ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ.1768/2009)

 

30 Δεκεμβρίου 2010

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΚΑΠΟΥΛΛΑΡΟΥ

Αιτητής

-         ΚΑΙ  -

 

  ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ/Ή

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

-------------------------------

Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Ε. Γαβριήλ (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

---------------------------------

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Ο αιτητής υπέβαλε στις 14.2.2007 αίτηση για χορήγηση πολεοδομικής άδειας για ανέγερση κατοικίας στο τεμάχιο του στο Παραλίμνι, πλην όμως η αρμοδία πολεδομική αρχή  την απέρριψε στις 14.12.2007, ενόψει του ότι το τεμάχιο δεν διέθετε προσπέλαση εφόσον το εγγεγραμμένο δικαίωμα διάβασης που διέθετε δεν κατέληγε σ΄ αυτό, εν πάση δε περιπτώσει με βάση το Κεφ. 10.5.1(β) του Τοπικού Σχεδίου Παραλιμνίου, το πλάτος του δικαιώματος διάβασης ήταν μικρότερο από 4 μέτρα, το δε μήκος μεγαλύτερο από 100 μέτρα και με αφετηρία εγγεγραμμένο  δρόμο  πλάτους μικρότερου των 4 μέτρων.  Περαιτέρω, η έκταση του τεμαχίου ήταν μικρότερη από 4.000 μέτρα που κατ΄ ελάχιστον απαιτείτο με βάση τις πρόνοιες του Κεφ. 10.5.1.(α) του Τοπικού Σχεδίου, ενώ υπήρχε και υπέρβαση στο ποσοστό κάλυψης και το συντελεστή δόμησης.  Και πάλι με βάση το Τοπικό Σχέδιο Παραλιμνίου, διαπιστώθηκε από τα υποβληθέντα από τον αιτητή σχέδια, ότι δεν διασφαλιζόταν η παροχή δημοσίου χώρου πρασίνου ποσοστού 25% του εμβαδού του τεμαχίου, ενώ η προτεινόμενη κατοικία υπερέβαινε τα 400 τ.μ. που ήταν το μέγιστο επιτρεπόμενο εμβαδόν, ανερχόμενο στα 497 τ.μ.

 

        Υπεβλήθη ιεραρχική προσφυγή κατά της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης στις 4.2.2008, η αρμοδία δε Υπουργική Επιτροπή αποφάσισε στις 2.11.2009 την απόρριψη της, κρίνοντας ότι η απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής ήταν σύννομη και κατ΄ εφαρμογή των προνοιών του Τοπικού Σχεδίου.  Η απόφαση αυτή, η οποία και προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή, λήφθηκε αφού προηγουμένως το Υπουργείο Εσωτερικών υπέβαλε σχετικό σημείωμα στην Υπουργική Επιτροπή ενσωματώνοντας εκθέσεις που λήφθηκαν από την Πολεοδομική Αρχή, το Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως και το Δήμο Παραλιμνίου.  Η Υπουργική Επιτροπή έλαβε υπόψη όλα τα πιο πάνω, καθώς και τα επιχειρήματα που πρόβαλε ο αιτητής μέσω του δικηγόρου του προς υποστήριξη της ιεραρχικής προσφυγής. 

 

        Εγείρονται διάφοροι λόγοι προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης με κυρίαρχο, όπως διαπιστώνεται από τη γραπτή αγόρευση του αιτητή που καθορίζει αφενός με περισσότερη ακρίβεια τους λόγους ακύρωσης,  εγκαταλείποντας δε, στην ουσία, τους υπόλοιπους, ότι λανθασμένα η Υπουργική Επιτροπή και προηγουμένως η τοπική αρχή, ενήργησε στη βάση της μεταβληθείσας νομικής κατάστασης πραγμάτων και αφού τέθηκε σε ισχύ το νέο Τοπικό Σχέδιο Παραλιμνίου, το οποίο δεν υπήρχε και δεν ίσχυε κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης.  Στη βάση των πραγματικών και νομικών δεδομένων κατά την υποβολή της αίτησης στις 14.2.2007, η προτεινόμενη ανάπτυξη ήταν καθόλα έγκυρη, με αποτέλεσμα η εκ των υστέρων απόρριψη της στη βάση μιας νέας νομικής κατάστασης να ήταν αντίθετη με τις αρχές της καλής πίστης, της εμπιστοσύνης, αλλά και της συνέπειας που πρέπει να διέπει τις πράξεις της διοίκησης.

 

 Αλλά και περαιτέρω, υπάρχει έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας και από την αρμόδια Πολεοδομική Αρχή και από την Υπουργική Επιτροπή εφόσον το τεμάχιο του αιτητή διαθέτει προσπέλαση, η δε Υπουργική Επιτροπή εσφαλμένα εξομοίωσε την ιεραρχική προσφυγή με έφεση χωρίς να προβεί η ίδια σε εξ υπαρχής εκτίμηση των δεδομένων της αιτήσεως.  Πρόσθετα, το νέο Τοπικό Σχέδιο, όπως εφαρμόστηκε στην περίπτωση του αιτητή, με τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης παραβιάζει το Άρθρο 23 του Συντάγματος, εφόσον κατά το χρόνο που υπεβλήθη το αίτημα ουδείς περιορισμός υπήρχε σε σχέση με τα όσα εκ των υστέρων η Πολεοδομική Αρχή και η Υπουργική Επιτροπή θεώρησαν ως παραβιάζοντα το Τοπικό Σχέδιο.  Η εφαρμογή λοιπόν του Τοπικού Σχεδίου αποτέλεσε στην ουσία λόγο δέσμευσης της ανάπτυξης του τεμαχίου του αιτητή ισοδυναμώντας ουσιαστικά με στέρηση ιδιοκτησίας, χωρίς να προηγηθεί απαλλοτρίωση. 

 

 Περαιτέρω, ενώ η αρμοδία Υπουργική Επιτροπή είναι η μόνη που μπορεί να εξετάσει την ιεραρχική προσφυγή, λανθασμένα ενεπλάκη το Υπουργείο Εσωτερικών και αναρμοδίως διερεύνησε ζητήματα που τέθηκαν εκ των υστέρων ενώπιον της Υπουργικής Επιτροπής.  Ιδιαιτέρως, εφόσον η ίδια η Υπουργική Επιτροπή δεν αποφάσισε οποτεδήποτε να αναζητήσει απόψεις από λειτουργό του Υπουργείου Εσωτερικών.  Η ανάμειξη τελικώς του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, μέσω του οποίου το Υπουργείο Εσωτερικών εισηγήθηκε την απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής, επέφερε αναρμοδιότητα οργάνου και τελική πάσχουσα κρίση από την Υπουργική Επιτροπή, η οποία επίσης παραβίασε το δικαίωμα αναφοράς ή ακρόασης που είχε ο αιτητής, οι απόψεις του οποίου δεν ζητήθηκαν καν, ενώ λήφθηκαν υπόψη οι απόψεις της «άλλης πλευράς», δηλαδή της πολεοδομικής αρχής.

 

        Η  αντίθετη άποψη των καθ΄ ων είναι ότι ορθώς η Πολεδομική Αρχή εξέτασε τα δεδομένα της αίτησης με βάση το νέο νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης, ότι τόσο η έρευνα που προηγήθηκε, όσο και η αιτιολόγηση της πράξης ήταν απόλυτα ορθές, εν πάση δε περιπτώσει οι λόγοι απόρριψης της αίτησης ανάγονται σε τεχνικά θέματα που δεν ελέγχονται από το αναθεωρητικό Δικαστήριο.  Όσον αφορά την Υπουργική Επιτροπή, στη βάση της ανάλογης νομολογίας, ο τρόπος της διεξαγωγής της έρευνας από το αποφασίζον διοικητικό όργανο δύναται να λάβει διάφορες μορφές και το ζητούμενο είναι κατά πόσο όλα τα δεδομένα είχαν συλλεγεί και διερευνηθεί σε ικανοποιητικό βαθμό.  Στα πλαίσια αυτά, η εμπλοκή του Υπουργού Εσωτερικών ήταν απόλυτα νόμιμη, χωρίς βέβαια να αποστερήθηκε το δικαίωμα ακρόασης στον αιτητή, εφόσον  ενώπιον της Υπουργικής Επιτροπής, υπήρχαν όλα τα στοιχεία  και μόνο αν κρινόταν από αυτήν σκόπιμο θα μπορούσε να δώσει την ευκαιρία στον αιτητή να υποστηρίξει την προσφυγή του.  Καμία απολύτως στέρηση ιδιοκτησίας δεν δημιουργήθηκε από την εισαγωγή του νέου Τοπικού Σχεδίου, το δε δικαίωμα εκμετάλλευσης ακίνητης ιδιοκτησίας υπόκειται σε συγκεκριμένους περιορισμούς, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την οικοδόμηση σε αυτή, η οποία και είναι δυνατή μόνο εφόσον ο ιδιοκτήτης της γης συμμορφώνεται με νόμιμους και εύλογους όρους ανάπτυξης, όπως αυτοί οι όροι επιβάλλονται  από τις πολεοδομικές  ζώνες και τα όσα απαιτούνται προς έκδοση πολεοδομικής άδειας  και άδειας οικοδομής. 

 

        Το πρώτιστο που πρέπει να αποφασιστεί είναι κατά πόσο ορθά η αίτηση εξετάστηκε με το νέο νομικό καθεστώς.  Εντοπίζεται κατ΄ αρχάς πρόβλημα σε ό,τι αφορά την έγερση με ακρίβεια του νομικού αυτού σημείου όπως επιτάσσει ο Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962.  Η σχετική νομολογία στο θέμα είναι αυστηρή (δέστε Γιασουμής ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 27 και Δημοκρατία ν. Ευγενίου (2005) 3 Α.Α.Δ. 257), διότι είναι θέμα που άπτεται του ίδιου του δικαιοδοτικού πλαισίου εξέτασης της νομιμότητας της απόφασης.  Η μόνη αναφορά που γίνεται είναι στην παρ. 2 των νομικών σημείων, η οποία όμως συμπλέκει την έλλειψη δέουσας έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα και το νόμο, με παρανομία στο Τοπικό Σχέδιο, χωρίς να εξηγείται οτιδήποτε περαιτέρω.

 

 Ανεξάρτητα από αυτό το πρόβλημα, το επιχείρημα δεν έχει εν πάση περιπτώσει βάση, εφόσον σύμφωνα με το άρθρο 9 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99, το διοικητικό όργανο εκδίδοντας μια πράξη βασίζεται στο νομοθετικό καθεστώς που ισχύει κατά το χρόνο έκδοσης της.  Και αυτό ανεξάρτητα από το αν ήταν διαφορετικό κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης.  Ιδιαίτερα πρέπει να σημειωθεί, όπως παρατηρεί και η Δημοκρατία, ότι η αλλαγή στο νομοθετικό καθεστώς επήλθε εδώ εντός τριμήνου από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, το οποίο σημαίνει ότι πριν την παρέλευση τριών μηνών που είναι η προθεσμία που προνοείται από τον Καν. 5(2) των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Αιτήσεις και Ιεραρχικές Προσφυγές) Κανονισμών του 1990, Κ.Δ.Π. 55/90, η κατάσταση διαφοροποιήθηκε, ευλόγως δε η απόφαση εκδόθηκε με βάση το νέο Τοπικό Σχέδιο.  Το Τοπικό Σχέδιο εκδόθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 18(2) του  περί  Πολεοδομίας  και Χωροταξίας Νόμου αρ. 90/72, τιθέμενο σε ισχύ από την ημέρα που η γνωστοποίηση δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα.  Η προθεσμία των τριών μηνών είναι, σύμφωνα με τους Κανονισμούς, η θεωρούμενη εκείνη εύλογη περίοδος για την εξέταση πολεοδομικών αιτήσεων.  Η αίτηση εδώ υποβλήθηκε στις 14.2.2007, το νομοθετικό καθεστώς άλλαξε στις 5.4.2007, σε διάστημα λιγότερο των δύο μηνών, και επομένως όταν εξετάστηκε και αποφασίστηκε η αίτηση στις 14.12.2007, ήταν σε ισχύ η νέα νομοθετική ρύθμιση.  Παρόμοιο θέμα εξετάστηκε  από   το παρόν  Δικαστήριο   και  απορρίφθηκε  στην   υπόθεση 1. A. Chacholis Developers  Ltd κ.α. ν.  Δημοκρατίας,  υπόθ.  αρ. 119/2008, ημερ. 25.6.2009.

 

        Όσον αφορά το επιχείρημα της έλλειψης δέουσας έρευνας από πλευράς της Υπουργικής Επιτροπής κατά την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής, έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η ιεραρχική προσφυγή έχει την έννοια της επανεξέτασης της απόφασης από ένα δεύτερο όργανο ώστε να παρασχεθεί η δυνατότητα διόρθωσης τυχόν λαθών ή υπέρβασης εξουσίας από το πρώτο εξεταστικό όργανο και δεν έχει την έννοια της έφεσης,  (δέστε Tsouloftas v. Republic (1983) 3 C.L.R. 431, Ελένη Ιωαννίδου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 975/07, ημερ. 15.1.2009 και Μαγδαληνή Παπαλουκά κ.ά. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 116/2009, ημερ. 27.1.2010).  Η πιο πάνω αρχή θα πρέπει να συνδυαστεί και με την άλλη θέση του αιτητή ως προς την απλή σφράγιση της απόφασης της πολεοδομικής αρχής από την Υπουργική Επιτροπή ενεργώντας κατά την εισήγηση του αιτητή, ως εφετείο της Πολεοδομικής Αρχής, έχοντας υπόψη τη νομολογία ότι δεν είναι αναγκαία η διεξαγωγή έρευνας από το ίδιο το όργανο που αποφασίζει, αλλά αντίθετα είναι δυνατό να αναθέσει σε άλλο όργανο την έρευνα και τη συλλογή των στοιχείων με την προϋπόθεση βέβαια ότι η απόφαση λαμβάνεται από το αρμόδιο όργανο το οποίο και δεν απεμπολεί την υποχρέωση του.

 

 Το ζητούμενο είναι να συλλεγούν και να διαπιστωθούν τα ουσιώδη γεγονότα ώστε η έρευνα να είναι πλήρης, είτε αυτή διεξάγεται από το ίδιο το αποφασίζον όργανο, είτε από άλλο όργανο στο οποίο μπορεί να αναθέσει τη διεξαγωγή της, προς συλλογή στοιχείων. (Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270 και Κυριάκου ν. Δημοκρατίας (2001) 4 Α.Α.Δ. 211).  Περαιτέρω, προς απάντηση της θέσης ότι αναρμοδίως ανέλαβε πρωτοβουλία και υπέβαλε απόψεις το Υπουργείο Εσωτερικών, όπως αποφασίστηκε και στην υπόθεση Προκατασκευασμένα Υλικά Σκυροδέρματος Ύψωνας Λτδ ν. Δημοκρατίας, αρ. 905/07, ημερ. 21.10.99, η υποβολή απόψεων από το Υπουργείο Εσωτερικών, το οποίο με τη σειρά του έλαβε και τις απόψεις του Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, δεν ήταν λανθασμένη διαδικασία, ούτε αποδείκνυε αναρμόδια εκ μέρους του  ανάμειξη.  Παρόμοιο στην ουσία επιχείρημα απορρίφθηκε στην εν λόγω υπόθεση,  αλλά και στην υπόθεση Μαρίνα Πίκολου ν. Δημοκρατίας, αρ. 878/07, ημερ. 8.8.08, (Κωνσταντινίδης, Δ.), όπου σημειώθηκε ότι παρόμοια επιχειρήματα είχαν   εξεταστεί και απορριφθεί στην απόφαση της Ολομέλειας Χριστοδούλου ν. Επάρχου Λευκωσίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 810, όπου σημειώθηκε το μη επιτακτικό του χαρακτήρα του Καν. 7(5), ως προς τα τυπικά της ανάθεσης διενέργειας έρευνας από άλλα βοηθητικά σώματα, στα οποία  δύναται να απευθύνεται η Υπουργική Επιτροπή ή ακόμη και να αναζητούνται από το Υπουργείο Εσωτερικών αρμοδίως οι απόψεις άλλων τμημάτων.  Μάλιστα, στην Π. Στρούθος ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 72, κρίθηκε, σε παρόμοια και επίσης απορριφθέντα επιχειρήματα, ότι «.. το Υπουργείο Εσωτερικών ... καθηκόντως όφειλε να θέσει ενώπιον της Υπουργικής Επιτροπής που εξέταζε την ιεραρχική προσφυγή, όλα τα στοιχεία που αφορούσαν την υπόθεση.»  Σημειώνεται, περαιτέρω, ότι δεν χρειάζεται ειδική εντολή ως προαπαιτούμενο για τη χορήγηση βοηθείας από άλλα αρμόδια και κατώτερα όργανα, ιδιαίτερα έχοντας υπόψη ότι η Υπουργική Επιτροπή δεν διαθέτει δική της γραμματεία.

 

        Στη Μαγδαληνή Παπαλουκά κ.ά. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 116/09, ημερ. 27.1.10, το παρόν Δικαστήριο είχε εκ νέου την ευκαιρία να εξετάσει παρόμοια επιχειρήματα, τα οποία και συναφώς, υπό το φως της νομολογίας, απέρριψε.  Κρίθηκε ότι η Πολεοδομική Αρχή στην οποία υποβάλλεται η σχετική αίτηση είναι βέβαια διαφορετικό όργανο από το Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο εξετάζει τις ιεραρχικές προσφυγές, έστω και αν αυτές ανατίθενται σε Υπουργική Επιτροπή, στην οποία συμμετάσχει και το Υπουργείο Εσωτερικών.  Η υποβολή απόψεων από το Υπουργείο Εσωτερικών, δεν ήταν λανθασμένη διαδικασία, ούτε σήμαινε αναρμόδια ανάμειξη του.  Επομένως, οι σχετικές εισηγήσεις του αιτητή περί αναρμοδίας ανάμειξης του Υπουργού Εσωτερικών είναι στερημένες ουσίας, αλλά και έχουν ήδη πλειστάκις απαντηθεί μέσα από σαφή προς τούτο νομολογία και κακώς επαναφέρονται προς συζήτηση.

 

        Κατά τα υπόλοιπα, όπως είναι καλά καθιερωμένο, η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία έρευνας του υπό εξέταση θέματος, ποικίλει ανάλογα με το αντικείμενο του.  Η έρευνα θεωρείται επαρκής εφόσον επεκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που είναι σχετικό.  (Motorways Ltd ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447).  Περαιτέρω, ως είναι παγίως αναγνωρισμένο, το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν ασχολείται με τη διαπίστωση πρωτογενών γεγονότων, αλλά κατά πόσο η διεξαχθείσα έρευνα ήταν επαρκής.  (Καμηλάρης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 725 και Δημοκρατία ν. C. Kassinos Cosntruction Ltd (1990) 3(E) Α.Α.Δ. 3835).  Στα πλαίσια αυτά και η υπόθεση Ανθή Δημητριάδη ν. Υπουργικού Συμβουλίου (1996) 3 Α.Α.Δ. 85, αποτελεί αυθεντία για τη θέση ότι η αναζήτηση απόψεων τρίτων προς το σκοπό άσκησης εξουσίας που «... εναποτίθεται σε νομοθετημένο όργανο, δε συνιστά απεμπόληση εξουσίας, αλλά μέτρο αναγόμενο στη δέουσα διερεύνηση των γεγονότων».

 

        Δεν διαπιστώνεται οποιοδήποτε πρόβλημα στη νομιμότητα, αλλά και την επάρκεια της έρευνας που διεξήχθηκε.  Το σχετικό σημείωμα του Υπουργείου Εσωτερικών (Παράρτημα 3 στην ένσταση), αποτελεί ακριβώς αυτό το μέτρο αναζήτησης των γεγονότων προς υποβοήθηση της Υπουργικής Επιτροπής και δεν είχε σκοπό είτε να υποκαταστήσει τη δική της απόφαση, είτε να τη δεσμεύσει.  Παραμένοντας απλώς ένα «σημείωμα», έθεσε τα δεδομένα υπόψη της Υπουργικής Επιτροπής, παρέχοντας όλες τις αναγκαίες λεπτομέρειες της υπό κρίση αίτησης περιλαμβανομένων και των απόψεων και θέσεων του αιτητή κατά τη διαδικασία της ιεραρχικής προσφυγής.  Περιέλαβε εν συνόψει τις θέσεις των αρμοδίων φορέων σε σχέση με την ιεραρχική προσφυγή, ήτοι, τις απορριπτικές απόψεις της  Πολεοδομικής Αρχής, του Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως και του Υπουργείου Εσωτερικών, αλλά και τη θετική άποψη που εξέφρασε ο Δήμος Παραλιμνίου.  Τέθηκαν προς εξέταση και απόφαση από την Υπουργική Επιτροπή τα φυσικά και νομικά χαρακτηριστικά του τεμαχίου και επεξηγήθηκαν οι λόγοι άρνησης της πολεοδομικής άδειας με αναφορά στα όσα προηγουμένως ίσχυαν όταν ήταν σε εφαρμογή η Δήλωση Πολιτικής, με ιδιαίτερη έμφαση στην ύπαρξη ικανοποιητικής προσπέλασης.

 

        Η Υπουργική Επιτροπή «.. μελέτησε το Σημείωμα           αρ. 75/26 του Υπουργείου Εσωτερικών και αφού εξέτασε τα  πραγματικά και νομικά χαρατηριστικά που σχετίζονται με την υποβληθείσα αίτηση .. και τα επιχειρήματα της Πολεοδομικής Αρχής, τις απόψεις του Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως και του Δήμου Παραλιμνίου, καθώς και τους λόγους που επικαλέστηκε ο δικηγόρος του αιτητή προς υποστήριξη της Ιεραρχικής Προσφυγής, ενεργώντας σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, αποφάσισε ομόφωνα να απορρίψει την Ιεραρχική Προσφυγή κρίνοντας ότι η απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής είναι σύννομη και ορθώς εξετάστηκε με βάση τις πρόνοιες του Τοπικού Σχεδίου Παραλιμνίου» (Παράρτημα 4 στην ένσταση).

 

        Διαφαίνεται από την πιο πάνω απόφαση, η πλήρης εξέταση, αλλά και η αιτιολόγηση της προσβαλλόμενης πράξης.  Κρίθηκε η αίτηση και τα όσα υποστηρίχθηκαν από τον αιτητή και επί της ουσίας και αποφασίζοντας ότι το ορθό νομικό πλαίσιο εξέτασης ήταν όντως με βάση το νέο ισχύον Τοπικό Σχέδιο.  Όσον αφορά την προσπέλαση, αυτή ανάγεται όντως σε τεχνικό ζήτημα που δεν ελέγχεται από το αναθεωρητικό Δικαστήριο.  (Pamela Edward Storey v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 113, Ε. Φιλίππου Λτδ ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 389 και Ειρήνη Κουτσού ν. Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (2001) 3 Α.Α.Δ. 311).

 

        Σαφές είναι επίσης από τα λεχθέντα, ότι κανένα δικαίωμα ακρόασης δεν παραβιάστηκε εφόσον ο αιτητής είχε κάθε ευκαιρία να εκθέσει τις απόψεις του (Pamel Edward Storey - ανωτέρω -), μέσω και του δικηγόρου του, ενώ υπενθυμίζεται ότι ο Καν. 7(4) της Κ.Δ.Π. 55/90, δίνει το δικαίωμα στο Υπουργικό Συμβούλιο, ήτοι εδώ την Υπουργική Επιτροπή, να ακούσει τον ενδιαφερόμενο αν κρίνει τούτο σκόπιμο.  Πρόκειται για δυνητική βεβαίως εξουσία και όχι υποχρεωτική και από τη στιγμή που δεν διαπιστώνεται πλημμελής άσκηση της ευχέρειας αυτής, ή κατάχρηση ή υπέρβαση εξουσίας, το Δικαστήριο δεν έχει λόγο να επέμβει.  (Augusti v. Permit Authority (1972) 3 C.L.R. 36 Merck v. Republic (1972) 3 C.L.R. 548, Χριστοδούλου ν. Επάρχου Λευκωσίας - ανωτέρω - Θεοδώρα Κυπριανού ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1558/08, ημερ. 30.6.2010).

 

        Τέλος, η απόρριψη της Ιεραρχικής Προσφυγής σαφέστατα δεν δημιουργεί περιορισμό του δικαιώματος του αιτητή στην ελεύθερη ανάπτυξη του τεμαχίου, έξω από τα καθοριζόμενα με το Άρθρο 23 του Συντάγματος, κριτήρια.  Τέτοιες αιτιάσεις για περιορισμό συνταγματικών δικαιωμάτων δεν είναι δυνατόν να τίθενται με ευκολία.  Εδώ ο αιτητής διασυνδέει στην ουσία τον κατ΄ ισχυρισμόν περιορισμό του δικαιώματος του με την απόρριψη της αιτήσεως του λόγω της εφαρμογής του νέου Τοπικού Σχεδίου Παραλιμνίου και στο βαθμό που εκεί εστιάζεται το παράπονο του, αυτό έχει ήδη απαντηθεί ανωτέρω.  Πέραν τούτου, η απόρριψη αίτησης για πολεοδομική άδεια έχει πλειστάκις κριθεί ως μη αποτελούσα περιορισμό του δικαιώματος ιδιοκτησίας, αλλά εμπίπτει στο δικαίωμα της διοίκησης να επιβάλει όρους και προδιαγραφές που στοχεύουν στην όσο το δυνατό καλύτερη πολεοδομική ανάπτυξη της περιοχής στην οποία εφαρμόζεται, για παράδειγμα, το οικείο Τοπικό Σχέδιο.  Οι πολεοδομικές ζώνες και τα Τοπικά Σχέδια προδιαγράφουν τους όρους τέτοιας ανάπτυξης και δεν αποστερούν τον ιδιοκτήτη από το δικαίωμα στην ιδιοκτησία.  (Δημητριάδη κ.ά. ν. Υπουργικού Συμβουλίου (1996) 3 Α.Α.Δ. 85),  Η ιδιοκτησία του αιτητή δεν καθίσταται βέβαια αδρανής (Άννα Ιωακείμ ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 191/08, ημερ. 15.6.2009), η δημοσίευση δε του Τοπικού Σχεδίου παράγει έννομα αποτελέσματα και έχει νομική  υπόσταση εφόσον δεν έχει κηρυχθεί άκυρη από αρμόδιο Δικαστήριο.  Στη βάση αυτή, η ένταξη τεμαχίου στη Ζώνη Προστασίας της Παραλίας με βάση το Τοπικο Σχέδιο Παραλιμνίου, ίδιο με το παρόν, με την Α.Δ.Π. 247/07, δεν κρίθηκε ότι αποτελούσε στέρηση περιουσίας, αλλά μόνο περιορισμό δικαιώματος.  (Golden Coast Ltd v. Δημοκρατίας μέσω Επαρχιακού Λειτουργού Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως Αμμοχώστου, υπόθ. αρ. 1305/08, ημερ. 24.9.2010).

 

        Έτσι και εδώ, η περιουσία του αιτητή υπόκειται σε εύλογους και νόμιμους όρους ανάπτυξης, με περιορισμούς που μπορούσαν να επιβληθούν δυνάμει του Άρθρου 23 του Συντάγματος, με τη δημοσίευση του Τοπικού Σχεδίου Παραλιμνίου.  Ο αιτητής δύναται να προσαρμόσει την αίτηση του αναλόγως και να συμμορφωθεί με τις προδιαγραφές του Τοπικού Σχεδίου ώστε να είναι σε θέση να υποβάλει νέα αίτηση.

 

        Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.300 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων.

 

        Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το          Άρθρο  146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

                                        Στ. Ναθαναήλ,

                                                 Δ.

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο