έκδοση ενός προσωρινού διατάγματος, δεν αποσκοπεί στο να ελέγξει τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης (βλ. Frangos v. Republic (1982) 3 CLR 52).
Ούτε ο δεύτερος ισχυρισμός της Αιτήτριας, ότι δεν της επιδόθηκε ειδοποίηση ότι είχε κηρυχθεί ανεπιθύμητη μετανάστρια, μπορεί να οδηγήσει σε εύρημα για έκδηλη παρανομία. Κατ' αρχάς τα γεγονότα φαίνεται να είναι υπό αμφισβήτηση, αφού από το φάκελο προκύπτει εκ πρώτης όψεως ότι της παραδόθηκε σχετική ειδοποίηση, αλλά αυτή αρνήθηκε να υπογράψει ότι την παρέλαβε. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν είναι δυνατό να γίνει δεχτή η εισήγηση ότι υπήρξε έκδηλη παρανομία ως αποτέλεσμα παράβασης ουσιώδους τύπου.
Έρχομαι τώρα στον ισχυρισμό ότι αν δεν ανασταλεί το διάταγμα απέλασης, η Αιτήτρια θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά. Είναι γεγονός ότι η Αιτήτρια διαμένει στην Κύπρο από το 2001, νόμιμα, πλην της περιόδου που εκκρεμούσε η αίτησή της για ανανέωση της προσωρινής παραμονής της, αλλά η διοίκηση υπό τις περιστάσεις που ανέφερα, δεν την ενέκρινε. Η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι έχει αγοράσει διαμέρισμα στη Λάρνακα, είναι ιδιοκτήτης αυτοκινήτου και άλλης οικοσυσκευής. Πέραν τούτου, λόγω του μεγάλου χρονικού διαστήματος που διαμένει στην Κύπρο (8 χρόνια), έχει ρυθμίσει ανάλογα την ιδιωτική της ζωή. Τέλος, θεωρεί ότι επειδή εκκρεμεί ενώπιον του Ανωτάτουο Δικαστηρίου η παρούσα προσφυγή, η παρουσία της είναι αναγκαία, ώστε να διασφαλιστεί το δικαίωμα της για δίκαιη δίκη.
Κατά την κρίση μου η παρούσα υπόθεση διακρίνεται από τη Moyo and another v. The Republic (1988) 3(Β) CLR 1203, αφού στην υπό εκδίκαση προσφυγή υπάρχουν οι πρόσθετοι παράγοντες στους οποίους έκαμα αναφορά και οι οποίοι είναι καθοριστικοί στην άσκηση της διακριτικής μου ευχέρειας. Έλαβα επίσης υπόψη τις πρόνοιες του άρθρου 26 του Νόμου 7(Ι)/2007, το οποίο προβλέπει για τη διατήρηση του δικαιώματος διαμονής από μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης, ακόμα και σε περίπτωση ακύρωσης του γάμου. Δεν αγνόησα τα όσα μου ανέφερε η κα Δημητρίου σε σχέση με τη μη εφαρμογή του Νόμου στην παρούσα περίπτωση, ενόψει των προνοιών του άρθρου 2 του Νόμου και της ερμηνείας που δίδεται στον όρο «πολίτης της Ένωσης», καθώς και του πεδίου εφαρμογής του Νόμου (άρθρο 4). Όμως, έχοντας υπόψη τα σχόλια που έγιναν από το Νικολαΐδη, Δ στην υπόθεση Shaleva v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 45/07, ημερ. 27.4.2010 και Shaleva v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 824/05, ημερ. 7.4.2008, σε σχέση με την αντίστοιχη πρόνοια του Νόμου 92(Ι)/2003, ο οποίος καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από το Νόμο 7(Ι)/2007, θεωρώ ότι το νομικό σημείο δεν πρέπει να αποφασιστεί στο παρών στάδιο, αφού δεν έτυχε επαρκούς κάλυψης από τους δικηγόρους των διαδίκων. Εξάλλου, δεν θα ήταν ορθό στο στάδιο αυτό το δικαστήριο να υπεισέλθει στην ουσία της προσφυγής. Υπό αυτές τις περιστάσεις, θεωρώ ότι η Αιτήτρια κατάφερε να αποδείξει ότι θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά αν εκτελεστεί το διάταγμα απέλασης προτού εκδικαστεί η προσφυγή της.
Το δεύτερο αίτημα αφορά στην αναστολή του διατάγματος κράτησης. Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος της εισήγησης του δικηγόρου της Αιτήτριας, σύμφωνα με τη νομολογία η στέρηση της ελευθερίας ενός ατόμου από μόνη της δεν αποτελεί ανεπανόρθωτη ζημιά (βλ. Haram Ravaho v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1024/04, ημερ. 10.12.2004 και Rozlutska v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 159/05, ημερ. 1.3.2005). Πέραν τούτου, υπάρχει και ένας σοβαρότερος λόγος που δεν μπορεί να εκδοθεί το διάταγμα. Σύμφωνα με τη νομολογία, δεν είναι δυνατή η έκδοση προσωρινού διατάγματος όταν η έκδοσή του ισοδυναμεί με παραχώρηση θεραπείας, όπως για παράδειγμα άδειας προσωρινής παραμονής στη Δημοκρατία, η παραχώρηση της οποίας εμπίπτει αποκλειστικά στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης (Moyo v. The Republic (1988) 3 CLR 1203).
Είναι γεγονός ότι η προσφυγή παίρνει χρόνο για να αποπερατωθεί. Όμως η καθυστέρηση αυτή δεν είναι δυνατό να ληφθεί υπόψη στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας. Σε περίπτωση που η Αιτήτρια κρίνει ότι παραβιάζονται τα δικαιώματά της ως αποτέλεσμα της παρατεταμένης κράτησης της, έχει στη διάθεσή της εναλλακτικά ένδικα μέσα τα οποία μπορεί να χρησιμοποιήσει για να προσφύγει στο δικαστήριο.
Ενόψει των πιο πάνω, εκδίδεται προσωρινό διάταγμα με το οποίο αναστέλλεται το διάταγμα απέλασης της Αιτήτριας μέχρι την εκδίκαση της παρούσας προσφυγής. Οι υπόλοιπες θεραπείες απορρίπτονται. Ενόψει της μερικής επιτυχίας της προσφυγής, η κάθε πλευρά να πληρώσει τα έξοδά της.
Ενόψει της κράτησης της Αιτήτριας, είναι αναγκαίο να διαταχθεί η σύντμηση των προθεσμιών για καταχώρηση της ένστασης και των γραπτών αγορεύσεων. Ως εκ τούτου, διατάσσεται όπως η ένσταση καταχωρηθεί μέσα σε 10 μέρες από σήμερα, η γραπτή αγόρευση της Αιτήτριας μέσα σε 10 μέρες μετέπειτα, η γραπτή αγόρευση των Καθ' ων η αίτηση μέσα σε 10 μέρες μετέπειτα και η απαντητική μέσα σε 7 μέρες μετά.
Η προσφυγή ορίζεται για διευκρινίσεις στις 8.11.2011
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠσ