ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1209/2007, 1216/2007,
1253/2007, 1288/2007, 1294/2007, 1319/2007,
1347/2007,1377/2007, 1411/2007, 1412/2007)
23 Μαρτίου 2010
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 1209/2007)
ΜΑΡΙΟΣ ΑΓΓΕΛΙΔΗΣ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
-------------------------------
(Υπόθεση Αρ. 1216/2007)
ΜΑΡΚΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
-------------------------------
(Υπόθεση Αρ. 1253/2007)
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
-------------------------------
(Υπόθεση Αρ. 1288/2007)
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
-------------------------------
(Υπόθεση Αρ. 1294/2007)
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΑΛΛΗΣ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
-------------------------------
(Υπόθεση Αρ. 1319/2007)
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
-------------------------------
(Υπόθεση Αρ. 1347/2007)
ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΟΥΡΟΥΦΕΞΗΣ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
-------------------------------
(Υπόθεση Αρ. 1377/2007)
ΚΩΣΤΑΚΗΣ Α. ΠΑΝΑΓΙΔΗΣ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
-------------------------------
(Υπόθεση Αρ. 1411/2007)
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΜΙΧΑΗΛ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
-------------------------------
(Υπόθεση Αρ. 1412/2007)
ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΕΤΡΙΔΗΣ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
-------------------------------
Υπόθεση αρ. 1209/2007
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Κ. Χατζηϊωάννου με Ν. Χατζηϊωάννου (κα),
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Γ. Χατζηπροδρόμου (κα) για Γ.Ζ. Γεωργίου, για τα
Ενδιαφερόμενα Μέρη 1, 2, 3, 4.
Καμιά εμφάνιση για τα υπόλοιπα Ενδιαφερόμενα Μέρη.
Υπόθεση αρ. 1216/2007
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Κ. Χατζηϊωάννου με Ν. Χατζηϊωάννου (κα),
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Γ. Χατζηπροδρόμου (κα) για Γ.Ζ. Γεωργίου, για το
Ενδιαφερόμενο Μέρος 2.
Καμιά εμφάνιση για τα υπόλοιπα Ενδιαφερόμενα Μέρη.
Υπόθεση αρ. 1253/2007
Μ. Καλλιγέρου (κα), για τον Αιτητή.
Κ. Χατζηϊωάννου με Ν. Χατζηϊωάννου (κα),
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Γ. Χατζηπροδρόμου (κα) για Γ.Ζ. Γεωργίου, για τα
Ενδιαφερόμενα Μέρη 1, 2, 3, 4.
Καμιά εμφάνιση για τα υπόλοιπα Ενδιαφερόμενα Μέρη.
Υπόθεση αρ. 1288/2007
Κ. Αγαθοκλέους για Μ. Βορκά, για τον Αιτητή.
Κ. Χατζηϊωάννου με Ν. Χατζηϊωάννου (κα),
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Γ. Χατζηπροδρόμου (κα) για Γ.Ζ. Γεωργίου, για τα
Ενδιαφερόμενα Μέρη 3, 4, 5.
Καμιά εμφάνιση για τα υπόλοιπα Ενδιαφερόμενα Μέρη.
Υπόθεση αρ. 1294/2007
Μ. Καλλιγέρου (κα), για τον Αιτητή.
Κ. Χατζηϊωάννου με Ν. Χατζηϊωάννου (κα),
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Γ. Χατζηπροδρόμου (κα) για Γ.Ζ. Γεωργίου, για τα
Ενδιαφερόμενα Μέρη 1, 2, 3.
Καμιά εμφάνιση για τα υπόλοιπα Ενδιαφερόμενα Μέρη.
Υπόθεση αρ. 1319/2007
Μ. Φλωρέντζος με Ν. Ζερβού (κα) για Λ. Γεωργίου
για τον Αιτητή.
Κ. Χατζηϊωάννου με Ν. Χατζηϊωάννου (κα),
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Γ. Χατζηπροδρόμου (κα) για Γ.Ζ. Γεωργίου, για τα
Ενδιαφερόμενα Μέρη 4, 5 και 6.
Καμιά εμφάνιση για τα υπόλοιπα Ενδιαφερόμενα Μέρη.
Υπόθεση αρ. 1347/2007
Μ. Καλλιγέρου (κα), για τον Αιτητή.
Κ. Χατζηϊωάννου με Ν. Χατζηϊωάννου (κα),
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Γ. Χατζηπροδρόμου (κα) για Γ.Ζ. Γεωργίου, για τα
Ενδιαφερόμενα Μέρη 1, 2, 3.
Καμιά εμφάνιση για τα υπόλοιπα Ενδιαφερόμενα Μέρη.
Υπόθεση αρ. 1377/2007
Θ. Ανδρέου, για τον Αιτητή.
Κ. Χατζηϊωάννου με Ν. Χατζηϊωάννου (κα),
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Γ. Χατζηπροδρόμου (κα) για Γ.Ζ. Γεωργίου, για τα
Ενδιαφερόμενα Μέρη 3, 4, 5 και 6.
Καμιά εμφάνιση για τα υπόλοιπα Ενδιαφερόμενα Μέρη.
Υπόθεση αρ. 1411/2007
Χρ. Χριστοφή, για τον Αιτητή.
Κ. Χατζηϊωάννου με Ν. Χατζηϊωάννου (κα),
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Γ. Χατζηπροδρόμου (κα) για Γ.Ζ. Γεωργίου, για το
Ενδιαφερόμενο Μέρος 1.
Υπόθεση αρ. 1412/2007
Χρ. Χριστοφή, για τον Αιτητή.
Κ. Χατζηϊωάννου με Ν. Χατζηϊωάννου (κα),
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Γ. Χατζηπροδρόμου (κα) για Γ.Ζ. Γεωργίου, για το
Ενδιαφερόμενο Μέρος 1.
---------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η απόφαση των καθ΄ ων, ημερ. 25.7.07, να προάξει τα έντεκα ενδιαφερόμενα μέρη στη θέση του Τεχνικού Επόπτη Β΄ από 1.8.07, προσεβλήθη από δεκαπέντε συνολικά αιτητές με αντίστοιχες προσφυγές, οι οποίες και συνεκδικάσθηκαν τελικά στην πορεία με σχετικά διατάγματα ημερ. 7.8.08 και 8.12.08. Μέχρι και την ημέρα των διευκρινίσεων αποσύρθηκαν και απορρίφθηκαν πέντε υποθέσεις, με αποτέλεσμα να παραμείνουν προς εξέταση οι υπό κρίση δέκα προσφυγές.
Για την υπό πλήρωση θέση προαγωγής υποψήφιοι ήσαν 179, εκ των οποίων 35 αποποιήθηκαν του δικαιώματος κρίσης, με αποτέλεσμα να παραμείνουν 144 άτομα ως υποψήφιοι για την πλήρωση των έντεκα θέσεων. Σύμφωνα με τους Κανονισμούς που διέπουν το σύστημα προαγωγών στους καθ΄ ων, δηλαδή, τους περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικούς Κανονισμούς Προσωπικού του 1982, Κ.Δ.Π. 220/82, συνέρχεται πρώτα το Συμβούλιο Προσωπικού το οποίο παρέχει σχετική «συμβουλή» ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, και μετέπειτα οι καθ΄ ων βοηθούνται στην τελική επιλογή τους από την κρίση ή συμβουλή του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή. Το Συμβούλιο Προσωπικού σύμφωνα με το Παράρτημα 2 στην ένσταση, συνήλθε εννέα φορές μεταξύ 29.12.06 και 20.4.07. Απορρέει από τα πρακτικά της υπό στοιχεία 11/2006 συνεδρίας, ότι το Συμβούλιο Προσωπικού, αποτελούμενο από πρόεδρο και πέντε μέλη, αποφάσισε να προτείνει 37 διαφορετικούς υποψήφιους για προαγωγή μέσα από αντίστοιχες και όχι κατ΄ ανάγκην ταυτόσημες συστάσεις του προέδρου και των μελών του. Έτσι στα πρακτικά καταγράφεται ότι ο πρόεδρος και ένα από τα μέλη συνέστησαν 17 συνολικά υποψήφιους, άλλο μέλος συνέστησε 21 υποψήφιους, τρίτο μέλος συνέστησε 37 υποψήφιους, τέταρτο μέλος συνέστησε 28 υποψήφιους και το πέμπτο μέλος 24.
Στη συνέχεια, ο Ανώτατος Εκτελεστικός Διευθυντής στη δική του συμβουλή, συνημμένη στο Παράρτημα 2, πρόκρινε έντεκα συγκεκριμένους υποψήφιους τους οποίους θεώρησε ότι υπερείχαν των υπολοίπων μετά από τη μελέτη όλων των δεδομένων, δηλαδή τα πρακτικά του Συμβουλίου Προσωπικού, τους προσωπικούς φακέλους στους οποίους περιλαμβάνονται τα φύλα ποιότητας/προαγωγής και οι υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων, καθώς και τα έντυπα αξιολόγησης.
Στο πρακτικό του ίδιου του Συμβουλίου των καθ΄ ων, Παράρτημα 1 στην ένσταση, μετά την καταγραφή της κρίσης του προέδρου και των επτά μελών που ήταν παρόντα, για ένα έκαστο των 144 υποψηφίων, διαπιστώθηκε, από τον πρόεδρο αντικειμενική αδυναμία στο όλο σύστημα αξιολόγησης εφόσον όλοι οι υποψήφιοι, πλην δύο, είχαν βαθμολογηθεί κατά τον ίδιο τρόπο κατέχοντας όλοι την ανώτατη βαθμολογία 5, ενώ οι καθ΄ ων δεν βοηθούνταν ούτε από το Συμβούλιο Προσωπικού, αφού τα μέλη του είχαν συστήσει για την πλήρωση των έντεκα θέσεων, 37 διαφορετικούς υποψήφιους. Ο πρόεδρος έκρινε ότι θα ήταν ορθότερο να αναβληθεί η πλήρωση των θέσεων μέχρις ότου εισαχθεί ένα κατάλληλο σύστημα αξιολόγησης ή να πληρωθούν οι θέσεις με βάση την αρχαιότητα και/ή τα ακαδημαϊκά προσόντα, εισήγηση όμως που δεν έγινε αποδεκτή από τα υπόλοιπα μέλη τα οποία θεώρησαν ότι θα προκαλείτο μεγάλη αναταραχή από την αναβολή, σημειώνοντας όμως ταυτόχρονα ότι «.. η αρχαιότητα και τα ακαδημαϊκά προσόντα θα συνεξεταστούν μαζί με τα άλλα στοιχεία που προνοεί το υφιστάμενο σύστημα προαγωγών.»
Μετά την εξέλιξη αυτή, ο πρόεδρος απέσχε από τη ψηφοφορία, τα δε υπόλοιπα μέλη αποφάσισαν όπως «.. το κάθε μέλος με βάση τα ενώπιον του στοιχεία καταγράψει τους έντεκα υποψήφιους που θεωρεί ως τους πιο κατάλληλους για την πλήρωση των κενών θέσεων.». Στη συνέχεια, δύο από τα μέλη ακολούθησαν επακριβώς τη σύσταση του Ανωτάτου Εκτελεστικού Διευθυντή, τα δε υπόλοιπα προχώρησαν σε ψηφοφορία εισηγούμενα το κάθε ένα την προαγωγή διαφορετικών υποψηφίων. Με βάση την κρίση καθενός από τα επτά μέλη του Συμβουλίου, καταγράφησαν κατά σειρά επιτυχίας 19 υποψήφιοι ονομαστικά με τους ψήφους που συγκέντρωσε ο κάθε ένας από αυτούς, με πρώτους αυτούς που έλαβαν επτά ψήφους και με τελευταίους εκείνους που συγκέντρωσαν ένα ή δύο ψήφους. Το αποτέλεσμα ήταν η προαγωγή εκείνων των υποψηφίων που συγκέντρωσαν την υψηλότερη βαθμολογία, που είναι τα έντεκα ενδιαφερόμενα μέρη.
Εγείρεται από έξι αιτητές σε ανάλογες προσφυγές, ζήτημα κακής σύνθεσης του Συμβουλίου Προσωπικού και παράβασης του άρθρου 24(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99, σε σχέση με τη μη τήρηση πρακτικών σε κάθε μια από τις εννέα συνεδρίες αυτού. Είναι γεγονός ότι τα πρακτικά της συνεδρίας αρ. 11/2006 ενσωματώνονται, παρά τη συνέχιση της συνεδρίας σε εννέα διαφορετικές ημερομηνίες, σε ένα και μοναδικό πρακτικό το οποίο δεν φέρει ημερομηνία, αλλά μπορεί εύλογα να συναχθεί ότι αφορά την τελευταία συνεδρία στις 20.4.07, όταν έγινε και η κατάληξη της εξέτασης από το Συμβούλιο Προσωπικού του θέματος της πλήρωσης των έντεκα κενών θέσεων. Το πρακτικό αυτό, το οποίο καταλαμβάνει συνολικά 39 σελίδες, καταγράφει στην έναρξη του τα παρόντα μέλη, καθώς επίσης την παρουσία του εισηγητή και της γραμματέας που προφανώς έλαβε τα πρακτικά. Στο τέλος του πρακτικού στην 39η σελίδα, υπογράφουν ο πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου, ο εισηγητής και η γραμματέας.
Κατά την εισήγηση του κ. Χατζηϊωάννου, η αναφορά σε κάθε μία από τις ημερομηνίες που συνεδρίασε το Συμβούλιο Προσωπικού, καθώς και η προσυπογραφή στο τέλος του πρακτικού από τους παρόντες, υποδηλώνει ότι όλα τα μέλη ήταν παρόντα σε κάθε σύγκλιση του Συμβουλίου Προσωπικού. Η αποτυχία δε τήρησης χωριστών πρακτικών, αλλά αντ΄ αυτών, η τήρηση ενός συνεχούς πρακτικού δεν οδηγεί σε ακυρότητα. Οι θέσεις αυτές δεν κρίνονται ορθές γιατί αντίκεινται στη διαχρονική νομολογία που επιτάσσει την τήρηση λεπτομερών πρακτικών των συνεδριάσεων του διοικητικού οργάνου, όπου θα πρέπει να φαίνονται με σαφήνεια οι αποφάσεις που λαμβάνονται, ενώ η τήρηση άρτιων πρακτικών αποτελεί υποχρέωση του οργάνου που ασκεί διοικητική λειτουργία σύμφωνα και με το προαναφερθέν άρθρο 24(1). Η τήρηση άρτιων πρακτικών εξυπακούει και την τήρηση ξέχωρων πρακτικών για κάθε χωριστή συνεδρία.
Στην απόφαση της Ολομέλειας, Πέτεβης και Γεωργιάδης Συνεργάτες ν. Δημοκρατίας μέσω Υπουργείου Άμυνας (2008) 3 Α.Α.Δ. 138, ακυρώθηκε η πρωτόδικη κρίση ότι δεν ήταν ανάγκη να υπάρχουν χωριστά πρακτικά για κάθε συνεδρία και ότι η παράλειψη αυτή δεν στερούσε την τελική απόφαση από τη δέουσα αιτιολογία, δεδομένου ότι εκεί καταγραφόταν λεπτομερής αιτιολόγηση της τελικής απόφασης. Η υπόθεση αφορούσε τη διαδικασία αρχιτεκτονικού διαγωνισμού για την ανέγερση του νέου κτιρίου του Υπουργείου Άμυνας και του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Φρουράς και τις διαδικασίες ενώπιον της εννεαμελούς Κριτικής Επιτροπής Αξιολόγησης των μελετών που είχαν υποβληθεί. Σε πρώτο στάδιο, η Κριτική Επιτροπή σε δύο συνεδρίες επέλεξε, κατά πλειοψηφία πέντε μελέτες για να εξεταστούν στο δεύτερο και τελικό στάδιο του διαγωνισμού. Στο δεύτερο αυτό στάδιο, η Κριτική Επιτροπή, μετά την πρώτη συνεδρία της όπου διαπιστώθηκε η εγκυρότητα των μελετών, συνήλθε σε άλλες πέντε συνεδρίες για να καταλήξει στην τελική συνεδρία της, στην κατά πλειοψηφία απονομή του πρώτου βραβείου στη μελέτη του σχεδίου του ενδιαφερομένου μέρους. Δεν τηρήθηκαν πρακτικά στις πέντε αυτές ενδιάμεσες συνεδρίες και αντ΄ αυτών τηρήθηκαν μόνο σημειώματα στο σχετικό διοικητικό φάκελο στα οποία απλώς καταγράφονταν η ώρα έναρξης της κάθε συνεδρίας, η διάρκεια της και τα απόντα, κατά περίπτωση, μέλη. Δεν καταγράφηκε οτιδήποτε είχε λεχθεί στις συνεδρίες αυτές. Η Ολομέλεια με υιοθέτηση και προηγούμενης νομολογίας όπως αποτυπώθηκε στη Χρυσάφη ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 550, θεώρησε ότι ήταν αδύνατος ο δικαστικός έλεγχος του κατά πόσο η αιτιολογία της τελικής απόφασης ήταν επαρκής ή αν ήταν προϊόν ενδεχόμενης πλάνης εφόσον στην τελική απόφαση της Κριτικής Επιτροπής, γινόταν αναφορά σε εισηγήσεις και απόψεις αρμοδίων φορέων, οι οποίες ήταν αμφίβολο, εφόσον δεν τηρήθηκαν πρακτικά, σε ποιο βαθμό είχαν ληφθεί υπόψη και πώς επηρέασαν την τελική κρίση της Επιτροπής. Επαναβεβαιώθηκε δε ο κανόνας ότι «τα πρακτικά αποτελούν, ως η μόνη αυθεντική πηγή για τα όσα συνθέτουν τη διαδικασία, προϋπόθεση της χρηστής διοίκησης. Χωρίς αυτά καθίστανται εν προκειμένω ανέφικτος ο δικαστικός έλεγχος και η προσβληθείσα διοικητική απόφαση οδηγείται αναπόφευκτα σε ακύρωση.»
Στην προκείμενη περίπτωση αποτελεί αυθαίρετο συμπέρασμα η πρόταση των καθ΄ ων ότι σε κάθε μια από τις προηγούμενες οκτώ συνεδρίες του Συμβουλίου Προσωπικού, η σύνθεση ήταν ή παρέμενε πάντοτε η ίδια, εφόσον πουθενά στις 39 σελίδες του πρακτικού δεν σημειώνεται κάτι τέτοιο. Τα αναφερόμενα ως παρόντα μέλη δυνατό να ήταν τα ίδια και στις προηγούμενες συνεδρίες, αλλά αυτό δεν μπορεί να ελεγχθεί με οποιαδήποτε ακρίβεια. Ούτε βέβαια το γεγονός ότι ο πρόεδρος και τα μέλη υπογράφουν στο τέλος του μοναδικού τηρηθέντος πρακτικού πιστοποιεί, άνευ ετέρου, ότι τα ίδια πρόσωπα ήσαν καθόλη την εξέταση της διαδικασίας παροχής της συμβουλής του Συμβουλίου Προσωπικού, παρόντα. Στην Ιωάννη Δημητριάδη κ.α. ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. υπο. 507/05 και 566/05, ημερ. 20.7.07, (απόφαση Νικολάου, Δ.), λέχθηκε ότι ήταν αναγκαία η τήρηση πρακτικών ακριβώς για έλεγχο, μεταξύ άλλων, και της νομιμότητας στη σύνθεση του οργάνου. Η απουσία ξέχωρων πρακτικών έθετε ερωτηματικό ως προς τι ακριβώς είχε συμβεί σε κάθε συνεδρία από πλευράς σύνθεσης, αλλά και νομότυπης σύγκλισης των μελών.
Τα όσα εισηγήθηκε ο κ. Χατζηϊωάννου δεν μπορούν να αποτελέσουν διά της αγορεύσεως του νόμιμη εκ των υστέρων αιτιολογία είτε για το λόγο που δεν τηρήθηκαν σε κάθε επιμέρους συνεδρία τα ανάλογα πρακτικά, είτε εάν ήταν σε κάθε τέτοια συνεδρία νόμιμα συντεθειμένο το διοικητικό αυτό όργανο. Πρέπει επίσης να παρατηρηθεί ότι δεν φαίνεται ότι το συνημμένο ως Παράρτημα 2 στην ένσταση πρακτικό, αποτελεί ένα συνεχές πρακτικό, ως θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή η εισήγηση του συνηγόρου των καθ΄ων, αλλά ένα και μοναδικό πρακτικό της τελευταίας συνεδρίας που άρχισε στις 8.00 π.μ. στις 20.4.07 και χωρίς αναφορά στην ώρα λήξης. Στην Ιωάννη Δημητριάδη κ.α. - πιο πάνω - τέθηκε υπό αμφισβήτηση, χωρίς να παρίστατο ανάγκη να αποφασιστεί, κατά πόσο ένα πρακτικό με ενσωματωμένα όλα τα στοιχεία θα ήταν αρκετό. Δεν είναι όμως αυτή η περίπτωση εδώ, ούτε και έγινε τέτοια εισήγηση.
Το ερώτημα που τίθεται στην ουσία με τη μη τήρηση των ενδιαμέσων πρακτικών, είναι κατά πόσο η απουσία τους καθιστά την κρίση του Συμβουλίου Προσωπικού τρωτή, εφόσον υπάρχει καταγραμμένη διεξοδικά η διαδικασία που ακολουθήθηκε στο τελευταίο και μοναδικό πρακτικό και το αποτέλεσμα των θέσεων του προέδρου και των μελών του ως προς τις υποψηφιότητες. Κατ΄ αρχάς, το θέμα απαντήθηκε ήδη στην Πέτεβης και Γεωργιάδης Συνεργάτες - ανωτέρω - όπου, όπως αναφέρθηκε και εκεί ήταν συμπληρωμένο το πρακτικό, αλλά δεν μπορούσε να ελεγχθεί τι προηγήθηκε, που ήταν δυνητικά ουσιώδες. Κατά δεύτερο λόγο, είναι θέμα αρχής, διότι το σχετικό άρθρο 24(1) είναι επιτακτικό και δεν αφήνει περιθώρια απόκλισης. Εάν το συλλογικό όργανο συνεδριάζει για να λάβει μια απόφαση πέραν της μιας συνεδρίας, οφείλει να τηρεί πρακτικά για κάθε συνεδρία ώστε το αναθεωρητικό Δικαστήριο να δύναται να παρακολουθεί τη σκέψη του και το σύννομο της ακολουθητέας διαδικασίας, περιλαμβανομένης και της σύνθεσης του. Η απόφαση στη Σύλβια Κεννέ-Μαρμαρά ν. ΑΤΗΚ, υπόθ. αρ. 1225/07, ημερ. 14.4.09, στην οποία αναφέρθηκε ο κ. Χατζηϊωάννου, δεν βρίσκει σύμφωνο το Δικαστήριο. Εκεί τα δεδομένα ήταν εν πάση περιπτώσει διαφορετικά, αφού πρόκειτο για δύο και μόνο συνεχόμενες συνεδριάσεις για τις οποίες έγινε ένα και μόνο πρακτικό, το οποίο δεν έπασχε από οποιαδήποτε ασάφεια. Μετέπειτα, η διασύνδεση στο σκεπτικό της προαναφερθείσας υπόθεσης με τη Ράφτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345, είχε βέβαια την έννοια ότι πιθανόν να μην χρειάζονται πρακτικά όπου δεν υπάρχει ρητή προς τούτο νομοθετική ή κανονιστική επιταγή. Εδώ, όμως, με βάση τον Καν. 24(8) της Κ.Δ.Π. 220/82, επιβάλλεται η τήρηση πρακτικών από το Συμβούλιο Προσωπικού. Η Ράφτης αφορούσε την καταγραφή υπό μορφή πρακτικών των προφορικών συνεντεύξεων των υποψηφίων, τα οποία δεν ήταν υποχρεωμένο το εκεί συλλογικό όργανο να τηρήσει, παρόλον που τηρήθηκαν τέτοια πρακτικά έστω και αν δεν ήταν πλήρη. Εδώ, σε συνάφεια με την υπόθεση Χρυσάφη - ανωτέρω - οι συνεδρίες του Συμβουλίου Προσωπικού δεν ήταν συνεχόμενες (σ΄ αντίθεση με τη Μαρμαρά - ανωτέρω -), αλλά εκτείνονταν σε μια περίοδο 4 μηνών. Η τήρηση των αναγκαίων πρακτικών σε κάθε συνεδρία αποτελεί ένδειξη λειτουργίας του συλλογικού οργάνου σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής διοίκησης. (Ioannou v. Republic (1977) 3 C.L.R. 61, Eleftheriou v. Central Bank (1980) 3 C.L.R. 85 κ.ά.). Ρητά στον Καν. 24(8), ορίζεται ότι «τα πρωτότυπα των πρακτικών των συνεδριάσεων και των αποφάσεων συντάσσονται υπό του Γραμματέως και υπογράφοντα υφ΄ απάντων των μελών.». Η πρόνοια αυτή είναι σαφής, διακρίνει δε μεταξύ των συνεδριάσεων και των αποφάσεων, καθιστώντας έτσι αναγκαία την τήρηση πρακτικών και στις δύο περιπτώσεις και όχι μόνο κατά την τελική συνεδρίαση όπου λαμβάνεται η απόφαση.
Κρίνεται επομένως ως πάσχουσα η απόφαση του Συμβουλίου Προσωπικού, ενόψει της απουσίας των πρακτικών στις 8 συνεδριάσεις αυτού. Με δεδομένο όμως ότι η απόφαση-συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού είχε προβάλει την υποψηφιότητα 37 ατόμων ως των καταλληλότερων για προαγωγή, παρά το γεγονός ότι οι καθ΄ ων δεν φαίνεται να βασίστηκαν σ΄ αυτή τη συμβουλή σε οποιοδήποτε ουσιώδη βαθμό, τελικώς προήχθηκαν τα ενδιαφερόμενα μέρη από τα οποία το ένα συγκέντρωσε την προτίμηση όλου του Συμβουλίου Προσωπικού, τα 6 είχαν τη σύσταση της πλειοψηφίας του προέδρου και των μελών του Συμβουλίου Προσωπικού, και τα άλλα 2 είχαν λάβει τις μισές ψήφους από το εξαμελές Συμβούλιο. Ορθό είναι να εξεταστεί, κατά συνέπεια, η όλη ακολουθητέα διαδικασία επιλογής.
Όπως έχει αναφερθεί προηγουμένως, υπήρξαν προβλήματα στη λήψη της απόφασης από τους καθ΄ ων, γι΄ αυτό και είχε τελικώς προταθεί και γίνει αποδεκτό (με αποχή του προέδρου), να γίνει ψηφοφορία από κάθε ένα μέλος ως προς τους υποψηφίους που το ίδιο θεωρούσε καταλληλότερους για προαγωγή. Αυτό, μετά από την παρόμοια κρίση του Συμβουλίου Προσωπικού και τη συμβουλή του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή. Είναι πρόδηλο, κατά το Δικαστήριο, ότι η ακολουθητέα διαδικασία ήταν έξω από το μέτρο που προνοούν οι Κανονισμοί, με εμφανές το αναιτιολόγητο της συμβουλής, τόσο του Συμβουλίου Προσωπικού, όσο και του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή.
Ο σχετικός Καν. 10(7), καθιστά την κρίση για προαγωγή συναρτώμενη προς την «υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση των υποψηφίων και την εν γένει ουσιαστική καταλληλότητα τους, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του προσωπικού τους φακέλου, τα φύλλα ποιότητας και τα φύλλα προαγωγής τους». Όλη η κρίση του Συμβουλίου Προσωπικού, σε σαφή απόκλιση από τα κριτήρια που καταγράφονται στον εν λόγω Κανονισμό, έδωσε μόνο λεκτική έκφραση σ΄ αυτά, τα οποία απλώς επανέλαβε για να καταγράψει το κάθε μέλος, καθώς και ο πρόεδρος, τη δική του ουσιαστικά προτίμηση ή άποψη ως προς το κατάλληλο ενός εκάστου των υποψηφίων. Η αναφορά από ένα έκαστο των μελών, περιλαμβανομένου και του προέδρου, στη στάθμιση των κριτηρίων του Καν. 10(7), τα οποία και απλώς αναπαράγει, δεν είχε οποιοδήποτε ουσιαστικό αντίκρυσμα εφόσον καμία επεξήγηση δεν έγινε ως προς το λόγο της προτίμησης ενός εκάστου των μελών για τους υποψηφίους που το ίδιο επέλεξε. Γι΄ αυτό το λόγο είναι που παρατηρείται τόσο μεγάλη διαφοροποίηση μεταξύ των μελών ως προς τα συστηθέντα άτομα και είναι φανερό ότι δεν τηρήθηκαν τα κριτήρια του Κανονισμού στην πράξη, ούτε και αποτέλεσαν στην ουσία οδηγό για την κρίση τους. Ίσως να μην είναι τυχαίο το γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο μέρος Ζήνων Ζήνωνος έλαβε μόνο μια ψήφο με την προτίμηση του μέλους του Συμβουλίου Προσωπικού Ι. Πετέλη, και καμία άλλη σύσταση από τον πρόεδρο και τα υπόλοιπα μέλη και όμως χωρίς, ιδιαίτερη εξήγηση, προήχθη από τους ίδιους τους καθ΄ ων.
Έχει αποφασιστεί νομολογιακά ότι η σύσταση ορισμένων προσώπων ως των καταλληλοτέρων σε διαδικασία προαγωγής προϋποθέτει πειστική αιτιολογία σε σύγκριση με τους υπόλοιπους (όχι κατ΄ ανάγκη όλους), ώστε να είναι επιτρεπτός ο δικαστικός έλεγχος. Η αρχή έχει αποτυπωθεί και στη Μιχαήλ Αντωνίου ν. Α.Η.Κ., (1993) 3 Α.Α.Δ. 764, (απόφαση Πική, Δ.), όπου λέχθηκε ότι η καταγραφή και μόνο των προτιμήσεων των μελών ενός συλλογικού οργάνου, είτε η προτίμηση αυτή εκδηλώνεται λεκτικά ή διά της ψήφου τους, δεν αποτελεί αιτιολόγηση. Αιτιολόγηση σημαίνει την αποκάλυψη των λόγων για τις επιλογές που γίνονται, ο προσδιορισμός δε των λόγων αυτών είναι απαραίτητος για τη σύννομη εκπλήρωση του διοικητικού έργου.
Τα ίδια λέχθηκαν και στην απόφαση της Ολομέλειας ΑΤΗΚ ν. Στασοπούλου (2005) 3 Α.Α.Δ. 157, όπου είχαν χρησιμοποιηθεί γενικές φραστικές δηλώσεις εκ μέρους του Συμβουλίου Προσωπικού ως προς την αξία των υποψηφίων και την εν γένει εικόνα που μεταδόθηκε από την κρίση του Συμβουλίου Προσωπικού. Και εκεί είχε παρουσιαστεί παρόμοιο πρόβλημα δηλαδή ισοδυναμία στη βαθμολογημένη αξία όλων των υποψηφίων, με αποτέλεσμα να δοθεί μέσα από «φραστικές αναπτύξεις» υπεροχή υπό τύπο προτίμησης σε ορισμένους εκ των υποψηφίων. Κάτι τέτοιο ερχόταν σε αντίθεση και με την απόφαση στη Μοδίτης ν. Δημοκρτίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695, η δε Ολομέλεια μέσα από αναφορά στη σχετική νομολογία με εξέταση και των όσων είχαν διαφορετικά λεχθεί στην υπόθεση ΑΤΗΚ ν. Δαμιανού (2001) 3 Α.Α.Δ. 247, επέλεξε να ακολουθήσει ως ορθά τα όσα νομολογήθηκαν στη Μοδίτης - ανωτέρω - ότι δηλαδή δεν μπορεί η συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού ή η εισήγηση στη μεταγενέστερη φάση του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή, να προσθέτει ή να αφαιρεί ως ξεχωριστό μέτρο κρίσης από την υπηρεσιακή εικόνα των υποψηφίων. Τα ίδια λέχθηκαν και στη Λεωνίδου ν. ΑΤΗΚ, υπόθ. αρ. 843/03, ημερ. 2.12.04, (Αρτέμης, Δ.), απόφαση που εφεσιβλήθηκε μεν, αποσύρθηκε δε στην πορεία.
Τα ανωτέρω ισχύουν με την ίδια δύναμη και για τη συμβουλή του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή που ναι μεν με βάση τον Καν. 10(5), δεν είναι αναγκαίο να είναι αιτιολογημένη, αυτό όμως δεν αποτελεί και ασπίδα για εντελώς ανέλεγκτη σύσταση ή συμβουλή. Όπως λέχθηκε στη Μιχαήλ ν. ΑΗΚ, υπόθ. αρ. 1081/01, ημερ. 14.2.03, (απόφαση Ηλιάδη, Δ.), η σύσταση είναι δυνατό να εξεταστεί από την άποψη της συμφωνίας ή της σύγκρουσης των στοιχείων της με το περιεχόμενο των φακέλων. Η απλή ανάπλαση στοιχείων και οι κατά παρόμοιο τρόπο γενικές παρατηρήσεις του Συμβουλίου Προσωπικού περί εξαίρετων και ικανότατων υπαλλήλων, δεν αποτελούν παρά επανάληψη των αξιολογηθέντων στοιχείων των υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων και εφόσον ελλείπει σύγκριση δεν είναι δυνατό να προκύπτουν δεδομένα από τα οποία να μπορεί να γίνει δικαστικός έλεγχος εφόσον όπως λέχθηκε στη Μοδίτης (ανωτέρω), αλλά και στη Στασοπούλου (ανωτέρω), δεν είναι δυνατό να ξεχωρίσουν υποψήφιοι με το ίδιο σκεπτικό και την ίδια φρασεολογία που στην ουσία ισχύει και για τους μη συστηνόμενους.
Είναι εμφανέστατο από την καταγραφή από το Συμβούλιο Προσωπικού ότι για τους συστηθέντες από ένα έκαστο των μελών, χρησιμοποιήθηκε στερεότυπη φρασεολογία θεωρούμενη ως επαρκής αιτιολογία που αναφέρεται απλώς στο ότι σταθμίστηκαν τα κριτήρια του Καν. 10(7), δηλαδή η υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση, καθώς και εκείνο της ουσιαστικής καταλληλότητας κλπ. Τέτοια ακριβώς στάθμιση και κατ΄ επίφαση αξιολόγηση απορρίφθηκε επίσης ως αναιτιολόγητη στη Ρένα Κοσμά κ.α. ν. ΑΤΗΚ, συνεκδ. υποθ. αρ. 372/96, 403/96, 405/96 και 993/96 ημερ. 9.6.99, (απόφαση Χατζηχαμπή, Δ.). Το δε λεκτικό που χρησιμοποιήθηκε από τον Ανώτατο Εκτελεστικό Διευθυντή για την επιλογή των 11 υποψηφίων, δεν προσφέρει οποιοδήποτε συγκριτικό στοιχείο σε σχέση με τους υπόλοιπους που δεν συστήθηκαν και παραμένει απλώς στη γενική φρασεολογία ότι η αξιολόγηση έγινε μετά από διεξοδική μελέτη όλων των δεδομένων των προσωπικών φακέλων κλπ. Εν τέλει και η κρίση των ίδιων των καθ΄ ων είναι απλώς επαναληπτική των όσων αναφέρονται ή εξάγονται από τους διοικητικούς φακέλους και απλή αναδρομή στην κρίση ενός εκάστου των 144 υποψηφίων στις 12 σελίδες που καταλαμβάνει αυτή η κρίση, καθιστά σαφές ότι παρόμοια και εξίσου εγκωμιαστικά ή ευνοϊκά σχόλια γίνονται για κάθε ένα από αυτούς. Από αυτή την ταυτόσημη, στην ουσία, κρίση δεν ξεχωρίζουν ως υπέρτερα τα 11 ενδιαφερόμενα μέρη, ούτε και καταγράφονται οποιαδήποτε στοιχεία προς τούτο. Είναι γι΄ αυτό το λόγο, που όπως καταγράφηκε στην αρχή του σκεπτικού, διαπιστώθηκε από τον πρόεδρο αντικειμενική αδυναμία στην ορθή αξιολογική κρίση των καταλληλότερων υποψηφίων. Παρόμοια ακριβώς κρίση απορρίφθηκε ως μη ικανοποιητική και ως ουσιαστικά αναιτιολόγητη στη Στασοπούλου - ανωτέρω.
Παρά τη θέση του προέδρου ότι στην περίπτωση της πλήρωσης των θέσεων, θα έπρεπε να γινόταν η αξιολόγηση με βάση την αρχαιότητα και τα ακαδημαϊκά προσόντα, εφόσον προφανώς, κατά τα λοιπά όλοι οι υποψήφιοι ήσαν ισοδύναμοι σε αξία και παρά τη θέση των υπολοίπων μελών του Συμβουλίου των καθ΄ ων ότι η αρχαιότητα και τα ακαδημαϊκά προσόντα θα συνεξετάζονταν με τα υπόλοιπα στοιχεία, εν τούτοις κάτι τέτοιο δεν έγινε, εφόσον το κάθε μέλος προχώρησε με την ίδια ουσιαστική φρασεολογία να καταγράψει τους κατά την άποψη του καταλληλότερους, που δεν ήταν τίποτε άλλο, από την απλή προτίμηση εκάστου μέλους.
Ο κ. Χατζηϊωάννου εισηγήθηκε ότι τα προσόντα και η αρχαιότητα των υποψηφίων δεν είναι σχετικά εφόσον δεν αναφέρονται ρητά ως τέτοια στον Καν. 10(7). Αυτή η θέση απορρίφθηκε στη Στασοπούλου (ανωτέρω), με αναφορά και στη Λοΐζου Βαρνάβα ν. ΑΤΗΚ, υπόθ. αρ. 152/03, ημερ. 20.10.04, (Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.) όπου παρατηρήθηκε ότι τόσο το στοιχείο της αρχαιότητας, όσο και των προσόντων έχουν τη δική τους σημασία ως εντασσόμενα και συμπεριλαμβανόμενα στο κριτήριο της «ουσιαστικής καταλληλότητας» του Καν. 10(7). Και όπως ορθά υποδείχθηκε πρωτοδίκως στη Στασοπούλου, στο απόσπασμα που αναπαράχθηκε στη σελ. 166 της απόφασης της Ολομέλειας, το οποίο και έγινε αποδεκτό, σε περίπτωση τέτοιας ισοδυναμίας όλων των υποψηφίων με ισοπεδωτική αξιολόγηση, το αδιέξοδο που προκύπτει μπορεί να αντιμετωπιστεί νόμιμα με προσφυγή σε υπέρτερα προσόντα, όπου υπάρχουν, ή στην αρχαιότητα ως αντικειμενικό πλέον ρυθμιστικό κριτήριο.
Η αρχαιότητα παίζει καθοριστικό ρόλο όταν όλα τα υπόλοιπα στοιχεία είναι ισοδύναμα. Η καταφυγή στην αρχαιότητα θα ήταν υπό τις περιστάσεις απόλυτα θεμιτή και νομολογιακά ορθή και αποδεκτή μέθοδος αντιμετώπισης του θέματος. (Δημοκρατία ν. Χρίστου (1991) 3 Α.Α.Δ. 56, Δημοκρατία ν. Σταύρου (1993) 3 Α.Α.Δ. 71, Στέφανος Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 77, Αριστοτέλους ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 673 και Μουρτζή ν. Ε.Δ.Υ. (2001) 3 Α.Α.Δ. 915). Αναγκαίο λοιπόν είναι να γίνει, αναλυτικά, κατά προσφυγή, η αναγκαία κρίση με γνώμονα ότι και η πρόνοια του Καν. 9(1) των Κανονισμών, είναι σχετική ως προς το στοιχείο της αρχαιότητας, ως καθορίζουσα την αρχαιότητα σε συγκεκριμένο βαθμό, από το χρόνο προαγωγής στο βαθμό εκείνο. Έπεται, κατ΄ αναλογία, ότι και σε περίπτωση προαγωγής από την ίδια ημερομηνία, σημασία αποκτά η ημερομηνία προαγωγής στον προηγούμενο βαθμό.
1. Προσφυγή αρ. 1209/07: Ο αιτητής Μάριος Αγγελίδης, προσβάλλει συνολικά 8 ενδιαφερόμενα μέρη, τους: Ζήνων Ζήνωνος, Λουκά Παναγιώτου, Γεώργιο Ορφανίδη, Κυριάκο Κυλίλη, Ξενοφών Παντελή, Αρτέμιο Τηλλύρη, Νίκο Νικολάου και Κωνσταντίνο Ξάνθου. Έναντι όλων ο αιτητής έχει αρχαιότητα. Προσελήφθη στις 19.5.80, με τελευταία ημερομηνία προαγωγής στη θέση του Επιθεωρητή Τεχνικού Προσωπικού την 1.7.99. Έναντι των Ζήνωνος, Παναγιώτου, Ορφανίδη, Κυλίλη και Παντελή, ο αιτητής έχει αρχαιότητα αναγόμενη στην προηγούμενη θέση εφόσον είχε προαχθεί στη θέση Τεχνικού Ι, από 1.4.90 έναντι 1.7.93, των ενδαφερομένων αυτών μερών. Άρα συνάγεται ότι η αρχαιότητα είναι της τάξης των 3 ετών και 4 μηνών. Έναντι των Ν. Νικολάου και Α. Τηλλύρη, η αρχαιότητα του ανάγεται σε 5 μήνες στην παρούσα θέση του Επιθεωρητή/Ανώτερου Τεχνικού στην οποία προήχθησαν την 1.1.2000, ενώ έναντι του Ξάνθου υπερτερεί κατά 2½ χρόνια, εφόσον αυτός προήχθη στη θέση του Ανώτερου Τεχνικού από 1.1.2002.
2. Προσφυγή αρ. 1216/07: Ο αιτητής Μάρκος Κωνσταντίνου προσελήφθη στους καθ΄ ων την 1.9.83 και προήχθη στη θέση του Ανώτερου Τεχνικού την 1.7.2000. Έχει αρχαιότητα έναντι του Κωνσταντίνου Ξάνθου κατά 18 μήνες, όχι όμως έναντι των άλλων δύο ενδιαφερομένων μερών Σωτήρη Λουκά και Ιωάννη Νικολάου που κατείχαν την τελευταία θέση από 1.4.96 και 1.7.99 αντίστοιχα.
3. Προσφυγή αρ. 1253/07: Ο αιτητής Χαράλαμπος Μιχαηλίδης προσελήφθη στις 19.5.80, προήχθη σε Επιθεωρητή την 1.11.1995 και είναι συνεπώς καταφανώς υπέρτερος σε αρχαιότητα έναντι όλων των ενδιαφερομένων μερών που προσβάλλει και συγκεκριμένα έναντι των Ι. Νικολάου, Ζήνωνος, Παναγιώτου, Ορφανίδη, Κυλίλη και Παντελή κατά 3 χρόνια και 7 μήνες, έναντι των Τηλλύρη και Ν. Νικολάου κατά 4 χρόνια και 2 μήνες, έναντι δε του Ξάνθου, κατά 6 χρόνια και 2 μήνες, με βάση τις αντίστοιχες τους προαγωγές.
4. Προσφυγή αρ. 1288/07: Ο αιτητής Γεώργιος Χατζηγεωργίου προσελήφθη στις 13.5.85 και κατέχει τη θέση του Ανώτερου Τεχνικού από 1.1.2000. Υπερτερεί σε αρχαιότητα κατά δύο χρόνια, μόνο έναντι του Κωνσταντίνου Ξάνθου που προήχθη στην ίδια θέση την 1.1.02, ενώ έπεται σε αρχαιότητα έναντι των υπόλοιπων ενδιαφερομένων μερών που προσβάλλει ήτοι των Ζ. Ζήνωνος, Γ. Ορφανίδη, Ι. Νικολάου, Α. Γρηγορίου και Σ. Λουκά.
5. Προσφυγή αρ. 1294/07: Ο αιτητής Κωνσταντίνος Τάλλης, προσελήφθη στις 19.5.80, κατέχει τη θέση Επιθεωρητή από 1.7.99 και έχει την ίδια αρχαιότητα με τα ενδιαφερόμενα μέρη Ζ. Ζήνωνος, Λ. Παναγιώτου, Γ. Ορφανίδη, Κ. Κυλίλη και Ξ. Παντελή στη θέση αυτή, αλλά υπερτερεί σε αρχαιότητα με αναφορά στην προηγούμενη θέση προαγωγής, αυτή του Τεχνικού Ι, κατά 3 χρόνια και 3 μήνες αφού προήχθη σ΄ αυτήν την 1.4.90, έναντι 1.7.93 των προαναφερθέντων. Έναντι των υπολοίπων ενδιαφερομένων μερών που προσβάλλει, δηλαδή, τους Αρτέμιο Τηλλύρη, Νίκο Νικολάου και Κωνσταντίνο Ξάνθου, υπερέχει σε αρχαιότητα στη θέση του Επιθεωρητή κατά 18 μήνες για τους δύο πρώτους και 2½ χρόνια για τον τρίτο.
6. Προσφυγή αρ. 1319/07: Ο αιτητής Γεώργιος Γεωργίου, προσελήφθη στις 13.5.85 και προήχθη στη θέση Ανώτερου Τεχνικού από 1.1.2000. Έχει αρχαιότητα μόνο έναντι του Κωνσταντίνου Ξάνθου κατά 2 χρόνια και όχι έναντι των υπολοίπων πέντε ενδιαφερομένων μερών που προσβάλλει, ήτοι, των Ζήνωνος, Ορφανίδη, Ι. Νικολάου, Γρηγορίου και Λουκά.
7. Προσφυγή αρ. 1347/07: Ο αιτητής Μιχάλης Κουρουφέξης προσελήφθη στις 19.5.80 και προήχθη στη θέση του Επιθεωρητή από 1.7.99. Έχει την αυτή αρχαιότητα στην παρούσα θέση με τα ενδιαφερόμενα μέρη Ζήνωνος, Παναγιώτου, Ορφανίδη, Κυλίλη και Παντελή, αλλά έχει αρχαιότητα έναντι τους στην προηγούμενη θέση προαγωγής ως Τεχνικός Ι, εφόσον προήχθηκε την 1.4.90, έναντι 1.7.93 των υπολοίπων. Έναντι δε των Α. Τηλλύρη, Ν. Νικολάου και Κ. Ξάνθου, έχει αρχαιότητα στην παρούσα θέση κατά 6 μήνες αναφορικά με τους δύο πρώτους αφού προήχθηκαν την 1.1.2000 και 2½ χρόνια έναντι του τελευταίου, ο οποίος προήχθη την 1.1.2002.
8. Προσφυγή αρ. 1377/07: Ο αιτητής Κωστάκης Παναγίδης προσελήφθη στις 13.5.85, προήχθη σε Ανώτερο Τεχνικό την 1.1.2000 και είναι επομένως ισοδύναμος σε αρχαιότητα με τον Νίκο Νικολάου, υστερεί δε έναντι των Ζ. Ζήνωνος, Λ. Παναγιώτου, Γ. Ορφανίδη, Α. Γρηγορίου, Σ. Λουκά και Ιωάννη Νικολάου και υπερτερεί κατά 2 χρόνια μόνο έναντι του Κωνσταντίνου Ξάνθου.
9. Προσφυγή αρ. 1411/07: Ο αιτητής Γεώργιος Παπαμιχαήλ, προσελήφθη στις 3.3.86 προσβάλλει δε μόνο την προαγωγή του Κωνσταντίνου Ξάνθου, έναντι του οποίου έχει 2 χρόνια αρχαιότητα στη θέση του Ανώτερου Τεχνικού.
10. Προσφυγή αρ. 1412/07: Ο αιτητής Ιωάννης Πετρίδης, προσελήφθη στις 3.3.86 προσβάλλει δε μόνο την προαγωγή του Κωνσταντίνου Ξάνθου, έναντι του οποίου έχει αρχαιότητα στη θέση του Ανώτερου Τεχνικού κατά 2 χρόνια.
Από όλη την πιο πάνω ανάλυση, καθίσταται πρόδηλο ότι ο παράγων «αρχαιότης», δεν λήφθηκε καθόλου υπόψη ή τουλάχιστον δεν συνεκτιμήθηκε κατά τρόπο εύγλωττο, διάφανο και αποκαλυπτικό της σκέψης του διορίζοντος οργάνου, ώστε να παρατηρείται στις υπό κρίση προαγωγές μια συνέπεια αρχής ως προς τα δεδομένα που σταθερά και για όλους τους υποψήφιους χρησιμοποιήθηκαν. Ορθή είναι η θέση της κας Καλλιγέρου για τους αιτητές που αντιπροσωπεύει, ότι δεν εξηγήθηκε «το νόμιμο της συγκεκριμένης επιλογής», έτσι ώστε να παρουσιάζεται το φαινόμενο να υπάρχουν ανάμεσα στα ενδιαφερόμενα μέρη «... και συστηθέντες και μη συστηθέντες, και υπερέχοντες σε αρχαιότητα και ακολουθούντες σε αρχαιότητα, σε έχοντες μεταπτυχιακό προσόν και μη έχοντες τέτοιο προσόν.».
Προκύπτει αβίαστα ότι η αιτιολογία που δόθηκε έπασχε θεμελιακά διότι δεν εξηγήθηκε πουθενά η συγκεκριμένη προτίμηση προς τα 11 ενδιαφερόμενα μέρη, αρκετά των οποίων υστερούσαν σε αρχαιότητα έναντι διαφόρων αιτητών, ως αναλυτικά καταγράφηκε πιο πάνω. Το ίδιο εμφανίζεται και ως προς τα προσόντα των αιτητών και των ενδιαφερομένων μερών. Θα ήταν υπέρμετρα επιβαρυντικό για την έκταση της παρούσας απόφασης, η συγκριτική καταγραφή των προσόντων ενός εκάστου. Ταυτόχρονα, θα ήταν και αχρείαστη γιατί οι καθ΄ ων, αλλά και το Συμβούλιο Προσωπικού και ο Ανώτατος Εκτελεστικός Διευθυντής, ουδέν ανέφεραν ώστε να δικαιολογήσουν την επιμέρους κρίση τους για την προαγωγή ενός εκάστου των ενδιαφερομένων μερών, υπό το φως των προσόντων αυτών, πέραν από γενικόλογες και τυποποιημένες φραστικές καταγραφές.
Ο κ. Χατζηϊωάννου κατά τις διευκρινίσεις ανέφερε ότι οι καθ΄ ων μελέτησαν τα ενώπιον τους στοιχεία, συμπεριλαμβανομένης και της «σύνοψης των πτυχιούχων» στο Παράρτημα 2 στην ένσταση όπου περιλαμβάνονται και τα ενδιαφερόμενα μέρη. Αυτό, κατά το συνήγορο, προσμέτρησε στην κρίση της «υπηρεσιακής καταλληλότητας» υπέρ των ενδιαφερομένων μερών, έναντι των αιτητών. Αυτή η θέση όμως ουδαμώς εξάγεται από τα ίδια τα πρακτικά, στα οποία και δεν καταγράφεται οποιαδήποτε σύγκριση ή προτίμηση κάποιου ενδιαφερομένου μέρους που ενώ, για παράδειγμα, έπεται σε αρχαιότητα ενός αιτητή, εν τούτοις έχει υπέρτερα προσόντα και εξ αυτών θεωρείτο, ίσως, καταλληλότερος για προαγωγή. Αλλά και η άλλη εισήγηση του συνηγόρου ότι «κατά τα άλλα ήσαν ισόβαθμοι στην αξία, στην επίδοση, απόδοση και στην αρχαιότητα και πείρα, ελάχιστες μικροδιαφορές υπήρχαν», επίσης δεν ευσταθεί. Όπως αναλύθηκε πριν, οι διαφορές σε αρχαιότητα ήταν της τάξης, κατά περίπτωση, των 2, 4 και ακόμη και 6 χρονών. Αρχαιότητα, που η νομολογία διαχρονικά αναγνωρίζει ότι επιφέρει μαζί της και υπέρτερη πείρα (Δημοκρατία ν. Πετρίδη (1991) 3 Α.Α.Δ. 731, 740, Δημοκρατία ν. Αντωνίου (2001) 3 Α.Α.Δ. 921, Μουρτζή ν. Δημοκρατία (2001) 3 Α.Α.Δ. 915). Στη δε Δημοκρατία ν. Αργυρούλλα Βασιλείου (1990) 3 Α.Α.Δ. 226, αναγνωρίστηκε ότι η αρχαιότητα πέραν της επαύξησης της ίδιας της αξίας ως απορρέουσας από τη μεγαλύτερη πείρα, δύναται να ισοζυγίσει και ελαφρώς καλύτερες εμπιστευτικές εκθέσεις, ενώ στη Χρύσω Νεοφύτου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1544/08, ημερ. 8.3.10, (απόφαση Νικολάτου, Δ.), κρίθηκε ότι χρειαζόταν να γίνει «ουσιαστική στάθμιση» της υπέρτερης αρχαιότητας της εκεί αιτήτριας, έστω και απομακρυσμένης χρονικά, έναντι της πολύ οριακής βαθμολογίας του ενδιαφερομένου μέρους. Εδώ, όλοι οι αιτητές και τα ενδιαφερόμενα μέρη ήταν ίσοι σε αξία, αλλά η πείρα αποτελεί στοιχείο υπέρ εκείνου που κατέχει και μεγαλύτερη αρχαιότητα, η δε συνεκτίμηση της, κατά τρόπο βέβαια συγκριτικό, ενέχει τη δική της αξία και σημασία.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, οι προσφυγές αποσυνενώνονται για σκοπούς έκδοσης απόφασης.
Έκαστη προσφυγή επιτυγχάνει με €1.500 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. έκαστη υπέρ του αντίστοιχου αιτητή και εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση. Καμιά διαταγή εξόδων ως προς τα αντίστοιχα ενδιαφερόμενα μέρη.
Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ