ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 642/2009)
22 Ιουλίου 2010
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
NICK SOLAMILLO,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
----------------------------------
Δ. Ζαβαλλής, για τον Αιτητή.
Γ. Χατζηχάννα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
--------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η αίτηση του αιτητή για την απόκτηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος στη Δημοκρατία απορρίφθηκε στις 19.3.09, στη βάση τριών ξεχωριστών αιτιολογιών, ήτοι, ότι δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του σχετικού νομοθετικού πλαισίου όπως καθορίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 18Ζ, του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου Κεφ. 105, ως τροποποιήθηκε, (εφεξής «ο Νόμος»), διότι η διαμονή του στη Δημοκρατία αφορούσε αποκλειστικά λόγους προσωρινού χαρακτήρα, ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 18Θ του Νόμου, αναφορικά με την ανάγκη διάθεσης σταθερών και τακτικών οικονομικών πόρων και ότι δεν ικανοποιούσε τις διατάξεις του άρθρου 18Η, αναφορικά με την προϋπόθεση της προηγούμενης, συνεχούς, νόμιμης και αδιάλειπτης διαμονής στη Δημοκρατία.
Ο αιτητής με καταγωγή από τις Φιλιππίνες, εισήλθε στη Δημοκρατία στις 7.5.98 με προσωρινή άδεια εισόδου και εργασίας ως οικιακός βοηθός σε Βρετανό υπήκοο που διαμένει στη Λεμεσό και ο οποίος αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα υγείας. Στη συνέχεια, η άδεια ανανεωνόταν διαδοχικά μέχρι και τις 7.5.04, όταν με αίτημα του εργοδότη του δόθηκε στον αιτητή περαιτέρω παράταση διαμονής, το ίδιο δε έγινε και με νέες αιτήσεις του Βρετανού εργοδότη, ώστε να ανανεωθεί η άδεια παραμονής μέχρι και τις 25.7.08. Στις 21.5.08, υπεβλήθη η αίτηση για απόκτηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος στη βάση της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2003/109/ΕΚ, η οποία ενσωματώθηκε στο Κυπριακό δίκαιο με τον περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (Τροποποιητικό) Νόμο αρ. 8(Ι)/07, στις 18.1.07. Η Επιτροπή Ελέγχου Μετανάστευσης εξέτασε το αίτημα στις 11.2.09, αλλά το απέρριψε με βάση έκθεση που είχε ετοιμάσει το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης. Η απόρριψη του αιτήματος βασίστηκε στους τρεις προαναφερθέντες λόγους, γεγονός που οδήγησε στην καταχώρηση της παρούσας προσφυγής.
Διατείνεται πρωτίστως ο αιτητής ότι η απόφαση των καθ΄ ων λήφθηκε αναρμοδίως ενόψει του ότι η Επιτροπή Ελέγχου Μετανάστευσης έχει σκοπό να εξετάζει αιτήσεις για άδεια μετανάστευσης και δεν υπάρχει εξουσία σ΄ αυτή, από τους σχετικούς Κανονισμούς, να εξετάζει και να εγκρίνει ή να απορρίπτει αιτήματα που αφορούν το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος.
Η πιο πάνω θέση είναι λανθασμένη, όπως έχει αποφασιστεί ήδη από προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως τις Lucy D´Souza v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1410/08, ημερ. 19.6.09, (Ηλιάδη, Δ.) και Noreen Nuique v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1648/08, ημερ. 25.5.2010 και Mutikah (Arc No 5384169) v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1833/08, ημερ. 25.5.10, αμφότερες του παρόντος Δικαστηρίου. Στις δύο τελευταίες αυτές αποφάσεις αποφασίστηκαν τα εξής:
Η «Επιτροπή Ελέγχου Μετανάστευσης», απαρτιζόμενη αρχικά από τρία τουλάχιστο άτομα, εγκαθιδρύθηκε με τον Καν. 4(1) των Κανονισμών, με πρόεδρο οριζόμενο από το Υπουργικό Συμβούλιο και με εξουσίες όπως χορηγεί άδεια μετανάστευσης εάν ο αιτητής εμπίπτει σε μια από τις κατηγορίες Α-ΣΤ, όπως καθορίζονται στον Καν. 5. Όπως αποφασίστηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο με την απόφαση του αρ. 41.028 ημερ. 18.5.1994, σύμφωνα με το Παράρτημα Α στην αγόρευση των καθ΄ ων, εγκαθιδρύθηκε νέα, τετραμελής αυτή τη φορά Επιτροπή, απαρτιζόμενη από ένα Πρώτο Διοικητικό Λειτουργό στο Υπουργείο Εσωτερικών ως πρόεδρο και από ένα Ανώτερο Λειτουργό αντίστοιχα στα Υπουργεία Εξωτερικών, Εμπορίου και Βιομηχανίας και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ως μέλη. Περαιτέρω, με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 31.5.95, Παράρτημα Β στην ένσταση, τροποποιήθηκε η σύνθεση της Επιτροπής με την αντικατάσταση του Πρώτου Διοικητικού Λειτουργού, ως προέδρου, με τον Αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών.
Προς την Επιτροπή αυτή διαβιβάζονται δυνάμει του άρθρου 18Ι(3), οι αιτήσεις προς απόκτηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος οι οποίες κατά το άρθρο 18Ι(1), υποβάλλονται προς το Διευθυντή του Τμήματος Αλλοδαπών και Μετανάστευσης. Κάπως παράδοξα, από πλευράς αρίθμησης και ταξινόμησης, το άρθρο 18Η(1) καθορίζει ότι είναι η Επιτροπή που εξετάζει και αποφασίζει να παραχωρήσει το πιο πάνω καθεστώς. Έπεται ότι η Επιτροπή, εκτός των αιτήσεων που επιλαμβάνεται για τον έλεγχο και ρύθμιση της μετανάστευσης αλλοδαπών στη Δημοκρατία, δυνάμει του Καν. 4(1), επιφορτίστηκε με εξουσία εξέτασης και απόφασης και επί αιτήσεων για την παραχώρηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος. Είναι επομένως ο ίδιος ο τροποποιητικός Νόμος που ενέδυσε την Επιτροπή με την πρόσθετη αυτή εξουσία και δεν χρειαζόταν προς περαιτέρω νομιμοποίηση της αρμοδιότητας της και τροποποίηση των σχετικών Κανονισμών. Ορθά δε προνοήθηκε στο άρθρο 18ΣΤ και παραπομπή στην Επιτροπή που προβλέφθηκε στον Καν. 4, για τους σκοπούς εφαρμογής των άρθρων 18Ζ-18ΚΗ, που δυνάμει του τροποποιητικού Νόμου αρ. 8(Ι)/07, ενσωμάτωσαν τη σχετική Ευρωπαϊκή Οδηγία στο εθνικό δίκαιο.
Πέραν των πιο πάνω, δεν είναι δυνατό για τον αιτητή να επιδοκιμάζει και να αποδοκιμάζει ταυτόχρονα ώστε να καταφέρεται εναντίον της αρμοδιότητας της Επιτροπής, προς την οποία ο ίδιος απευθύνθηκε, απλώς και μόνο διότι δεν έτυχε έγκρισης.
Το επόμενο ζήτημα που εγείρει ο αιτητής είναι ότι λανθασμένα απερρίφθη η αίτηση επί τω ότι κρίθηκε να μην είχε στη διάθεση του σταθερούς και τακτικούς οικονομικούς πόρους. Είναι η εισήγηση του ότι εφόσον υπέβαλε συμβόλαιο εργασίας ημερ. 1.3.08, με ισχύ για 24 μήνες και μισθό €512.58, καθώς και βεβαίωση του κοινοτάρχη ότι διαμένει σε κατοικία που διαθέτει όλους τους απαραίτητους χώρους και συμβόλαιο ασφάλισης υγείας, αυτά ικανοποιούσαν τις πρόνοιες του άρθρου 18Θ. Η Επιτροπή, όμως, ευλόγως απέρριψε την αίτηση γι΄ αυτό το λόγο μετά από δέουσα έρευνα στη βάση πάντοτε των ενώπιον της προσφερθέντων από τον αιτητή στοιχείων. Σύμφωνα με το άρθρο 18Ι, η αίτηση με αναφορά και στις οικονομικές προϋποθέσεις του άρθρου 18Θ, πρέπει να τεκμηριώνεται από τα επίσημα δικαιολογητικά που αποδεικνύουν την επάρκεια και σταθερότητα των οικονομικών πόρων του αιτητή προς συντήρηση του. Στην αίτηση του ο αιτητής ανέφερε απλώς ότι έχει συμβόλαιο με τον εργοδότη του για τα επόμενα δύο χρόνια με μηνιαίο μισθό €300. Η Επιτροπή αναφέρθηκε στην αξιολόγηση των προσωπικών περιστάσεων και δεδομένων του αιτητή για να καταλήξει ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 18Θ και αναμφιβόλως όλα τα σχετικά έγγραφα περιλαμβανομένου του συμβολαίου, Παράρτημα 27 στην ένσταση, ήταν υπόψη της. Να σημειωθεί ότι στο Παράρτημα 27, ο αναφερόμενος μισθός είναι €300 μηνιαίως με ετήσια αύξηση 5% και όχι, όπως λανθασμένα αναφέρεται στη γραπτή αγόρευση των συνηγόρων του, €512.58 (σελ. 5).
Είναι φανερό ότι πέραν της εργασίας του, από την οποία εξαρτάται απόλυτα ο αιτητής, δεν έχει οποιοδήποτε άλλο ουσιαστικό οικονομικό πόρο που να τον εντάσσει στις προϋποθέσεις της σταθερότητας και της τακτικότητας από οικονομικής απόψεως. Όπως ορθά αναφέρει και η κα Χατζηχάννα στη δική της αγόρευση, δεν υπάρχει εισόδημα από οποιαδήποτε άλλη πηγή, το δε υπόλοιπο που έχει σε λογαριασμό σε τράπεζα ανέρχεται μόλις στα €107.27, όπως φαίνεται στο Παράρτημα 25, στοιχείο 5, που είναι η έκθεση του Τμήματος Αρχείου, Πληθυσμού και Μετανάστευσης.
Όπως αναφέρθηκε και στην Ester Manzanillo v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1618/08, ημερ. 28.4.10 (Νικολάτος, Δ.), τα στοιχεία για τους οικονομικούς πόρους πρέπει να είναι επαρκή για τη συντήρηση του αλλοδαπού πέραν από το μισθό του. Η προσκόμιση μαρτυρίας για περαιτέρω εισοδήματα ή έσοδα είναι βοηθητική και υποστηρικτική τέτοιου αιτήματος, όπως αναφέρεται και στην υπόθεση Elena Ravelo Adlawan v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 173/2009, ημερ. 28.6.2010, (Νικολαΐδη, Δ.). Ορθά αναφέρει περαιτέρω η κα Χατζηχάννα ότι από την έκθεση, Παράρτημα 25, παρατηρείται ότι ο αιτητής δεν διαθέτει δικό του ανεξάρτητο κατάλυμα, αλλά διαμένει με τον εργοδότη του ο οποίος ουσιαστικά καλύπτει και τα έξοδα διαμονής και διατροφής. Η έννοια της οικονομικής αυτάρκειας που προνοείται από το άρθρο 18Θ για τους αιτητές του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντες, είναι ότι σε περίπτωση απόκτησης αυτού του καθεστώτος και ταυτόχρονης τυχόν αποδέσμευσης τους από την εργοδότηση τους, θα είναι σε θέση να συντηρούν τους εαυτούς τους, χωρίς να προσφεύγουν στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης της Δημοκρατίας.
Όσον αφορά τη θέση του αιτητή ότι η άδεια παραμονής ήταν περιορισμένη με την ένδειξη «τελική - μη ανανεώσιμη», παρατηρείται ότι η φύση της εργοδότησης του αιτητή τον κατατάσσει στις κατηγορίες εκείνες που η Δημοκρατία, ενσωματώνοντας την Ευρωπαϊκή Οδηγία στο εθνικό δίκαιο, επέλεξε να περιορίσει επισήμως την άδεια, ώστε να μην υπάρχει η λογική προσδοκία εδραίωσης στη χώρα για σκοπούς απόκτησης του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος. Με αυτή την έννοια και στα πλαίσια του άρθρου 18Ζ(2)(γ) του Νόμου, η άδεια παραμονής του αιτητή ήταν ως εξ αρχής φαίνεται και τεκμηριώνεται από τα Παραρτήματα στην ένσταση, περιορισμένη εφόσον χαρακτηριζόταν ως προσωρινή (Παράρτημα 3, 4, 5, 6), ενώ στο Παράρτημα 7 προστέθηκε και η φράση «final - not renewable».
Ορθή είναι η παρατήρηση της Δημοκρατίας ότι το γεγονός της μη επανάληψης του όρου «τελική» στην άδεια στις επόμενες ανανεώσεις, δεν ανατρέπει την προσωρινότητα του χαρακτήρα της διαμονής του αιτητή, ακριβώς λόγω της φύσης του επαγγέλματος και του σκοπού της άφιξης και διαμονής του στην Κύπρο μέσα στα πλαίσια της δεσμευτικής απόφασης της πλειοψηφίας της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Motilla v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 29. Και όπως έχει παρατηρηθεί και στην υπόθεση Elena Ravelo Adlawan - ανωτέρω - για σκοπούς της διαδικασίας της προσφυγής, εφαρμοστέο δίκαιο είναι ο Νόμος, όπως έχει ενσωματώσει την Οδηγία και όχι οι πρόνοιες της ίδιας της Οδηγίας αυτής καθαυτής.
Όσον αφορά, τέλος, το ζήτημα της προηγούμενης αδιάλειπτης παραμονής του αιτητή, κρίνεται ότι δεν θα ήταν δυνατό η αίτηση να απορριπτόταν αυτοτελώς επειδή σύμφωνα με την προσβαλλόμενη πράξη ο αιτητής είχε παραμείνει παράνομα στη Δημοκρατία από 25.7.06 μέχρι 4.8.06. Παρόμοια θέματα έχουν εξεταστεί από το παρόν Δικαστήριο στις προαναφερθείσες υποθέσεις Nuique και Mutikah - πιο πάνω - όπου εξηγήθηκε γιατί, κατά την άποψη του Δικαστηρίου, είναι αντιφατικό για τη διοίκηση εκ των υστέρων να θεωρεί παράνομες περιόδους εκείνες που στην ουσία καλύφθηκαν από την εκ των υστέρων ανανέωση των αδειών προσωρινής παραμονής. Λέγει συναφώς η κα Χατζηχάννα, ότι η συγκεκριμένη άδεια παραμονής του αιτητή στο Παράρτημα 18 έληξε στις 25.7.06, ο αιτητής όμως είχε αιτηθεί την παράταση της αδείας του στις 4.8.06, (Παράρτημα 21), αφήνοντας έτσι εννέα ημέρες κατά τις οποίες ο αιτητής παρέμεινε παράνομα στη Δημοκρατία. Κατά τη Δημοκρατία, η κάθε νέα άδεια ισχύει από την ημέρα που εκδίδεται, όπως αναγράφεται στο κάτω μέρος της, μέχρι την ημερομηνία που αναφέρει ότι λήγει και δεν καλύπτει ή νομιμοποιεί εκ των υστέρων την παράνομη περίοδο. Αν αυτό όμως ίσχυε, τότε σύμφωνα με το Παράρτημα 19, με το οποίο ανανεώθηκε η άδεια προσωρινής παραμονής του αιτητή μέχρι 25.7.07 και η οποία άδεια εκδόθηκε μόλις στις 26.6.07, όλο το διάστημα μεταξύ 25.7.06, όταν έληξε η προηγούμενη άδεια, μέχρι τις 26.6.07, που εκδόθηκε η νέα, θα έπρεπε να θεωρείτο παράνομη, ενώ ούτε η ίδια η διοίκηση θεωρεί αυτό το διάστημα ως παράνομο, εφόσον στην προσβαλλόμενη πράξη, παράνομη θεωρείται μόνο η περίοδος 25.7.06-4.8.06. Τα πιο πάνω επιβεβαιώνουν τη θέση του Δικαστηρίου, όπως εκφράστηκε στις Nuique και Mutikah - ανωτέρω - ότι και η ανάγκη για υποβολή της αίτησης για ανανέωση ένα μήνα προηγουμένως, αποτελεί γραφειοκρατική ανάγκη, παρά ζήτημα ουσίας, ενώ και από την πλευρά της η διοίκηση εκδίδει σε συγκεκριμένη ημερομηνία την ανανέωση της άδειας, και πάλι από γραφειοκρατική ανάγκη χωρίς να ενέχει ουσιαστικές επιπτώσεις στη νομιμότητα ή μη της παραμονής. Σημασία έχει η καθαυτή ανανέωση που λήγει στην εκπνοή ενός έτους από την προηγούμενη λήξη της.
Περαιτέρω, δεν είναι ορθό στα πλαίσια της χρηστής διοίκησης, η Δημοκρατία να θεωρεί νομιμοποιημένο τον αιτητή για σκοπούς εργοδότησης, εξυπηρετώντας έτσι τον εργοδότη του ώστε να λαμβάνει ως εκ τούτου και κοινωνικές ασφαλίσεις για την εργασία του αιτητή και ταυτόχρονα να θεωρεί παράνομη την ίδια περίοδο, όταν ο ίδιος ο αιτητής επιθυμεί να ασκήσει ένα δικαίωμα εκ του Νόμου. Άλλωστε, στην περίοδο της διαρκούς κατά τα άλλα παραμονής του αιτητή από την άφιξη του στη Δημοκρατία στις 7.5.1998, μέχρι και την ημέρα υποβολής της αίτησης του στις 21.5.08, δεν θα ήταν δυνατό η θεωρούμενη παράνομη διαμονή για εννέα μόλις ημέρες, στη βάση της αρχής του de minimis non curat lex να διακόπτει την αδιάλειπτη προηγούμενη νόμιμη παραμονή. Η «κατά χάριν», όπως ανέφερε η κα Χατζηχάννα απόφαση της διοίκησης να μην εκδώσει διάταγμα απέλασης, δεν μπορεί να χρησιμοποιείται εκ των υστέρων από αυτήν, ώστε να αναιρεί την ήδη δοθείσα άδεια παραμονής. Η απόφαση της ενέχει τη δική της σημασία και προέκταση. Η Δημοκρατία επομένως δεν θα μπορούσε αυτοτελώς να βασιστεί σ΄ αυτό το λόγο. Η αίτηση, όμως, θα πρέπει να απορριφθεί ενόψει της ορθότητας των άλλων δύο λόγων απόρριψης της από την Επιτροπή.
Κατά συνέπεια, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων.
Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ