ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
[Υπόθεση Αρ. 392/07]
15 Σεπτεμβρίου, 2010
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ
Αιτητές
ν.
ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΩΝ
Καθ' ου η αίτηση
Κ. Χατζηϊωάννου για τους αιτητές.
Ν. Κλεάνθους για Χρ. Τριανταφυλλίδη για τον Καθ' ου η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο περί Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμος του 2004 (Ν. 112(Ι)/2004) (ο Νόμος) θεσπίστηκε προς εναρμόνιση με πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και προς συμμόρφωση προς Κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Κοινότητας που καταγράφονται στο προοίμιό του. Με το Ένατο Μέρος του Νόμου (άρθρα 46-50) παρέχεται στον Επίτροπο Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ο Επίτροπος) εξουσία επιβολής ρυθμιστικών υποχρεώσεων σε πρόσωπο ή πρόσωπα που καθορίστηκε ότι έχουν Σημαντική Ισχύ σε μια σχετική Αγορά. Η ύπαρξη Σημαντικής Ισχύος στην Αγορά προϋποθέτει κατ' αρχάς τον προηγούμενο ορισμό της σχετικής αγοράς. Περαιτέρω, μετά από ανάλυση αυτής της αγοράς, τη διαπίστωση ότι υπάρχει σ' αυτή έλλειψη αποτελεσματικού ανταγωνισμού. Αφού, λοιπόν, οριστεί η σχετική αγορά, διαπιστωθεί από την ανάλυσή της ότι υπάρχει σ' αυτή έλλειψη αποτελεσματικού ανταγωνισμού και, τελικά, ότι πρόσωπο ή πρόσωπα έχουν Σημαντική Ισχύ σ' αυτή, ενεργοποιείται η εξουσία για επιβολή ρυθμιστικών υποχρεώσεων. Ο Επίτροπος, με την απόφασή του με αρ. 58/2006, ημερομηνίας 20.12.06, καθόρισε τη σχετική αγορά, ενόψει ανάλυσης της αγοράς καθόρισε τους αιτητές ως έχοντες Σημαντική Ισχύ σ' αυτή και τους επέβαλε ρυθμιστικές υποχρεώσεις. Η απόφαση του Επιτρόπου τιτλοφορείται ως «Απόφαση αναφορικά με τον Ορισμό Σχετικής Αγοράς, τον Καθορισμό Οργανισμού με Σημαντική Ισχύ στην Αγορά Δημόσιων διαθέσιμων διεθνών τηλεφωνικών υπηρεσιών που παρέχονται σε σταθερή θέση για οικιακούς και μη οικιακούς πελάτες και την επιβολή Ρυθμιστικών Υποχρεώσεων στον οργανισμό με Σημαντική Ισχύ στην Αγορά». Προσβάλλεται το κύρος αυτής της απόφασης.
Το πρώτο από τα επιχειρήματα των αιτητών δεν αφορά στο περιεχόμενο της απόφασης. Οι αιτητές θεωρούν πως παραβιάστηκε ο Νόμος, ειδικά τα άρθρα 46 - 49, επειδή αντί τριών διακριτών αποφάσεων, μιας για κάθε μια από τις πιο πάνω διαδοχικές διαδικασίες, με διαφορετικά αντικείμενα και κριτήρια, εν προκειμένω, εκδόθηκε μόνο μια απόφαση, με συνολική αναφορά σε όλες. Επικαλέστηκε συναφώς τις υποθέσεις Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Επιτρόπου Ρύθμισης Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, Υπόθεση 327/2007 ημερομηνίας 3.2.09, Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Επιτρόπου Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων, Υπόθεση 326/07, ημερομηνίας 11.5.09, Υπόθεση 390/07, ημερομηνίας 25.5.09, Υπόθεση 325/07, ημερομηνίας 21.12.09 και 391/07 ημερομηνίας 25.5.10, στις οποίες, πράγματι, έγινε δεκτό με αναφορά στα πιο πάνω άρθρα αλλά, κατά περίπτωση, και σε δυσκολίες εντοπισμού της αιτιολογίας για το κάθε θέμα της απόφασης ενόψει του χειρισμού που έγινε, πως η έκδοση μιας απόφασης, στο τέλος, για όλα, ήταν παράνομη. Θα έπρεπε να είχε ληφθεί ξεχωριστά και διαδοχικά η κάθε απόφαση. Οι καθ' ων η αίτηση δήλωσαν πως τη διαφωνία τους την έχουν ήδη εκφράσει με την άσκηση εφέσεων και αντέταξαν επιχειρήματα προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Μελέτησα τα δεδομένα και, με κάθε σεβασμό, δεν μπορώ να συμφωνήσω πως η απόφαση πάσχει για τον πιο πάνω λόγο. Ασφαλώς ο ένας ορισμός ή καθορισμός προϋποθέτει τον άλλο που πρέπει να προηγείται. Αυτή, όμως, η αναπόδραστη διαδοχικότητα δεν σημαίνει, αφ' εαυτής, και πως ο κάθε ορισμός ή καθορισμός πρέπει απαραίτητα να διατυπώνεται σε ξεχωριστό έγγραφο. Εκτός αν προέκυπτε υποχρέωση ορισμού ή καθορισμού με χρονική διαφορά μεταξύ τους άλλη από εκείνη που εξυπακούει η διαδοχικότητα κατά την κατάταξη των θεμάτων. Οι πρόνοιες του Ένατου Μέρους του Νόμου ασφαλώς θεσπίζουν τη διαδοχικότητα αλλά δεν προκύπτει υποχρέωση έκδοσης ξεχωριστών αποφάσεων και, πολύ λιγότερο, που να απέχουν χρονικά η μια από την άλλη με τον πιο πάνω τρόπο. Δεν υπεισέρχεται σ' αυτή την πτυχή της διαδικασίας ο Νόμος. Αντίθετα, ως προς τη διαδικασία λήψης απόφασης κατά το Ένατο Μέρος παραπέμπει σε «σχετικό Διάταγμα».
Προνοεί το άρθρο 46(5):
«Η διαδικασία λήψης αποφάσεων από τον Επίτροπο δυνάμει του παρόντος Μέρους, θα πρέπει να διενεργείται σύμφωνα με τις πρόνοιες που θα ορίζονται σε σχετικό Διάταγμα. Το περιεχόμενο του εν λόγω Διατάγματος θα περιλαμβάνει τις μεθοδολογίες με τις οποίες ο Επίτροπος θα προβαίνει στον κατάλληλο ορισμό αγοράς, θα αξιολογεί την ύπαρξη η μη του αποτελεσματικού ανταγωνισμού στην εν λόγω σχετική αγορά και τις μεθόδους με τις οποίες ο Επίτροπος επιτυγχάνει τη διαφάνεια της διαδικασίας λήψης αποφάσεων για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη μέσω δημοσίων διαβουλεύσεων και τη μέθοδο με την οποία ο Επίτροπος θα διαβουλεύεται με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και άλλες εθνικές και διεθνείς ρυθμιστικές αρχές, καθώς και τα χρονικά πλαίσια εντός των οποίων ο Επίτροπος δεσμεύεται να υιοθετήσει μια απόφαση βάσει του παρόντος Μέρους, πέραν των νομικών υποχρεώσεων που θα πρέπει να σέβεται κατά την εκτέλεση των εξουσιών λήψεως αποφάσεων δυνάμει του παρόντος Μέρους.».
Ο Επίτροπος εξέδωσε αυτό το Διάταγμα. Πρόκειται για το περί Καθορισμού των Διαδικασιών Ορισμού και Ανάλυσης Αγορών Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών Διάταγμα του 2005, (ΚΔΠ 147/2005), το οποίο και ιδιαιτέρως επικαλείται ο Επίτροπος, με ανάλυσή του, στην Ένσταση. Σημειώνω πως αυτό το Διάταγμα δεν αναφέρθηκε στις προηγούμενες πέντε από τις πιο πάνω υποθέσεις στις οποίες εκδόθηκε ακυρωτική απόφαση. Γίνεται αναφορά σ' αυτό και στην περί Μεθοδολογίας Ορισμού των Αγορών Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών Απόφαση του 2005 (ΚΔΠ 148/2005) στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Επιτρόπου Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων, Προσφυγή 391/07 ημερομηνίας 25.5.2010, αλλά χωρίς συσχετισμό του περιεχομένου του προς το θέμα. Ούτε οι αιτητές το συζήτησαν ενώπιόν μου και οι εισηγήσεις των καθ' ων η αίτηση συναφώς, παρέμειναν αναπάντητες.
Το διάταγμα προβλέπει υποβολή Προσχεδίου Μέτρων για τον Ορισμό Αγοράς (άρθρο 8) και για την Ανάλυση Αγοράς (άρθρο 18) με πρόνοια για ξεχωριστή δημόσια διαβούλευση αναφορικά με το κάθε ένα. Αυτή, όμως η ξεχωριστή διαδικασία για την κάθε δράση δεν καθίσταται υποχρεωτική. Ρητά τελεί υπό την επιφύλαξη του άρθρου 21 του Διατάγματος και αυτό το άρθρο παρέχει σαφώς στον Επίτροπο τη δυνατότητα αντί δημοσίευσης Προσχεδίου Μέτρων για τον ορισμό αγοράς και Προσχεδίου Μέτρων για την ανάλυση της, με συνακόλουθες δημόσιες διαβουλεύσεις, τη δια μιας ολοκλήρωση της διαδικασίας, οπότε δημοσιεύεται ένα Προσχέδιο Μέτρων «το οποίο καλύπτει τόσο το ζήτημα του ορισμού αγοράς και της ανάλυσης αγοράς όσο και οποιεσδήποτε σχετικές ρυθμιστικές υποχρεώσεις τις οποίες επιθυμεί να επιβάλει.». Για να ακολουθήσει δημόσια διαβούλευση επ' αυτού, ως συνόλου.
Παραθέτω το άρθρο 21 του Διατάγματος:
«(1) Ο Επίτροπος δύναται κατά την κρίση του, αφού ολοκληρώσει τον προσδιορισμό μιας σχετικής Αγοράς σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο Άρθρο 4 του παρόντος Διατάγματος να μην δημοσιοποιεί το σχετικό Προσχέδιο Μέτρων σχετικά με τον ορισμό αγοράς έως ότου προχωρήσει στην ανάλυση του επιπέδου του ανταγωνισμού στην συγκεκριμένη αγορά.
(2) Στις περιπτώσεις όπου ο Επίτροπος προχωρά με τον τρόπο που προβλέπεται στο εδάφιο (1) του παρόντος Άρθρου ο Επίτροπος δημοσιεύει Προσχέδιο Μέτρων το οποίο καλύπτει τόσο το ζήτημα του ορισμού αγοράς και της ανάλυσης αγοράς όσο και οποιεσδήποτε σχετικές ρυθμιστικές υποχρεώσεις τις οποίες επιθυμεί να επιβάλει. Το Προσχέδιο Μέτρων υποβάλλεται στη διαδικασία δημόσιας διαβούλευσης, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στα Άρθρα 22, 23 και 24 του παρόντος Διατάγματος.»
Στο πλαίσιο της δημόσιας διαβούλευσης οι ενδιαφερόμενοι υποβάλλουν σχόλια και ο Επίτροπος τα εξετάζει και τα αξιολογεί. Στο τέλος συντάσσει επαρκώς αιτιολογημένο Προσχέδιο Μέτρων για την εξεταζόμενη Αγορά (άρθρο 26 του Διατάγματος) το οποίο και υποβάλλει στην Επιτροπή Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (άρθρο 27) και εφόσον αυτό «γίνει αποδεκτό» από την Επιτροπή, προβαίνει στην έκδοση Απόφασης (άρθρο 28). Όπως προκύπτει, το Προσχέδιο Μέτρων που αποστέλλεται στην Επιτροπή είναι ένα και περιλαμβάνει όλες τις δράσεις. Τον ορισμό Αγοράς, την ανάλυσή της, τον καθορισμό προσώπου με Σημαντική Ισχύ στην Αγορά και τις ρυθμιστικές υποχρεώσεις. Ανεξάρτητα από το ποια διαδικασία θα ακολουθηθεί, ή ξεχωριστή για τις δυο πρώτες δράσεις ή ενιαία για όλες. Ασφαλώς δε, στο τέλος, εφόσον το Προσχέδιο Μέτρων γίνει αποδεκτό από την Επιτροπή, αυτό θα είναι και το περιεχόμενο της απόφασης. Δηλαδή σε καμιά περίπτωση δεν τίθεται ζήτημα χωριστών αποφάσεων στο τέλος.
Ο Επίτροπος ακολούθησε τη διαδικασία του άρθρου 21, έγινε δημόσια διαβούλευση συνολικά, υποβλήθηκε το Σχέδιο Μέτρων (Έγγραφο Κοινοποίησης) στην Επιτροπή, αυτή το έκαμε αποδεκτό και εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση στην οποία γίνεται ξεχωριστή αναφορά στο κάθε ένα από τα ζητήματα. Τον ορισμό Αγοράς, την ανάλυσή της, τον καθορισμό των αιτητών ως εχόντων Σημαντική Ισχύ στην Αγορά και τον καθορισμό των ρυθμιστικών υποχρεώσεων. Η ενέργεια ήταν σύννομη και δεν μπορώ να δω και το συσχετισμό του ζητήματος της διαδοχικότητας ή του χωριστού εγγράφου προς την επάρκεια ή τη σαφήνεια της αιτιολογίας ως προς το κάθε θέμα που, όπως σημείωσα, εξετάζεται χωριστά. Με δυνατότητα εντοπισμού αδυναμιών σ' αυτό τον τομέα, εν πάση περιπτώσει. Στο θέμα όμως της αιτιολογίας θα επανέλθω.
Οι αγορές προϊόντων και υπηρεσιών που επιδέχονται εκ των προτέρων ρύθμιση, καθορίζονται στη Σύσταση της Επιτροπής ημερομηνίας 11.2.03. Επτά από αυτές αφορούν στο Επίπεδο λιανικής και οι υπόλοιπες 11 στο Επίπεδο χοντρικής. Στην παρούσα περίπτωση η προσβαλλόμενη απόφαση αφορούσε στις αγορές 4 και 6 του Επιπέδου λιανικής.
«4. Δημοσίως διαθέσιμες διεθνείς τηλεφωνικές υπηρεσίες που παρέχονται σε σταθερή θέση για οικιακούς πελάτες.
.....
6. Δημοσίως διαθέσιμες διεθνείς τηλεφωνικές υπηρεσίες που παρέχονται σε σταθερή θέση για μη οικιακούς πελάτες.»
Προτείνεται από τους αιτητές ως ξεχωριστός λόγος ακυρότητας το γεγονός ότι ο Επίτροπος «εξέτασε έξι αγορές σε μια διαδικασία». Δεν συσχέτισαν αυτό τον ισχυρισμό προς κάποια νομοθετική διάταξη. Υποστηρίζουν πως αυτή η εξέταση συνιστά λόγο ακυρότητας όπως διαπιστώθηκε στις αναφερθείσες ακυρωτικές αποφάσεις, με το ακόλουθο σκεπτικό:
«Αυτό πέραν της σύγχυσης και ασάφειας που επιφέρει στον εντοπισμό και απομόνωσης της αιτιολογίας για την κάθε απόφαση/κατάληξη για σκοπούς έρευνας του επιτρεπτού της επηρεάζει ανεπίτρεπτα την κρίση αναφορικά με το κάθε ζήτημα.
Αποτέλεσμα να διαφοροποιούνται και ομαδοποιούνται οι αγορές σαν αποτέλεσμα ανάλυσης να εξαιρούνται υπηρεσίες (π.χ. VoIP) και να συγχύζονται οι ρυθμίσεις.»
Οι πιο πάνω ισχυρισμοί είναι γενικοί και αόριστοι αφού δεν συγκεκριμενοποιείται οτιδήποτε με παραπομπή σε αιτιολογική σκέψη που προκαλεί σύγχυση ή που είναι ασαφής όχι ως εκ του περιεχομένου της αλλά ως εκ της συνεξέτασης. Συναφώς, η ειδική αναφορά στο παράδειγμα «VoIP» αφορούσε, όπως εξηγεί ο Επίτροπος, χωρίς να υπάρχει επ' αυτού απάντηση, σε αμελητέα ποσότητα που σχολιάζεται στο Έγγραφο Κοινοποίησης. Ο Επίτροπος αναφέρει τον τρόπο με τον οποίο συντάχθηκε το σχετικό Έγγραφο Κοινοποίησης, με διακριτές σ' αυτό τις αγορές και παραπέμπει στην ειδική αιτιολογία που συνοδεύει οτιδήποτε αφορά στο ζεύγος των αγορών που καλύπτει η προσβαλλόμενη απόφαση. Δεν μπορώ να συμφωνήσω ότι στοιχειοθετείται τέτοιος λόγος ακυρότητας και σημειώνω το γεγονός ότι οι αιτητές είχαν κάθε δυνατότητα, αν κάτι δεν τους ήταν κατανοητό, να υποβάλουν αντίστοιχο σχόλιο κατά τη δημόσια διαβούλευση.
Ο Επίτροπος, με το έγγραφο ημερομηνίας 10.1.06, ενημέρωσε τους αιτητές ότι έχει ξεκινήσει διαδικασία ανάλυσης των αγορών 1 - 6 (πρόκειται για τις 6 πρώτες της Δέσμης Λιανικής στη Σύσταση της Επιτροπής) και ζήτησε πληροφόρηση για «τις μεθόδους διαχωρισμού των οικιακών πελατών από τους μη οικιακούς (επιχειρηματικούς) πελάτες» με κάποια ιδιαίτερη αναφορά. Οι αιτητές ανταποκρίθηκαν με την επιστολή τους ημερ. 20.1.06. Κατά το επιχείρημα τους αφού δεν ζητήθηκε παρόμοια πληροφόρηση και από τους άλλους παρόχους, έχουμε ελλιπή έρευνα και συνακόλουθη πλάνη σε σχέση με τον ορισμό μιας αγοράς για το δυο ενδεχόμενα, τα αφορώντα σε οικιακούς και σε μη οικιακούς χρήστες αλλά, περαιτέρω, και σε σχέση με την κρίση για την ύπαρξη Οργανισμού με Σημαντική Ισχύ στην Αγορά. Είναι και επ' αυτού βάσιμες οι επισημάνσεις στην αγόρευση για τον Επίτροπο. Δεν αποσκοπούσε η πιο πάνω επιστολή, αυτή καθ' εαυτή, στη συλλογή των σχετικών πληροφοριών, οριστικώς. Την περιγράφει ως προκαταρκτική για να οριστικοποιηθεί το ερωτηματολόγιο που θα αποστελλόταν σε όλους τους παροχείς. Πράγματι στάληκε αυτό το ερωτηματολόγιο, στη συνέχεια, σε όλους τους παροχείς και κάλυπτε σ' αυτό και το θέμα που εγείρουν οι αιτητές. Η βάση, πλέον, στο πλαίσιο της αξιολόγησης που ακολούθησε ήταν οι απαντήσεις των παροχέων στο ερωτηματολόγιο. Δεν υποβλήθηκε οτιδήποτε προς απάντηση αυτής της επισήμανσης και δεν μπορώ να δεχτώ ότι στοιχειοθετείται συναφώς λόγος ακυρότητας.
Αναπτύχθηκαν και περαιτέρω επιχειρήματα με αναφορά στην επιστολή της 10.1.06. Επειδή σ' αυτή όπως και στην επιστολή προς τον Πρόεδρο της Επιτροπής Προστασίας τους Ανταγωνισμού, ημερομηνίας 18.1.06, γίνεται αναφορά σε «διαδικασία ανάλυσης» που ξεκίνησε υποστηρίζεται πως ο Επίτροπος «ξεκίνησε ανάλυση αγοράς πριν τον ορισμό της κάθε αγοράς με αναφορά στα κυπριακά δεδομένα παραπέμποντας στις αγορές 1-6 της Σύστασης της ΕΕ 11.2.03». Θα ήταν βεβαίως αντινομικό να γίνεται λόγος για ανάλυση αγοράς πριν τον ορισμό της. Δεν θα υπήρχε αντικείμενο και είναι βάσιμη η θέση του Επιτρόπου πως αυτή η περιγραφική αναφορά παρέπεμπε στο σύνολό της αναληφθείσας ενέργειας, πρώτο στάδιο της οποίας, βεβαίως, θα ήταν ο ορισμός αγοράς. Δεν δικαιολογείται η προβολή τέτοιου επιχειρήματος πολύ λιγότερο όταν στάληκε και το ερωτηματολόγιο, λήφθηκαν και αξιολογήθηκαν οι απαντήσεις και, κατά τη διαδικασία που ήδη συνόψισα, λήφθηκαν αποφάσεις που αφορούσαν κατά πρώτο στον ορισμό αγοράς και στη συνέχεια στην ανάλυσή της και τα άλλα.
Το επόμενο επιχείρημα παραπέμπει ακριβώς στην προσβαλλόμενη απόφαση σε σχέση με τον ορισμό αγοράς. Υποστηρίζουν οι αιτητές πως ενώ «η αγορά και η σχετική αγορά στην έννοια του Νόμου είναι αγορά προϊόντων και υπηρεσιών», όπως προκύπτει από το ΄Εγγραφο Κοινοποίησης, «στον ορισμό της αγοράς ο ΕΡΗΕΤ δεν έλαβε υπόψη το προϊόν ή υπηρεσία το οποίο εξέταζε αλλά τη διαθεσιμότητα και σε άλλους εκτός εκείνων για τους οποίους σχεδιάστηκε». Θα παραθέσω επί του προκειμένου όλο το σχετικό απόσπασμα από την αγόρευση για τον Επίτροπο, στο οποίο τονίζεται πως ακριβώς το περιεχόμενο του Εγγράφου Κοινοποίησης δεν δικαιολογεί τον ισχυρισμό για τέτοια πλάνη:
«Ο δικηγόρος των αιτητών διατυπώνει τη θέση ότι 'ο ΕΡΗΕΤ δεν έλαβε υπόψη το προϊόν ή υπηρεσία το οποίο εξέταζε αλλά και τη διαθεσιμότητα και σε άλλους εκτός εκείνων για τους οποίους σχεδιάστηκε.' Θεωρεί μάλιστα ότι ενισχύει τη θέση του αυτή με αναφορά στο περιεχόμενο των σελίδων 23-24 του Παραρτήματος 18 (Έγγραφο Κοινοποίησης) της Ένστασης. Στις σελ. 23-24 (παράγραφος 3.4.4.) του Εγγράφου Κοινοποίησης ο ΕΡΗΕΤ συζητά την έλλειψη διάκρισης, εκ μέρους των παροχέων, των καταναλωτών σε «οικιακούς» και «μη οικιακούς» αφού, όπως αναφέρεται και στο επεξηγηματικό που συνοδεύει τη σύσταση 20033/11/ΕΚ η διάκριση συνίσταται στην ύπαρξη διαφορετικών όρων συμβολαίου σε προσφερόμενες υπηρεσίες. Ο Επίτροπος μέσα από δέουσα έρευνα, τα ευρήματα της οποίας ο Δικηγόρος των Αιτητών δεν αμφισβητεί, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν τίθεται θέμα διάκρισης. Πέραν τούτου, βέβαια, το ίδιο το συμπέρασμα του δικηγόρου των αιτητών δικαιολογεί την κατάληξη του ΕΡΗΕΤ ότι 'δεν γίνεται διάκριση μεταξύ 'οικιακών' και 'μη οικιακών (επιχειρηματικών)' μορφών πρόσβασης στη σχετική αγορά (βλ. παράγραφο 3.4.4 σελ. 23 του Παραρτήματος 18 της Ένστασης), αφού όπως ομολογεί ο δικηγόρος των αιτητών εάν ένα προϊόν σχεδιάστηκε χωρίς το διαχωρισμό κατά νου (διαθεσιμότητας και σε άλλους εκτός εκείνων για τους οποίους σχεδιάστηκε) τότε δεν υφίσταται διαχωρισμός (βλ. επίσης το περιεχόμενο της απάντησης της ΑΤΗΚ στο Παράρτημα 11 της Ένστασης, 'η ΑΤΗΚ δεν διαχωρίζει τους πελάτες της σε οικιακούς και μη')».
Αυτά παρέμειναν αναπάντητα και δεν έχει τεκμηριωθεί ο ισχυρισμός για πλάνη της φύσης που εν προκειμένω συζητήθηκε. Ισχύει δε το ίδιο και σε σχέση με τον επί μέρους ισχυρισμό ότι ο Επίτροπος «δεν ερεύνησε καθόλου αν υπάρχει ζήτηση για προϊόντα/υπηρεσίες για μη οικιακούς χρήστες και αν υπάρχει προσφορά κατάλληλων προϊόντων/υπηρεσιών για μη οικιακούς χρήστες». Οπότε πλανήθηκε αφού «αντί να εξετάσει ζήτηση προσφορά εξέτασε κατά πόσο η ΑΤΗΚ ξεχώριζε τους πελάτες της σε οικιακούς ή μη οικιακούς χωρίς να εξετάσει τα προϊόντα/υπηρεσίες που πρόσφερε και ποιοι προτιμούν τα μεν και ποιοι τα δε». Και σ' αυτή την περίπτωση είναι αρκετό να παρατεθεί το απόσπασμα από την αγόρευση για τον Επίτροπο, το οποίο ακριβώς παραπέμπει στο περιεχόμενο του Εγγράφου Κοινοποίησης και παρέμεινε αναπάντητο.
«Τέλος, ο ισχυρισμός του δικηγόρου των αιτητών ότι '(ο ΕΡΗΕΤ) δεν ερεύνησε εάν υπάρχει ζήτηση για προϊόντα..' και δεν προχώρησε 'να εξετάσει τα προϊόντα/υπηρεσίες που προσφέρει (η ΑΤΗΚ/οι παροχείς) και ποιοι προτιμούν τα μεν και ποιοι τα δε' είναι εντελώς ανυπόστατος αφού στο Έγγραφο Κοινοποίησης (Παράρτημα 18 της Ένστασης) αναλύονται στις παρ. 3.3.- 3.4.6. τα χαρακτηριστικά των διαθέσιμων στην Κυπριακή αγορά προϊόντων/υπηρεσιών και καταγράφεται η κατάληξη ότι ο ΕΡΗΕΤ εξέτασε σε βάθος την Κυπριακή αγορά και βάσισε την απόφασή του στην αξιολόγηση των προσφερόμενων προϊόντων/υπηρεσιών και στους πιθανούς χρήστες αφού δεν είναι δυνατόν να ληφθούν υπόψη κατά την εξέταση μιας αγοράς προϊόντα τα οποία δεν προσφέρονται.».
Οι αιτητές αποδίδουν στον Επίτροπο και πλάνη αναφορικά με την έννοια του όρου «Σημαντική Ισχύς στην Αγορά». Θεωρούν ότι και εν προκειμένω λειτούργησε κάτω από λανθασμένη αντίληψη στοιχειωδών εννοιών. Αυτό, επειδή η προσβαλλόμενη απόφαση, όπως την κατανοούν, ορίζει τι σημαίνει «Σημαντική Ισχύς στην Αγορά», χωρίς να είχε εξουσία να το κάμει αφού η έννοια προσδιορίζεται από το Νόμο. Και το κάνει κατά τρόπο ελλιπή, ουσιαστικά αποδίδοντας το άρθρο 48(3), κατά παράλειψη αναφοράς και στο άρθρο 48(4) και (5) που προφανώς, όπως λέγουν, δεν έλαβε υπόψη. Είναι αβάσιμο το επιχείρημα. Το άρθρο 48(3) ορίζει πότε πρόσωπο θεωρείται ότι κατέχει Σημαντική Ισχύ στην Αγορά και η αναφορά στον όρο στην προσβαλλόμενη απόφαση, αυτό αποδίδει. Τα εδάφια (4) και (5) του άρθρου 48 δεν συσχετίζονται προς την έννοια του όρου. Το εδάφιο 4 αφορά στην περίπτωση ένα πρόσωπο να έχει Σημαντική Ισχύ στην Αγορά και «σε μια στενά συνδεδεμένη με αυτήν αγορά». Ενώ το εδάφιο (5) στην περίπτωση διαπίστωσης πως «η αγορά είναι επαρκώς ανταγωνιστική» οπότε δεν επιβάλλονται ή διατηρούνται τομεακές κανονιστικές υποχρεώσεις.
Οι υπόλοιποι από τους ισχυρισμούς των αιτητών αφορούν σε υποχρεώσεις που επιβλήθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση. Ο πρώτος ισχυρισμός, στην υποχρέωση αμεροληψίας (μη διάκρισης) και δεν αφορά στην εξουσία επιβολής τέτοιας υποχρέωσης. Αφορά στο περιεχόμενο της συγκεκριμένης. Σχετική είναι η παράγραφος 9 της προσβαλλόμενης απόφασης:
«(1) Επιβάλλεται στην ΑΤΗΚ, από την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης, υποχρέωση αμεροληψίας (μη διάκρισης) στη σχετική αγορά.
(2) Η υποχρέωση αυτή αμεροληψίας (μη διάκρισης), περιλαμβάνει την παροχή των σχετικών υπηρεσιών σε όλους τους τελικούς χρήστες κάτω από ίσους όρους και προϋποθέσεις και θα διασφαλίζει την ίδια ποιότητα και ίση μεταχείριση.»
Οι αιτητές υποστηρίζουν συναφώς τα ακόλουθα:
«Αυτή η υποχρέωση σημαίνει ότι η ΑΤΗΚ δεν μπορεί να διαχωρίσει τους χρήστες σε οικιακούς και μη οικιακούς (επιχειρηματικούς) ενώ όλη η Ευρώπη αυτό κάνει (άλλωστε τούτο προκύπτει και από τη σχετική οδηγία βλ. Παρ. 10) και ενώ όλοι οι άλλοι πάροχοι στην Κύπρο θα μπορούν να το κάνουν.
Η αυθαιρεσία είναι πρόδηλη και η υπέρβαση εξουσίας προφανής. Το μέτρο δεν είναι αναλογικό και εκφεύγει της έννοιας της αμεροληψίας και μη διάκρισης. Εν προκειμένω αμεροληψία και μη διάκριση δεν σημαίνει ισοπέδωση όλων των χρηστών αλλά ίση μεταχείριση των χρηστών που έχουν τις ίδιες περιστάσεις π.χ. άτομα με ειδικές ανάγκες ή οικιακοί και μη οικιακοί χρήστες κ.ο.κ.».
Οι καθ' ων η αίτηση ουσιαστικά αμφισβητούν πως η υποχρέωση έχει τη γενικότητα με την οποία την αντιλήφθηκαν οι αιτητές. Παραθέτω και τη δική τους θέση:
«Ο Δικηγόρος των Αιτητών παρ' όλο που πολύ σωστά αναφέρει ότι αμεροληψία και μη διάκριση δεν σημαίνει ισοπέδωση όλων των χρηστών αλλά ίση μεταχείριση των χρηστών που έχουν τις ίδιες περιστάσεις, δεν φαίνεται να το λαμβάνει υπόψη όταν ισχυρίζεται ότι «αυτή η υποχρέωση σημαίνει ότι η ΑΤΗΚ δεν μπορεί να διαχωρίσει».
Σε ό,τι αφορά τον Επίτροπο διάκριση μεταξύ οικιακών και μη οικιακών χρηστών, όπως αναφέρεται και στο επεξηγηματικό Έγγραφο που συνοδεύει την Σύσταση 2003/311/ΕΚ, υποδηλοί συμβόλαια με διαφορετικές πρόνοιες και άρα θα αναφέρεται σε ομάδες πελατών με διαφορετικές περιστάσεις».
Δεν ακολούθησε αντίλογος ως προς αυτή τη θέση του Επιτρόπου και δεν μπορώ να θεωρήσω ότι, στη βάση των γενικών, όπως τα προβάλλουν οι αιτητές, στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας.
Με την παράγραφο 13 της προσβαλλόμενης απόφασης απαγορεύτηκε «η ομαδοποίηση (δηλαδή η προσφορά ως ενιαίο πακέτο) από την ΑΤΗΚ, χωρίς εύλογη αιτία, των λιανικών προϊόντων και υπηρεσιών που προσφέρει στη σχετική αγορά». Στη συνέχεια, καθορίζονται στην απόφαση οι σωρευτικές προϋποθέσεις που πρέπει να συνυπάρχουν για να θεωρείται ότι η ομαδοποίηση γίνεται χωρίς εύλογη αιτία. Από τα επόμενα στην απόφαση προκύπτει πως η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνιστά το τέλος του θέματος. Προσδιορίζει τις παραμέτρους στη βάση των οποίων θα εγκριθεί ή θα απορριφθεί αίτημα από την ΑΤΗΚ για ομαδοποιημένη προσφορά. Παραθέτω ολόκληρη την παράγραφο 13 της προσβαλλόμενης απόφασης:
«(1) Απαγορεύεται η ομαδοποίηση (δηλαδή η προσφορά ως ενιαίο πακέτο) από την ΑΤΗΚ, χωρίς εύλογη αιτία, των λιανικών προϊόντων και υπηρεσιών που προσφέρει στη σχετική αγορά.
(2) Χωρίς περιορισμό της γενικότητας της παραγράφου (1), η ομαδοποίηση από την ΑΤΗΚ λιανικών προϊόντων και υπηρεσιών στη σχετική αγορά θεωρείται ότι γίνεται χωρίς εύλογη αιτία για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις:
(α) η ομαδοποίηση αφορά προϊόντα ή υπηρεσίες που προσφέρονται από την ΑΤΗΚ σε μία ή περισσότερες αγορές λιανικής, που περιλαμβάνουν, σε κάθε περίπτωση, και τη σχετική αγορά,
(β) οι υφιστάμενοι εναλλακτικοί παροχείς στην σχετική αγορά δεν προσφέρουν ήδη αντίστοιχο πακέτο προϊόντων ή υπηρεσιών,
(γ) τουλάχιστον ένα μέρος των εν λόγω ομαδοποιημένων προïόντων ή υπηρεσιών προσφέρεται ήδη, ως αυτοτελές προϊόν ή υπηρεσία, στην αγορά λιανικής από εναλλακτικούς παροχείς,
(δ) η προσφορά της ομαδοποιημένης υπηρεσίας είναι πιθανό να περιορίσει τον ανταγωνισμό στη σχετική αγορά ή να εμποδίσει την περαιτέρω ανάπτυξή του, και
(ε) η ομαδοποιημένη προσφοοά δεν έχει εγκριθεί από τον Επίτροπο, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (3).
(3) Από την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης, η ΑΤΗΚ υποχρεούται να υποβάλει στον Επίτροπο εγγράφως περιγραφή των ομαδοποιημένων προϊόντων ή υπηρεσιών που προσφέρει ή προτίθεται να προσφέρει και τα οποία (ή οι οποίες) εκπληρώνουν τις προϋποθέσεις (α) έως (ε) της παραγράφου (2) πιο πάνω. Η υποβολή αυτή να συνοδεύεται από αιτιολογημένα επιχειρήματα της ΑΤΗΚ ως προς τη συνδρομή των προϋποθέσεων της παραγράφου (4) πιο κάτω και το ως εκ τούτου εύλογο της ομαδοποίησης.
(4) Εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την υποβολή του σχετικού αιτήματος της ΑΤΗΚ, ο Επίτροπος οφείλει να ενημερώσει την ΑΤΗΚ κατά πόσο η ομαδοποιημένη προσφορά είναι συμβατή με τις πρόνοιες της παρούσας Απόφασης ή, εφόσον αυτό κριθεί αναγκαίο, να ζητήσει περισσότερες πληροφορίες και διευκρινίσεις από την ΑΤΗΚ.
Νοείται ότι το πιο πάνω χρονοδιάγραμμα δυνατό να παραταθεί εάν ο Επίτροπος κρίνει ότι υπάρχει ανάγκη διεξαγωγής δημόσιας διαβούλευσης και ή ακρόασης.
(5) Κατά την εξέταση του σχετικού αιτήματος της ΑΤΗΚ για την ομαδοποιημένη υπηρεσία ο Επίτροπος λαμβάνει υπόψη του:
(α) τις επιπτώσεις του ομαδοποιημένου προϊόντος ή υπηρεσίας στον ανταγωνισμό, στη σχετική αγορά,
(β) το αναλογικό και δικαιολογημένο της τυχόν απαγόρευσης της ομαδοποίησης υπό εξέταση περίπτωση,
(γ) τα συμφέροντα των καταναλωτών, και
(δ) την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς στην EE.
(6) Ο Επίτροπος μπορεί να ζητήσει από την ATHK, με αιτιολογημένη επιστολή του, την υποβολή διευκρινίσεων και την αιτιολόγηση κάθε ομαδοποιημένου προϊόντος ή υπηρεσίας που προσφέρεται ήδη στην σχετική αγορά το οποίο/ η οποία δεν έχει υποβληθεί στην έγκριση του Επιτρόπου και το οποίο/η οποία, κατά την κρίση του Επιτρόπου φαίνεται εκ πρώτης όψεως πιθανό να εμπίπτει στην απαγόρευση της παραγράφου (1) πιο πάνω.
(7) Σε κάθε περίπτωση, η ομαδοποίηση υπηρεσιών από την ΑΤΗΚ θεωρείται ότι γίνεται χωρίς εύλογη αιτία για τους σκοπούς της παραγράφου (1), εφόσον έχει ήδη κριθεί τελεσίδικα, στην παρούσα ή ουσιαστικά ίδια μορφή της, ως κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης κατά το δίκαιο του ανταγωνισμού, από αρμόδια Κυπριακή ή Κοινοτική αρχή.»
Οι αιτητές, κατ' αρχάς, προβάλλουν το γενικό ισχυρισμό πως «η απαγόρευση ομαδοποίησης δεν περιλαμβάνεται στις ρυθμιστικές υποχρεώσεις που μπορεί να επιβληθούν με βάση το άρθρο 49(3)» και ότι έχουμε πλάνη περί το Νόμο. Όμως η παράγραφος (3) αφορά στην περίπτωση διαπίστωσης έλλειψης ανταγωνισμού που σχετίζεται με αποτυχία της αγοράς αναφορικά με τις υποχρεώσεις πρόσβασης ή διασύνδεσης που εμπίπτουν στο πεδίο των άρθρων 56-61 του Νόμου. Οπότε μπορεί να επιβληθούν μια ή περισσότερες από τις υποχρεώσεις που προβλέπονται σε εκείνες τις διατάξεις και που αναλύονται στο Δέκατο Μέρος του Νόμου. Και η παράγραφος (4) αφορά στην περίπτωση διαπίστωσης έλλειψης αποτελεσματικού ανταγωνισμού που σχετίζεται με ζητήματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Ενδέκατου Μέρους του Νόμου. Οπότε μπορεί να επιβληθούν μια ή περισσότερες από τις ρυθμίσεις που παρατίθενται σε εκείνες τις διατάξεις και αναλύονται στο Δεκατο Πέμπτο Μέρος του Νόμου. Δεν έχει γίνει καν αναφορά από τους αιτητές στις παραμέτρους εφαρμογής των παραγράφων (3) και (4) και ασφαλώς δεν υπάρχει υπόβαθρο συζήτησης συναφώς. Περαιτέρω, δεν έχει υπάρξει αντίλογος από τους αιτητές στην επισήμανση στην αγόρευση του Επιτρόπου πως τέτοια ρύθμιση θα μπορούσε να επιβληθεί ενόψει του άρθρου 49(1)(ββ). Το άρθρο 49(1) παρέχει εξουσία για επιλογή «μιας εύλογης διορθωτικής ρύθμισης ή ρυθμίσεων, οι οποίες θα είναι αναλογικές» για στόχους που καθορίζει μεταξύ των οποίων και εκείνη της υποπαραγράφου (ββ): «Εξασφαλίζοντας ότι δεν υφίσταται στρέβλωση ούτε περιορισμός του ανταγωνισμού στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών», που ήταν και ο λόγος, σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, επιλογής αυτής της ρύθμισης. Δεν έχει τεκμηριωθεί ότι η γενική εξουσία για επιλογή εύλογης διορθωτικής ρύθμισης περιορίζεται ως εάν η παράγραφος 3 και 4 που και αυτές δεν συζητήθηκαν, να εξαντλούν τις δυνατότητες.
Σε δεύτερο επίπεδο οι αιτητές θεωρούν ότι δεν μπορεί να είναι εύλογα επιτρεπτή αφού εξαρτάται από το κατά πόσο εναλλακτικοί παροχείς επίσης προβαίνουν σε αντίστοιχη ομαδοποίηση.
Παραθέτω ολόκληρο το απόσπασμα από την αγόρευσή τους:
«Αυτή η ρυθμιστική απαγόρευση είναι εξωφρενική. Επιβάλλει στον εγκατεστημένο πάροχο που κανονικά θα πρέπει να οδηγεί την αγορά και την εξέλιξη με τεχνολογίες αιχμής και πακέτα σχεδιασμένα για να ωφελούν τους καταναλωτές υποχρέωση να αναμένει την προσφορά πακέτων από τους εναλλακτικούς για να προσφέρει και αυτός αντίστοιχα. Τι θα συμβεί αν οι εναλλακτικοί δεν προσφέρουν ποτέ ομαδοποιημένα προϊόντα επειδή όταν τα προσφέρουν μεμονωμένα κερδίζουν περισσότερα. Πως θα αξιοποιηθούν οι νέες τεχνολογίες π.χ. ευρυφασματικές.
Η μόνη ρύθμιση που μπορούσε να επιβάλει για να αντιμετωπίσει το δήθεν πρόβλημα που εντοπίζει ότι μπορεί η ΑΤΗΚ να εκμεταλλευθεί τις οικονομίες φάσματος δραστηριοτήτων (economies of scope) ήταν να επιβάλει υποχρέωση όπως η όποια ομαδοποίηση να μην συνιστά εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης.
Δεν πρέπει να διαφεύγει ότι με τη σωστή ρύθμιση δεν πρέπει να εμποδίζεται η πρόοδος και η προσφορά ποικιλίας πακέτων και υπηρεσιών στους καταναλωτές τουναντίον πρέπει να προωθείται. Με τη ρύθμιση πρέπει να περιορίζεται μόνο η πιθανότητα εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης.
Κυρίαρχος σκοπός της ρύθμισης είναι η εξασφάλιση του καταναλωτή και της προσφοράς μεγάλου εύρους εξοπλισμού και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών βλ. αρ. 18(1) (β) και (δ) του Ν.112(Ι)/04. Ο ΕΡΗΕΤ με την απαγόρευση ομαδοποίησης εκτός αν αυτή προσφέρεται από εναλλακτικούς σταματά την πρόοδο, σταματά την προσφορά ποικιλίας προϊόντων σε καλές τιμές στους καταναλωτές. Αυτό δεν ήταν εύλογα επιτρεπτό.».
Αυτά, όπως ορθά επισημαίνεται στην αγόρευση για τον Επίτροπο, παραγνωρίζουν πως για να είναι η ομαδοποίηση «χωρίς εύλογη αιτία» πρέπει να συντρέχουν όλες, σωρευτικά, οι προϋποθέσεις που τίθενται όπως τις παρέθεσα. Μεταξύ τους είναι, βεβαίως, και οι προϋποθέσεις να είναι πιθανόν η προσφορά της ομαδοποιημένης υπηρεσίας «να περιορίσει τον ανταγωνισμό στη σχετική αγορά ή να εμποδίσει την περαιτέρω ανάπτυξή του».
Εναπόκειται, πλέον, στους αιτητές να υποβάλουν το αίτημά τους στον Επίτροπο μαζί με τα σχετικά επιχειρήματά τους. Σε ό,τι αφορά στο παρόν στάδιο δεν διαπιστώνω υπέρβαση των ορίων της διακριτικής εξουσίας του Επιτρόπου σε σχέση με τον καθορισμό της έννοιας της εύλογης αιτίας.
Ο τελευταίος από τους ισχυρισμούς σε σχέση με τις ρυθμίσεις που επιβλήθηκαν αφορά στις υποχρεώσεις ελέγχου τιμών, κατά το μέρος τους που απαιτούν από την ΑΤΗΚ να γνωστοποιήσουν αλλαγή στις τιμές 45 αντί, όπως εισηγούνται, 30 μέρες προηγουμένως. Αυτά, όπως προτείνουν, «εκφεύγουν των εξουσιών από το άρ. 49(4)». Για να προσθέσουν, όμως, και το εξής εντελώς γενικό και αόριστο: «Ακόμη η πρόνοια για κατώφλι τιμών και, μάλιστα, με τη μέθοδο που επιβάλλεται καταστρατηγεί τα συμφέροντα των καταναλωτών/χρηστών». Όπως και προηγουμένως δεν έχει γίνει αναφορά στις παραμέτρους του άρθρου 48(4) και, ακριβώς, στην αγόρευση για τον Επίτροπο επισημαίνεται πως οι επιβληθείσες υποχρεώσεις «αφορούν στη σχετική αγορά και δεν σχετίζονται με την Καθολική Υπηρεσία» που είναι το θέμα του Δεκατου Πέμπτου Μέρους του Νόμου, στο οποίο, εν τέλει, αναφέρεται το άρθρο 49(4). Ούτε επ' αυτού επανήλθαν οι αιτητές και δεν θεωρώ ότι στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας σε σχέση με τη συζητούμενη ρύθμιση.
Προβλήθηκε ακόμα ένας ισχυρισμός σε σχέση, πλέον, με το σύνολο των ρυθμίσεων τις οποίες ο Επίτροπος επέλεξε. Κατά το άρθρο 49(6) «όλες οι αποφάσεις που επιβάλλουν μία ή περισσότερες από τις ανωτέρω ρυθμίσεις θα πρέπει να παρέχουν αιτιολόγηση, ειδικά αναφορικά με την αναλογικότητα των επιλεχθεισών ρυθμίσεων». Κατά την εισήγηση, δεν υπάρχει πουθενά τέτοια ειδική αιτιολόγηση. Εν τούτοις, η προσβαλλόμενη απόφαση ευθέως παραπέμπει, πράγμα αυτονόητο άλλωστε, στο Έγγραφο Κοινοποίησης ως έγγραφο αναφοράς και σ' αυτό, όπως ορθά αναφέρεται στην αγόρευση για τον Επίτροπο, περιλαμβάνεται η απαιτούμενη αιτιολογία.
Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 ευρώ έξοδα πλέον ΦΠΑ. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
/μσιαμπαρτά