ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υποθ. αρ.219 /2008)
16 Ioυνίου, 2010
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στης]
Αναφορικά με τα ΄Αρθρα 28 και 146 του Συντάγματος
ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ,
Αιτητής,
-και -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω του
Γενικού Λογιστή της Δημοκρατίας και/ή
Υπουργείου Οικονομικών
Καθ΄ων η αίτηση.
------------------------
Α.Ευσταθίου, (κα.) για τον Αιτητή.
Α.Χριστοφόρου, - δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η αίτηση
-----------------------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο αιτητής παραπονείται για την απόφαση των καθ΄ων η αίτηση να κατακρατήσουν τη διαφορά του φιλοδωρήματος και του ποσοστού σύνταξης που του αναλογούσε, για την περίοδο 1 Αυγούστου 2007 - 19 Σεπτεμβρίου 2007.
Ο αιτητής αφυπηρέτησε, λόγω ορίου ηλικίας, από τη θέση του Ανώτερου Λειτουργού Γεωργικών Ερευνών την 1 Αυγούστου 2007.
Στις 20 Σεπτεμβρίου 2007 η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας αποφάσισε, μετά από επανεξέταση, την αναδρομική προαγωγή του αιτητή στη θέση του Πρώτου Λειτουργού Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος από 15 Γεννάρη 2003 μέχρι ουσιαστικώς την αφυπηρέτηση του (1η Αυγούστου 2007).
Το Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας, ενεργώντας εντός του πλαισίου εγκυκλίου του Υπουργείου Οικονομικών ημερ. 15 Σεπτεμβρίου 1998, άρχισε την καταβολή προς τον αιτητή της αναλογούσας, αυξημένης, σύνταξης από 20 Σεπτεμβρίου 2007, (επόμενη της προαγωγής του) και επίσης του καταβλήθηκαν και τα αναδρομικά της περιόδου 20 Σεπτεμβρίου 2007 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2007. Με επιστολή του Γενικού Λογιστηρίου ημερ. 28 Γεννάρη 2008, έφεραν σε γνώση του αιτητή τα πιο πάνω και περαιτέρω του ανέφεραν τα εξής:
«Η διαφορά που προκύπτει στο φιλοδώρημα και τα αναδρομικά της σύνταξης σας για την περίοδο 1/8/2007-19/9/2007 δεν θα σας καταβληθούν στο παρόν στάδιο αφού μετά από έρευνα που διενεργήθηκε στο βιβλίο καταχωρήσεων των προσφυγών που τηρείται στο Πρωτοκολλητείο του Ανωτάτου δικαστηρίου διαπιστώθηκε ότι καταχωρήθηκε προσφυγή εναντίον της αναδρομικής προαγωγή σας».
Εναντίον αυτού του μέρους της πιο πάνω απόφασης, στρέφεται η παρούσα προσφυγή. Η ύπαρξη αιτήσεως ακυρώσεως, εναντίον του πιο πάνω διορισμού του αιτητή, αποτελεί αποδεκτό, και από τις δύο πλευρές, γεγονός.
Μέσα από την ένσταση που κατατέθηκε προβλήθηκε προδικαστικώς, αμφισβήτηση ως προς την εκτελεστότητα της συγκεκριμένης διοικητικής πράξης. Μέσα από την αγόρευση του συνήγορου της Δημοκρατίας τονίστηκε ότι η μη καταβολή της σύνταξης, για περίοδο περίπου 50 ημερών, είναι προσωρινή και εξαρτάται από το αποτέλεσμα της προσφυγής που κατατέθηκε εναντίον του διορισμού του αιτητή. Δεν παράγονται οποιαδήποτε έννομα αποτελέσματα με αυτή την ενέργεια της διοίκησης αφού, όπως είπε, η καταβολή έχει αναγνωριστεί και το δικαίωμα του αιτητή απλώς έχει ανασταλεί.
Απαντώντας επί του σημείου αυτού η συνήγορος του αιτητή ισχυρίστηκε ότι οποιαδήποτε αμφισβήτηση της νομιμότητας μιας διοικητικής πράξης δεν μπορεί να αναστείλει τα δικαιώματα που πηγάζουν από την πράξη αυτή αφού, δημιουργούνται, αντίστοιχα, δικαιώματα και παράλληλες υποχρεώσεις. Ούτε πρόωρη μπορεί να χαρακτηριστεί η προσφυγή, συνέχισε ο αιτητής, αφού η απόφαση της διοίκησης, όπως περιλαμβάνεται στη σχετική επιστολή, στερεί από τον αιτητή την απόκτηση του φιλοδωρήματος και της σύνταξης του έστω και «στο παρόν στάδιο».
Μια διοικητική πράξη, αποκτά την εκτελεστότητα της, όταν και εφόσον με το περιεχόμενο της επηρεάζονται τα δικαιώματα ενός υποκειμένου δικαίου. Με την προσβαλλόμενη απόφαση, αναγνωρίζονται μεν τα δικαιώματα του αιτητή που πηγάζουν από την προαγωγή του στη θέση του Πρώτου Λειτουργού, αλλά δεν παραχωρούνται όλα τα ωφελήματα που περιλαμβάνονται σ΄αυτή, αφού αφαιρείται η «διαφορά που προκύπτει στο φιλοδώρημα και τα αναδρομικά της σύνταξης». Ανεξαρτήτως του λόγου που επικαλούνται οι καθ΄ων η αίτηση, προκύπτει σαφής επηρεασμός των δικαιωμάτων του αιτητή, συνεπώς αποκτά έρεισμα να τα διεκδικήσει δικαστικώς. Η πράξη είναι εκτελεστή και ως συνέπεια τούτου η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.
Eπί της ουσίας της προσφυγής ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι οι καθ΄ων η αίτηση ενήργησαν παράνομα, αφού με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 4 του περί Συντάξεων Νόμου 97(Ι)/97 η καταβαλλόμενη σύνταξη, εφάπαξ ή φιλοδώρημα υπολογίζονται και καταβάλλονται κατά την ημερομηνία αφυπηρέτησης του κρατικού υπαλλήλου. Ο αναδρομικός διορισμός του αιτητή στη θέση του Πρώτου Λειτουργού Γεωργίας Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, σύμφωνα με την επιστολή της ΕΔΥ, ημερομηνίας 20 Σεπτεμβρίου 2007, έγινε σύμφωνα με τους όρους υπηρεσίας του, συνεπώς εισηγήθηκε ο αιτητής, έπρεπε να του καταβληθούν ταυτοχρόνως όλα τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα που δικαιούνται. Υπάρχει, πρόσθεσε, μια ασάφεια και αντιφατικότητα στην απόφαση της διοίκησης η οποία απολήγει σε έλλειψη αιτιολογίας, αφού κατεβλήθησαν οι μισθοί αναδρομικώς αλλά όχι η αναλογία στο φιλοδώρημα. Ούτε η αιτιολογία που προβάλλεται, ότι δηλαδή, εκκρεμεί προσφυγή εναντίον της προαγωγής του, είναι αρκετή, εισηγείται ο αιτητής, για να δικαιολογήσει την άρνηση των καθ΄ων η αίτηση να καταβάλουν τα οφειλόμενα. Περαιτέρω, ο αιτητής εισηγήθηκε ότι υπάρχει καθαρή παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης που επιβάλλουν τα άρθρα 50 και 51 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου Ν.158(Ι)/99. Ο τρόπος ενέργειας της διοίκησης ήταν ασυνεπής και οδήγησε σε μια ανεπιεική και άδικη λύση για τον αιτητή.
Ο συνήγορος της Δημοκρατίας ισχυρίστηκε ότι δεν μπορούν να τύχουν θετικής αντίκρισης οι εισηγήσεις του αιτητή περί ελλείψεως δέουσας έρευνας ή αιτιολογίας στην προσβαλλόμενη απόφαση. Τα γεγονότα, υποστήριξε, είναι απλά και μη αμφισβητούμενα. Η διοίκηση ενήργησε με βάση τις πρόνοιες της Εγκυκλίου αριθμ.870 ημερ. 13 Σεπτεμβρίου 1988, που εφαρμόζεται σε κάθε ανάλογη περίπτωση, ενέργεια η οποία έτυχε της αποδοχής και έγκρισης του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, σε παρόμοιες περιπτώσεις, που ζητήθηκε η γνωμάτευση του. Το θέμα είπε είναι καθαρά δημοσιοοικονομικό και η ανησυχία της διοίκησης είναι έκδηλη αφού, σε περίπτωση ακύρωσης του διορισμού και προαγωγής τρίτου υπαλλήλου, το δημόσιο θα υποχρεωθεί να καταβάλλει μισθούς, σε δύο διαφορετικά πρόσωπα, για την ίδια θέση.
Το παράπονο του αιτητή είναι βάσιμο. Κατ΄αρχήν η στάση των καθ΄ων η αίτηση αντίκειται προς την αρχή της χρηστής διοίκησης που πρέπει πάντα να διαπνέει τις ενέργειες της διοίκησης. Το συνταγματικό καθιερωμένο, για το σκοπό αυτό όργανο, η ΕΔΥ αποφάσισε, μετά από επανεξέταση, την αναδρομική προαγωγή του αιτητή. Η εν λόγω προαγωγή δεν τελούσε υπό αίρεση, ούτε θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο. Η πράξη προαγωγής έχει το τεκμήριο της νομιμότητας που, από τη φύση της, αναμένεται να παράγει όλα τα νόμιμα αποτελέσματα. Η ενέργεια των καθ΄ων η αίτηση να χορηγήσουν την αυξημένη σύνταξη από τις 20 Σεπτεμβρίου 2007 και εντεύθεν, αλλά όχι την αναλογία του φιλοδωρήματος ή του ποσού της αναδρομικής σύνταξης, είναι αντιφατική και υποδηλοί πράξη έκδηλα αντίθετη με τις αρχές της χρηστής διοίκησης. Οι καθ΄ων η αίτηση δεν έχουν σύννομο δικαίωμα επιλεκτικής εφαρμογής των αποτελεσμάτων μιας διοικητικής πράξης.
Περαιτέρω η Εγκύκλιος που επικαλούνται οι καθ΄ων η αίτηση δεν έχει οποιοδήποτε νομοθετικό υπόβαθρο. Η επίκληση της δημοσιονομικής πολιτικής δεν μπορεί να επιτρέπει στη διοίκηση να παρανομεί. Το άρθρο 4 του περί Συντάξεων Νόμου Ν.97(Ι)/97, επιβάλλει, παροχή, με την αφυπηρέτηση, όλων των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων, του αφυπηρετήσαντος δημοσίου υπαλλήλου, κάτι που στην προκείμενη υπόθεση δεν έγινε.
Σε μια ανάλογη περίπτωση αναδρομικού διορισμού, εξετάστηκε η υποχρέωση καταβολής πέραν από το μισθό, της τότε εφεσείουσας, και ενός ειδικού επιδόματος που προβλεπόταν ως αποζημίωση για υπαλλήλους που υπηρετούσαν στο εξωτερικό και λέχθηκε το εξής στην υπόθεση Λεοντίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 70.
«Ο αναδρομικός διορισμός μεταβάλλει την παρελθούσα πραγματικότητα αντικαθιστώντας την με τη νέα δημιουργηθείσα κατάσταση. Η οποία βέβαια, από τη φύση της, δεν διατρέχει το διαρρεύσαν διάστημα παρά μόνο νοητικά. Η σημασία της όμως έγκειται στα παράγωγα της. Η αναγνώριση των οποίων ως προκυψάντων δικαιωμάτων εξηγεί και δικαιολογεί την αναδρομικότητα εφόσον βέβαια δεν προσβάλλεται η νομιμότητα της. Σε ό,τι αφορά δε αυτά τα παράγωγα δεν χωρεί διάκριση μεταξύ τους ανάλογα με την εκ των υστέρων διαφορετική θεώρηση αποτελεσμάτων.
Εν προκειμένω, ό,τι θα εδικαιούτο η εφεσείουσα αν κατείχε τη θέση κατά τον χρόνο στον οποίο αναφέρεται η αναδρομή, το δικαιούται και τώρα. Η έννοια της «αποζημίωσης» στην οποία αναφέρεται ο Κανονισμός 14(2) και την οποία υπογράμμισε ο συνήγορος των εφεσιβλήτων ως συναρτημένη με την πραγματικότητα της καθαυτό ύπαρξης εκ της οποίας να απορρέουν τα όσα σκοπούσε η αποζημίωση να αντισταθμίσει, παραγνωρίζει τον σκοπό της αναδρομικότητας που δεν είναι άλλος από την παραγωγή αποτελεσμάτων με οντότητα εξ υπαρχής και διατρέχουσα προς το παρόν. Η διεκδικηθείσα επιχορήγηση αποτελούσε μέρος των απολαβών της θέσης από την ημερομηνία αναδρομικού διορισμού και ως εκ τούτου αναπόφευκτο παράγωγο της.».
Με γνώμονα τα πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.700 πλέον ΦΠΑ, ως έξοδα, υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ΄ων η αίτηση.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρούται με βάση το άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Κ. Παμπαλλής,
Δ.