ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 4 ΑΑΔ 628
7 Σεπτεμβρίου, 2009
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΟΔΥΣΣΕΩΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1291/2007)
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Κριτήρια ― Ειδικά το προσόν πλεονέκτημα και η απαίτηση ειδικής αιτιολόγησης της παράκαμψης του ― Η αριθμητική αποτίμηση του πλεονεκτήματος, παραβίαζε την σχετική νομολογία στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.
Ο αιτητής προσέφυγε κατά της αναδρομικής (μετά από δύο διαδοχικές επανεξετάσεις) επιλογής του ενδιαφερόμενου μέρους, για την πλήρωση της επίδικης θέσης του Επιμετρητή Ποσοτήτων.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
Ο χειρισμός στην προκειμένη περίπτωση πράγματι οδήγησε σε ανεπίτρεπτη υποβάθμιση του πλεονεκτήματος, όταν κατά πάγια νομολογία η κατοχή πλεονεκτήματος προσδίδει προβάδισμα, που μόνο με ειδική αιτιολογία είναι δυνατό να παρακαμφθεί. Δεν είναι επιτρεπτή η εκ των υστέρων αιτιολόγηση με τις αγορεύσεις. Περαιτέρω, η παρούσα υπόθεση κρίνεται υπό το δεδομένο της ορισμένης πρόνοιας του Σχεδίου Υπηρεσίας και δεν είναι θέμα της παρούσας οτιδήποτε που θα ήταν δυνατό να αναφέρεται στις δυνατότητες περίληψης τέτοιας πρόνοιας στο Σχέδιο Υπηρεσίας. Αφού δεν είναι δυνατό να γίνουν υποθέσεις αναφορικά με το ποια θα ήταν η κρίση, χωρίς το συνυπολογισμό των αποτελεσμάτων του πλημμελούς χειρισμού, στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας.
Η προσφυγή επέτυχε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Οδυσσέως ν. Δημοκρατίας (2003) 4 A.A.Δ. 1134,
Δημοκρατία ν. Θεοδώρου κ.ά. (2008) 3 Α.Α.Δ. 149,
Παρέλλης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 4(Β) Α.Α.Δ. 1432,
Πάντης ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντος (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 1089.
Προσφυγή.
Α. Κωνσταντίνου, για τον Αιτητή.
Μ. Σπηλιωτοπούλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Kαθ' ων η αίτηση.
Χρ. Κληρίδης για το Eνδιαφερόμενο Μέρος Ε. Ιωαννίδου.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Προσβάλλεται η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.), ημερομηνίας 10.7.07, με την οποία διορίστηκε η Ε. Ιωαννίδου (η ενδιαφερόμενη) στη μόνιμη θέση Υπολογιστή Ποσοτήτων (που μετονομάστηκε τώρα σε Επιμετρητή Ποσοτήτων), στο Τμήμα Δημοσίων Έργων, αναδρομικά από τις 15.10.02. Πρόκειται για τη δεύτερη επανεξέταση του θέματος. Η αρχική απόφαση, ημερομηνίας 27.8.02, ακυρώθηκε επειδή, όπως κρίθηκε, ήταν παράνομη η συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. (Bλ. Οδυσσέως v. Δημοκρατίας (2003) 4 Α.Α.Δ. 1134.) Η δεύτερη απόφαση, ημερομηνίας 12.5.05, ακυρώθηκε γιατί η Συμβουλευτική Επιτροπή, όπως επανασυστάθηκε, έλαβε υπόψη και τις εντυπώσεις από τις προφορικές εξετάσεις τις οποίες υπό παράνομη συγκρότηση διεξήγαγε η Συμβουλευτική Επιτροπή κατά την αρχική διαδικασία. Κατά τη δεύτερη επανεξέταση, η Συμβουλευτική Επιτροπή, όπως και πάλιν επανασυστάθηκε, προχώρησε στη βάση των ακόλουθων:
(α) Τα αποτελέσματα των γραπτών εξετάσεων που είχαν εξ αρχής διεξαχθεί θα παρέμεναν ως στοιχεία κρίσης.
(β) Θα διεξαγόταν νέα προφορική εξέταση.
(γ) Η βαρύτητα των δυο εξετάσεων και του πλεονεκτήματος που πρόβλεπε το σχέδιο υπηρεσίας*, θα εξακολουθούσε να διέπεται από την αριθμητική αποτίμηση που έκαμε η προηγούμενη Συμβουλευτική Επιτροπή. Αυτή η αποτίμηση κάλυπτε τις γραπτές εξετάσεις, τις προφορικές εξετάσεις και το πλεονέκτημα. Στις γραπτές θα διδόταν ποσοστό μέχρι 60%, στις προφορικές μέχρι 36% και στο πλεονέκτημα μέχρι 4%, σύνολο 100%.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή διεξήγαγε προφορικές εξετάσεις και, κατά το αποτέλεσμά τους, δόθηκαν στην ενδιαφερόμενη το 34% και στον αιτητή το 26% από το σύνολο του 36%. Στις γραπτές εξετάσεις δόθηκαν στην ενδιαφερόμενη το 32,80% ενώ στον αιτητή το 32,33 από το 60%. Τελικά, στον αιτητή, που ήταν ο μόνος που κατείχε το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας, δόθηκε το προβλεπόμενο επιπρόσθετο 4%. Επομένως, η συνολική βαθμολογία της ενδιαφερομένης ήταν 66,80% και του αιτητή 62,33%. Σ' αυτή τη βάση η Συμβουλευτική Επιτροπή αξιολόγησε τελικά την ενδιαφερόμενη ως εξαίρετη και τον αιτητή ως σχεδόν εξαίρετο.
Η Ε.Δ.Υ. αναφέρθηκε σ' αυτά τα δεδομένα. Επιπλέον, στα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης που διεξάχθηκε κατά την προηγηθείσα επανεξέταση, όπως αυτά καταγράφονται στα πρακτικά της 12.5.05. Σύμφωνα με τα οποία η απόδοση της ενδιαφερομένης αποτιμήθηκε, κατά πλειοψηφία, ως εξαίρετη και του αιτητή ως πολύ καλή. Παραθέτω το σκεπτικό της πλειοψηφίας της Ε.Δ.Υ., στην οποία γίνεται αναφορά και σε νομολογία αναφορικά με τη δυνατότητα παραγνώρισης του πλεονεκτήματος στη βάση των εντυπώσεων από προφορική εξέταση, στη βάση της οποίας κατέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση:
«Επιλέγοντας την Ιωαννίδου Έλενα, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι αυτή αξιολογήθηκε ως Εξαίρετη τόσο από την πλειοψηφία κατά την ενώπιον της Επιτροπής προφορική εξέταση όσο και από τη Συμβουλευτική Επιτροπή στην τελική αξιολόγηση, αφού εξασφάλισε την υψηλότερη βαθμολογία από όλους τους υποψηφίους (66,8%).
Η πλειοψηφία της Επιτροπής, επιλέγοντας την Ιωαννίδου, δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι ο υποψήφιος Οδυσσέως Οδυσσέας διαθέτει το προβλεπόμενο υπό του Σχεδίου Υπηρεσίας πλεονέκτημα ενώ αυτή όχι. Λαμβάνοντας όμως υπόψη ότι η επιλεγείσα έχει αξιολογηθεί σε υψηλότερο από αυτόν επίπεδο τόσο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή κατά την τελική αξιολόγησή της στην οποία αξιολογήθηκε ως Εξαίρετη εξασφαλίζοντας βαθμολογία 66,8%, ενώ ο Οδυσσέως ως Σχεδόν εξαίρετος εξασφαλίζοντας βαθμολογία 62,33% (βαθμολογία στην οποία είχε συνυπολογιστεί και η κατοχή του πλεονεκτήματος), όσο και από την πλειοψηφία της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, κατά την οποία η Ιωαννίδου αξιολογήθηκε ως Εξαίρετη, ενώ ο Οδυσσέως ως Πολύ καλός, έκρινε ότι η κατοχή του πλεονεκτήματος από μόνη της δεν μπορεί να υπερακοντίσει τη γενική υπεροχή της επιλεγείσας.
Η πλειοψηφία της Επιτροπής κατέληξε στην πιο πάνω απόφαση καθοδηγούμενη και από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου».
Ο αιτητής δεν βάλλει κατά της δυνατότητας προκαθορισμού της βαρύτητας των διαφόρων στοιχείων κρίσης, όσο και αν δεν ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο η συναφής θεσμοθετημένη δυνατότητα που εισήγαγε ο περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμος του 2006, Ν. 96(Ι)/06 που τροποποίησε το Ν. 1/90. Το επιχείρημά του σε σχέση με τον καθορισμό αυτής της βαρύτητας, αφορά στο ποσοστό του 4% που προβλέφθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή για το πλεονέκτημα, σε συσχετισμό προς τη βαρύτητα που προβλέφθηκε για τις εξετάσεις. Είναι βάσιμο το επιχείρημα. Ο χειρισμός πράγματι οδήγησε σε ανεπίτρεπτη υποβάθμιση του πλεονεκτήματος, όταν κατά την πάγια νομολογία μας, η κατοχή πλεονεκτήματος προσδίδει προβάδισμα που μόνο με ειδική αιτιολογία είναι δυνατό να παρακαμφθεί. Η νομολογία που επικαλέστηκε ο αιτητής, η οποία απολήγει στην απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία v. Θεοδώρου κ.ά. (2008) 3 Α.Α.Δ. 149, είναι ευθέως σχετική. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση που εξέδωσε ο Αρτέμης, Δ., όπως ήταν τότε:
«Το πρόβλημα που δημιουργείται στην παρούσα περίπτωση, όπως ορθά επεσήμανε και ο πρωτόδικος Δικαστής, ήταν ότι στην αριθμοποίηση συμπεριλήφθηκε και το πλεονέκτημα, χωρίς επιπλέον να δίδεται αιτιολόγηση για την αποτίμησή του με 5 μόνο μονάδες, ενώ για τη μη επιλογή υποψηφίου, ο οποίος έχει το πλεονέκτημα, απαιτείται, σύμφωνα με τη νομολογία, να δίδεται ειδική αιτιολογία. Ο σχολιασμός του ευπαίδευτου πρωτόδικου Δικαστή και η κατάληξή του επί του προκειμένου μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους.
........................................................................................................
Διαπιστώνουμε και εμείς, όπως ο πρωτόδικος Δικαστής, ότι η αποτίμηση του πλεονεκτήματος με 5 μόνο μονάδες δεν έχει νομική βάση και επέδρασε ουσιαστικά στον αποκλεισμό του από τον κατάλογο των συστηθέντων και είχε δυσμενή κατάληξη στη συγκριτική αξιολόγησή του έναντι ιδιαίτερα των δύο συγκεκριμένων Ε.Μ. που συγκέντρωσαν 70 και 72,5 συνολικούς βαθμούς έναντι 63,7 του αιτητή.
Όπως παρατήρησε επιπρόσθετα, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, το ότι η διαφορά του αιτητή στην τελική κατάταξη από τον τελευταίο υποψήφιο που προτάθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή στον κατάλογο ήταν μικρή, αφού ο αιτητής συγκέντρωσε βαθμολογία 63,7, ενώ ο 40ος 67, θα έπρεπε να είχε προβληματίσει την Ε.Δ.Υ..».
Οι καθ' ων η αίτηση και η ενδιαφερόμενη επιχείρησαν, με τις αγορεύσεις, να εξηγήσουν τις 4 μονάδες. Με αυτό τον τρόπο δεν θα αδικούνταν οι υποψήφιοι του ιδιωτικού τομέα που δεν είχαν την ευκαιρία και τη δυνατότητα να διεκδικήσουν το πλεονέκτημα. Όμως είναι θεμελιωμένο πως δεν είναι επιτρεπτή η εκ των υστέρων αιτιολόγηση με τις αγορεύσεις. Περαιτέρω, η παρούσα υπόθεση κρίνεται υπό το δεδομένο της ορισμένης πρόνοιας του Σχεδίου Υπηρεσίας και δεν είναι θέμα της παρούσας οτιδήποτε που θα ήταν δυνατό να αναφέρεται στις δυνατότητες περίληψης τέτοιας πρόνοιας στο Σχέδιο Υπηρεσίας.
Ήταν ο πρόσθετος ισχυρισμός των καθ' ων η αίτηση και της ενδιαφερομένης πως, εν προκειμένω, παρεχόταν ούτως ή άλλως ειδική αιτιολογία για την παραγνώριση του πλεονεκτήματος. Αυτή ήταν η παραπομπή στην καλύτερη απόδοση της ενδιαφερομένης στην προφορική εξέταση που διεξήγαγε η ίδια η Ε.Δ.Υ.. Η Ε.Δ.Υ., όμως, δεν λειτούργησε στη βάση των αποτελεσμάτων εκείνης της εξέτασης αυτοτελώς. Κατέληξε στην τελική της κρίση αφού συνυπολόγισε, όπως το καταγράφει ρητώς, και την αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, μάλιστα, με καταγραφή και του ποσοστού του κάθε ενός, όπως αυτό προέκυπτε από το χειρισμό που προηγήθηκε. Επομένως, αφού δεν είναι δυνατό να γίνουν υποθέσεις αναφορικά με το ποια θα ήταν η κρίση, χωρίς το συνυπολογισμό των αποτελεσμάτων του πλημμελούς χειρισμού, στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας. Αποτελεί δε περαιτέρω συνέπεια αυτής της πραγματικότητας πως δεν υπάρχει και το πραγματικό υπόβαθρο που θα αναδείκνυε ως θέμα της υπόθεσης, σε σχέση με το οποίο τα μέρη αναφέρθηκαν σε νομολογία, το κατά πόσο θα ήταν επιτρεπτή η παραγνώριση πλεονεκτήματος με αναφορά μόνο στα αποτελέσματα προφορικής εξέτασης, ιδιαίτερα όταν κατά τον αιτητή, εκτίμηση με την οποία οι άλλοι διαφωνούν, η διαφορά μεταξύ τους ήταν οριακή.
Ωστόσο εγείρεται ένα περαιτέρω ζήτημα σε σχέση με τη διαφορά στην απόδοση κατά την προφορική εξέταση που διεξάχθηκε από την Ε.Δ.Υ. το οποίο πρέπει να εξεταστεί, για να είναι προσδιορισμένο το πλαίσιο κατά την επανεξέταση που θα πρέπει να ακολουθήσει. Όπως σημείωσα, η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη την απόδοση κατά τις προφορικές εξετάσεις που διεξάχθηκαν στις 12.5.05, δηλαδή κατά την πρώτη επανεξέταση. Σύμφωνα με την οποία η ενδιαφερόμενη ήταν εξαίρετη και ο αιτητής πολύ καλός. Κατά την εισήγηση του αιτητή αυτή η απόδοση θα πρέπει να αγνοηθεί και, αντ' αυτής, να ληφθεί υπόψη το αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης που διεξάχθηκε στις 27.8.02, δηλαδή κατά την αρχική πλήρωση της θέσης. Σύμφωνα με το οποίο η διαφορά μεταξύ τους ήταν μικρότερη, αφού τότε η ενδιαφερόμενη αξιολογήθηκε ως πάρα πολύ καλή και ο αιτητής πολύ καλός. Αυτό, με την ακόλουθη σκέψη: Κατά την πρώτη επανεξέταση δεν ήταν επιτρεπτό να ληφθεί υπόψη η προφορική εξέταση που έγινε κατά την αρχική πλήρωση της θέσης, αφού, στο μεταξύ, είχε αλλάξει η συγκρότηση της Ε.Δ.Υ.. Περαιτέρω, στη βάση του Νόμου, όπως αυτός είχε νομολογιακά ερμηνευθεί, ήταν υποχρεωτική η διεξαγωγή νέας προφορικής εξέτασης, που προβλεπόταν ως αναγκαίο στοιχείο κρίσης. Επομένως, η δεύτερη προφορική εξέταση, που έγινε στις 12.5.05, ήταν τότε νόμιμο στοιχείο κρίσης. Ακολούθησε, όμως, στις 28.4.06, η θέσπιση του τροποποιητικού Νόμου 96(Ι)/06 και με το Αρθρο 34Α(3) προβλέπεται πως η αλλαγή στη «σύνθεση» της Ε.Δ.Υ. (ή και της Συμβουλευτικής Επιτροπής) δεν επηρεάζει τη δυνατότητα να λαμβάνεται υπόψη, κατά την επανεξέταση, προφορική εξέταση που τυχόν διεξάχθηκε πριν από την ακυρωθείσα απόφαση. Ως μέρος του πραγματικού καθεστώτος με βάση το οποίο, όπως και το Αρθρο 34Α(1) προνοεί, κωδικοποιώντας τη νομολογία μας, γίνεται η επανεξέταση. Αυτή η προφορική εξέταση, κατά τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης, ήταν η αρχική και αυτή ήταν πλέον η εξέταση που έπρεπε να ληφθεί υπόψη αφού δεν είχε κριθεί ότι έπασχε με οποιονδήποτε τρόπο αλλά απλώς παρέμεινε ανενεργός ενόψει του τότε νομικού καθεστώτος.
Δεν μπορώ να συμφωνήσω. Ιδίως δεν μπορώ να συμφωνήσω πως κατά τη λειτουργία του Νόμου όπως αυτός ίσχυε τότε η αρχική εξέταση απλώς παρέμεινε ανενεργός. Ήταν, τότε, υποχρεωτική η διεξαγωγή νέας προφορικής εξέτασης, έγινε τέτοια προφορική εξέταση, αυτή ήταν πλέον νόμιμο στοιχείο κρίσης και, κατά την επενέργεια του Νόμου όπως αυτός ίσχυε, η πρώτη προφορική εξέταση, έπαυσε να είναι στοιχείο κρίσης. Αντ' αυτής ίσχυε η δεύτερη και δεν νομίζω πως η νέα νομοθετική ρύθμιση μπορεί να ερμηνευθεί ως αποσκοπούσα σε αναβίωση εκείνου το οποίο, ως θέμα νόμου, κατέστη ανεπίτρεπτο στοιχείο κρίσης. Για να καταστεί ανίσχυρο εκείνο που στη συνέχεια έγινε νόμιμα. Μια θα μπορούσε να ήταν η προφορική εξέταση που θα αποτελούσε στοιχείο κρίσης. Όταν η Ε.Δ.Υ. επανεξέτασε το θέμα η αρχική εξέταση δεν ήταν τέτοιο στοιχείο κρίσης αφού αυτή, κατά το νόμο, είχε παύσει να ισχύει και αντικαταστάθηκε από τη δεύτερη και, στο πλαίσιο της νέας δυνατότητας, ορθά η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη αυτή τη δεύτερη, ως τη μόνη προφορική εξέταση που παρέμεινε ως στοιχείο κρίσης πριν εκδοθεί η ακυρωθείσα απόφασή της.
Απομένουν δυο ζητήματα. Το πρώτο αφορά στην πείρα του αιτητή. Ενώ κρίθηκε πως αυτή η πείρα τού παρείχε το πλεονέκτημα, ο αιτητής θεωρεί πως θα έπρεπε, μέρος της, να θεωρηθεί και ως γενικά προσθέτον στην αξία του. Δεν μπορώ να αντιληφθώ τι άλλο θα ήταν δυνατό να προσθέσει ως σημαντικό στο γεγονός ότι, ακριβώς ενόψει της παραδεκτής εννιάχρονης πείρας του αιτητή, αυτός κατείχε το πλεονέκτημα με τη βαρύτητα που αυτή η κατοχή συνεπάγεται. Εν πάση περιπτώσει, η απόφαση του Νικολάου, Δ., στην Παρέλλης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1999) 4(Β) Α.Α.Δ. 1432, απόσπασμα από την οποία, όπως υιοθετήθηκε από την Ολομέλεια στην Πάντης v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντος (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 1089, ο αιτητής επικαλέστηκε, διακρίνεται. Εκεί το σχέδιο υπηρεσίας απαιτούσε ορισμένα χρόνια πείρας ως απαιτούμενο προσόν και θεωρήθηκε πως η όποια πείρα πέραν της απαιτούμενης, θα μπορούσε να προσμετρήσει ως πρόσθετο προσόν και, στην περίπτωση της Πάντης, (ανωτέρω) ως πλεονέκτημα. Εν προκειμένω, δεν υπάρχει τέτοιας μορφής ρύθμιση στο σχέδιο υπηρεσίας το οποίο γενικά, όσο και ευθέως, αναβιβάζει την ορισμένη πείρα σε πλεονέκτημα. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από την Παρέλλη (ανωτέρω):
«Αυτό δεν σήμαινε ότι επιτρέπεται η διπλή χρήση σε περίπτωση ταυτοσημίας του ενός με το άλλο. Σήμαινε μόνο ότι επιτρέπεται να ληφθεί υπόψη ως επιπρόσθετο προσόν εκείνο που υπερβαίνει το απαιτούμενο ώστε το καθένα να έχει την αυτοτέλεια του έστω και αν τα δύο έχουν την ίδια φυσιογνωμία. Επρόκειτο σε εκείνη την περίπτωση για πείρα την οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είχε όχι μόνο στη χρονική έκταση του προβλεπομένου ως απαιτούμενου προσόντος αλλά και πέραν εκείνης, σε έκταση που χρειαζόταν για να καταστεί πρόσθετο προσόν."
Το δεύτερο ζήτημα αφορά σε, κατά την εισήγηση, επιπρόσθετο, μη απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας προσόν που παραδεχτώς κατείχε ο αιτητής και στο οποίο δεν έγινε οποιαδήποτε αναφορά. Πρόκειται για την ιδιότητά του ως μέλος του Royal Institute of Chartered Surveyors την οποία, όπως αναφέρει, απέκτησε μετά από εξετάσεις. Υποστηρίζει ο αιτητής πως ήταν καθήκον της διοίκησης να εξετάσει αν αυτό ήταν σχετικό και ανάλογα να του προσδώσει τη βαρύτητα που θα του αναλογούσε, στο πλαίσιο του συνόλου. Συναφώς, η απλή αναφορά από την Ε.Δ.Υ. στο εισαγωγικό μέρος της κρίσης της, πως έλαβε υπόψη «τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης», δεν αρκούσε. Πράγματι αυτή ήταν η μόνη αναφορά της Ε.Δ.Υ. στο ζήτημα των προσόντων. Και έχουμε δει πως στην αριθμητική αποτίμηση που έκαμε η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν περιλαμβάνεται αναφορά στα προσόντα. Περιλαμβάνεται, όμως, τέτοια αναφορά στην έκθεσή της κατά την παράθεση των δεδομένων για κάθε υποψήφιο και στην περίπτωση του αιτητή ακριβώς αναφέρεται πως είναι μέλος του πιο πάνω Ινστιτούτου. Χωρίς, όμως, και να προσδιορίζεται αν, γι' αυτό το λόγο, δικαιούται να του αναγνωριστεί κάποια υπεροχή στα προσόντα. Οι καθ' ων η αίτηση τονίζουν πως αυτό το προσόν ήταν επαγγελματικό και όχι ακαδημαϊκό, υπονοώντας βεβαίως, πως το κατά πόσο αποκτήθηκε με εξετάσεις, δεν έχει σημασία. Θεωρώ πως κατά την επανεξέταση θα πρέπει να διευκρινιστεί και αυτό το ζήτημα, αφού είναι στη διοίκηση που ανήκει το έργο της πρωτογενούς αξιολόγησης των στοιχείων.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.700 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ' ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Καμιά άλλη διαταγή για έξοδα.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.