ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 627/2010)
18 Ιουλίου, 2011
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/ΣΤΗΣ]
ANUP T. KAINTH,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΔΙΕΥΘΥΝΤΟΥ
ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Αχ. Αιμιλιανίδης, για τον Αιτητή.
Γ. Χατζηχάννα, για τον Καθ΄ ου η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο αιτητής γεννήθηκε στην Ινδία το 1973 και είναι ινδός υπήκοος. Είναι νυμφευμένος και πατέρας ενός παιδιού. Η σύζυγος και το παιδί του διαμένουν στην Ινδία. Ηλθε για πρώτη φορά στην Κύπρο το Φεβρουάριο του 1999 με άδεια εισόδου για να εργαστεί ως εργάτης σε τουβλοποιείο στη Λευκωσία. Η προσωρινή άδεια παραμονής του αιτητή στην Κύπρο ανανεωνόταν κατά καθορισμένα χρονικά διαστήματα, ύστερα από διαδοχικές αιτήσεις που υποβάλλονταν για το συγκεκριμένο σκοπό. Η τελευταία άδεια ανανεώθηκε μέχρι τις 4.6.2008. Προτού λήξει η ισχύς της, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση στις 22.2.2008 για απόκτηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος με βάση τις πρόνοιες του Ν. 8(1)/2007 και της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2003/109/ΕΚ η οποία ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο με τον περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (Τροποποιητικό) Νόμο.
Η αίτηση, κατόπιν εξέτασης, απορρίφθηκε στις 6.2.2009. Ο αιτητής άσκησε προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο προς ακύρωση της απόφασης. Κατόπιν γνωμάτευσης της Νομικής Υπηρεσίας η Επιτροπή Ελέγχου Μετανάστευσης ανακάλεσε την προσβληθείσα με την προσφυγή απόφαση της ημερ. 6.2.2009 και στις 23.2.2010 αφού εξέτασε εκ νέου την αίτηση, αποφάσισε και πάλι την απόρριψή της, λαμβάνοντας προς τούτο υπόψη σχετική έκθεση του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης. Η απόφαση κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερ. 23.4.2010. Στην εν λόγω επιστολή αναφέρεται ότι η αίτησή του απορρίφθηκε για τους πιο κάτω λόγους:
(α) Παρέμεινε παράνομα στη Δημοκρατία από τις 22.2.2003 μέχρι 2.7.2003 και από 10.6.2004 μέχρι 16.12.2004, χρονικά διαστήματα τα οποία εμπίπτουν εντός των τελευταίων πέντε χρόνων πριν από την υποβολή της αίτησης συμφώνως των προνοιών του άρθρου 18Η(1) του Νόμου 8(1)/2007.
(β) Η παραμονή του στη Δημοκρατία ήταν προσωρινή και η διάρκεια της ήταν χρονικά περιορισμένη με την ένδειξη «τελική/μη ανανεώσιμη» (άρθρο 18(Ζ)(2)(γ)) του Νόμου 8(1)/2007.
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά την ακύρωση της πιο πάνω απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 23.4.2010. Παρενθετικά σημειώνω ότι ο αιτητής καθ΄ όλη τη διάρκεια της παραμονής του στην Κύπρο εργαζόταν και συνεχίζει να εργάζεται σε υπεύθυνη θέση στο ίδιο τουβλοποιείο, έχει τακτοποιημένες τις φορολογικές του υποχρεώσεις και τις εισφορές του στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων και διατηρεί πιστωτικό υπόλοιπο σε τραπεζικό λογαριασμό.
Στα πλαίσια της προσφυγής, ο αιτητής υπέβαλε την υπό κρίση αίτηση για προδικαστική παραπομπή νομικού ερωτήματος στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Η θέση του επί του προκειμένου είναι ότι για να δοθεί απάντηση στο κατά πόσο νομίμως λήφθηκε η προσβαλλόμενη με την προσφυγή απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση, επιβάλλεται η ερμηνεία από το Ανώτατο Δικαστήριο των προνοιών των άρθρων 3(ε) και 4(1) της Οδηγίας 2003/109/ΕΚ για τις οποίες υπάρχει ασάφεια γεγονός το οποίο επιβεβαιώνεται, καθώς λέγει, και από τις επί του προκειμένου διϊστάμενες πρωτόδικες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου αλλά και από την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Motilla v. Δημοκρατίας (2008) 1 ΑΑΔ 29, που δεν ήταν ομόφωνη. Εξ αιτίας αυτής της κατάστασης επιβάλλεται, σύμφωνα με την εισήγηση, η αυθεντική ερμηνεία των σχετικών διατάξεων της Οδηγίας 2003/209/ΕΚ από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Ο αιτητής ζητά την προδικαστική παραπομπή των πιο κάτω ερωτημάτων για γνωμοδότηση από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
«1. Κατά πόσο το άρθρο 3(ε) της Οδηγίας 2003/109/ΕΚ εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας υπηκόους τρίτων χωρών των οποίων η άδεια διαμονής τους έχει περιοριστεί ως προς την χρονική της διάρκεια και μόνο.
2. Κατά πόσο το άρθρο 4(1) της Οδηγίας 2003/109/ΕΚ ερμηνεύεται κατά τρόπο ώστε να οδηγεί στην απόρριψη αιτήσεων προσώπων που αν και διέμεναν επί μακρό χρονικό διάστημα πέραν των πέντε ετών, νόμιμα και αδιάλειπτα στην Δημοκρατίας, εντούτοις αυτά καθυστερούσαν σε ορισμένες περιπτώσεις να υποβάλουν αίτηση για ανανέωση της άδειας παραμονής τους, η οποία αίτηση τελικά γινόταν αποδεκτή.»
Οι καθ΄ ων η αίτηση καταχώρησαν ένσταση στο αίτημα και ζητούν την απόρριψη της αίτησης. Θεωρούν ότι η αίτηση είναι αβάσιμη εφόσον δεν πληρούνται οι εκ του νόμου και της νομολογίας προϋποθέσεις για προδικαστική παραπομπή. Οι λόγοι ένστασης όπως εξειδικεύονται στο σχετικό δικόγραφο είναι οι εξής:
«(α) Δεν συντρέχει καμιά από τις προϋποθέσεις του άρθρου 267 (πρώην άρθρο 234) της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΣΛΕΕ).
(β) Δεν συντρέχει η προϋπόθεση του άρθρου 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, δηλαδή να μην υπόκειται η υπόθεση σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου.
(γ) Δεν τίθεται θέμα παράβασης του άρθρου 267 ΣΛΕΕ διότι εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου εάν θα παραπεμφθεί το οποιοδήποτε ζήτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΔΕΕ) και για σκοπούς της παρούσας, δεν είναι αναγκαία η παραπομπή τέτοιου ερωτήματος.
(δ) Δεν χρειάζεται η παραπομπή προδικαστικού ερωτήματος σχετικά με τα Αρθρα 3(2)(ε) και το Αρθρο 4 ΣΛΕΕ για το λόγο ότι τα άρθρα είναι acte clair (ξεκάθαρα).
(ε) Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για το θέμα είναι ξεκάθαρη μετά την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας, Motilla v. Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 29, καθώς και της πρόσφατης απόφασης της Ολομέλειας που έχει ξεκαθαρίσει το θέμα της «παράνομης παραμονής στο παρελθόν» στην Α.Ε. 193/07, ημερ. 21.1.2011, Κυπριακής Δημοκρατίας ν. Ζ.Μ.
(στ) Σχετικά με το πρώτο ερώτημα της παραγράφου 5.1 στην αίτηση του αιτητή, που αφορά τη χρονική διάρκεια, δεν είναι αναγκαία η παραπομπή γιατί:
(i) το Κεφ. 105 έχει τροποποιηθεί με το Νόμο 143(1)/09 και με την τροποποίηση έχει διαγραφεί από το άρθρο 18Ζ(2)(γ) η φράση «σε ότι αφορά τη χρονική της διάρκεια»,
(ii) εκκρεμεί ήδη στο ΔΕΕ η Υπόθεση C-502/100020 για έκδοση προδικαστικής αποφάσεως σε σχέση με το άρθρο 3(2)(ε) της Οδηγίας 2003/109/ΕΚ, και
(iii) αίτημα για παραπομπή προδικαστικού ερωτήματος σχετικά με το άρθρο 3(2)(ε) της Οδηγίας 2003/109/ΕΚ τέθηκε στην προσφυγή 651/09 και έχει επιφυλαχτεί απόφαση για παραπομπή προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ.
(ζ) Σχετικά με το δεύτερο ερώτημα της παραγράφου 5.2 στην αίτηση του αιτητή, το άρθρο 4(1) της Οδηγίας 2003/109/ΕΚ είναι ξεκάθαρο, καθότι αναφέρεται σε «νόμιμη και αδιάλειπτη διαμονή» και περαιτέρω με την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Α.Ε. 193/07, (πιο πάνω) το ζήτημα έγινε ακόμα πιο σαφές.
(η) Το Δ.Ε.Ε. στα πλαίσια προδικαστικής παραπομπής δεν εξετάζει ζητήματα συμβατότητας της εθνικής νομοθεσίας με το κοινοτικό δίκαιο, ούτε ζήτημα συμβατότητας των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου με το κοινοτικό κεκτημένο.
(θ) Η αίτηση είναι πρόωρη γιατί δεν έχουν καταχωρηθεί οι αγορεύσεις για να μπορεί το Δικαστήριο να έχει ολοκληρωμένη εικόνα της υπόθεσης και των νομικών ισχυρισμών για να κρίνει αν είναι αναγκαία η παραπομπή προδικαστικού ερωτήματος και περαιτέρω, τυχόν παραπομπή, εφόσον δεν είναι αναγκαία για την έκδοση απόφασης του Σεβαστού Δικαστηρίου, θα καθυστερήσει αδικαιολόγητα την εκδίκαση της υπόθεσης.»
Με τη συνθήκη της Λισσαβώνας η οποία τέθηκε σε ισχύ από 1.12.2009, το άρθρο 68 της Συνθήκης που ίσχυε μέχρι τότε, καταργήθηκε και έτσι το δικαίωμα προδικαστικής παραπομπής και σε θέματα μετανάστευσης ρυθμίζεται από τις πρόνοιες του άρθρου 267 της Συνθήκης. Σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο για να παραπεμφθεί ερώτημα στο ΔΕΕ πρέπει αυτό να σχετίζεται με την ερμηνεία και το κύρος της κοινοτικής νομοθεσίας η δε απάντηση στο ερώτημα πρέπει να είναι αναγκαία για να μπορέσει το εθνικό δικαστήριο να αποφασίσει τελεσίδικα τα επίδικα νομικά θέματα που υπάρχουν στη διαφορά. Αν η απόφαση του εθνικού δικαστηρίου υπόκειται σε έφεση, όπως είναι εδώ η περίπτωση, το θέμα της παραπομπής ερωτήματος στο ΔΕΕ επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου η οποία θα ασκηθεί υπέρ της παραπομπής εφόσον κριθεί ότι το αποτέλεσμα της υπόθεσης εξαρτάται από τη γνωμοδότηση του ΔΕΕ. Εν ολίγοις, η εκτίμηση για τη χρησιμότητα της παραπομπής, ανήκει στον εθνικό δικαστή υπό τη βασική προϋπόθεση ότι η απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα είναι κρίσιμη υπό την έννοια ότι επηρεάζει το περιεχόμενο της απόφασης επί της ουσίας της υπόθεσης στην κύρια δίκη. Βλ. Β. Σκουρής: «Ερμηνεία Συνθηκών για την Ευρωπαϊκή Ενωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα», Εκδόσεις Σάκκουλα, σελ. 1402.
Τα ουσιώδη γεγονότα και νομικά σημεία της υπόθεσης προσομοιάζουν με τα αντίστοιχα της Motilla (ανωτέρω). Όπως και στη Motilla έτσι και εδώ, η άδεια παραμονής του αιτητή έχει «επίσημα περιοριστεί» ώστε αυτός, σύμφωνα με τη Motilla, να μην καλύπτεται (ενδεχομένως) από τις πρόνοιες της Οδηγίας 2003/109/ΕΚ. Η Motilla αποτελεί δικαστικό προηγούμενο στη βάση του οποίου θεωρώ πως είναι εφικτή η απόφανση επί όλων των επίδικων νομικών ζητημάτων που εγείρονται. Το γεγονός ότι η απόφαση στη Motilla δεν ήταν ομόφωνη ουδόλως διαφοροποιεί τα πράγματα εφόσον η διαφωνία και η ύπαρξη διϊστάμενης απόφασης από την απόφαση της πλειοψηφίας δεν αποτελεί καθ΄ οιονδήποτε τρόπο κριτήριο ή προϋπόθεση για την παραπομπή νομικού ερωτήματος στο ΔΕΕ. Βεβαίως, από τη στιγμή που η απόφαση στη Motilla δεν είναι ομόφωνη, θα μπορούσε ίσως να ειπωθεί ότι δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής η αρχή του «acte clair» που καθιέρωσε η κοινοτική έννομη τάξη, ότι δηλαδή, τα εθνικά δικαστήρια, περιλαμβανομένων και αυτών που οι αποφάσεις τους δεν υπόκεινται στα εθνικά ένδικα μέσα, δεν έχουν υποχρέωση να παραπέμψουν οποιοδήποτε προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ, εφόσον η ερμηνεία συγκεκριμένης διάταξης του κοινοτικού δικαίου είναι τόσο σαφής και ξεκάθαρη ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς τον τρόπο που πρέπει να απαντηθεί το επίδικο ερώτημα. (Βλ. C.I.L.I.F.T. v. Ministry of Health (1982) ECR 3415.) Από την άλλη όμως το γεγονός ότι η Πλήρης Ολομέλεια προχώρησε στην εκδίκαση της υπόθεσης και αποφάσισε τελεσίδικα χωρίς να παραπέμψει ερώτημα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο θα μπορούσε να εκληφθεί ότι η Ολομέλεια θεώρησε ότι το θέμα είναι acte clair (ξεκάθαρο). Εν πάση περιπτώσει αυτή η πτυχή του θέματος ας παραμείνει προς απόφανση από το Εφετείο αν και εφόσον η παρούσα υπόθεση αχθεί ενώπιόν του και τεθεί θέμα ως προς το κατά πόσο η ερμηνεία είναι ή όχι ξεκάθαρη.
Για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί αποφαίνομαι ότι δεν παρίσταται ανάγκη παραπομπής των νομικών ερωτημάτων για απάντηση από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.