ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1458/2009)
25 Φεβρουαρίου 2011
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
POSTOLACHI KONSTANTIN,
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ
1. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση
-------------------------------
Π. Χ»Παναγιώτου, για τον Αιτητή.
Ε. Παπαγεωργίου-Καρακάννα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
--------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Επιδιώκεται η ακύρωση της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων ημερ. 16.7.2009, με την οποία απορρίφθηκε η ιεραρχική προσφυγή του αιτητή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου που με τη σειρά της απέρριψε το αίτημα του για την παροχή του καθεστώτος του πολιτικού πρόσφυγα.
Ο αιτητής είναι Μολδαβός υπήκοος, εισήλθε δε στη Δημοκρατία νομίμως στις 23.9.2002, 23.7.2003 και 18.5.2004, αεροπορικώς από τη χώρα καταγωγής του. Σύμφωνα με τα δηλωθέντα στο σχετικό έντυπο που συμπλήρωσε στις 29.10.2004, κατέφθασε στη Δημοκρατία χρησιμοποιώντας το διαβατήριο του για σκοπούς εργασίας. Δήλωσε ως μητρική γλώσσα τη μολδαβική και ότι ομιλεί επίσης τη ρωσική και τη ρουμανική γλώσσα. Σύμφωνα με τα όσα δήλωσε στο έντυπο παραχώρησης πολιτικού ασύλου (Παράρτημα 1 στην ένσταση), οι λόγοι που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη Μολδαβία ήταν ότι το 2002 είχε δανειστεί κάποια χρήματα από ιδιώτες και παρά το γεγονός ότι επέστρεψε ολόκληρο το ποσό, οι δανειστές του ζητούσαν όλο και περισσότερα, απειλώντας τον ότι θα τον σκότωναν. Δεν μπορούσε να αποταθεί στην αστυνομία διότι απείλησαν και την οικογένεια του με θανάτωση, δηλαδή τους γονείς του εφόσον ο ίδιος είναι ελεύθερος. Μετά την κάθοδο του στην Κύπρο επέστρεψε στη Μολδαβία μετά από οκτώ μήνες, όπου τα τρίτα αυτά πρόσωπα επισκέφθηκαν το σπίτι του όπου κτύπησαν τον αδελφό του και τον ίδιο με αποτέλεσμα να αναγκαστούν να φύγουν από το σπίτι και μετά τρίμηνο να επανέλθουν στην Κύπρο για εργασία. Μετά από επτά μήνες επέστρεψε στη Μολδαβία για να ανανεώσει το διαβατήριο του, αλλά και πάλι δέχθηκε απειλές από τους δανειστές του.
Η Υπηρεσία Ασύλου κάλεσε τον αιτητή σε συνέντευξη στις 22.11.2006, η οποία συνέντευξη έλαβε χώρα στη ρωσική γλώσσα στην παρουσία μεταφραστή (Παράρτημα 4 στην ένσταση). Η αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγήθηκε με το Παράρτημα 5 την απόρριψη της αίτησης θεωρούσα ότι στον αιτητή δεν μπορούσε να δοθεί ούτε το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας ενόψει του ότι ήταν γενικά αναξιόπιστος και δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του δικαιολογημένου φόβου δίωξης δυνάμει της νομοθεσίας. Ο αιτητής μετά την απορριπτική απόφαση υπέβαλε διά του δικηγόρου του ιεραρχική προσφυγή στις 9.2.2007 (Παράρτημα 7), η οποία επίσης απερρίφθη μετά από εξέταση της όλης διαδικασίας ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, αλλά και της ουσίας του λόγου απόρριψης της αίτησης. Η σχετική απόφαση των καθ΄ ων ημερ. 16.7.2009, ληφθείσα από τον πρόεδρο της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, υιοθέτησε στην ουσία την έκθεση της λειτουργού των καθ΄ ων ημερ. 15.7.2009, προχωρώντας να απαντήσει και στις αιτιάσεις που πρόβαλε ο συνήγορος του αιτητή κατά την ιεραρχική προσφυγή.
Προσβάλλεται επομένως η απόφαση των καθ΄ ων ως άκυρη και στερούμενη οποιουδήποτε αποτελέσματος, με ισχυρισμούς ότι αυτή αποτελεί προϊόν πλάνης ως προς τα πραγματικά γεγονότα, ότι λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα, ότι η όλη συνέντευξη δεν λήφθηκε στη μητρική του γλώσσα, αλλά στη ρωσική, χωρίς να είχε προηγηθεί η διαπίστωση κατά πόσο αντιλαμβανόταν επαρκώς τα όσα αναφέρονταν κατά τη συνέντευξη στη γλώσσα αυτή, ενώ η απόφαση στερείται επαρκούς αιτιολογίας. Περαιτέρω, θέση του αιτητή είναι ότι αυτός αντιμετωπίστηκε δυσμενώς και για το λόγο ότι δεν αντιλαμβανόταν επαρκώς τη ρωσική γλώσσα, αλλά και διότι κρίθηκε αναξιόπιστος παρά τα όσα ο ίδιος λογικά κατέθεσε. Εγείρεται επίσης ζήτημα ότι η απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση των διαφόρων προθεσμιών που καθορίζονται στο σχετικό Νόμο, που καθορίζουν ότι η συνέντευξη πρέπει να διενεργηθεί εντός 78 ημερών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, ενώ οι καθ΄ ων όφειλαν να εκδώσουν μέσα σε 90 ημέρες από την ημερομηνία άσκησης της σχετικής προσφυγής, τη σχετική απόφαση τους. Αποτέλεσμα της παράβασης των χρονικών προθεσμιών πρέπει να είναι η κήρυξη της απόφασης ως εξ υπαρχής άκυρης.
Η εντελώς αντίθετη θέση προβάλλεται μέσα από την ένσταση και τη γραπτή αγόρευση των καθ΄ ων, με βασικό επιχείρημα ότι η όλη διαδικασία καλύπτεται χρονικά πλήρως από το Νόμο, εφόσον δεν ακολουθήθηκε η ταχύρυθμη διαδικασία που προνοείται, εν πάση δε περιπτώσει ουδεμία ζημία υπέστη ο αιτητής από την οποιαδήποτε καθυστέρηση στην έκδοση της απόφασης. Επί της ουσίας, ουδεμία πλάνη εντοπίζεται, ο αιτητής δεν απέσεισε το βάρος που έχει να αποδείξει τον ισχυρισμό αυτό, ενώ δεν ευσταθούν ούτε οι λόγοι που αφορούν σε μη δέουσα έρευνα και μη αιτιολογημένη απόφαση. Αναφορικά δε με τη ληφθείσα στη ρωσική γλώσσα συνέντευξη, δεν φαίνεται να προκλήθηκε οποιοδήποτε πρόβλημα ή να επηρεάστηκε αρνητικά ο αιτητής εφόσον ο ίδιος δήλωσε ότι ήταν γνώστης της γλώσσας αυτής.
Αρχίζοντας από το τελευταίο αυτό θέμα, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο ίδιος ο αιτητής δήλωσε γνώση της ρωσικής και ρουμανικής γλώσσας πέραν της μητρικής του. Στη συνέντευξη που λήφθηκε στις 22.11.2006, παρών ήταν ο μεταφραστής Farukh Rakhimov, ο οποίος μονόγραψε κάθε σελίδα της ελληνικής μετάφρασης, καθώς και την καταληκτική δήλωση στη σελ. 4 του κειμένου της συνέντευξης ότι είχε μεταφράσει επακριβώς και ορθά όλες τις πληροφορίες που του δόθηκαν από τον αιτητή. Πριν από αυτή την καταληκτική δήλωση υπάρχει καταγραμμένο τυποποιημένο κείμενο, στη ρωσική γλώσσα, την οποία υπέγραψε ο αιτητής, ο οποίος μονογράφησε και κάθε σελίδα της συνέντευξης. Πουθενά δεν φαίνεται οποιαδήποτε δυσκολία στη λήψη της συνέντευξης, ούτε δηλώθηκε κάποια αδυναμία κατανόησης της ρωσικής γλώσσας σε επαρκή βαθμό για σκοπούς συνέντευξης, ούτε και δηλώθηκε από τον ίδιο ότι δεν αντιλαμβανόταν τις ερωτήσεις που του απηύθυνε η λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, όπως αυτές μεταφράζονταν βέβαια από τον εν λόγω μεταφραστή.
Άλλωστε, και αν ακόμη υπήρξαν προβλήματα στη μετάφραση, (τέτοιος ισχυρισμός με αναφορά σε συγκεκριμένα σημεία ή αποσπάσματα της όλης συνέντευξης εν πάση περιπτώσει δεν προωθείται), αυτά αντικρύζονται στο σύνολο της συνέντευξης και από μόνα τους δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία. (Baryalay Khan v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1385/07, ημερ. 28.9.2009 και Al Rybeyi Ferid v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 776/08, ημερ. 20.10.2009).
Ως προς τα υπόλοιπα εγερθέντα θέματα πρέπει να λεχθεί ότι αυτά είναι με γενικότητα και αοριστία που εγείρονται. Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερο συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Καν. 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως. Η αναφορά, για παράδειγμα, ότι «Η απόφαση πάσχει γιατί λήφθηκε χωρίς την δέουσα έρευνα» (το ίδιο αοριστόλογοι είναι και οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης), δεν εξηγεί καθόλου, ούτε παραπέμπει σε συγκεκριμένα κατ΄ ισχυρισμόν δεδομένα που οδήγησαν σε μη έρευνα, ή σε πλάνη, ή καταπάτηση των αρχών της ίσης μεταχείρισης κλπ. Το ίδιο ισχύει και για τα καταγραφέντα γεγονότα, τα οποία ουδόλως παραπέμπουν σε οτιδήποτε το συγκεκριμένο, κατά παράβαση των προνοιών του Καν. 4(2)(β)(i) του ως άνω Κανονισμού του 1962, που επιτάσσει την αναγραφή συνοπτικής έκθεσης όλων των ουσιωδών γεγονότων επί των οποίων βασίζεται η αίτηση.
Η προσφυγή θα μπορούσε να απορριφθεί για τους πιο πάνω διαδικαστικούς λόγους οι οποίοι αντανακλούν βεβαίως και επί της ουσίας. Αυστηρώς ομιλούντες τα όσα αναφέρονται στην αγόρευση του δικηγόρου του αιτητή δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, εφόσον παγίως αναγνωρίζεται ότι οι αγορεύσεις δεν αποτελούν μέσο για τη θεμελίωση γεγονότων. (δέστε Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Ελισσαίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 412 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 384).
Τα όσα επομένως κατωτέρω περαιτέρω αποφασίζονται τελούν υπό την ως άνω γενικότερη τοποθέτηση. Στη γραπτή του αγόρευση, ο αιτητής εξειδικεύει πλέον τη θέση του να είναι ότι λανθασμένα δεν του χορηγήθηκε το ευεργέτημα της αμφιβολίας συμφώνως της παρ. 24 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια του καθεστώτος των προσφύγων. Το αναξιόπιστο της θέσης του αιτητή εντοπίστηκε αρχικώς από την Υπηρεσία Ασύλου και επιβεβαιώθηκε από την Αναθεωρητική Αρχή, σε σειρά στοιχείων: (i) η αίτηση ασύλου έγινε δύο χρόνια μετά την άφιξη του αιτητή στη Δημοκρατία, χωρίς να δοθεί προς τούτο οποιαδήποτε εξήγηση, (ii) επέστρεψε στην χώρα καταγωγής του δύο φορές παρά τον δηλωθέντα έντονο φόβο δίωξης από τους δανειστές του, χωρίς οι εξηγήσεις που έδωσε να ήταν ικανοποιητικές (ότι έπρεπε να ανανεώσει το διαβατήριο του, ότι πίστευε ότι είχαν ηρεμήσει τα πράγματα, ή ότι πήγε για να επιστρέψει με τον αδελφό του), (iii) ο αδελφός του αντίθετα δήλωσε ότι ο αιτητής επέστρεψε διότι ήθελε να επιστρέψει περισσότερα χρήματα στους δανειστές του, (iv) ότι οι δανειστές κτύπησαν τον αιτητή και τον αδελφό του όχι κατά τη διάρκεια της νύκτας, όπως ο αιτητής είπε, αλλά, όπως αντίθετα είπε ο αδελφός του, κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Εύλογα τα πιο πάνω σημεία θεωρήθηκαν ως στοιχεία αναξιοπιστίας, ιδιαιτέρως το γεγονός ότι παρά την πρώτη είσοδο του αιτητή στη Δημοκρατία στις 23.9.2002, το αίτημα για πολιτικό άσυλο υπεβλήθη πολύ αργότερα και μόνο στις 29.10.2004, με την απλή θέση του αιτητή ως προς το λόγο της καθυστέρησης ότι δεν ήξερε. Ένας γνήσιος όμως αιτητής ασύλου που αντιμετωπίζει πραγματικό πρόβλημα στη χώρα του, επείγεται να υποβάλει το αίτημα για πολιτικό άσυλο το συντομότερο δυνατό, αναζητώντας τον τρόπο προς τούτο. Η ταχύτητα με την οποία κινείται ένας αιτητής είναι ένδειξη για την ενδεχόμενη γνησιότητα του προβλήματος του. (δέστε Md Jakir Hossain v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2319/06, ημερ. 16.7.2008, Forhad Molla v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2051/06, ημερ. 19.3.2008 και Inram Ashraf v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 571/07, ημερ. 8.5.2008).
Είναι επίσης πρόδηλο ότι οι καθ΄ ων προέβησαν με επάρκεια στη δέουσα έρευνα. Η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής εντοπίζει με ενδελέχεια όλα τα σημεία τα οποία διέκρινε η Υπηρεσία Ασύλου ως έχοντα πλήξει την αξιοπιστία του αιτητή και περαιτέρω έλαβε υπόψη όσα ο αιτητής διά του δικηγόρου του ανέπτυξε κατά τη διοικητική προσφυγή. Η έρευνα την οποία ο αιτητής θεωρεί ως πλημμελή, ήταν, αντίθετα, επαρκής. Ορθά εντοπίζει η Αναθεωρητική Αρχή ότι δεν υπήρχε τίποτε το ουσιαστικό να διερευνηθεί από πλευράς της δεδομένου ότι ο αιτητής είχε κριθεί αναξιόπιστος λόγω των αντιφάσεων που είχε, (δέστε Obaidul Haque v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1964/06, ημερ. 11.3.2008), ενώ ήταν σαφές ότι ο αιτητής δεν αντιμετώπιζε οποιοδήποτε πρόβλημα με τις αρχές της χώρας του, δηλώνοντας μάλιστα ότι σε περίπτωση που θα αποφάσιζε να επιστρέψει δεν θα αντιμετώπιζε οποιαδήποτε άρνηση. (ερ. 15 του διοικητικού φακέλου, Τεκμ. «Α» κατά τις διευκρινίσεις). Το πρόβλημα που κατ΄ ισχυρισμόν είχε ο αιτητής ήταν ιδιωτικό πρόβλημα με παράνομα στοιχεία της χώρας του. Δεν κατέφυγε όμως στην Αστυνομία, ούτε και κατήγγειλε οπουδήποτε το γεγονός, παρά μόνο επέλεξε να επιστρέψει στη Μολδαβία δύο φορές, παρά τον ισχυριζόμενο φόβο του. Μάλιστα, κατά τον αδελφό του, τη μια φορά ήταν για να δώσει περισσότερα χρήματα στους δανειστές του. Σ΄ αντίθεση με τον προβαλλόμενο ισχυρισμό του συνηγόρου του αιτητή στην τρίτη σελίδα της αγόρευσης του, παρ. (β) ότι «... ο αιτητής απάντησε ξεκάθαρα ότι πήγε να δει τους γονείς του ...», πουθενά στη συνέντευξη του, δεν εντοπίζεται τέτοια απάντηση. Εκείνο που λέχθηκε ήταν ότι πήγε για να επιστρέψει με τον αδελφό του και για να ανανεώσει το διαβατήριο του, αλλά δεν διέμενε σπίτι του, στο οποίο πήγαινε μόνο για να δει τους γονείς του.
Η αιτιολογία που δόθηκε ήταν σαφέστατη και αρκεί απλή ανάγνωση της για να διαπιστωθεί ότι όλες οι θέσεις του αιτητή και του συνηγόρου του εξετάστηκαν και απαντήθηκαν πλήρως.
Τέθηκε επίσης στη γραπτή αγόρευση του αιτητή ζήτημα παράβασης νομοθετικών προθεσμιών και συγκεκριμένα ότι η συνέντευξη ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου έλαβε χώραν πολύ αργότερα από τις 78 ημέρες που προνοεί το άρθρο 14(3) του Νόμου, δηλαδή, ενώ αυτός υπέβαλε την αίτηση του στις 29.10.2004, η συνέντευξη έλαβε χώραν στις 22.11.2006. Περαιτέρω, ότι η Αναθεωρητική Αρχή όφειλε να εκδώσει την απόφαση της εντός 90 ημερών από την ημερομηνία άσκησης της ιεραρχικής προσφυγής, σύμφωνα με το άρθρο 18(3) του Νόμου, δηλαδή, ενώ η διοικητική προσφυγή καταχωρήθηκε στις 2.3.2007, η απόφαση εκδόθηκε στις 16.7.2009.
Κατ΄ αρχάς ο αιτητής δεν μπορεί με την παρούσα προσφυγή να θέτει ζητήματα που δεν εξειδικεύθηκαν δεόντως στην αίτηση ακύρωσης, όπως αναλύθηκε ήδη προηγουμένως. Πουθενά δεν τίθεται με σαφήνεια ζήτημα παράβασης οποιωνδήποτε χρονικών οροσήμων κατά την όλη διαδικασία της εξέτασης της αίτησης ασύλου. Περαιτέρω η διοικητική προσφυγή η οποία ασκήθηκε εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου με τη συνδρομή του συνηγόρου του αιτητή, δεν έθεσε κανένα ζήτημα σε σχέση με την σε εκείνο το στάδιο παρατηρηθείσα καθυστέρηση στην συνέντευξη του αιτητή ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου. Είναι επομένως αδιανόητο να τίθεται τώρα το ζήτημα προς εξέταση. Ζητήματα που δεν τέθηκαν ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής και που αφορούσαν τη διαδικασία ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου δεν μπορούν βέβαια να τίθενται για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου εφόσον εκείνο το οποίο στην ουσία εξετάζεται με την προσφυγή είναι η νομιμότητα της απόφασης των καθ΄ ων η αίτηση, που εδώ είναι η Αναθεωρητική Αρχή. (δέστε κατ΄ αναλογίαν την απόφαση της Ολομέλειας στην Έπαυλις Κομήτης Λτδ ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 342, σε σχέση με ζητήματα που δεν τίθενται κατά την ιεραρχική προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών).
Είναι ορθό επίσης να προστεθεί, (παρόλο που το σημείο αυτό δεν εντοπίζεται στην αγόρευση της Δημοκρατίας), ότι οι προθεσμίες που αναφέρει ο αιτητής σε συνάρτηση με συγκεκριμένα άρθρα του Νόμου, δεν απαντώνται στον ίδιο το Νόμο τον οποίο ο συνήγορος του αιτητή εξαντλεί με αναφορά στις τροποποιήσεις που έγιναν μέχρι και το 2004. Η αναφερόμενη, για παράδειγμα, προθεσμία των 78 ημερών εντός της οποίας με βάση το άρθρο 14(3) του Νόμου αρ. 6(Ι)/2000, όφειλε να λάβει χώραν η συνέντευξη του αιτητή, καταργήθηκε εξ ολοκλήρου με το άρθρο 16 του τροποποιητικού Νόμου αρ. 9(Ι)/2004, που τέθηκε σε ισχύ στις 6.2.2004, πριν δηλαδή την υποβολή της αίτησης ασύλου από τον αιτητή στις 29.10.2004. Επίσης η προθεσμία των 90 ημερών προς έκδοση της απόφασης στην ιεραρχική προσφυγή που απαντάτο στο άρθρο 18(3) του Νόμου αρ. 6(Ι)/2000, τροποποιήθηκε σταδιακά ώστε η απόφαση των ιδίων των καθ΄ ων να εκδίδεται το συντομότερο δυνατό σύμφωνα με το άρθρο 28Η(2) που εισήχθηκε με τον τροποποιητικό Νόμο αρ. 9(Ι)/2004.
Ο Νόμος λοιπόν έχει τροποποιηθεί και όταν εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη δεν ίσχυαν τα όσα ο αιτητής διατείνεται εφόσον η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής εκδόθηκε στις 16.7.2009. Είναι δε λυπηρό που ο συνήγορος του αιτητή δεν έλαβε υπόψη του τις τροποποιήσεις αυτές ώστε να μην αναφερθεί σε προθεσμίες που δεν ισχύουν πλέον. Εν πάση περιπτώσει εφόσον η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε στις 16.7.2009, το νομικό καθεστώς που λαμβάνεται υπόψη είναι αυτό που ισχύει κατά την ημερομηνία έκδοσης της διοικητικής πράξης, σύμφωνα με τις καλά καθιερωμένες αρχές του διοικητικού δικαίου. (άρθρο 9 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99 και A. Chacholis Development Ltd κ.ά. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 119/08, ημερ. 25.6.2009).
Ορθά, περαιτέρω, η Δημοκρατία απαντά ότι οι προθεσμίες που αναφέρονται από τον αιτητή αφορούν την ταχύρυθμη διαδικασία που η Υπηρεσία Ασύλου δεν έκρινε ότι υπήρχε λόγος να ακολουθήσει στην περίπτωση του αιτητή. Αναμφίβολα δε οι όποιες προθεσμίες αναφέρονται δεν είναι ανατρεπτικές, αλλά απλώς ενδεικτικές, ο δε αιτητής δεν έχει καταδείξει με ποιο τρόπο έχουν επηρεαστεί τα δικαιώματα του από την έστω καθυστερημένη έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης. Αντίθετα η καθυστέρηση τον έχει βοηθήσει στο να παραμείνει για περαιτέρω χρόνο στη Δημοκρατία μέχρι την έκδοση της απόφασης.
Εν τέλει, δεν διαπιστώνεται λόγος επέμβασης στην απόφαση των καθ΄ ων. Το Ανώτατο Δικαστήριο στην αναθεωρητική του δικαιοδοσία δεν υποκαθιστά την κρίση της διοίκησης ούτε υπεισέρχεται στην ουσία της απόφασης για να ελέγξει την ορθότητα της, αν κατά τα υπόλοιπα η απόφαση λήφθηκε στα πλαίσια της νομιμότητας, της καλής πίστης και της εύλογης άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας. (Ince v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 609 και Latif v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ. 533).
Καθίσταται πρόδηλο από την ολότητα των στοιχείων και των συνεντεύξεων του αιτητή, ότι αυτός δεν ενέπιπτε στον ορισμό του πρόσφυγα, που με βάση τα άρθρα 3 και 13 του Νόμου, αλλά και το Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων των Ηνωμένων Εθνών, πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο εκείνο που έχει βάσιμους φόβους καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, λόγους ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων. Όσον αφορά το ευεργέτημα της αμφιβολίας, έχει αναγνωρισθεί ότι από τη στιγμή που ο αιτητής δεν είναι σε θέση να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του, δεν τίθεται θέμα εφαρμογής των σχετικών προνοιών του Εγχειριδίου για τους αιτητές πολιτικού ασύλου. Το ευεργέτημα αυτό δίδεται υπό την αίρεση ότι ο αιτητής παρουσιάζει μια αληθοφανή και με συνοχή θέση ώστε να κρίνεται γενικά αξιόπιστος. (δέστε την απόφαση της Ολομέλειας στην Mohammad Amiri v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2009) 3 Α.Α.Δ. 358).
Ενόψει όλων των πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ