ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 351/2010)
19 Ιουλίου 2011
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ/Η
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ/Η
ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
--------------------------------
Μ. Τσιαννή (κα), για τον Αιτητή.
Δ. Εργατούδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
----------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο αιτητής είναι ιδιοκτήτης τεμαχίου γης εμβαδού 9.021 τ.μ. στη Λακατάμεια, ιδιόμορφου σχήματος. Σύμφωνα με τις πολεοδομικές ζώνες του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας, τμήμα του τεμαχίου αυτού εμβαδού 2.830 τ.μ. εμπίπτει στη ζώνη Κα8β στην οποία επιτρέπεται η ανάπτυξη, ενώ το υπόλοιπο, εμβαδού 6.191 τ.μ., εμπίπτει στη ζώνη Δα3α, στην οποία δεν επιτρέπεται η ανάπτυξη διότι έχει σκοπό να διασφαλίσει την απρόσκοπτη και ασφαλή λειτουργία του αεροδρομίου Λακατάμειας.
Ο αιτητής υπέβαλε στις 10.5.06 αίτηση προς χορήγηση πολεοδομικής άδειας για ανέγερση κατοικίας (αρ. Λευ/01169/2006), η οποία ενεκρίθη από το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως στις 28.9.06. Παρουσιάζεται ότι η αρχική αίτηση είχε υποβληθεί στις 18.6.04, ως Λευ/1736/04, για την οποία είχε ζητηθεί από το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως παράταση προς απάντηση. Στις 12.4.07 εκδόθηκε άδεια οικοδομής από τον Δήμο Λακατάμειας ως αρμοδία αρχή. Στη συνέχεια υπεβλήθη αίτημα για χορήγηση πολεοδομικής έγκρισης στη βάση τροποποιημένων σχεδίων στις 15.5.07, η οποία και απερρίφθη στις 21.7.08. Οι λόγοι της απόρριψης από την Πολεοδομική Αρχή εστιάστηκαν στο ότι με τα τροποποιητικά σχέδια το ύψος της οικοδομής θα υπερέβαινε το ανώτατο επιτρεπόμενο ως προνοείτο από την υποπαράγραφο 9.10.2(α) του Κεφ. 9 του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας (περίμετρος αεροδιαύλου Λακατάμειας), ενώ και η προτεινόμενη τροποποίηση του παραχωρούμενου δημόσιου χώρου πρασίνου που διαλάμβανε την παραχώρηση μέρους του απαιτούμενου ποσοστού εντός της ζώνης προστασίας Δα3α, δεν συνήδε με τις πρόνοιες της παρ. 3.8(γ) του Παραρτήματος Β των Τοπικών Σχεδίων γιατί δεν κρίνετο απαραίτητο για τη διαφύλαξη απομονωτικής λωρίδας κατά μήκος του παρακείμενου αεροδρομίου.
Στις 4.8.08 ο αιτητής υπέβαλε ιεραρχική προσφυγή προβάλλοντας ότι ο χώρος πρασίνου επιφάνειας 448 τ.μ. θα έπρεπε να υπολογιστεί ως ποσοστό της αξιοποιήσιμης έκτασης του τεμαχίου, ότι ο παραχωρηθείς χώρος πρασίνου όπως ενεκρίθη περιελάμβανε τριγωνικό τμήμα που εισχωρούσε κατά τρόπο ασύμμετρο και παράδοξο εντός του τμήματος του τεμαχίου που ενέπιπτε στην οικιστική ζώνη Κα8β, επηρεάζοντας έτσι τον ιδιωτικό χαρακτήρα της ιδιοκτησίας του, ότι στο τεμάχιο θα ανεγειρόταν μόνο μια ιδιωτική κατοικία για προσωπική του χρήση και ότι ο χώρος πρασίνου θα μπορούσε να αντικατασταθεί με χώρο αντίστοιχο με αυτό που ενέπιπτε στη ζώνη προστασίας. Ο αιτητής σημείωσε ότι ενόψει αφενός του επηρεασμού του μεγαλύτερου τμήματος του τεμαχίου του από τη γραμμή προστασίας διαύλου παρακείμενου ελικοδρομίου και αφετέρου του επηρεασμού του εναπομείναντος μέρους από τους συντελεστές δόμησης, το καθαρά αξιοποιήσιμο μέρος ήταν γύρω στα 1.700 τ.μ.
Το Υπουργικό Συμβούλιο ενεργώντας αρμοδίως διά της Υπουργικής Επιτροπής στην οποία εκχωρήθηκε η εξουσία για λήψη αποφάσεων επί ιεραρχικών προσφυγών που υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου 31 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου αρ. 41/70, ως τροποποιήθηκε, απέρριψε στη συνεδρία της ημερ. 7.12.09 την ιεραρχική προσφυγή, γνωστοποιώντας αυτή την απόφαση στον αιτητή στις 4.1.10. Κρίθηκε ότι η απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής ήταν ορθή και σύμφωνη με τις πρόνοιες της πολεοδομικής νομοθεσίας και του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας, αφού προηγουμένως έλαβε υπόψη τις θέσεις της Πολεοδομικής Αρχής, του Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, του Δήμου Λακατάμειας και τις θέσεις του ίδιου του αιτητή.
Με τη γραπτή του αγόρευση ο αιτητής παραπονείται ως προς την απόρριψη της ιεραρχικής του προσφυγής με ιδιαίτερη έμφαση στην έλλειψη έρευνας από την Υπουργική Επιτροπή, η οποία δεν ερεύνησε, ως όφειλε, την περίπτωση, ούτε και αιτιολόγησε επαρκώς ή και καθόλου την απόφαση της. Δεν εξέτασε τις θέσεις του αιτητή, μια προς μια, ούτε και εστίασε την προσοχή της είτε στην λανθασμένη ερμηνευτική άποψη της Πολεοδομικής Αρχής ως προς την εφαρμογή του Νόμου, είτε ως προς την λανθασμένη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης, η οποία απέρριψε χωρίς ουσιαστικό έρεισμα τη θέση του αιτητή για παραχώρηση ή ανταλλαγή του χώρου πρασίνου από την αξιοποιήσιμη περιοχή με χώρο εντός της ζώνης προστασίας. Γενικώς η Υπουργική Επιτροπή ενήργησε ως να ήταν εφετείο, υιοθετώντας πεπλανημένα τη θέση της Πολεοδομικής Αρχής με την οποία συμφώνησε, αλλά χωρίς οποιαδήποτε αιτιολογία, ο Διευθυντής Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως και ο Δήμος Λακατάμειας.
Αντίθετα, η Υπουργική Επιτροπή στη δική της αγόρευση διατείνεται ότι ορθά, εύλογα και κινούμενη εντός της διακριτικής της ευχέρειας είναι που απέρριψε την Ιεραρχική Προσφυγή, με σαφή αιτιολογία που εν πάση περιπτώσει συμπληρώνεται από τους διοικητικούς φακέλους. Τα θέματα ούτως ή άλλως σχετίζονταν με τεχνικές διαπιστώσεις της διοίκησης που είναι εκτός του αναθεωρητικού ελέγχου του Δικαστηρίου, εκτός αν τα συμπεράσματα δεν είναι εύλογα ή είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα ή το νόμο, κάτι που δεν συμβαίνει εδώ. Τόσο όσον αφορά το ύψος της οικοδομής, όσο και όσον αφορά το χώρο πρασίνου, η Υπουργική Επιτροπή εξέτασε τις θέσεις των αρμοδίων φορέων κατά ουσιαστικό τρόπο και η αποδοχή των απόψεων τους δεν σημαίνει και μη αυτόνομη λήψη απόφασης από την ίδια και επί της ουσίας.
Δύο ήταν οι λόγοι απόρριψης από την Πολεοδομική Αρχή της αίτησης για τροποποίηση των σχεδίων. Ως ήδη αναφέρθηκε ο πρώτος, με αριθμό (502), αφορούσε το ύψος της προτεινόμενης και υπό τροποποίηση οικοδομής και ο δεύτερος, με αριθμό (503), σχετιζόταν με το χώρο πρασίνου. Είναι γεγονός ότι κατά την υποβολή της ιεραρχικής προσφυγής, ο αιτητής δεν προσέβαλε και δεν ανέφερε οτιδήποτε σε σχέση με το ύψος της προτεινόμενης οικοδομής. Τα όσα επομένως αναφέρει εκ των υστέρων διά της γραπτής αγορεύσεως της συνηγόρου του σελ. 8, περί αυτεπάγγελτης εξέτασης εκ μέρους της Πολεοδομικής Αρχής των σημείων υπέρβασης της οικοδομής που αφορούν μόνο μικρό μέρος της περίφραξης, δεν είναι δυνατόν να εξεταστούν. Ορθά στο σημείωμα του Υπουργείου Εσωτερικών εντοπίζεται η μη υποβολή παραπόνου στο θέμα. (Παράρτημα 3 στην ένσταση, σελ. 3, παρ.4).
Όσον αφορά όμως το θέμα της παραχώρησης του χώρου πρασίνου διαπιστώνεται όντως πρόβλημα στην υπό της Πολεοδομικής Αρχής απόρριψη των αιτιάσεων του αιτητή, τις θέσεις της οποίας ασπάσθηκε κατ΄ ουσίαν η Υπουργική Επιτροπή. Ο αιτητής πρότεινε την ανταλλαγή του τμήματος πρασίνου από το αξιοποιήσιμο μέρος του τεμαχίου του, με χώρο που εν πάση περιπτώσει ενέπιπτε στη ζώνη προστασίας, εξυπηρετώντας έτσι λειτουργικά και το δικό του εναπομείναν μέρος του τεμαχίου, χωρίς ταυτόχρονα να αφαιρεί από τη ζώνη προστασίας, η οποία σύμφωνα με την Πολεοδομική Αρχή ήταν αρκούντως μεγάλη. Η ανταλλαγή επομένως και η χρήση μέρους της ζώνης προστασίας ως χώρου πρασίνου θα συνεισέφερε ουσιαστικά στις ευρύτερες ανάγκες της περιοχής.
Η Πολεοδομική Αρχή βασίστηκε κατά την απορριπτική εισήγηση της προς την Υπουργική Επιτροπή (Σημείωμα - Παράρτημα 3 - στην ένσταση), στο ότι δεν ήταν αναγκαία η χωροθέτηση του χώρου πρασίνου εκτός του ορίου ανάπτυξης διότι «... προστασία του αεροδρομίου επιτυγχάνεται με τον καθορισμό της Ζώνης Προστασίας Δα3α, η οποία έχει ικανοποιητικό πλάτος. Το μικρό τμήμα πρασίνου που εισηγείται ο αιτητής ότι θα έπρεπε να παραχωρηθεί εντός της Ζώνης Προστασίας, δεν παρέχει πιο ουσιαστική προστασία σ΄ αυτήν.». Προχώρησε να αναφέρει ότι δεν ικανοποιείται η προϋπόθεση της παρ. 3.8(γ) του Παραρτήματος Β του Τοπικού Σχεδίου.
Εντοπίζεται, όμως, μέσα από αυτή την προσέγγιση διπλό πρόβλημα. Κατ΄ αρχάς, η διοίκηση δεν αντίκρυσε σφαιρικά και ισορροπημένα το αίτημα, αλλά το αντιμετώπισε μόνο από τη δική της οπτική γωνία, παραγνωρίζοντας πλήρως τις θέσεις του αιτητή. Δεν δόθηκε καμία απολύτως σημασία στη θέση του αιτητή ότι ο χώρος πρασίνου, όπως οριοθετήθηκε, αλλά και χωροθετήθηκε από την αρμόδια αρχή, περιλαμβάνει τριγωνικό τμήμα που εισχωρεί κατά ασύμμετρο και παράδοξο τρόπο μέσα στο οικιστικό μέρος του τεμαχίου του, όπως ακριβώς φαίνεται στο συνημμένο Ε (μέρος του διοικητικού φακέλου Τεκμ. Β, που αφορά την ιεραρχική προσφυγή) και είναι το σχέδιο για το οποίο εκδόθηκε η σχετική άδεια οικοδομής. Εμφαίνεται εκεί όντως μια λωρίδα γης κατά μήκος του τεμαχίου που απολήγει σε τρίγωνο, καταλαμβάνει δε εξ ολοκλήρου το ένα άκρο της αξιοποιήσιμης γης του αιτητή. Δεν υπάρχει σαφής εξέταση του μέρους αυτού της ενστάσεως του αιτητή και επομένως διαπιστώνεται έλλειψη δέουσας έρευνας. Δεν επαρκεί η διατυπωθείσα θέση στο σημείωμα του Υπουργείου Εσωτερικών προς την Υπουργική Επιτροπή, (ερ. 42 στο Τεκμ. Β), στην παρ. 4(β), ότι το εμβαδόν του χώρου πρασίνου υπολογίστηκε με βάση το εμβαδόν που εμπίπτει στο όριο ανάπτυξης στην οικιστική ζώνη Κα8α. Ούτε η συνακόλουθη άποψη στην παρ. 4(γ), ότι η χωροθέτηση του χώρου πρασίνου κρίθηκε ότι δεν ήταν απαραίτητο να είναι εκτός του Ορίου Ανάπτυξης, διότι η προστασία του αεροδρομίου επιτυγχάνεται με τον καθορισμό της Ζώνης Προστασίας Δα3α, η οποία έχει ικανοποιητικό πλάτος.
Οι πιο πάνω θέσεις του Υπουργείου Εσωτερικών, αναπαράγουν σχεδόν αυτούσια τη θέση του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως όπως εμπεριέχεται στην επιστολή αυτού ημερ. 6.7.09 προς το Γενικό Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών (ερ. 23-25 του διοικητικού φακέλου, Τεκμ. Β). Ούτε εκεί υπάρχει συγκεκριμένη εξέταση της θέσης του αιτητή. Η ένσταση αυτή του αιτητή είχε στόχο να μεγιστοποιήσει το αξιοποιήσιμο μέρος του τεμαχίου του, χωρίς να επηρεάζεται ταυτόχρονα η Ζώνη Προστασίας Δα3α. Ούτε αυτή η πτυχή εξετάστηκε.
Η κρίση της διοίκησης αφορούσε μόνο τον τυχόν επηρεασμό της Ζώνης Προστασίας. Έτσι αναφέρθηκε απλώς ότι «Το μικρό τμήμα πρασίνου που εισηγείται ο αιτητής ότι θα έπρεπε να παραχωρηθεί στη ζώνη Δα3α, δεν παρέχει πιο ουσιαστική προστασία σ΄ αυτή.». Το ζητούμενο όμως δεν ήταν η παροχή περισσότερης προστασίας στην ίδια τη ζώνη προστασίας, η οποία, ομολογείται από την ίδια τη διοίκηση, ότι είναι επαρκούς πλάτους, αλλά η ταυτόχρονη εξυπηρέτηση του τεμαχίου του αιτητή. Δικαίως λοιπόν ο αιτητής παραπονείται ότι δεν είναι δυνατόν η νομοθεσία περί χώρου πρασίνου να στόχευε στην αφαίρεση μέρους της ιδιωτικής ιδιοκτησίας άνευ ετέρου και χωρίς συνυπολογισμό του προβλήματος που θα δημιουργούσε τέτοια αφαίρεση από την ίδια την ιδιοκτησία. Μέσα σ΄ αυτά τα πλαίσια είναι που ο αιτητής ενέστη και στον τρόπο υπολογισμού του εμβαδού του χώρου πρασίνου, ούτως ώστε ο υπολογισμός να λαμβάνει υπόψη και το μη αξιοποιήσιμο μέρος και όχι μόνο το αξιοποιήσιμο, το οποίο ενόψει των περιορισμών είναι κατά πολύ μειωμένο. Η ιδιάζουσα περίπτωση του τεμαχίου έχρηζε και διαφορετικής μεταχείρισης.
Η απόρριψη της θέσης του αιτητή έγινε βασικά λόγω της επίκλησης των προνοιών της παρ. 3.8 του Παραρτήματος Β των Γενικών Προνοιών Πολιτικής. Η παράγραφος αυτή δίνει τη δυνατότητα για την Πολεοδομική Αρχή, εκεί όπου μέρος ιδιοκτησίας εμπίπτει σε καθορισμένη Ζώνη Προστασίας, αλλά ταυτόχρονα και σε ζώνη ανάπτυξης, να επιτρέψει την παραχώρηση μέρους του απαιτούμενου ποσοστού του δημόσιου χώρου πρασίνου στη Ζώνη προστασίας υπό την προϋπόθεση ότι: (α) το εμβαδόν του μέρους της ιδιοκτησίας που είναι σε ζώνη προστασίας είναι ίσο ή πέραν του 35% του συνολικού εμβαδού της ιδιοκτησίας (όπως εδώ), (β) η παραχώρηση δημόσιου χώρου πρασίνου εντός της ζώνης προστασίας θα είναι το ένα τρίτο περίπου του απαιτούμενου ποσοστού που παραχωρείται (φαίνεται να ικανοποιείται και αυτό, εφόσον δεν το επικαλείται η διοίκηση) και (γ) ότι, μεταξύ άλλων, η παραχώρηση του χώρου πρασίνου μέσα στη ζώνη προστασίας είναι απαραίτητη για διαφύλαξη απομονωτικής λωρίδας ουσιαστικού πλάτους κατά μήκος σημαντικών λειτουργιών, όπως είναι τα αεροδρόμια.
Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η τελευταία αυτή παρ. (γ) δεν ερμηνεύθηκε ορθά διότι το λεκτικό της δεν αποκλείει την προσθήκη στη ζώνη προστασίας και έτερου χώρου που ακριβώς θα καταστήσει ακόμη μεγαλύτερο το πλάτος της λωρίδας διαφυλάσσοντας έτσι περισσότερο αυτόν το χώρο σημαντικής λειτουργίας.
Υπάρχει όμως και η επιφύλαξη της παρ. 3.8(γ), στην οποία δικαίως παραπέμπει ο αιτητής μέσω της συνηγόρου του, η οποία και πάλι δεν φαίνεται να λήφθηκε υπόψη από τη διοίκηση στην απόφαση της. Η πρόνοια αυτή συναρτάται ακριβώς και με τα όσα λέχθηκαν προηγουμένως ως προς την εξισορρόπηση των αναγκών του διοικούμενου με αυτών της διοίκησης. Η επιφύλαξη προνοεί ότι σε περίπτωση που το μέρος του πρασίνου καθιστά δυσλειτουργικό το χώρο της ιδιοκτησίας και ανεπαρκή για την εξυπηρέτηση της περιοχής, η Πολεοδομική Αρχή είναι δυνατόν, να προσέλθει σε συμφωνία με τον αιτητή ώστε να μην απαιτεί την παραχώρηση του χώρου πρασίνου από την ιδιοκτησία. Ο αιτητής στην ιεραρχική του προσφυγή αναφέρθηκε στη δυσλειτουργία που προκαλεί στην ιδιωτική του ανάπτυξη και στο τεμάχιο του ο παραχωρηθείς χώρος πρασίνου, λόγω του ασύμμετρου σχήματος του και του παράδοξου τρόπου που αυτό εισχωρεί στο τεμάχιο. Η μεταφορά-αντικατάσταση του τριγωνικού μέρους με ανάλογο τμήμα εντός της ζώνης προστασίας είχε έρεισμα και στην παρ. 3.8, θα προσέθετε δε στο εύρος της ζώνης απαγόρευσης, η οποία έτσι και αλλιώς ήταν εξ ολοκλήρου ένας χώρος πρασίνου, αλλά θα εξυπηρετούσε λειτουργικά και τον αιτητή. Η πρόνοια της επιφύλαξης δεν απασχόλησε την διοίκηση, ιδιαιτέρως ενόψει και της άλλης δηλωμένης θέσης του αιτητή στην παρ. 2.β της ιεραρχικής προσφυγής του ότι η κατοικία που θα ανεγερθεί θα «... περιβάλλεται από πλούσιο και ειδικά μελετημένο κήπο, ενισχύοντας έτσι σημαντικά το πράσινο της περιοχής.».
Υπάρχει και έτερος λόγος που καθιστά την απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής τρωτή. Και αυτός είναι η πρόδηλη απουσία συνολικής έρευνας υπό την ίδια την Υπουργική Επιτροπή, η οποία κατά την εξέταση ιεραρχικών προσφυγών οφείλει να διεξάγει τη δική της ανεξάρτητη έρευνα και όχι απλώς να προσυπογράφει τις θέσεις του Υπουργείου Εσωτερικών που με τη σειρά του υιοθέτησε τις απόψεις της Πολεοδομικής Αρχής με τις οποίες απλώς συμφώνησαν (χωρίς οποιαδήποτε ανεξάρτητη έρευνα ή έτερη αιτιολογία), το Τμήμα Πολεοδομίας και Ανάπτυξης και ο Δήμος Λακατάμειας. Η νομολογία είναι αποκαλυπτική του γεγονότος ότι η εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής δεν λειτουργεί ως έφεση, αλλά ως νέα διερεύνηση των δεδομένων, πραγματικών και νομικών από ένα ιεραρχικά ανώτερο όργανο ώστε να δοθεί ευκαιρία επανεξέτασης. (Tsouloftas v. Republic (1983) 3 C.L.R. 431). Το ιεραρχικά ανώτερο όργανο εξετάζει εξ υπαρχής τα δεδομένα ώστε να διορθώσει τυχόν λάθη και παραλείψεις του πρώτου διοικητικού οργάνου και δύναται να καταλήξει σε δικό του ανεξάρτητο συμπέρασμα. (Εταιρεία Αστικών Λεωφορείων Πάφου (ΑΔΕΠΑ) Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 837). Εξ ου και ο Καν. 7(4) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Αιτήσεις και Ιεραρχικές Προσφυγές) Κανονισμού του 1990 (Κ.Δ.Π. 55/90), δίνει δικαίωμα στην Υπουργική Επιτροπή, αν το κρίνει σκόπιμο, να δώσει την ευκαιρία στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο να υποστηρίξει τους λόγους επί των οποίων βασίζει την ιεραρχική προσφυγή.
Στην Mantovanis Umber Industries Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 4 Α.Α.Δ. 291, (Αρτέμης, Δ., όπως ήταν τότε), το Ανώτατο Δικαστήριο επανέλαβε τις πιο πάνω αρχές και σημείωσε ότι η ιεραρχική προσφυγή αποσκοπεί στη δημιουργία ενός δεύτερου σκέλους στη διαδικασία λήψης της απόφασης, αποβλέπουσα στην εξάλειψη των τυχόν λαθών από το πρώτο διοικητικό όργανο. Η προσφυγή πέτυχε ενόψει της διαπίστωσης ότι η Υπουργική Επιτροπή εξομοίωσε την ιεραρχική προσφυγή με έφεση, χωρίς η ίδια να προβεί σε επανεκτίμηση των δεδομένων.
Η αναφορά των καθ΄ ων στη Λάμπρου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 79, δεν τους βοηθά διότι δεν είναι η αρχή που καταγράφεται εκεί που αμφισβητείται εδώ, αλλά ο τρόπος εφαρμογής της στα υπό κρίση δεδομένα. Δεν αναμένεται βεβαίως η ανάπλαση του φακέλου ή των τεχνικών δεδομένων για να θεωρηθεί είτε αιτιολογημένη η απόφαση, είτε προϊόν δέουσας έρευνας. Όπως εξηγείται δε στην εν λόγω απόφαση, το Δικαστήριο δεν ασχολείται με τη διαπίστωση πρωτογενών γεγονότων, αλλά με τον έλεγχο της νομιμότητας της πράξης που διέρχεται και μέσω της επάρκειας της έρευνας. Εξηγήθηκε ανωτέρω η έλλειψη, υπό τα δεδομένα, δέουσας έρευνας. Η Υπουργική Επιτροπή «σφραγίζουσα» στην ουσία τις θέσεις που εκφράστηκαν στο σημείωμα του Υπουργικού Συμβουλίου περιέπεσε στο ίδιο λάθος, να μη διερευνηθούν στην ουσία τους, όλες οι αιτιάσεις του αιτητή.
Υπό το φως των ανωτέρω, η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ