ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                (Υπόθεση Αρ. 91/2008)

14 Ιανουαρίου, 2010

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

1. ΑΝΝΑΣ Γ. ΜΑΡΑΓΚΟΥ

2. ΝΙΚΗΣ Γ. ΜΑΡΑΓΚΟΥ

3. ΜΑΡΙΑΣ Γ. ΜΑΡΑΓΚΟΥ

Αιτήτριες,

και

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ

1.     ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ

2.    ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

κ. Κ. Μαυραντώνης, για τις Αιτήτριες.

κ. Α. Μαππουρίδης, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:    Οι Αιτήτριες ήταν ιδιοκτήτριες των τεμαχίων 84 και 256 στην οδό Κινύρα στον Άγιο Ανδρέα στη Λευκωσία.  Στις 27.4.1990, δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, η Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης με αρ. 611, με την οποία γνωστοποιήθηκε ότι διάφορα τεμάχια, μεταξύ των οποίων και τα δύο πιο πάνω ακίνητα, στην ιδιοκτησία των Αιτητριών, ήταν «αναγκαία για τον ακόλουθο σκοπό δημόσιας ωφέλειας, δηλ. για τη στέγαση Κυβερνητικών υπηρεσιών και η απαλλοτρίωσή τους επιβάλλεται για τον πιο κάτω λόγο δηλ. για την ανέγερση νέων Κυβερνητικών Επαρχιακών Γραφείων Λευκωσίας».

 

Στις 15.2.1991 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης με αρ. 213, με το οποίο το Υπουργικό Συμβούλιο διέταξε την απαλλοτρίωση της ακίνητης ιδιοκτησίας που περιέχεται στο σχετικό Πίνακα της Γνωστοποίησης Απαλλοτρίωσης, εξαιρώντας  5 τεμάχια από το σύνολο των 15 τεμαχίων που περιλαμβάνονταν στον Πίνακα της Γνωστοποίησης. Σ' αυτά δεν περιλαμβάνονταν τα δύο τεμάχια των Αιτητριών.  Η απαλλοτριούσα αρχή ήταν το Υπουργείο Οικονομικών.

 

Παρόλο που ο αρχικός σκοπός της απαλλοτρίωσης, όπως δημοσιεύτηκε στη σχετική Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης, ήταν για την ανέγερση νέων Κυβερνητικών Επαρχιακών Γραφείων Λευκωσίας και οι τότε σχεδιασμοί προέβλεπαν την ανέγερση γραφείων του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λευκωσίας και του Επαρχιακού Γεωργικού Γραφείου Λευκωσίας (Α΄ Φάση του έργου), οι σχεδιασμοί αυτοί, δεν υλοποιήθηκαν ποτέ, λόγω αντιδράσεων αρκετών κατοίκων της περιοχής και άρνησης της Βουλής των Αντιπροσώπων να ψηφίσει το σχετικό κονδύλι   Έκτοτε η Βουλή, ομόφωνα καταψήφιζε κάθε χρόνο το κονδύλι που περιλαμβάνεται στον Προϋπολογισμό Αναπτύξεως για την υλοποίηση του έργου και το θέμα της ανέγερσης Κυβερνητικών Επαρχιακών Γραφείων παρέμεινε σε εκκρεμότητα.

 

Η ευρύτερη περιοχή των οδών Κινύρα και Χαράλαμπου Μούσκου στην ενορία Αγίου Ανδρέα στον Δήμο Λευκωσίας, στην οποία βρίσκονται τα δύο τεμάχια, εμπίπτει από την πρώτη δημοσίευση του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας την 1.12.1990, στο Πολυλειτουργικό Κέντρο της Περιοχής Δικαστηρίων, το οποίο γειτνιάζει άμεσα με τη Νεκρή Ζώνη και είναι ένα από τα Πολυλειτουργικά Κέντρα της πρωτεύουσας.  Με βάση το Τοπικό Σχέδιο Λευκωσίας, στην περιοχή καθορίζεται η χωροθέτηση χρήσεων μείζονος σημασίας, που έχουν ως στόχο να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην ανάπλαση και λειτουργία του Αστικού Κέντρου.  Η ευρύτερη περιοχή χαρακτηρίζεται από υφιστάμενες ή προγραμματιζόμενες δημόσιες χρήσεις, όπως το Ανώτατο Δικαστήριο, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, το νέο Αρχαιολογικό Μουσείο (στον χώρο του παλαιού Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας), τον Δημοτικό Κήπο Λευκωσίας, το Δημοτικό Θέατρο Λευκωσίας, το Παρασκευαϊδιο Μεταμοσχευτικό Κέντρο κ.α.

 

Τον Ιούνιο του 2001, μετά από υποβολή πρότασης από το Υπουργείο Εσωτερικών προς το Υπουργικό Συμβούλιο, το τελευταίο αποφάσισε ότι, «νοουμένου ότι δεν υπάρχει νομικό κώλυμα από την αρχική απαλλοτρίωση των τεμαχίων που αναφέρονται στην παράγραφο 3 της Πρότασης, να εγκρίνει κατ' αρχήν την αξιοποίησή τους για την ανέγερση των Κεντρικών Γραφείων του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως». Οι Καθ' ων η αίτηση θεωρούν ότι η ανέγερση Κεντρικών Γραφείων Πολεοδομίας, αντί Κυβερνητικών Επαρχιακών Γραφείων Λευκωσίας που προέβλεπε η αρχική γνωστοποίηση του 1990, δεν παρουσιάζει οποιοδήποτε πρόβλημα και ούτε συγκρούεται με το άρθρο 4 του Περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμου του 1962 (Ν.15/62).

 

Μετά την πιο πάνω Απόφαση, το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως, προέβη σε ενέργειες και σχεδιασμούς για τον καταρτισμό σχεδίων για την ανέγερση των νέων Κεντρικών του Γραφείων, επί των τεμαχίων που περιλαμβάνονται στο Διάταγμα Απαλλοτρίωσης.

 

 

Στο μεταξύ, μετά από φιλικό διακανονισμό των αποζημιώσεων,  περιήλθαν στην κυριότητα του κράτους, 4 από τα τεμάχια που περιλαμβάνονταν στο Διάταγμα απαλλοτρίωσης με αρ. 213, μεταξύ αυτών και τα δύο τεμάχια (αρ. 84 και 256) τα οποία ανήκαν στις Αιτήτριες, στις οποίες καταβλήθηκε το συνολικό ποσό των £302.000 τον Μάρτιο του 2003. 

 

Στη συνέχεια, οι  Αιτήτριες,  με επιστολή τους ημερομηνίας 6.10.2006, ζήτησαν την επιστροφή των οικοπέδων τους τα οποία περιλαμβάνονται στο Διάταγμα Απαλλοτρίωσης, για το λόγο ότι, έχει παρέλθει η προβλεπόμενη από το Νόμο χρονική περίοδος των 3 χρόνων και δεν έχει γίνει καμία ανάπτυξη, παρά τα 17 χρόνια που διέρρευσαν.

 

Ο Υπουργός Οικονομικών με επιστολή του προς τον Υπουργό Εσωτερικών ημερ. 9.7.2007, ζήτησε όπως διευκρινιστεί κατά πόσον το Υπουργείο Εσωτερικών, εξακολουθεί να θεωρεί τα τεμάχια της οικογένειας Μαραγκού ως αναγκαία για να διατηρηθούν ως κρατική ιδιοκτησία.

 

Ο Υπουργός  Εσωτερικών με επιστολή του με ημερομηνία 7.11.2007, πληροφόρησε το Υπουργείο Οικονομικών ότι, όλα τα τεμάχια συμπεριλαμβανομένων των τεμαχίων της οικογένειας Μαραγκού, είναι απαραίτητα για την επίτευξη των στόχων του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας.

 

Σημειώνεται ότι, η απόφαση για ανέγερση των Νέων Κεντρικών Γραφείων του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως στο συγκεκριμένο χώρο, προκάλεσε αντιδράσεις από αρκετούς από τους ιδιοκτήτες των τεμαχίων που περιλαμβάνονται στο Διάταγμα Απαλλοτρίωσης, οι οποίοι έχουν ζητήσει την ανάκληση του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης και επιστροφή της ακίνητης ιδιοκτησίας τους, επικαλούμενοι εγκατάλειψη του σκοπού της απαλλοτρίωσης καθώς και αλλαγή του σκοπού από μέρους της διοίκησης.  Οι ιδιοκτήτες των τεμαχίων με αρ. 265, 266, 267 και 268, έχουν καταχωρήσει στο Ανώτατο Δικαστήριο την Προσφυγή με αρ. 710/2007, και η ιδιοκτήτρια του τεμαχίου με αρ. 255 για το οποίο δημοσιεύτηκε Διάταγμα Επίταξης, καταχώρησε την Προσφυγή με αρ. 1422/2007. 

 

Επειδή οι Αιτήτριες δεν έλαβαν οποιαδήποτε απάντηση, θεωρούν ότι η διοίκηση αρνείται να τους επιστρέψει την περιουσία τους, γι' αυτό και με την παρούσα προσφυγή  προσβάλλουν την άρνηση της διοίκησης να επιστρέψουν την ιδιοκτησία τους, παρά το γεγονός  ότι μετά την πάροδο 17 ετών ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν έχει ακόμη εκτελεστεί.  Ο ευπαίδευτος  δικηγόρος των Αιτητριών  προώθησε τους πιο κάτω λόγους ακύρωσης:  (1) ότι η άρνηση της διοίκησης  αντίκειται στο Άρθρο 150(α) του Περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμου του 1962 (Ν. 15(1)/62), (2) ότι αντίκειται στο Άρθρο 23.5 του Συντάγματος και (3) ότι παραβιάζει το δικαστικό δεδικασμένο.

 

Το Άρθρο 23 του Συντάγματος κατοχυρώνει το δικαίωμα ιδιοκτησίας.  Στέρηση του δικαιώματος δεν μπορεί να γίνει εκτός και αν προβλέπεται από το ίδιο το Άρθρο.  Το εδάφιο (4) του Άρθρου 23, δίνει τη δυνατότητα στη Δημοκρατία να απαλλοτριώνει αναγκαστικά ακίνητη ιδιοκτησία για τους σκοπούς που προβλέπει το εδάφιο και με αποζημίωση του ιδιοκτήτη.  Περαιτέρω, το Άρθρο 23.5 προβλέπει ότι αν δεν καταστεί μέσα σε 3 χρόνια από της απαλλοτρίωσης, εφικτός ο σκοπός της, η απαλλοτριώσασα αρχή είναι υπόχρεη να προσφέρει την ιδιοκτησία, με την καταβολή της τιμής κτήσεως, στο πρόσωπο από το οποίο την απαλλοτρίωσε.

 

Το Άρθρο 23.5 έγινε αντικείμενο εξέτασης σε πολλές υποθέσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Στην υπόθεση Καλλικά ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 177, νομολογήθηκε ότι οι λέξεις «εάν εντός τριών ετών από της απαλλοτρίωσης δεν καταστεί εφικτός ο τοιούτος σκοπός», δεν εξυπακούεται ότι οι σκοποί της απαλλοτρίωσης θα πρέπει να πραγματοποιηθούν μέσα στην περίοδο των 3 χρόνων, αλλά ότι μπορεί να πραγματοποιηθούν.  Εξηγήθηκε με αναφορά στην Kaniklides v. Republic and Others 2 RSCC 49 ότι ο όρος «εφικτός» στο Άρθρο 23.5 «δεν ενέχει την έννοια του πραγματοποιηθείς, αλλά την δυνάμενου να πραγματοποιηθεί ή επιτευχθεί».  Επομένως, η μη υλοποίηση των σκοπών της απαλλοτρίωσης μέσα σε τριετή περίοδο που προβλέπεται, δεν καταδεικνύει αφεαυτής ότι ο σκοπός για τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση είναι ανέφικτος (βλ. Τσαγγαρίδη κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 ΑΑΔ 3392).

 

Στην υπόθεση Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέιτς Λτδ. (2006) 3 ΑΑΔ 166 η Πλήρης Ολομέλεια ανασκόπησε τη νομολογία αναφορικά με το Άρθρο 23.5 του Συντάγματος και ειδικά για τα όρια του εφικτού και ανέφικτου του σκοπού της απαλλοτρίωσης.  Διαφοροποιώντας την μέχρι τότε τάση της νομολογίας, τόνισε ότι η ορθή ερμηνεία του εδαφίου 5 του Άρθρου 23, θα πρέπει να συνάδει με το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της ιδιοκτησίας.  Όπως αναφέρθηκε:-

 

«.η έννοια του εφικτού να πραγματοποιηθεί έχει αναφορά όχι προς τις υποκειμενικές προθέσεις ή επιθυμίες της διοίκησης, αλλά προς τα αντικειμενικά δεδομένα του πράγματος που αφορούν τις ενέργειες της διοίκησης προς υλοποίηση του έργου.»

 

Η Πλήρης Ολομέλεια, συμμεριζόμενη της ανησυχίες του Νικολαΐδη, Δ. που εκφράστηκαν στην υπόθεση Συμεωνίδη ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 641/99, ημερ. 15.9.2000 για τον περιοριστικό τρόπο που η μέχρι τότε νομολογία ερμήνευσε την έννοια του εφικτού, εξήγησε:-

 

«..ότι η παραπομπή στο εφικτά υλοποιήσιμο του σκοπού της απαλλοτρίωσης αποκαθιστά την ορθή διατύπωση του συνταγματικού κριτηρίου η οποία συναρτά την εφαρμογή του Άρθρου 23.5 προς τη διαρκή υποχρέωση της διοίκησης να χρησιμοποιήσει το κτήμα για το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε και έτσι να καθιστά συνεχώς, και βεβαίως όχι μόνο μέσα στην περίοδο των τριών ετών από την απαλλοτρίωση, εφικτά πραγματοποιήσιμο το σκοπό αυτό. Το να τίθεται το ερώτημα με άλλους όρους, δηλαδή κατά πόσο ο σκοπός της απαλλοτρίωσης εγκατελείφθη ή δεν κατέστη ανέφικτος, δεν συνιστά απλώς αλλαγή έμφασης αλλά εμπεριέχει τον κίνδυνο να διολισθήσει η διερεύνηση από τα πραγματικά αντικειμενικά δεδομένα που διέπουν το εφικτά πραγματοποιήσιμο του σκοπού σε πεδίο όχι πολύ πέραν των υποκειμενικών διαθέσεων της διοίκησης με ανάλογες συνέπειες. Ως εκ της προκύπτουσας διαφοροποίησης του επιπέδου των απαιτούμενων ενεργειών της διοίκησης, στο αποτέλεσμα της όποιας συγκεκριμένης υπόθεσης. Το βάρος στον πρώην ιδιοκτήτη δεν είναι να αποδείξει ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης εγκατελείφθη ή δεν κατέστη ανέφικτος, αλλά ότι η διοίκηση δεν προέβη στις ενέργειες εκείνες που, αναλόγως βεβαίως της περίπτωσης, θα εκρίνοντο ευλόγως αναγκαίες προς υλοποίηση του έργου. Η σαφής ορολογία του Άρθρου 23.5 αντανακλά δεόντως την αντίληψη μας για την ουσιαστική διάσταση του όπως την έχουμε εκφράσει».

 

Στην προκειμένη περίπτωση, είναι φανερό από τα γεγονότα που είναι παραδεχτά, ότι η διοίκηση μετά από πάροδο 17 ολόκληρων χρόνων, δεν προέβη σ' εκείνες τις ενέργειες που υπό τις περιστάσεις θα ήταν ευλόγως αναμενόμενες και αναγκαίες, ώστε είτε να υλοποιήσει το έργο, είτε να το καταστήσει εφικτά υλοποιήσιμο μέσα σε εύλογο χρόνο.  Το μόνο ουσιαστικό που έγινε μέσα στην περίοδο των 17 χρόνων, ήταν «ενέργειες και σχεδιασμοί για τον καταρτισμό σχεδίων»[1], που δεν συνιστούν βέβαια  ούτε σχέδια ούτε έργα προς υλοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού.  Αντίθετα, η διοίκηση για αρκετό καιρό δεν ήταν βέβαιη πως θα αξιοποιούσε τα επίδικα κτήματα.  Γι' αυτό και το Υπουργικό Συμβούλιο μόλις στις 19.6.2007  έδωσε την έγκριση του για ανέγερση γραφείων του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως αντί των Επαρχιακών Γραφείων Κτηματολογίου και Επαρχιακών Γραφείων Γεωργίας, που είχαν αρχικά προγραμματιστεί και δημοσιευθεί.  Ακόμα και ο ίδιος ο κ. Μαππουρίδης δέχθηκε στην αγόρευση του ότι δεν έγιναν συγκεκριμένα έργα για υλοποίηση του σκοπού, αλλά μόνο σχεδιασμοί για διασύνδεση των τεμαχίων με μελλοντικούς προγραμματισμούς και προεκτάσεις κτιρίων που ήδη ανεγείρονταν, κάτι βεβαίως που δεν μπορεί να ικανοποιήσει τα πιο αυστηρά κριτήρια που έθεσε η υπόθεση Ευθυμιάδης, ανωτέρω.

 

Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι, αντικειμενικά κρίνοντας τα δεδομένα, η διοίκηση δεν προέβη στις αναγκαίες ενέργειες για υλοποίηση του έργου μέσα σε εύλογο χρόνο.  Επομένως, η άρνηση της διοίκησης να επιστρέψει τα κτήματα στις Αιτήτριες, κρίνεται παράνομη και θα πρέπει να ακυρωθεί.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει με €1300 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, υπέρ των Αιτητριών.  Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται και παν παραληφθέν, δέον όπως εκτελεστεί σύμφωνα με το Άρθρο 23.5 του Συντάγματος.   

 

 

(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΑΙ

 



[1] Βλ. παράγραφο 8 της γραπτής Ένστασης των καθ' ων η αίτηση, στην Προσφυγή.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο