ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1429/2009)
16 Ιουλίου, 2010
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στης]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΟΣ & ΥΙΟΙ ΛΤΔ,
Αιτητές,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΕΦΟΡΟΥ Φ.Π.Α.,
Καθ΄ ων η αίτηση.
____________________
Γ. Τριανταφυλλίδης με Ν. Παρτασίδου (κα.), για τους Αιτητές
Ε. Συμεωνίδου (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την προσφυγή τους οι αιτητές ζητούν δήλωση του δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση, η οποία τους κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερ. 20.8.09 και με την οποία οι καθ΄ ων η αίτηση αποφάσισαν ότι οι φορολογικές περίοδοι των αιτητών διαφοροποιούνται από 3 μήνες, σε 1 μήνα, από 1.8.09 και/ή ότι από την 1.8.09 οι φορολογικές περίοδοι θα είναι διάρκειας 1 μηνός, είναι άκυρη και χωρίς νομικό αποτέλεσμα.
Η αίτηση βασίζεται σε διάφορα νομικά σημεία μεταξύ των οποίων ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι αιτιολογημένη, ότι οι καθ΄ ων η αίτηση εφάρμοσαν εσφαλμένα τον Καν. 17 της Κ.Δ.Π. 314/2001 και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση καταστρατηγεί την αρχή της ισότητας κατά παράβαση του άρθρου 28 του Συντάγματος.
Στην ένσταση τους οι καθ΄ ων η αίτηση εγείρουν δύο προδικαστικές ενστάσεις, οι οποίες είναι συναφείς μεταξύ τους:
(α) Ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη, και
(β) Ότι οι αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος να εγείρουν την παρούσα προσφυγή.
Άνευ βλάβης των προαναφερομένων οι καθ΄ ων η αίτηση ισχυρίζονται πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθόλα νόμιμη.
Με την προσβαλλόμενη απόφαση ημερ. 20.8.09, επιβλήθηκε στους αιτητές, όπως και σε άλλες ογδόντα επιχειρήσεις οι οποίες κατά την περίοδο του 2008 είχαν φόρο (Φ.Π.Α.) καταβλητέο προς το κράτος που υπερέβαινε το 1 εκατομμύριο ευρώ, η υποχρέωση, από 1.8.09, να υποβάλλουν τις φορολογικές τους δηλώσεις κάθε μήνα και όχι αργότερα από τη δέκατη μέρα μετά το τέλος του μήνα που ακολουθεί εκείνον που αφορά η φορολογία. Δηλαδή για την περίοδο 1.8.09 μέχρι 31.8.09 οι αιτητές υποχρεώνονταν να υποβάλουν τη φορολογική τους δήλωση το αργότερα μέχρι 10.10.09 και ούτω καθ΄ εξής. Η προαναφερόμενη διαφοροποίηση έγινε από την Έφορο Φ.Π.Α., η οποία άσκησε τις εξουσίες που της παρέχονται με βάση τον Καν. 17 των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Γενικών Κανονισμών του 2001-2008 (Κ.Δ.Π. 314/2001) και διαφοροποίησε το χρονικό διάστημα των φορολογικών περιόδων των αιτητών (όπως και άλλων 80 επιχειρήσεων στην Κύπρο) από 3 μήνες σε 1 μήνα.
Είναι η θέση των αιτητών ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εκτελεστή διοικητική πράξη για την οποίαν οι ίδιοι έχουν άμεσο και ενεστώς έννομο συμφέρον δεδομένου ότι σύμφωνα με την προηγούμενη κατάσταση πραγμάτων όφειλαν να υποβάλλουν τις φορολογικές τους δηλώσεις και να καταβάλλουν τον οφειλόμενο Φ.Π.Α., ανά τριμηνία, ενώ με την κατάσταση πραγμάτων που δημιουργήθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, αυτοί θα πρέπει να υποβάλλουν τις φορολογικές τους δηλώσεις και να καταβάλλουν τον οφειλόμενο Φ.Π.Α. κάθε μήνα και μάλιστα ανεξάρτητα από το κατά πόσον οι ίδιοι εισπράξουν τον Φ.Π.Α. από τους πελάτες τους, εφόσον η υποχρέωση τους είναι να καταβάλλουν Φ.Π.Α. σύμφωνα με τα εκδοθέντα τιμολόγια τους και όχι σύμφωνα με τις εισπράξεις τους. Αυτή η αλλαγή είναι δυσμενής για τους αιτητές εφόσον επηρεάζει αρνητικά τη ρευστότητα και τον προγραμματισμό τους και ως εκ τούτου θα έπρεπε να είναι δεόντως αιτιολογημένη, ενώ δεν είναι. Επιπρόσθετα οι αιτητές υφίστανται και άνιση μεταχείριση έναντι άλλων ανταγωνιστών τους οι οποίοι δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των 81 επιχειρήσεων για τις οποίες έγινε η αλλαγή, και αυτό στην αυθαίρετη βάση του ύψους του Φ.Π.Α. που κατέβαλαν για το έτος 2008.
Η θέση των καθ΄ ων η αίτηση είναι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη εφόσον η υποχρέωση των αιτητών να εισπράττουν τον Φ.Π.Α., να υποβάλλουν φορολογικές δηλώσεις και να καταβάλλουν τον Φ.Π.Α. προς το κράτος προϋπήρχε και το μόνο το οποίο διαφοροποιήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση είναι η περίοδος μέσα στην οποία οι αιτητές οφείλουν να υποβάλλουν τις φορολογικές τους δηλώσεις. Εν πάση περιπτώσει οι αιτητές εισπράττουν τον Φ.Π.Α. από τους πελάτες τους και είτε περίοδος 3 μηνών δοθεί για την υποβολή των φορολογικών τους δηλώσεων είτε περίοδος 1 μηνός, είναι ουσιαστικά χαριστική πίστωση χρόνου του κράτους προς αυτούς, εφόσον αυτοί (οι αιτητές) κατακρατούν χρήματα που οφείλουν στο κράτος για κάποια περίοδο. Επιπρόσθετα οι αιτητές δεν έχουν και οποιοδήποτε άμεσο και ενεστώς έννομο συμφέρον εφόσον αυτοί ενεργούν, σύμφωνα με το Νόμο, ουσιαστικά ως φοροεισπράκτορες του κράτους και δεν καταβάλλουν προς το κράτος δικά τους λεφτά αλλά τα λεφτά που τρίτοι οφείλουν να καταβάλουν προς το κράτος, μέσω των αιτητών.
Εξέτασα με προσοχή όλα τα ενώπιον μου στοιχεία και χωρίς να παραγνωρίζω τα επιχειρήματα των αιτητών, συμφωνώ με τις προδικαστικές ενστάσεις των καθ΄ ων η αίτηση. Κατέληξα σ΄ αυτό το συμπέρασμα αφού έλαβα υπόψη ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν δημιουργούνται οποιεσδήποτε νέες, ουσιαστικές νομικές υποχρεώσεις στους αιτητές. Η υποχρέωση επιβολής και είσπραξης Φ.Π.Α. επί των πωλήσεων τους είναι προϋπάρχουσα και υφιστάμενη νομική υποχρέωση που δεν διαφοροποιείται, καθ΄ οιονδήποτε τρόπο, με την προσβαλλόμενη απόφαση. Οι αιτητές δηλαδή, αδιαμφισβήτητα, είχαν προϋπάρχουσα υποχρέωση να χρεώνουν Φ.Π.Α., να εισπράττουν Φ.Π.Α. και να καταβάλλουν Φ.Π.Α. στο κράτος. Το μόνο που διαφοροποιείται με την προσβαλλόμενη απόφαση είναι η περίοδος μέσα στην οποία οφείλουν να υποβάλλουν τις φορολογικές τους δηλώσεις η οποία μικραίνει από 3 μήνες σε 1 μήνα. Αυτό γίνεται δυνάμει του Καν. 17(1) (α) της Κ.Δ.Π. 314/2001, σύμφωνα με τον οποίο, ο Έφορος Φ.Π.Α. έχει εξουσία να δώσει εντολή σε πρόσωπο να υποβάλλει φορολογικές δηλώσεις αναφορικά με περιόδους διαρκείας 1 μηνός και να τις υποβάλλει όχι αργότερα από τη δέκατη μέρα μετά το τέλος του μήνα που ακολουθεί το τέλος της περιόδου στην οποία η δήλωση αφορά.
Κατά την κρίση μου οι αιτητές δεν έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλουν την προσβαλλόμενη απόφαση εφόσον αυτοί ουσιαστικά ενεργούν ως εισπράκτορες για λογαριασμό του κράτους και δεν επηρεάζονται άμεσα τα δικά τους οικονομικά συμφέροντα.
Στην υπόθεση Sportsman Betting Company Ltd v. Δημοκρατία (2001) 3 Α.Α.Δ. 1069 η Ολομέλεια αποφάσισε ότι, ο εισπράκτορας της φορολογίας που επιβλήθηκε στα συλλογικά στοιχήματα, δυνάμει των προνοιών των άρθρων 4(δ) και 8(2) του περί Συλλογικών Στοιχημάτων (Ρύθμιση και Φόρος) Νόμου αρ. 75(Ι)/97, δεν είχε έννομο συμφέρον να προσβάλει τις επίδικες αποφάσεις, σύμφωνα με τις οποίες επιβαλλόταν φορολογία 25% στα εισοδήματα από την προαναφερόμενη εργασία. Κρίθηκε, στην υπόθεση εκείνη, ότι αναφορικά με το φόρο που πρέπει να καταβάλλεται από τις εισπράξεις συλλογικών στοιχημάτων, ο αποδέκτης τους πρέπει να καταχωρεί, σε καθορισμένο έγγραφο, τα διάφορα ποσά που έχει εισπράξει ή που έχουν καταστεί εισπρακτέα σύμφωνα με το άρθρο 8(1) του προαναφερόμενου νόμου, και με βάση το συνολικό ποσό που αναγράφεται στη δήλωσή του, να καταβάλλει προς την Κυπριακή Δημοκρατία, υπό τύπο φόρου, ποσοστό 25% (Άρθρο 8(2) του προαναφερόμενου νόμου). Θεωρήθηκε ότι, στην πράξη, όσοι κατέχουν άδειες αποδοχής συλλογικών στοιχημάτων, όπως ήταν οι εφεσείοντες σ΄ εκείνη την υπόθεση, χρεώνουν τους πελάτες τους με επιπρόσθετη επιβάρυνση την οποία στη συνέχεια καταβάλλουν στο κράτος. Ως εκ τούτου ενεργούν απλά ως εισπράκτορες, του πιο πάνω ποσοστού, προς όφελος της Δημοκρατίας. Το ποσοστό του φόρου εισπράττεται από τον αποδέκτη, όχι προς δικό του όφελος ή για λογαριασμό του, αλλά εκ μέρους και προς όφελος της Δημοκρατίας.
Θεωρώ ότι υπάρχει αναλογία μεταξύ της παρούσας υπόθεσης και της Sportsman Betting (ανωτέρω) και κατ΄ επέκταση θεωρώ ότι και στην παρούσα υπόθεση, όπου οι αιτητές ενεργούν ουσιαστικά ως εισπράκτορες φόρου τον οποίο στη συνέχεια καταβάλλουν στο κράτος, δεν έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλουν την επίδικη απόφαση η οποία ουδόλως επηρεάζει τις δικές τους υποχρεώσεις και συμφέροντα αλλά απλά σμικρύνει τη χρονική περίοδο μέσα στην οποία οφείλουν να υποβάλλουν τις φορολογικές τους δηλώσεις και κατ΄ επέκταση να καταβάλλουν και τα οφειλόμενα (δυνάμει του νόμου και όχι δυνάμει της προσβαλλόμενης απόφασης) ποσά φόρου (Φ.Π.Α.), προς το κράτος.
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200.- έξοδα εις βάρος των αιτητών.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.