ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                          (Υποθ. αρ.1315/2007)

 

14  Σεπτεμβρίου, 2010

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στης]

 

Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος

 

ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ

                                                            Αιτητή,

-και -

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ

 

                                                                   Καθ΄ων η αίτηση.

------------------------

Μ.Οικονόμου (κα.), για Α.Ανδρέου, για τον Αιτητή.

Ν.Παρτασίδου (κα.), για Α.Τριανταφυλλίδη, για τους Καθ΄ων η αίτηση.

-----------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:      Οι καθ΄ων η αίτηση, έκριναν, μετά από διερεύνηση και υποβολή παραστάσεων, τον αιτητή ένοχο για παροχή ψευδών και παραπλανητικών δηλώσεων προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, επιβάλλοντας του διοικητικό πρόστιμο ύψους ΛΚ20,000.00.

 

Τα γεγονότα που προηγήθηκαν της πιο πάνω απόφασης έχουν ως εξής:

 

Οι καθ´ων η αίτηση, σε συνεδρία τους ημερ. 11 Σεπτεμβρίου 2006, διόρισαν, δυο ερευνώντες λειτουργούς  για τη διεξαγωγή έρευνας αναφορικά με συναλλαγές σε μετοχές της εταιρείας  A Tsokkos Hotels Public Ltd με σκοπό τη διερεύνηση ενδεχόμενης παράβασης του περί των Πράξεων Προσώπων που Κατέχουν Εμπιστευτικές Πληροφορίες και των Πράξεων Χειραγώγηση της Αγοράς (Κατάχρηση Αγοράς) Νόμου, Ν. 116(Ι)/005 από τον αιτητή και δυο άλλα πρόσωπα. Με επιστολή τους, ημερ. 19 Σεπτεμβρίου 2006 οι καθ'ων η αίτηση κάλεσαν τον αιτητή όπως προσέλθει στα γραφεία της Επιτροπής  για να καταθέσει και ταυτοχρόνως παρέχει στοιχεία σχετικά με την διερευνώμενη υπόθεση.

 

Ο αιτητής προσήλθε στα γραφεία των καθ΄ων στις 19 Σεπτεμβρίου 2006 και συμφωνήθηκε όπως αποστείλει  επιστολή  αναφορικά με τα γεγονότα πληροφορίες που είχαν σχέση με την εξεταζόμενη υπόθεση. Ο αιτητής όντως απέστειλε σχετική επιστολή ημερ. 20 Σεπτεμβρίου 2006 προβαίνοντας ταυτοχρόνως σε κατάθεση στους ερευνώντες λειτουργούς.

 

Οι καθ΄ων σε συνεδρία τους ημερομηνίας 5.2.2007 επέβαλαν στον αιτητή διοικητικό πρόστιμο 2000ΛΚ για παράβαση του άρθρου 37(4) του περί Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ( Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμου. Εναντίον της εν λόγω απόφασης καταχωρήθηκε προσφυγή η οποία απορρίφθηκε (Υποθ. Αρ 586/07 Θεμιστοκλέους  Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, 22 Οκτωβρίου 2009).

 

Οι ερευνώντες λειτουργοί ετοίμασαν σχετικό σημείωμα, ημερ.13 Απριλίου 2007, το οποίο υπέβαλαν στους καθ'ων  υιοθετώντας την άποψη ότι υπήρχε ενδεχομένως παράβαση του Άρθρου 42 του Νόμου.

 

Οι καθ΄ων η αίτηση σε συνεδρία τους ημερ. 16 Απριλίου 2007, αφού μελέτησαν το σημείωμα των ερευνώντων λειτουργών αποφάσισαν όπως καλέσουν τον αιτητή  να προβεί σε παραστάσεις για, ενδεχόμενη, παράβαση του άρθρου 42 του Νόμου. Με επιστολή τους ημερ. 7 Ιουνίου 2007 τον κάλεσαν όπως εμφανιστεί ενώπιον τους. Επίσης, στις 16 Ιουνίου 2007 οι ερευνώντες λειτουργοί με επιστολή τους ημερ. 8 Ιουνίου 2007 ζήτησαν από τον αιτητή πληροφορίες αναφορικά με συναλλαγές σε σχέση με μετοχές της εταιρείας Α.Tsokkos Hotels Public Ltd.

 

Ο αιτητής απάντησε με επιστολή ημερ. 15 Ιουνίου 2007, στην οποία παραθέτει τις θέσεις τους επί των εγειρομένων θεμάτων καταλήγοντας ότι απολογείται «για οποιεσδήποτε ανακρίβειες που δόθηκαν στην επιτροπή και για την προσπάθεια του να συγκαλύψει τις ανακρίβειες». Επίσης ότι «όταν δόθηκαν οι  δηλώσεις δεν είχε καμία πρόθεση να παραπλανήσει η να αποκρύψει στοιχεία από τους ερευνώντες λειτουργούς».

 

 Οι ερευνώντες λειτουργοί, μετά την επιστολή του αιτητή, ετοίμασαν σχετικό σημείωμα ημερ. 19 Ιουνίου 2007.  Οι καθ΄ων η αίτηση ακολούθως, σε συνεδρία τους ημερ. 25 Ιουνίου 2007, αφού, έλαβαν υπόψη τις γραπτές παραστάσεις του αιτητή αποφάσισαν ότι αυτός ενήργησε κατά παράβαση του άρθρου 42 του Νόμου και του επέβαλαν διοικητική κύρωση ύψους ΛΚ20.000,00. Οι καθ΄ων απέστειλαν σχετική επιστολή ημερ. 6 Ιουνίου 2007 στον αιτητή πληροφορώντας τον για την εν λόγω απόφαση τους.

 

Ο αιτητής με την προσφυγή του εισηγείται ότι η σύνθεση των καθ΄ων η αίτηση δεν ήταν νόμιμη. Το πρώτο σκέλος της εισήγησης αφορά την απουσία του αντιπρόεδρου των καθ΄ων η αίτηση από τη συνεδρία ημερ. 5 Φεβρουαρίου 2007, κατά την οποία κρίθηκε ότι ο αιτητής ενήργησε κατά παράβαση του άρθρου 37(4) του Νόμου καθώς και κατά την συνεδρία ημερ. 16 Απριλίου 2007.   ΄Ηταν ο ισχυρισμός του αιτητή ότι ο εν λόγω αντιπρόεδρος δεν είχε κληθεί νομότυπα  για να παρευρεθεί στις συνεδρίες. Ο πιο πάνω ισχυρισμός δεν ευσταθεί. Στα πρακτικά και των δυο συνεδρίων, καταγράφεται ότι ο αντιπρόεδρος είχε δεόντως προσκληθεί και αναφέρονται επίσης οι λόγοι απουσίας του κάθε φορά.  Περαιτέρω, οι καθ΄ων η αίτηση προσκόμισαν τις σχετικές προσκλήσεις, καθώς και βεβαίωση από τον αντιπρόεδρο ότι είχε δεόντως κληθεί να παραστεί στις ανωτέρω συνεδρίες (Παράρτημα 1 της αγόρευσης των καθ΄ων η αίτηση). Πανομοιότυπος ισχυρισμός είχε προβληθεί και στην υπόθεση αρ 586/07 Θεμιστοκλέους (ανωτέρω), που αφορούσε την επιβολή προστίμου στον αιτητή για παράβαση του άρθρου 37(4) του Νόμου. Παραθέτω πιο κάτω το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Κληρίδη Δ., το οποίο και υιοθετώ.

«Στην υπό εξέταση περίπτωση, από τα έγγραφα που έχει παρουσιάσει η Επιτροπή αποδεικνύεται ότι με ειδοποίηση ημερομηνίας 4.1.2007 προσκλήθηκε ο κ. Χ"Πιερής να παραστεί στη συνεδρία της 8.1.2007, ενώ με άλλη ειδοποίηση ημερομηνίας 1.2.2007 προσκλήθηκε να παραστεί στη συνεδρία της 5.2.2007. Και οι δύο επομένως προσκλήσεις έγιναν νομότυπα και εμπρόθεσμα. Είναι βέβαια γεγονός ότι στα ίδια έντυπα πρόσκλησης ακολουθεί στο κάτω μέρος βεβαίωση του προσκληθέντος μέλους ότι έχει κληθεί δεόντως αλλά δεν θα μπορέσει να παραστεί λόγω απουσίας του στο εξωτερικό, οι οποίες βεβαιώσεις φέρονται να έχουν υπογραφεί από τον ίδιο στις 12.1.2007 και 9.2.2007 αντίστοιχα, δηλαδή μετά τη διενέργεια των συνεδριάσεων. Όμως, εκείνο το οποίο ενέχει εδώ σημασία είναι το εάν και κατά πόσο το μέλος και κάθε μέλος ειδοποιήθηκε εμπρόθεσμα να παραστεί. Αυτό δε το γεγονός αποδεικνύεται ξεκάθαρα από τα έγγραφα που παρουσίασε η Επιτροπή.»

 

 Ο αιτητής πρόβαλε επίσης τον ισχυρισμό ότι η σύνθεση των καθ΄ων η αίτηση πάσχει και λόγω του ότι η διαδικασία συζήτησης και λήψης απόφασης δεν είχε διεξαχθεί ενώπιον των ίδιων μελών. Συγκεκριμένα, εισηγήθηκε  ότι ο αντιπρόεδρος δεν ήταν πάρων σε όλες τις συνεδρίες, ότι διορίστηκε νέο μέλος της επιτροπής στις 23 Απριλίου 2007 και ότι δεν είχαν ενημερωθεί δεόντως για όσα είχαν λάβει χώρα στην απουσία τους.

 

Ούτε και αυτός ο ισχυρισμός ευσταθεί

 

Το άρθρο 22 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, (Ν.158(Ι)/99) αναφέρει ότι  εάν υπάρχει αλλαγή των μελών  αυτό δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της σύνθεσης εφόσον, αυτά ενημερωθούν πλήρως και δηλώσουν αυτό με ρητή δήλωση τους.  Στα πρακτικά της συνεδρία ημερ. 25 Ιουνίου 2007, υπάρχει, ρητή δήλωση των μελών που απουσίαζαν, ότι ήταν πλήρως ικανοποιημένοι από την ενημέρωση που τους έγινε και ότι συμφωνούν πλήρως με τις μέχρι τότε ληφθείσες αποφάσεις τις επιτροπής.

 

Το τρίτο σκέλος της εισήγησης για κακή σύνθεση  στηρίζεται στο γεγονός ότι κατά τη συνεδρία ημερ 16 Απριλίου 2007, έλαβαν μέρος και αναρμόδια  πρόσωπα. Επίσης, ότι δεν τηρήθηκαν άρτια πρακτικά, στα οποία να καταγράφονται τα όσα ανέφεραν οι δυο λειτουργοί. Ούτε και αυτός ο ισχυρισμός ευσταθεί.  Τα πρόσωπα αυτά ήταν λειτουργοί των καθ΄ων η αίτηση οι οποίοι απλώς παρείχαν διευκρινήσεις και αποχώρησαν πριν τη λήψη της απόφασης. Ούτε και απαιτείτο όπως καταγράφουν λεπτομερώς τα όσα απάντησαν στις διευκρινιστικές ερωτήσεις που τους υποβλήθηκαν. Τα όσα αναφέρει ο Δικαστής Κληρίδης στις υποθέσεις 1665/07 κ.α Τσόκκου ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, ημερ.  24 Νοεμβρίου 2009 ισχύουν και εδώ. Παραθέτω πιο κάτω το σχετικό απόσπασμα:

«Με δεδομένο ποιο ήταν το υπό εξέταση θέμα που αφορούσε στο ενδεχόμενο κλήσης των αιτητών να προβούν σε παραστάσεις για την πιθανότητα παράβασης από την εταιρεία τους συγκεκριμένων προνοιών του Νόμου και δεδομένης επίσης της θέσης και ιδιότητας που κατείχε ένας έκαστος των λειτουργών, δεν χρειαζόταν η καταγραφή περαιτέρω λεπτομερειών ως προς τις ζητηθείσες διευκρινίσεις. Με δεδομένη επίσης την αποχώρησή τους πριν από τη λήψη της απόφασης, φαίνεται να υπήρξε συμμόρφωση προς τις πρόνοιες της περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου νομοθεσίας.»

 

Ο αιτητής προβάλλει επίσης ως λόγο ακυρώσεως, την αναρμοδιότητα της Eπιτροπής καθώς και ότι οι καθ΄ων η αίτηση τελούσαν υπό πλάνη αναφορικά με την εξουσία τους ως προς την επιβολή κυρώσεων συμφώνα με το άρθρο 42 του Νόμου, εφόσον, ποινές μόνο τα δικαστήρια είναι αρμόδια να επιβάλλουν. Επίσης διατυπώνεται παράβαση των άρθρων 33, 36 και 38 του Νόμου, αφού έπρεπε το πόρισμα να αποστέλλεται στον Γενικό Εισαγγελέα και όχι να επιβάλλεται από την επιτροπή διοικητικό πρόστιμο.

 

 Ούτε και αυτός ο λόγος ακυρώσεως ευσταθεί. Το άρθρο 42 του Νόμου προβλέπει για επιβολή ποινής φυλάκισης ή χρηματικού προστίμου καθώς επίσης και για διοικητικές κυρώσεις. Η επιτροπή επέβαλε τέτοιες κυρώσεις, όπως είχε αρμοδιότητα να πράξει, συμφώνα με το άρθρο 38 του Νόμου.

 

Στην υπόθεση αρ. 585/07 Παπαγεωργίου ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, ημερ. 9 Ιουνίου 2009, αναφέρεται ότι:

«Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή ήταν αναρμόδια να επιβάλλει κυρώσεις με βάση το άρθρο 42 του Νόμου. Η λήψη της επίδικης απόφασης, εκτός από το ίδιο το άρθρο στο οποίο αναφέρεται ρητά μπορεί να έχει και υπαλλακτική νομική βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, η αρμοδιότητα της Επιτροπής θεμελιώνεται βασικά στα άρθρα 42 και 38 του νόμου. Πηγάζει δε και από τα άρθρα 10 και 11(στ) που οριοθετούν τη γενικότερη εξουσία της στην εφαρμογή του Νόμου.

  Η υπό κρίση διαδικασία που αφορούσε κατηγορίες για παραβάσεις του άρθρου 42 του Νόμου, κατέληξε στην επιβολή διοικητικού προστίμου κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 38. Η Επιτροπή, με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιόν της, έκρινε ότι η αιτήτρια προέβη σε ψευδείς δηλώσεις και απόκρυψη στοιχείων που παρεμπόδιζε το έργο διερεύνησης της υπόθεσης.

Το γεγονός ότι η επίμαχη πρόνοια συνιστά ποινική διάταξη, δυνάμει της οποίας μπορεί να στοιχειοθετείται και ποινική ευθύνη δεν αναιρεί την αυτοτελή και ανεξάρτητη εξουσία της Επιτροπής να επιβάλλει διοικητική κύρωση για την διοικητική παράβαση. Αυτή δεν αποτελεί ποινή με την προβλεπόμενη στο Σύνταγμα έννοια για να προκύπτει θέμα αναρμοδιότητας της Επιτροπής ως διοικητικού οργάνου να την επιβάλλει. Η βάση της επιβολής διοικητικού προστίμου κρίνεται απολύτως συνταγματική και νόμιμη.»

 

Ο αιτητής προβάλλει ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση του Νόμου και των τύπων. Ισχυρίζεται πρώτον ότι οι ερευνώντες λειτουργοί, τους οποίους είχαν διορίσει οι καθ΄ων η αίτηση, υπερέβησαν την εξουσία τους και συνεπώς η απόφαση πάσχει. Ισχυρίζεται ότι η εντολή που τους είχε δοθεί αφορούσε μόνο τους τραπεζικούς λογαριασμούς του αιτητή και δεν περιλάμβανε εξουσία όπως καλέσουν τον αιτητή να καταθέσει ενώπιον τους. Προσθέτοντας εν προκειμένω, ότι εφόσον οι καθ΄ων η αίτηση βάσισαν την απόφαση τους στο πόρισμα των ερευνώντων λειτουργών, η προσβαλλόμενη απόφαση τους, πάσχει.  Δεν συμφωνώ με τον ισχυρισμό του αιτητή. Σύμφωνα με τις ρητές πρόνοιες του ΄Αρθρου 37(4) του Νόμου.

"(4) Ο ερευνών λειτουργός έχει εξουσία να καλεί, να ακούει μαρτυρία και να παίρνει γραπτή κατάθεση από πρόσωπα που δυνατό να έχουν στοιχεία ή να γνωρίζουν ο,τιδήποτε σχετικά με την υπόθεση, τα οποία οφείλουν να παρέχουν τις πληροφορίες που κατέχουν και να υπογράφουν την κατάθεση, αφού προηγουμένως η σχετική κατάθεση τους αναγνωστεί.»

 

 Ο ίδιος ισχυρισμός είχε εγερθεί από τον αιτητή και στην υπόθεση 586/07 τον οποίο ο Δικαστής Κληρίδης απέρριψε. Παραθέτω πιο κάτω το σχετικό απόσπασμα με το οποίο συμφωνώ.

«Αν και ο αιτητής δεν αμφισβητεί την εντολή και εξουσία την οποία έδωσε το Συμβούλιο της Επιτροπής στους δύο ερευνώντες λειτουργούς όπως εξασφαλίσουν πληροφορίες αναφορικά με τραπεζικούς λογαριασμούς του αιτητή στα πλαίσια του Νόμου, εν τούτοις ο αιτητής ισχυρίζεται ότι οι λειτουργοί υπερέβηκαν τις εξουσίες τους όταν προχώρησαν και κάλεσαν τον ίδιο να καταθέσει ενώπιόν τους σε διαδικασία "ανάκρισης". Συγκεκριμένα, ότι παραβίασαν οι λειτουργοί το σεβασμό της ιδιωτικής του ζωής και το δικαίωμα της σιωπής του.

Ούτε και αυτός ο ισχυρισμός - λόγος ακύρωσης μπορεί να ευσταθήσει. Με βάση τα κατατεθέντα έγγραφα που σχετίζονται με τον τρόπο διεξαγωγής της έρευνας και της λήψης κατάθεσης από τον αιτητή, τίποτε το μεμπτό δεν φαίνεται να υπάρχει και καμιά υπέρβαση εξουσίας

 

Περαιτέρω, ο αιτητής εισηγήθηκε ότι η απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση των άρθρων 33(1) και 33(2) του Νόμου, αναφέροντας ότι οι καθ΄ων η αίτηση δεν αιτιολόγησαν το αίτημα τους, με το οποίο καλούσαν τον αιτητή για παροχή πληροφοριών, και, ότι δεν του δόθηκε εύλογος χρόνος  για να δώσει τις ζητηθείσες πληροφορίες.  Στη συνέχεια πρόβαλε ότι η διαδικασία ήταν οιονεί ποινική και επομένως έπρεπε, σύμφωνα με το ΄Αρθρο 12.5 του Συντάγματος να του είχαν παραχωρηθεί ικανοποιητικές λεπτομέρειες.  Ούτε αυτός ο λόγος ακυρώσεως ευσταθεί. Με την επιστολή τους ημερ. 19 Σεπτεμβρίου, 2006, οι καθ΄ων συμμορφώθηκαν με τις απαιτήσεις του άρθρου 33(2) του Νόμου, αφού, σε αυτήν, προσδιόρισαν τον σκοπό για τον οποίο καλούσαν τον αιτητή να παρουσιαστεί ενώπιον τους και συγκεκριμένα ανέφεραν την ενδεχόμενη παράβαση των προνοιών του Νόμου 116(Ι)/05.  Καθόρισαν επίσης στην εν λόγω επιστολή ότι η κατάθεση του  αιτητή θα περιστρεφόταν στην αγοραπωλησία των μετοχών της εταιρείας Α. Tsokkos Hotels Public Ltd., κάμνοντας επίσης αναφορά και στις κυρώσεις που δυνατόν να επιβληθούν, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του. Θεωρώ ότι ο χρόνος των 4 ημερών, που δόθηκε στον αιτητή για να παρουσιαστεί, ήταν ικανοποιητικός για προετοιμασία της κατάθεσης του δεδομένου ότι το άρθρο 37(2) του Νόμου, επιβάλλει όπως η έρευνα διεξάγεται το ταχύτερο.

 

Τέλος, επί του προκειμένου, ο αιτητής πρόβαλε ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν οιονεί ποινική και δεν τηρηθήκαν  οι βασικές αρχές που αφορούν για λήψη κατάθεσης από τον ίδιο ούτε και τον εφοδίασαν με αντίγραφο της κατάθεσης που είχαν λάβει από τρίτο πρόσωπο. Ούτε αυτός ο ισχυρισμός ευσταθεί. Κατά τη λήψη της κατάθεσης του ο αιτητής άσκησε το δικαίωμα της σιωπής, καθώς επέλεξε να μην απαντήσει σε ορισμένες ερωτήσεις. Με την επιστολή ημερ. 7 Ιουνίου 2007 με την οποία κλήθηκε να παρουσιαστεί ενώπιον των καθ΄ων η αίτηση, τέθηκαν υπόψη του τα όσα ανέφερε το τρίτο πρόσωπο και θα μπορούσε να απαντήσει πάνω σε αυτά, αν το επιθυμούσε.

 

  Ο αιτητής πρόβαλε ως έτερο λόγο ακυρώσεως την επιβολή διοικητικού προστίμου δυο φορές για την ίδια πράξη. Ούτε και αυτός ο λόγος ευσταθεί. Στις 5 Φεβρουαρίου 2007 είχε επιβληθεί στον αιτητή  διοικητικό πρόστιμο ύψους ΛΚ2.000,00 για παράβαση του άρθρου 37(4) του Νόμου εφόσον είχε κριθεί ένοχος για παράλειψη παροχής των ζητηθέντων πληροφοριών.  Εναντίον της απόφασης αυτής είχε ασκηθεί η προσφυγή 586/07. Μεταγενέστερα πρόεκυψε ότι, τα στοιχεία που είχε παρουσιάσει στους ερευνώντες λειτουργούς, δεν ήταν αληθή ή ήταν παραπλανητικά. Και για αυτήν την παράβαση του επιβλήθηκε το διοικητικό πρόστιμο των ΛΚ20.000 το οποίο αποτελεί το αντικείμενο εξέτασης της παρούσας προσφυγής.  Πρόκειται για δυο διαφορετικές πράξεις για τις οποίες η Επιτροπή είχε εξουσία να επιληφθεί και δυνατότητα να επιβάλλει, διοικητικά πρόστιμα, ξεχωριστά.

 

Προβάλλεται ως λόγος ακυρώσεως η παράβαση της αρχής της καλής πίστης. Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι σκοπός των καθ΄ων η αίτηση ήταν να τον παγιδεύσουν. Δεν θεωρώ ότι οι καθ΄ων έπραξαν οτιδήποτε το οποίο θα μπορούσε να τεκμηριώσει τον πιο πάνω ισχυρισμό. Ακολούθησαν τη διαδικασία που προβλέπεται στο Νόμο καλώντας τον αιτητή να δώσει κατάθεση και να παρέχει τις αναγκαίες πληροφορίες. Όπως αναφέρεται στην υπόθεση Παπαγεωργίου ( πιο πάνω)

 

«Το ίδιο αβάσιμος είναι και ο επόμενος λόγος ακύρωσης που προβάλλει η αιτήτρια και αφορά στην παραβίαση της αρχής της καλής πίστης, επειδή η Επιτροπή προσπάθησε να την παγιδεύσει. Η Επιτροπή ακολούθησε με πλήρη νομιμότητα την διαδικασία για την επιβολή προστίμου. Είχε την εξουσία να καλέσει την αιτήτρια για να δώσει κατάθεση και να λάβει από αυτήν κάθε σχετικό στοιχείο. Η άρνηση της αιτήτριας να απαντήσει επί της ουσίας σε πολλές κρίσιμες ερωτήσεις καθώς και οι συγκεκριμένες παραπλανητικές πληροφορίες που έδωσε τόσο προφορικά όσο και με γραπτές παραστάσεις, εύλογα κρίθηκε ότι συνιστούσαν παρεμπόδιση στο έργο των ερευνόντων λειτουργών και εύλογα οδήγησαν στην καταδίκη της. Οι ισχυρισμοί περί παγίδευσης δεν τεκμηριώθηκαν. Η Επιτροπή επιτέλεσε το εκ του Νόμου καθήκον της χωρίς να εξαπατήσει ή να ταλαιπωρήσει την αιτήτρια κακόπιστα και χωρίς να εκτραπεί από το απαραίτητο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της.»

 

Ο αιτητής εισηγήθηκε σ΄άλλο λόγο ακυρώσεως, ότι η απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης αιτιολογίας, καθότι δεν αιτιολογείται το ύψος του προστίμου. Η εισήγηση απορρίπτεται. Οι καθ΄ων η αίτηση, στην απόφαση τους αιτιολόγησαν, πλήρως, πως κατέληξαν στο ύψος του διοικητικού προστίμου. Ανέφεραν όλα όσα έλαβαν υπόψη στην απόφαση τους και συγκεκριμένα το μέγιστο ποσό του προστίμου το οποίο μπορεί να επιβληθεί, την ανάγκη αποτροπής παρόμοιων πράξεων καθώς επίσης ότι έλαβαν υπόψη και την απολογία του αιτητή, που λειτουργεί ως μετριαστικός παράγοντας.

 

Τέλος ο αιτητής προβάλλει ως λόγο ακυρώσεως ότι οι διατάξεις του Νόμου, στις οποίες στηριχθήκαν οι καθ΄ων η αίτηση για τη διαπίστωσης της ενοχής του αιτητή, είναι αντισυνταγματικές, γιατί παραβιάζουν το δικαίωμα της σιωπής και της μη αυτοενοχοποίησης, όπως και παραβιάζουν το ΄Αρθρο 25.1 του Συντάγματος. Παραπέμπω και πάλι στην υπόθεση 586/07 στην οποία ο αιτητής είχε εγείρει τους ιδίους ισχυρισμούς. Δεν θεωρώ ότι ο νομός είναι αντισυνταγματικός ούτε ο αιτητής έχει στερηθεί οποιονδήποτε δικαιωμάτων του αντιθέτως, ο ίδιος άσκησε το συνταγματικό δικαίωμα να μην απαντήσει σε ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν. Ως προς τον ισχυρισμό ότι παραβιάζετε το ΄Αρθρο 25.1 του συντάγματος κάτι τέτοιο δεν έχει εγερθεί στην αίτηση ακυρώσεως και επομένως δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης.

 

Με γνώμονα τα πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται με €1,500.00 ως έξοδα πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με βάση το ΄Αρθρο 146.4(α)  του Συντάγματος.

 

                                                          Κ.Παμπαλλής,

                                                                   Δ. 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο