ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 820/2008)

 

 

14 Φεβρουαρίου 2011

 

 

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δικαστής]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146, 35, 34, 33, 30, 29, 28, 26, 25, 23 ΚΑΙ 6 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

HYSTORE TECHNOLOGIES LTD,

Αιτήτρια,

ν.

ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΠΡΟΩΘΗΣΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ,

Καθ΄Ου η Αίτηση.

_________

 

 

Σ. Θεμιστοκλέους (κα), για την Αιτήτρια.

Α. Ταλιαδώρος,  για το Καθ΄ου η Αίτηση.

_________________

 

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.:  Αυτή είναι η τρίτη προδικαστική ένσταση που εκδικάζεται προδικαστικά στα πλαίσια της προσφυγής, εγειρόμενη από το Ίδρυμα Προώθησης Έρευνας (το Ίδρυμα), εναντίον απόφασης του οποίου στρέφεται η προσφυγή, και συνιστάμενη στο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία επιβλήθηκε στην Αιτήτρια κύρωση για πενταετή στέρηση του δικαιώματος για υποβολή πρότασης έργου και συμμετοχής σε πρόταση έργου, εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού και όχι του δημοσίου δικαίου ώστε να εκφεύγει της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Αναπτύσσοντας την ένσταση, ο ευπαίδευτος συνήγορος του Ιδρύματος εισηγείται ότι το Ίδρυμα δεν είναι όργανο, αρχή ή πρόσωπο που ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία στην έννοια του Άρθρου 146.  Το Ίδρυμα, παρατηρεί, ιδρύθηκε και λειτουργεί βάσει καταστατικού δυνάμει του περί Σωματείων και Ιδρυμάτων Νόμου του 1972 και όχι δυνάμει οικείου νόμου, όπως οι οργανισμοί που συνιστούν πρόσωπα δημοσίου δικαίου, η ύπαρξη του οποίου δέον όπως θεωρείται ως προϋπόθεση για ένταξη στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου.  Παραπέμπει μάλιστα προς τούτο στο Άρθρο 122 του Συντάγματος όπου, στα πλαίσια του ορισμού του όρου «δημόσια υπηρεσία», περιλαμβάνεται υπηρεσία σε οργανισμό δημοσίου δικαίου που ιδρύεται προς το δημόσιο συμφέρον «υπό νόμου», καθώς και σε νομοθετήματα με ανάλογη πρόνοια.  Παραπέμπει επίσης στη νομολογία που εισηγείται ότι υποστηρίζει τη θέση του, και δη τις υποθέσεις Προεστός ν. Δημοκρατίας (1998) 4Α Α.Α.Δ. 407, Αγγλική Σχολή Λευκωσίας κ.α. ν. Χασαποπούλου (2007) 3 ΑΑΔ 315, Petrou et al v. The New Co-Operative Credit Society of Karpashia (1962) 3 RSCC 54, Μιχαηλίδης ν. Κυπριακού Ερυθρού Σταυρού (1992) 4Ε 3450 και Papacharalambous and Another v. Bar Council (1983) 3A CLR 342.

 

H Αιτήτρια, από την άλλη, παραπέμποντας στο Καταστατικό του Ιδρύματος, επισημαίνει ότι το Ίδρυμα, όχι μόνο ιδρύθηκε από το κράτος αλλά και διοικείται από το κράτος, οι δε σκοποί του είναι σαφώς σκοποί δημόσιας ωφέλειας και κρατικής λειτουργίας, ώστε η προσβαλλόμενη απόφαση να εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου.

 

Δεν με βρίσκει σύμφωνο η βασική εισήγηση του κ. Ταλιαδώρου ότι η ύπαρξη οικείου ιδρυτικού νόμου είναι προϋπόθεση του χαρακτηρισμού προσώπου ως προσώπου ασκούντος εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία, όπως είναι τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.  Κυρίαρχη θέση στο θέμα έχει βεβαίως το ίδιο το Άρθρο 146 του Συντάγματος το οποίο αναφέρεται σε απόφαση, πράξη ή παράλειψη οιουδήποτε όχι μόνο οργάνου και αρχής αλλά και «προσώπου», ασκούντων «εκτελεστικήν ή διοικητικήν λειτουργίαν».  Δεν υπάρχει στο Άρθρο 146 προϋπόθεση οικείου νόμου που να διέπει το πρόσωπο που μπορεί να ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία, ούτε παραπομπή στη «Δημόσια Υπηρεσία».  Η αναφορά του κ. Ταλιαδώρου στο Άρθρο 122 του Συντάγματος δεν είναι επί τούτου σχετική, το ίδιο ισχύει δε και για την αναφορά του σε ειδικούς νόμους.  Το Άρθρο 122 είναι το πρώτο Άρθρο του Μέρους VII το οποίο τιτλοφορείται «ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ».  Το ζητούμενο εδώ όμως δεν είναι αν το Ίδρυμα είναι μέρος της Δημόσιας Υπηρεσίας, οπότε όντως απαιτείται η ύπαρξη οικείου νόμου προκειμένου περί νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, που ασφαλώς δεν είναι.  Το ζητούμενο είναι αν το Ίδρυμα είναι «πρόσωπο» που ασκεί «εκτελεστικήν ή διοικητικήν λειτουργίαν», έννοια ευρύτερη της Δημόσιας Υπηρεσίας αφού, αν και όλοι οι υπαγόμενοι στη Δημόσια Υπηρεσία σαφώς ασκούν τέτοια λειτουργία, η τέτοια λειτουργία δεν είναι αποκλειστικότητα της Δημόσιας Υπηρεσίας.  Το κριτήριο, όπως παρατηρεί η ευπαίδευτη συνήγορος για την Αιτήτρια, είναι ουσιαστικό και αφορά στα χαρακτηριστικά και τα αποτελέσματα της λειτουργίας.

 

Με όλο το σέβας, λοιπόν, δεν συμμερίζομαι την προσέγγιση του αδελφού μου Δικαστή Νικολαΐδη στην Προεστός ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, η οποία εκρίθη στη βάση του Άρθρου 122 με αναφορά σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου που εμπίπτουν στον ορισμό του όρου «Δημόσια Υπηρεσία».  Η προηγούμενη ανωτέρω αναφερθείσα νομολογία μάλιστα εξέτασε το θέμα ευρύτερα και ανεξάρτητα από το Άρθρο 122, όπως θεωρώ ότι είναι ορθό να γίνεται.  Στην Petrou et al v. New Co-Operative Credit Society of Karpashia, ανωτέρω, τα Συνεργατικά Ιδρύματα εκρίθησαν ως μη ασκούντα εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία με αναφορά στο σκοπό τους ως σύνδεσμοι για την προώθηση των οικονομικών συμφερόντων των μελών τους.  Στην Angelides v. Bar Council, ανωτέρω, και πάλι η εξέταση έγινε με αναφορά στα διέποντα τις αρμοδιότητες του Bar Council μέσα από τις πρόνοιες του Advocates Law, με την κατάληξη ότι πρόκειται για σύνδεσμο επαγγελματιών προς προώθηση των συμφερόντων τους ώστε οι αποφάσεις του να μην συνιστούν εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία και έτσι να μην εμπίπτουν στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου.  Είναι αξιοσημείωτο ότι η κατάληξη αυτή υπήρξε παρά το ότι το Bar Council διέπεται από ειδικό νόμο.  Και στην υπόθεση Μιχαηλίδης ν. Κυπριακού Ερυθρού Σταυρού, ανωτέρω, παρά το ότι ο Κυπριακός Ερυθρός Σταυρός διέπετο από ειδικό νόμο, εκρίθη, με αναφορά στα αφορώντα τη σύσταση και λειτουργία του, ότι επρόκειτο για εθελοντικό σώμα χωρίς διοικητική μορφή.  Τέλος, η Αγγλική Σχολή Λευκωσίας ν. Χασαποπούλου, η οποία είναι απόφαση της Ολομέλειας ανατρέπουσα την προηγούμενη μονομελή απόφαση στη Μαυρομμάτης ν. Αγγλικής Σχολής (1999) 4 ΑΑΔ 802, πραγματεύθηκε το θέμα και πάλι ευρύτερα με αναφορά στο διαχρονικό χαρακτήρα της Αγγλικής Σχολής ως μέρος της ιδιωτικής εκπαίδευσης ώστε οι ενέργειες της να εμπίπτουν στα πλαίσια όχι του δημοσίου αλλά του ιδιωτικού δικαίου, κυρίως ως εκ του ότι, παρά την έντονη συμμετοχή του κράτους στο διορισμό των 10 από τα 11 μέλη του διοικητικού συμβουλίου, το ενδέκατο μέλος ήταν ο εκπρόσωπος του British Council

 

Έχω ακόμα υπ΄όψη μου την απόφαση του αδελφού μου Κωνσταντινίδη, Δ., στην υπόθεση Πετρίδου ν. Ογκολογικού Κέντρου Τράπεζας Κύπρου, 521/2000, 14.2.2002, όπου εκρίθη ότι το Ογκολογικό Κέντρο της Τράπεζας Κύπρου ενέπιπτε στη σφαίρα του ιδιωτικού και όχι του δημοσίου δικαίου.  Υπεδείχθη εκεί ότι η σύσταση του Κέντρου ανάγετο και εθεμελιούτο σε ιδιωτικές συμφωνίες και ότι αυτό είχε εγγραφεί ως αγαθοεργό ίδρυμα, πράγματα που παράπεμπαν σε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, δεν θεωρώ αποκλειστικής σημασίας το γεγονός, που ασφαλώς συνηγορεί υπέρ της θεώρησης που εισηγείται ο κ. Ταλιαδώρος, ότι πρόκειται για ίδρυμα δυνάμει του περί Σωματείων και Ιδρυμάτων Νόμου.  Θα πρέπει, πέραν τούτου, να εξετασθούν όλα τα σχετικά με το Ίδρυμα στοιχεία.  Και εδώ το τοπίο γίνεται πιο σύνθετο.  Το Ίδρυμα δεν ιδρύθηκε από ιδιώτες αλλά από το ίδιο το κράτος με βασικό κοινωφελή σκοπό την προώθηση της επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας στην Κύπρο, όπως εξειδικεύεται περαιτέρω στο καταστατικό του.  Το κράτος έχει και την αποκλειστικότητα στο διορισμό της διοίκησης του Ιδρύματος, αφού το δωδεκαμελές διοικητικό συμβούλιο του διορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο, αν και αποτελείται από ένα ευρύ φάσμα μελών, στην πλειοψηφία τους επιστημόνων.  Προνοείται επίσης μόνιμη υπηρεσιακή επιτροπή, διοριζόμενη και αυτή από το Υπουργικό Συμβούλιο και αποτελούμενη από επτά Γενικούς Διευθυντές και τον Πρόεδρο του Ιδρύματος, με αρμοδιότητα ετήσιου καθορισμού των γενικών προτεραιοτήτων του Ιδρύματος.  Οι πόροι του Ταμείου του Ιδρύματος προέρχονται και από κρατική χορηγία και από τον ιδιωτικό τομέα.  Σε περίπτωση διάλυσης του Ιδρύματος, όλη η περιουσία του περιέρχεται στη Δημοκρατία για να διατεθεί για παρόμοιους ή άλλους σκοπούς.

 

Η συνολική εικόνα που προκύπτει αναδεικνύει στοιχεία και ιδιωτικού και δημόσιου δικαίου στην υπόσταση του Ιδρύματος.  Είναι από τη μια η κρατική πρωτοβουλία για ίδρυση του Ιδρύματος για κοινωφελή σκοπό και η συμμετοχή του Υπουργικού Συμβουλίου στο διορισμό των διοικητικών οργάνων του, όπως επίσης και το συμφέρον του σε περίπτωση διάλυσης του Ιδρύματος.  Από την άλλη, είναι το γεγονός ότι πρόκειται για Ίδρυμα που λειτουργεί βάσει καταστατικού, κατά κύριο λόγο επιστήμονες και το οποίο διαχειρίζεται τους δικούς του πόρους βάσει προϋπολογισμού.

 

Λαμβάνοντας υπ΄όψη τη νομολογία στη συνολική της τάση, και δη την υπόθεση Αγγλική Σχολή Λευκωσίας ν. Χασαποπούλου, τείνω να καταλήξω στην άποψη ότι το Ίδρυμα δεν είναι πρόσωπο που ασκεί «εκτελεστικήν ή διοικητικήν λειτουργίαν».  Μπορεί το περίγραμμα της σύστασης του Ιδρύματος και των διοικητικών οργάνων του να προέρχεται από το κράτος, που διατηρεί και κατάλοιπο ενδιαφέροντος σε περίπτωση διάλυσης του Ιδρύματος, πέραν τούτου όμως το Ίδρυμα λειτουργεί ουσιαστικά και για κάθε σκοπό όχι μέσω του κράτους αλλά μέσω του καταστατικού του, ακριβώς όπως κάθε ίδρυμα υποκείμενο στον περί Σωματείων και Ιδρυμάτων Νόμο.  Σημαντικό θεωρώ και το γεγονός ότι, πέραν του καθορισμού των γενικών προτεραιοτήτων του Ιδρύματος από τη μόνιμη υπηρεσιακή επιτροπή, το Ίδρυμα έχει απόλυτη ελευθερία στον προγραμματισμό και τη διεκπεραίωση του έργου και του προϋπολογισμού του όπως και των ταμείων του.  Το Διοικητικό Συμβούλιο, αποτελούμενο από ειδικούς - επτά επιστήμονες, τον Πρύτανη του Πανεπιστημίου Κύπρου, το Διευθυντή του Ιδρύματος Τεχνολογίας, το Διευθυντή του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, το Διευθυντή του Ινστιτούτου Γεωργικών Ερευνών και το Γενικό Διευθυντή του Γραφείου Προγραμματισμού, ενεργεί ανεξάρτητα από το κράτος και έχει ευρείες εξουσίες ως προς τον καθορισμό και την πραγμάτωση των επί μέρους σκοπών του που έχουν ευρεία αναφορά στον ιδιωτικό τομέα, η συμμετοχή του οποίου είναι στο επίκεντρο τους, και στην επιστημονική έρευνα γενικά.  Αξιοσημείωτο είναι και το ότι το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να επενδύει χρήματα τα οποία το Ίδρυμα δεν έχει άμεση ανάγκη.  Φρονώ λοιπόν ότι ο ιδιωτικός χαρακτήρας του ιδρύματος είναι πιο έντονος από το δημόσιο του, ώστε το Ίδρυμα να μην ασκεί «εκτελεστικήν ή διοικητικήν λειτουργίαν».

 

Με την επιτυχία της προδικαστικής ένστασης, κρίνεται και η τύχη της προσφυγής η οποία απορρίπτεται ως μη προσβάλλουσα εκτελεστή διοικητική πράξη.

 

 

                                                     Δ. Χατζηχαμπής, Δ.

 

 

/ΚΧ"Π


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο