ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 4 ΑΑΔ 1108
11 Δεκεμβρίου, 2009
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΠΑΚΙΩΤΗΣ ΚΑΙ ΠΑΠΑΕΛΛΗΝΑΣ ΛΤΔ.,
Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΥΓΕΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1239/2007)
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Παραπομπή προδικαστικού ερωτήματος στο Δ.Ε.Κ. ― Προϋποθέσεις από την νομολογία και έλεγχος της πλήρωσής τους στην κριθείσα περίπτωση ― Η αίτηση για παραπομπή απορρίφθηκε ― Περιστάσεις.
Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο ― Παραπομπή προδικαστικού ερωτήματος στο Δ.Ε.Κ. ― Όροι και περιεχόμενο ― Δεν επληρούντο στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις και συνέπειες.
Οι αιτητές, με ενδιάμεση αίτησή τους, ζήτησαν την παραπομπή συγκεκριμένου προδικαστικού ερωτήματος, στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Δ.Ε.Κ.).
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την αίτηση, αποφάσισε ότι:
1. Το Άρθρο 234 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας παρέχει στο Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Δ.Ε.Κ.) την εξουσία να ερμηνεύει τη Συνθήκη, δεν του παρέχει όμως ειδικά την εξουσία να εφαρμόζει τη Συνθήκη στα γεγονότα μιας συγκεκριμένης υπόθεσης. Το Δ.Ε.Κ. αποφαίνεται επί θεμάτων ερμηνείας και εγκυρότητας του Κοινοτικού Δικαίου και όχι εθνικού δικαίου ή της συμβατότητας του τελευταίου με το πρώτο. Τα θέματα αυτά αποφασίζονται από τα εθνικά δικαστήρια και τα ερωτηματικά που πηγάζουν από τα εν λόγω θέματα απαντώνται από τα εθνικά δικαστήρια. Χρήσιμη περίληψη των λόγων που δικαιολογούν παραπομπή προδικαστικού ερωτήματος στο Δ.Ε.Κ. περιέχεται στην απόφαση του Δικαστή MacPherson στην υπόθεση R. v. H.M. Treasury, ex parte Daily Mail and General Trust plc. (1987) C.M.L.R. (2), p. 1, 4.
2. Το ερώτημα στην παρούσα περίπτωση αφορά καθαρά τη συμβατότητα της εθνικής νομοθεσίας με το Κοινοτικό Δίκαιο. Εκείνο για το οποίο οι αιτητές ζητούν από το Δ.Ε.Κ. να γνωματεύσει είναι στην ουσία κατά πόσο η Κυπριακή Δημοκρατία συμμορφώθηκε ή όχι με τις υποχρεώσεις της ως κράτος μέλος να μεταφέρει στην εθνική νομοθεσία τις Οδηγίες 2001/83/ΕΚ και 2004/27/ΕΚ. Κατά συνέπεια το αίτημα θα πρέπει να απορριφθεί.
3. Το αίτημα δεν μπορεί να πετύχει και για ακόμα ένα λόγο. Για να παραπεμφθεί ένα προδικαστικό ερώτημα θα πρέπει, μεταξύ άλλων, η απόφαση του Δ.Ε.Κ. επί του ερωτήματος να είναι αναγκαία για την έκδοση απόφασης στην υπό εκδίκαση υπόθεση. Η παραπομπή του επίμαχου ερωτήματος σ' αυτό το στάδιο, όχι μόνο κρίνεται μη αναγκαία για σκοπούς έκδοσης απόφασης, αλλά κρίνεται και πρόωρη.
4. Σαν αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, η αίτηση για προδικαστική παραπομπή του συγκεκριμένου ερωτήματος στο Δ.Ε.Κ. απορρίπτεται, με έξοδα όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή, θα καταβληθούν όμως στο τέλος της υπόθεσης, υπέρ των καθ' ων η αίτηση.
Η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Rheinm űhlen-Dusseldorf v. EVGF [1974] ECR 33,
Duringello v. INPS, Case C-186/90,
Annunziatta Matteucci v. Communauté Française de Belgique [1988] C.M.L.R. 357,
R. v. H.M. Treasury, ex parte Daily Mail and General Trust plc. [1987] C.M.L.R. (2), p. 1.
Αίτηση.
Αχ. Δημητριάδης, για την Αιτήτρια.
Αχ. Αιμιλιανίδης, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Ουδεμία εμφάνιση, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Cur. adv. vult.
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με την πιο πάνω προσφυγή η αιτήτρια εταιρεία επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης των Φαρμακευτικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Υγείας ημερομηνίας 20/6/2007, με την οποία η προσφορά για την προμήθεια του φαρμακευτικού σκευάσματος γνωστού σαν Lamotrigine κατακυρώθηκε στο ενδιαφερόμενο μέρος και όχι στην αιτήτρια. Σημειώνεται ότι η αιτήτρια εταιρεία ασχολείται με την εισαγωγή και εμπορία στην Κύπρο φαρμακευτικών σκευασμάτων, μεταξύ των οποίων και το Lamotrigine.
Μεταξύ άλλων λόγων ακύρωσης, η αιτήτρια προβάλλει και το λόγο ότι η επίδικη απόφαση παραβιάζει το Κοινοτικό Δίκαιο και ειδικότερα την Οδηγία 2004/27/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 31/3/2004 για την τροποποίηση της Οδηγίας 2001/83/ΕΚ περί Κοινοτικού Κώδικος για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση. Συναφής με το συγκεκριμένο λόγο ακύρωσης είναι και ο λόγος που επίσης επικαλείται η αιτήτρια ότι, στην υπό κρίση περίπτωση, ο περί Φαρμάκων Ανθρώπινης Χρήσης (Έλεγχος Ποιότητας, Προμήθειας και Τιμών) Νόμος 70(Ι)/2001 έτυχε εσφαλμένης ερμηνείας και/ή εφαρμογής. Για να γίνουν κατανοητές οι θέσεις της αιτήτριας σε σχέση με τους συγκεκριμένους δύο λόγους ακύρωσης, θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω αυτούσιο το Αρθρο 63(2) της Οδηγίας 2004/27/ΕΚ, όπως και τo Αρθρo 36(6) του Νόμου 70(Ι)/2001:
Άρθρο 63(2) της Οδηγίας 2004/27/ΕΚ:
"63(2). Το φύλλο οδηγιών πρέπει να συντάσσεται και να σχεδιάζεται κατά τρόπον ώστε να είναι σαφές και κατανοήσιμο, επιτρέποντας στο χρήστη να ενεργεί δεόντως, εάν χρειάζεται με τη βοήθεια επαγγελματιών του τομέα της υγείας. Το φύλλο οδηγιών πρέπει να είναι ευανάγνωστο στην επίσημη ή στις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους στην αγορά του οποίου κυκλοφορεί το φάρμακο.
Το πρώτο εδάφιο δεν εμποδίζει την εκτύπωση του φύλλου οδηγιών σε πλείονες γλώσσες, εφόσον οι πληροφορίες που παρέχονται σε όλες τις γλώσσες είναι οι ίδιες."
Άρθρο 36(6) του Νόμου 70(Ι)/2001:
"(6) Με την επιφύλαξη των διατάξεων των εδαφίων (6) και (7) του Αρθρου 38, το φύλλο οδηγιών πρέπει να συντάσσεται με σαφείς και κατανοητούς για τους ασθενείς όρους, στην Ελληνική γλώσσα και να είναι ευανάγνωστο:
Νοείται ότι, η διάταξη αυτή δεν εμποδίζει τη σύνταξη των οδηγιών σε περισσότερες γλώσσες, υπό την προϋπόθεση ότι σε όλες τις χρησιμοποιούμενες γλώσσες αναφέρονται οι ίδιες πληροφορίες."
Θεωρώ επίσης σκόπιμο να παραθέσω, στο βαθμό και την έκταση που μας ενδιαφέρει για σκοπούς της παρούσας απόφασης και τις σχετικές πρόνοιες του Αρθρου 38(6) του Νόμου 70(Ι)/2001:
"(6) Το Συμβούλιο Φαρμάκων δύναται, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να εξαιρεί ή να απαλλάσσει από την υποχρέωση αναγραφής στην Ελληνική γλώσσα μερικών ή όλων των στοιχείων της επισήμανσης ή του φύλλου οδηγιών που απαριθμούνται στα Αρθρα 35 και 36 νοουμένου ότι -
(α) ................................
(β) ................................
(γ) δεν κυκλοφορεί στην αγορά αντίστοιχο φαρμακευτικό προϊόν που πληροί τις απαιτήσεις της επισήμανσης και του φύλλου οδηγιών, όσον αφορά τη γλώσσα,
και συντρέχει μια από τις παρακάτω προϋποθέσεις:
(αα) το φαρμακευτικό προϊόν συνοδεύεται από φύλλο οδηγιών, που περιλαμβάνει τις οδηγίες στην Ελληνική γλώσσα, και είτε περιέχεται μέσα στην εξωτερική συσκευασία είτε είναι επικολλημένο εξωτερικά στην εξωτερική συσκευασία είτε παραδίδεται ξεχωριστά στο φαρμακοποιό, ή
(ββ) .............................."
Στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης του ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας ζήτησε και την παραπομπή στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Δ.Ε.Κ.) συγκεκριμένου ερωτήματος. Με οδηγίες του Δικαστηρίου το αίτημα υποβλήθηκε γραπτώς με την παρούσα αίτηση. Το ερώτημα όπως έχει διαμορφωθεί στα πλαίσια της επιχειρηματολογίας προς υποστήριξη της παρούσας αίτησης, του ευπαίδευτου συνήγορου της αιτήτριας έχει ως εξής:
"Σε ποιο βαθμό η χρήση της αγγλικής γλώσσας (η οποία δεν είναι επίσημη γλώσσα της Κυπριακής Δημοκρατίας) στους ειδικούς όρους 8 και 10 των προσφορών και στο Άρθρο 36(6) του περί Φαρμάκων Ανθρώπινης Χρήσης (Έλεγχος Ποιότητας, Προμήθειας και Τιμών) Νόμου του 2001 (70(Ι)/2001), συνιστά παράλειψη του καθ'ου η αίτηση 1 να λάβει υπόψη τις πρόνοιες του ευρωπαϊκού κεκτημένου και των σχετικών Ευρωπαϊκών Οδηγιών, και, χωρίς επηρεασμό της γενικότητας των προαναφερομένων, είναι αντίθετη με τις πρόνοιες της Οδηγίας 201/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6/11/2001, περί Κοινοτικού Κώδικος για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση, και ειδικά το Αρθρο 63, και τις πρόνοιες της Οδηγίας 204/27/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31/3/2004 για την τροποποίηση της Οδηγίας 201/83/ΕΚ περί Κοινοτικού Κώδικος για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση."
Για σκοπούς πληρότητας των αιτημάτων της αιτήτριας σημειώνω ότι με την αίτηση της η αιτήτρια ζητά επίσης την παραπομπή οποιουδήποτε άλλου ερωτήματος ή προδικαστικού θέματος «ήθελε το σεβαστό Δικαστήριο αποφασίσει».
Η αίτηση εδράζεται στο Αρθρο 234 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Η αναφορά στο νομικό υπόβαθρο της αίτησης σε Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, προφανώς είναι δακτυλογραφικό λάθος και σαν τέτοιο θα αγνοηθεί.
Τα γεγονότα επί των οποίων εδράζεται το αίτημα, όπως αυτά εκτίθενται στο κύριο σώμα της αίτησης, έχουν ως εξής:
"(α) Το ζήτημα άπτεται της ευρωπαϊκής έννομης τάξης γενικά και χωρίς επηρεασμό του προαναφερθέντος της εφαρμογής της Οδηγίας 204/27/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 31/3/2004 για την τροποποίηση της Οδηγίας 201/83/ΕΚ περί Κοινοτικού Κώδικος για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση γενικά και του Αρθρου 63 ειδικά.
(β) Απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση απόφασης σχετικά με τις αιτήσεις αυτές."
Η αίτηση αντιμετώπισε την ένσταση της άλλης πλευράς. Συνοψίζω τους λόγους ένστασης: Το ερώτημα δεν αφορά σε ερμηνεία του Κοινοτικού Δικαίου, ούτε και η παραπομπή του ερωτήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της απόφασης επί της ουσίας της προσφυγής. Ο λόγος ακύρωσης με τον οποίο σχετίζεται το προτεινόμενο για παραπομπή ερώτημα, προβάλλεται χωρίς έννομο συμφέρον από πλευράς της αιτήτριας και συνεπώς το αίτημα είναι πρόωρο.
Στις εμπεριστατωμένες αγορεύσεις τους και οι δύο συνήγοροι παρέπεμψαν σε νομολογία όσο και σε σχετικά συγγράμματα.
Το Αρθρο 234 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας παρέχει στο Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Δ.Ε.Κ.) την εξουσία να ερμηνεύει τη Συνθήκη, δεν του παρέχει όμως ειδικά την εξουσία να εφαρμόζει τη Συνθήκη στα γεγονότα μιας συγκεκριμένης υπόθεσης. Το εν λόγω άρθρο δεν παραθέτει το πλαίσιο διαδικασίας έφεσης, ούτε και το Δ.Ε.Κ. ενεργεί σαν Εφετείο από αποφάσεις εθνικών δικαστηρίων. Η λειτουργία του Άρθρου 234 είναι "essential for the preservation of the Community character of law established by the Treaty and has the object of ensuring that in all circumstances this law is the same in all States of the Community" (είναι αναγκαία για τη διατήρηση του Κοινοτικού χαρακτήρα του νόμου που καθιδρύεται από τη Συνθήκη και έχει στόχο να διασφαλίσει ότι σε όλες τις περιστάσεις ο νόμος αυτός είναι ο ίδιος σε όλα τα Κράτη Μέλη της Κοινότητας) (Υπόθεση 166/73, Rheinm űhlen-Dusseldorf v. EVGF, [1974] ECR 33).
Το Δ.Ε.Κ. αποφαίνεται επί θεμάτων ερμηνείας και εγκυρότητας του Κοινοτικού Δικαίου και όχι εθνικού δικαίου ή της συμβατότητας του τελευταίου με το πρώτο. Τα θέματα αυτά αποφασίζονται από τα εθνικά δικαστήρια και τα ερωτηματικά που πηγάζουν από τα εν λόγω θέματα απαντώνται από τα εθνικά δικαστήρια. Με άλλα λόγια, το Δ.Ε.Κ. αποφαίνεται επί νομικών θεμάτων/ζητημάτων και δεν εφαρμόζει το νόμο επί των γεγονότων της υπόθεσης που είναι ενώπιόν του (Duringello v. INPS, Case C-186/90). Θα πρέπει βέβαια να λεχθεί ότι ο διαχωρισμός μεταξύ νομικών θεμάτων και γεγονότων δεν είναι πάντα εύκολος. Γι' αυτό δεν είναι άγνωστες οι περιπτώσεις όπου η διατύπωση μιας απόφασης του Δ.Ε.Κ. ελάχιστη ή καμιά διακριτική ευχέρεια αφήνει στα εθνικά δικαστήρια ως προς το πώς θα εφαρμόσουν την απόφαση στα γεγονότα της υπόθεσης που είναι ενώπιόν τους. (Υπόθεση 235/87, Annunziatta Matteucci v. Communauté Française de Belgique, [1988] CMLR 357). Χρήσιμη περίληψη των λόγων που δικαιολογούν παραπομπή προδικαστικού ερωτήματος στο Δ.Ε.Κ. περιέχεται στο πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Δικαστή MacPherson στην υπόθεση R. v. H.M. Treasury, ex parte Daily Mail and General Trust plc. [1987] C.M.L.R. (2), p. 1, 4:
"I do not refer the case simply because a serious point of Community law arises, but I do so for the following reasons:
1. The relevant facts are not in dispute. The case before me in its written form and the documents before me set out the facts which are substantially, if not wholly, agreed.
2. The point raised will in my judgment be substantially determinative of the case.
3. There is no Community authority precisely or indeed in my judgment closely in point.
4. The point raised and indeed the case itself are both put forward in good faith and without any adverse motive ...
5. I am convinced that at some stage in its life the case will be or will have to be referred to Europe.
6. I do not find the point free from doubt."
Σε μετάφραση,
"Δεν παραπέμπω την υπόθεση απλά γιατί σοβαρό σημείο του Κοινοτικού Δικαίου εγείρεται, αλλά την παραπέμπω για τους πιο κάτω λόγους:
1. Τα σχετικά γεγονότα δεν τελούν υπό αμφισβήτηση. Η υπόθεση ενώπιόν μου στην έγγραφη μορφή της και τα ενώπιόν μου έγγραφα παραθέτουν τα γεγονότα τα οποία, αν όχι στην ολότητά τους, στην ουσία είναι συμφωνημένα.
2. Το νομικό σημείο που ηγέρθη, κατά την κρίση μου, θα είναι καθοριστικό για την επίλυση τελεσίδικα της επίδικης διαφοράς.
3. Δεν υπάρχει Κοινοτική αυθεντία ακριβώς στο σημείο ή πραγματικά κατά την κρίση μου, παραπλήσια του.
4. Το εγερθέν σημείο και πραγματικά αυτή η ίδια η υπόθεση προβάλλονται και τα δύο καλόπιστα και χωρίς υστερόβουλο κίνητρο.
5. Είμαι πεπεισμένος ότι σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας η υπόθεση θα παραπεμφθεί ή θα πρέπει να παραπεμφθεί στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
6. Δεν βρίσκω ότι το σημείο είναι απαλλαγμένο αμφιβολίας."
Επανερχόμενος στην υπό κρίση περίπτωση παρατηρώ τα εξής. Μια απλή ανάγνωση του ερωτήματος, αντικείμενο του αιτήματος για παραπομπή, είναι πιστεύω αρκετή για να καταδείξει ότι το ερώτημα δεν αφορά σε ερμηνεία του Κοινοτικού Δικαίου έτσι ώστε να προκύπτει ζήτημα κατά πόσο επιβάλλεται ή όχι η παραπομπή του στο Δ.Ε.Κ. Το ερώτημα αφορά καθαρά τη συμβατότητα της εθνικής νομοθεσίας με το Κοινοτικό Δίκαιο. Επομένως η εισήγηση των ευπαιδεύτων συνηγόρων των καθ'ων η αίτηση ότι εκείνο για το οποίο οι αιτητές ζητούν από το Δ.Ε.Κ. να γνωματεύσει είναι στην ουσία κατά πόσο η Κυπριακή Δημοκρατία συμμορφώθηκε ή όχι με τις υποχρεώσεις της ως κράτος μέλος να μεταφέρει στην εθνική νομοθεσία τις Οδηγίες 2001/83/ΕΚ και 2004/27/ΕΚ, με βρίσκει σύμφωνο. Κατά συνέπεια το αίτημα θα πρέπει να απορριφθεί.
Το αίτημα δεν μπορεί να πετύχει και για ακόμα ένα λόγο. Όπως έχω ήδη επισημάνει για να παραπεμφθεί ένα προδικαστικό ερώτημα θα πρέπει, μεταξύ άλλων, η απόφαση του Δ.Ε.Κ. επί του ερωτήματος να είναι αναγκαία για την έκδοση απόφασης στην υπό εκδίκαση υπόθεση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, της παρούσας προσφυγής. Κοντολογίς, το αποτέλεσμα της παρούσας προσφυγής θα πρέπει να εξαρτάται από την απόφαση του Δ.Ε.Κ. στο συγκεκριμένο ερώτημα. Επίσης κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας αν θα παραπέμψει ή όχι το θέμα για γνωμοδότηση στο Δ.Ε.Κ., το εθνικό δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και το κατά πόσο μπορεί με βεβαιότητα να αποφασίσει το ίδιο το εγειρόμενο θέμα.
Στην υπό κρίση προσφυγή οι καθ'ων η αίτηση, μεταξύ άλλων, υποστηρίζουν ότι οι αιτητές στερούνται έννομου συμφέροντος και συνεπώς η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί στο προδικαστικό στάδιο χωρίς να εξεταστεί η ουσία της. Συγκεκριμένα ισχυρίζονται ότι ενόψει της συμπεριφοράς των αιτητών στην παρούσα περίπτωση, τυγχάνει εφαρμογής το δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας (approbation και reprobation), το οποίο υπενθυμίζω ότι σε περίπτωση εφαρμογής του, επενεργεί ανασταλτικά στην επιδίωξη των αιτητών για μηδενισμό της διαδικασίας την οποία προηγουμένως είχαν επιδοκιμάσει. Κατά συνέπεια, σε περίπτωση που η συγκεκριμένη προδικαστική ένσταση των καθ' ων η αίτηση πετύχει, τότε η προσφυγή αναπόφευκτα θα απορριφθεί ανεξάρτητα από την απάντηση που ενδεχόμενα το Δ.Ε.Κ. θα έδινε στο συγκεκριμένο ερώτημα. Επομένως, η παραπομπή του επίμαχου ερωτήματος σ' αυτό το στάδιο, όχι μόνο κρίνεται μη αναγκαία για σκοπούς έκδοσης απόφασης, αλλά κρίνεται και πρόωρη.
Σαν αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, η αίτηση για προδικαστική παραπομπή του συγκεκριμένου ερωτήματος στο Δ.Ε.Κ. απορρίπτεται, με έξοδα όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή, θα καταβληθούν όμως στο τέλος της υπόθεσης, υπέρ των καθ' ων η αίτηση.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.