ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 4 ΑΑΔ 249
30 Απριλίου, 2009
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 56/2008)
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Κριτήρια ― Πλεονέκτημα ― Η απαίτηση ειδικής αιτιολόγησης της παραγνώρισής του και η μη εκπλήρωσή της στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις και συνέπειες.
Ο αιτητής αξίωσε την ακύρωση του διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Γεωλογικού Λειτουργού.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
Στην προκείμενη περίπτωση το πλεονέκτημα αριθμοποιήθηκε με 10%, δηλαδή, 10 στις 100 μονάδες, παρακάμπτοντας έτσι ουσιαστικά την ανάγκη ειδικής αιτιολογίας για την παραγνώρισή του. Όπως φανερώνεται από την εξέταση των επίμαχων πρακτικών της Συμβουλευτικής Επιτροπής, πουθενά δεν καταγράφηκε οποιαδήποτε ειδική αιτιολογία για την ουσιαστική εκτόπιση του πλεονεκτήματος. Η απλή καταγραφή ότι ο αιτητής κατείχε το πλεονέκτημα δεν προσέθετε οτιδήποτε άλλο, παρά την αναγνώριση μιας πραγματικής κατάστασης. Ακριβώς, η εκ των προτέρων απόδοση στο πλεονέκτημα αριθμητικής αποτίμησης κατέστη στεγανό για την ουσιαστική αποτίμησή του στο ευρύτερο φάσμα της σφαιρικής αντιμετώπισης των κριτηρίων, δηλαδή της αξίας και των προσόντων των υποψηφίων.
Κατ' αρχάς η απόδοση τόσο υψηλού ποσοστού κατά 90% στην απόδοση της προφορικής εξέτασης, αποτελεί ενέργεια έξω από τα ακραία όρια της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης, εφόσον φανερά με τέτοιο ψηλό ποσοστό εκ προοιμίου ο φερόμενος ως αποδώσας καλύτερα στην προφορική εξέταση θα απέκλειε τον κάτοχο του πλεονεκτήματος, χωρίς να μνημονεύεται από τους καθ' ων ή στο ενδιάμεσο στάδιο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή οποιαδήποτε ιδιαίτερη αναφορά στο πλεονέκτημα και χωρίς να προηγείται για τον παραμερισμό του ειδική αιτιολογία. Η αναγνώριση από τη νομολογία ότι το διοικητικό όργανο διατηρεί διακριτική ευχέρεια ως προς τη βαρύτητα που δίνει στα αντίστοιχα στοιχεία, δεν είναι βεβαίως και ανέλεγκτη.
Η αριθμητική διαφορά μεταξύ του αιτητή και του ενδιαφερομένου μέρους ανερχόταν εν προκειμένω σε 1,54 μονάδες, που δεν ήταν τόσο οριακή όσο εισηγείται ο συνήγορος του αιτητή, αλλά ουδείς μπορεί να γνωρίζει ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα εάν το πλεονέκτημα αποτιμόταν σε μεγαλύτερο ποσοστό από το 10%. Η νομολογία έχει διαχρονικά αποφανθεί ότι η καλύτερη απόδοση στη συνέντευξη, δεν εκτοπίζει το πλεονέκτημα. Η εντύπωση και μόνο που αποκομίζει το διοικητικό όργανο από την προφορική εξέταση δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο απόκλισης, ούτε από τη σύσταση του προϊσταμένου, ούτε και λόγο παραγνώρισης της κατοχής πλεονεκτήματος. Και ναι μεν η κατοχή πλεονεκτήματος δεν προδιαγράφει και επιλογή του υποψηφίου που το κατέχει, αλλά σημασία έχει να προσμετρηθεί με νόμιμο τρόπο αυτή η κατοχή του πλεονεκτήματος έναντι της συνέντευξης και σε περίπτωση μη επιλογής του κατόχου του, να καταγραφεί η ειδική αιτιολογία αποκλεισμού του.
Η προσφυγή επέτυχε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Κωνσταντινίδη v. Δημοκρατίας (1990) 3(Α) Α.Α.Δ. 455,
Δημητρίου v. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1150,
Οικονόμου v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 125/98, ημερ. 9.6.99,
Κωνσταντίνου v. Δημοκρατίας, (2005) 4 Α.Α.Δ. 220
Κουντούρης κ.ά. v. Α.Η.Κ. (2001) 4(Α) Α.Α.Δ. 366,
Δημοκρατία v. Θεοδώρου κ.ά. (2008) 3 Α.Α.Δ. 149,
Πούρος κ.ά. v. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374,
Δημητρίου v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1956/06, ημερ. 15.9.08,
Δημοκρατία κ.ά. v. Γερμανού κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 93,
Φιλίππου v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 1,
Χριστοφόρου v. Δημοκρατίας (2005) 4 Α.Α.Δ. 220,
Χριστοδούλου v. Δημοκρατίας (2009) 3 A.A.Δ. 164,
Σπανός ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432,
Δημοκρατία ν. Υψαρίδη κ.ά. (Αρ. 2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 347,
Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145,
Θεοδοσίου ν. Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού, Υπόθ. Αρ. 408/07, ημερ. 28.11.08.
Προσφυγή.
Α. Κωνσταντίνου, για τον Αιτητή.
Γ. Χατζηχάννα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Ε. Μιχαήλ (κα) για Α. Νεοκλέους, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Cur. adv. vult.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Το ενδιαφερόμενο μέρος διορίστηκε από 17.12.07 στη μόνιμη θέση Γεωλογικού Λειτουργού, Τμήμα Γεωλογικής Επισκόπησης, αντί του αιτητή, με απόφαση των καθ' ων που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 21.12.07. Το αποτέλεσμα ήταν η αντίδραση του αιτητή με την καταχώρηση της παρούσας προσφυγής με την οποία ζητείται η ακύρωση του πιο πάνω διορισμού για σειρά λόγων.
Προκύπτει από το σύνολο των γεγονότων ότι για την πιο πάνω κενή θέση, που είναι θέση πρώτου διορισμού, υποβλήθηκαν 44 αιτήσεις, στη βάση δε έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής καταρτίστηκε προκαταρκτικός κατάλογος που περιείχε με αλφαβητική σειρά τα ονόματα 8 υποψηφίων μεταξύ των οποίων και του αιτητή. Οι καθ' ων ενεργώντας στη βάση του Άρθρου 33(7) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90, ως τροποποιήθηκε, (εφεξής «ο Νόμος»), παρατήρησε ότι έπρεπε να περιλαμβάνονταν στον κατάλογο μόνο 4 υποψήφιοι με αποτέλεσμα να υποβληθεί συμπληρωματική έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και ο καταρτισμός τελικού καταλόγου στον οποίο περιλαμβανόταν το ενδιαφερόμενο μέρος, όχι όμως και ο αιτητής. Οι καθ' ων προχώρησαν σε προφορική εξέταση των 4 υποψηφίων, ο διευθυντής δε του Τμήματος Γεωλογικής Επισκόπησης αφού αξιολόγησε την απόδοση τους αποχώρησε από τη συνεδρία, οι δε καθ' ων αξιολόγησαν και οι ίδιοι τόσο την απόδοση τους στη συνέντευξη, όσο και ευρύτερα. Κρίθηκε ότι η υποψήφια Χριστίνα Μελίνα Παπαβασιλείου ήταν η καταλληλότερη προς διορισμό και της προσφέρθηκε η θέση. Λόγω όμως του γεγονότος ότι η προκριθείσα δεν αποδέχθηκε το διορισμό, οι καθ' ων επέλεξαν εκ των υπολοίπων υποψηφίων το ενδιαφερόμενο μέρος.
Βασική θέση του αιτητή είναι ότι πεπλανημένα και χωρίς αιτιολογία, αλλά ούτε και νομική βάση, η Συμβουλευτική Επιτροπή έδωσε βαρύτητα κατά 90% στην προφορική εξέταση και μόλις 10% στο πλεονέκτημα, θέση που αποδέχθηκαν στη συνέχεια και οι καθ' ων. Με τον τρόπο αυτό αποκλείστηκε ο αιτητής από την περαιτέρω διαδικασία έχοντας εξουδετερωθεί στην ουσία το πλεονέκτημα του, που προνοείται από το σχέδιο υπηρεσίας, ως κατόχου μεταπτυχιακού τίτλου στην Τεκτονική Γεωλογία του Πανεπιστημίου Αθηνών, σε αντίθεση με το ενδιαφερόμενο μέρος το οποίο δεν κατείχε οποιοδήποτε μεταπτυχιακό προσόν και επομένως δεν είχε και το πλεονέκτημα. Η εντύπωση που απεκόμισε η Συμβουλευτική Επιτροπή για τον αιτητή από την προφορική εξέταση, ήταν της κατάταξης «καλή» με βαθμό 6.74/10, ενώ στην τελική αξιολόγηση, η Συμβουλευτική Επιτροπή τον έκρινε ως «πολύ καλό» με βαθμό 7,74/10. Από την άλλη, η εντύπωση που απεκόμισε η Συμβουλευτική Επιτροπή από το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν «σχεδόν εξαίρετη» με βαθμό 9,28/10, παρέμεινε δε έτσι και κατά την τελική αξιολόγηση.
Αποτελεί περαιτέρω εισήγηση ότι με τον τρόπο αυτό, η θεωρούμενη ως καλύτερη απόδοση στην προφορική εξέταση εκτόπισε την κατοχή του πλεονεκτήματος από τον αιτητή και μάλιστα χωρίς την απαιτούμενη ειδική αιτιολογία. Παράλληλα, υπήρξε πλάνη ως προς τη διαφορά στην προφορική εξέταση, μεταξύ των δύο διαδίκων, καθώς και της αρχικώς συστηθείσας Παπαβασιλείου, εφόσον η συγκριτική βαθμολογία τους ήταν ουσιαστικά οριακή, η δε προφορική εξέταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν και το μοναδικό κριτήριο προς διαφοροποίησή τους.
Οι καθ' ων αντιτείνουν ότι εναπόκειτο σε αυτούς να καθορίσουν με βάση το Αρθρο 33(4) του Νόμου, την υποβολή των υποψηφίων σε γραπτή ή προφορική εξέταση ή σε αμφότερες και να καθορίσουν τη βαρύτητα τους, η οποία σύμφωνα με τη νομολογία έχει αυξημένη ισχύ σε περιπτώσεις πρώτου διορισμού ή και ψηλά στην ιεραρχία. Ασχέτως εάν δόθηκε κάποια πρόσθετη βαρύτητα στην προφορική εξέταση, αποτελεί τη θέση της συνηγόρου των καθ' ων, ότι όλα τα στοιχεία κρίσεως ήταν ενώπιον τους, η δε αριθμοποίηση των κριτηρίων είναι εν πάση περιπτώσει επιτρεπτή εκ μέρους του διοικητικού οργάνου. Ο αιτητής εύλογα αποκλείστηκε από τον τελικό κατάλογο ενόψει της χαμηλότερης απόδοσης του στην προφορική εξέταση, με διαφορά μάλιστα από την Παπαβασιλείου και το ενδιαφερόμενο μέρος, που κάθε άλλο παρά οριακή ήταν. Εν πάση περιπτώσει, το πλεονέκτημα του αιτητή λήφθηκε υπόψη με την απόδοση 1 μονάδας σε αυτόν με αποτέλεσμα τη συνεκτίμηση του στην όλη αξιολόγηση, το δε Δικαστήριο δεν επεμβαίνει εκτός εάν ο αιτητής αποδείξει έκδηλη υπεροχή, ούτε υποκαθιστά τη δική του κρίση, αν κατά τα άλλα, η απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με το Νόμο, τα γεγονότα της υπόθεσης, ήταν δε ευλόγως επιτρεπτή. Ούτε το Δικαστήριο επεμβαίνει στη νοητική διαδικασία αξιολόγησης από τα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής ή των καθ' ων, αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η αγόρευση του ενδιαφερομένου μέρους, με το συμπέρασμα να είναι ότι ο αιτητής απέτυχε να αποδείξει έκδηλη υπεροχή, βάρος που φέρει, εν πάση περιπτώσει, ο ίδιος. Η διακριτική ευχέρεια των καθ' ων είναι ευρεία, η δε επίδικη απόφαση ήταν λογική και λήφθηκε νομότυπα.
Σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας για τη θέση του Γεωλογικού Λειτουργού, «μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος που αποκτήθηκε μετά από σπουδές ενός τουλάχιστο ακαδημαϊκού έτους», σε οποιοδήποτε συναφές με τα περιγραφόμενα στην παρ. 3(1) θέματα του σχεδίου, αποτελεί πλεονέκτημα. (Δέστε Παράρτημα 3 στην ένσταση). Σύμφωνα με τη νομολογία, η κατοχή πλεονεκτήματος από υποψήφιο προς διορισμό ή προαγωγή αποτελεί στοιχείο σημαντικό που δίνει προβάδισμα σ' αυτόν ή επαυξάνει ουσιωδώς τις διεκδικήσεις του για την κατάληψη σχετικής θέσης. Το πλεονέκτημα επομένως δίνει προβάδισμα και αναμένεται η καταγραφή ειδικής αιτιολογίας όταν ο κάτοχος τέτοιου πλεονεκτήματος δεν επιλέγεται, αντ' αυτού δε επιλέγεται συνυποψήφιος, ο οποίος δεν έχει το πλεονέκτημα. (Δέστε Κωνσταντινίδη v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 455, Δημητρίου v. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1150, Οικονόμου v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 125/98, ημερ. 9.6.99, καθώς και Κωνσταντίνου v. Δημοκρατίας (2005) 4 A.A.Δ. 220.)
Το Άρθρο 33(4) του Νόμου, όντως προνοεί ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή δύναται να υποβάλει τους υποψήφιους για μια θέση σε γραπτή ή προφορική εξέταση ή και στις δύο, κατά το χρόνο δε της απόφασης για τη διεξαγωγή τόσο τυχόν προφορικής, όσο και τυχόν γραπτής εξέτασης, αποφασίζει και τη βαρύτητα που θα αποδώσει στην κάθε εξέταση. Το εν λόγω εδάφιο καθορίζει ότι η βαρύτητα που θα αποδοθεί σε τυχόν γραπτή εξέταση σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να είναι μικρότερη του 80%. Δεν υπάρχει όμως και αντίστοιχη πρόνοια για την βαρύτητα που πρέπει να αποδοθεί στην προφορική εξέταση και όπως λέχθηκε στην υπόθεση Κουντούρης κ.ά. v. Α.Η.Κ. (2001) 4 A.A.Δ. 366, όπως το ίδιο το εκδόσαν την απόφαση εκείνη Δικαστήριο εξήγησε στη μεταγενέστερη Κωνσταντίνου v. Δημοκρατίας - πιο πάνω - ενώ η μη θεσμικά, όπως εδώ, προβλεπόμενη αριθμοποίηση κριτηρίων είναι επιτρεπτή η βαρύτητα η οποία δίνεται σε αυτά δύναται να ελεγχθεί από το αναθεωρητικό Δικαστήριο.
Στην υπό κρίση περίπτωση η Συμβουλευτική Επιτροπή αποφάσισε στη σχετική συνεδρία της ημερ. 19.7.06 (μέρος του Παραρτήματος 4 της ένστασης), ότι δεν ήταν αφενός αναγκαία η διεξαγωγή γραπτών εξετάσεων, αφετέρου όμως οι δικαιούχοι αιτητές θα υποβάλλοντο σε προφορική εξέταση/συνέντευξη, η βαρύτητα της οποίας καθορίστηκε σε 90%, ενώ η βαρύτητα του μεταπτυχιακού διπλώματος ή τίτλου, ως πλεονεκτήματος καθορίστηκε στο 10%. Οι καθ' ων στη δική τους συνεδρία ημερ. 31.8.07, αναφέρθηκαν στην απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, την οποία και αποδέχθηκαν, εφόσον προχώρησαν να καλέσουν ενώπιον τους για προφορική εξέταση τους τέσσερεις υποψήφιους που παρέμειναν μετά τον καταρτισμό του τελικού καταλόγου από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, αποκλειομένου έτσι του αιτητή. Στην απόφαση της Ολομέλειας Δημοκρατία v. Θεοδώρου κ.ά. (2008) 3 Α.Α.Δ. 149, αντιμετωπίστηκε παρόμοιο ζήτημα. Εκεί αποτιμήθηκε το πλεονέκτημα που απαιτείτο από το σχέδιο υπηρεσίας με μόνο 5 μονάδες, έναντι 60 μονάδων για τη γραπτή εξέταση και 35 μονάδων για την προφορική. Η Ολομέλεια, επικυρώνοντας την πρωτόδικη κρίση, αποφάσισε ότι ήταν λανθασμένη η αποτίμηση του πλεονεκτήματος με 5 μόνο μονάδες, χωρίς μάλιστα ειδική αιτιολογία για αυτή την αποτίμηση, υποβιβάζοντας έτσι την αξία του πλεονεκτήματος το οποίο σύμφωνα με τη νομολογία δίδει προβάδισμα στον κάτοχο του. Στην απόφαση της Ολομέλειας αναφέρθηκε με επιδοκιμασία το σκεπτικό των αποφάσεων στις Κωνσταντίνου v. Δημοκρατίας και Κουντούρης κ.ά. v. Α.Η.Κ. - πιο πάνω -. Σημειώνεται ότι στην Κωνσταντίνου, η αριθμοποίηση δεν ήταν τελικώς ο λόγος ακύρωσης της εκεί διοικητικής πράξης.
Στην προκείμενη περίπτωση το πλεονέκτημα αριθμοποιήθηκε με 10%, δηλαδή, 10 στις 100 μονάδες, παρακάμπτοντας έτσι ουσιαστικά την ανάγκη ειδικής αιτιολογίας για την παραγνώριση του. Όπως φανερώνεται από την εξέταση των επίμαχων πρακτικών της Συμβουλευτικής Επιτροπής, πουθενά δεν καταγράφηκε οποιαδήποτε ειδική αιτιολογία για την ουσιαστική εκτόπιση του πλεονεκτήματος. Η απλή καταγραφή ότι ο αιτητής κατείχε το πλεονέκτημα δεν προσέθετε οτιδήποτε άλλο, παρά την αναγνώριση μιας πραγματικής κατάστασης. Ακριβώς, η εκ των προτέρων απόδοση στο πλεονέκτημα αριθμητικής αποτίμησης κατέστη στεγανό για την ουσιαστική αποτίμηση του στο ευρύτερο φάσμα της σφαιρικής αντιμετώπισης των κριτηρίων δηλαδή της αξίας και των προσόντων των υποψηφίων.
Κατ' αρχάς η απόδοση τόσο υψηλού ποσοστού κατά 90% στην απόδοση της προφορικής εξέτασης αποτελεί ενέργεια έξω από τα ακραία όρια της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης, εφόσον φανερά με τέτοιο ψηλό ποσοστό εκ προοιμίου ο φερόμενος ως αποδώσας καλύτερα στην προφορική εξέταση θα απέκλειε τον κάτοχο του πλεονεκτήματος, χωρίς να μνημονεύεται από τους καθ' ων ή στο ενδιάμεσο στάδιο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή οποιαδήποτε ιδιαίτερη αναφορά στο πλεονέκτημα και χωρίς να προηγείται για τον παραμερισμό του ειδική αιτιολογία. Στην απόφαση της Ολομέλειας στη Θεοδώρου - πιο πάνω - η βαρύτητα που δόθηκε στην προφορική εξέταση ήταν επταπλάσια της βαρύτητας που δόθηκε στο πλεονέκτημα, ενώ στην προκείμενη περίπτωση η βαρύτητα της προφορικής εξέτασης ήταν εννεαπλάσια αυτής του πλεονεκτήματος. Το αποτέλεσμα ήταν λογικά η μεγαλύτερη απόκλιση στη διαφορά που προέκυψε από την απόδοση των υποψηφίων και την εν τέλει κατάταξη τους, παρά το γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν είχε το πλεονέκτημα, ενώ ο αιτητής το κατείχε. Η αναγνώριση από τη νομολογία (Πούρος κ.ά. v. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374), ότι το διοικητικό όργανο διατηρεί διακριτική ευχέρεια ως προς τη βαρύτητα που δίνει στα αντίστοιχα στοιχεία, δεν είναι βεβαίως και ανέλεγκτη. Η δε απόφαση που αναφέρουν οι καθ' ων στη γραπτή τους αγόρευση Δημητρίου v. Δημοκρατίας, Yπόθ. Aρ. 1956/06, ημερ. 15.9.08, διαφοροποιείται στα γεγονότα της, εφόσον εκεί ο αιτητής υστερούσε και σε προσόντα έναντι του ενδιαφερομένου μέρους.
Αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή έκρινε τον αιτητή ως «καλό» κατά την προφορική εξέταση με βαθμό 6,74/10, ενώ έκρινε το ενδιαφερόμενο μέρος ως «σχεδόν εξαίρετο» με βαθμό 9,28/10. Έκρινε επίσης ως σχεδόν εξαίρετη και τη Μελίνα-Χριστίνα Παπαβασιλείου με βαθμό 9,16/10, στην οποία είχε προσφερθεί αρχικά η θέση και η οποία, όπως προαναφέρθηκε, δεν αποδέχθη με αποτέλεσμα η θέση να προταθεί στο ενδιαφερόμενο μέρος. Με την προσθήκη της 1 μονάδας που η ίδια η Συμβουλευτική Επιτροπή καθόρισε (10% της όλης αξιολόγησης), ο αιτητής αξιολογήθηκε συνολικά στο 7,74/10, μετακινούμενος στην κατηγορία του «πολύ καλός» 2 βαθμίδες δηλαδή πιο κάτω από την κατηγορία του «σχεδόν εξαίρετος» που καθόρισε η Συμβουλευτική Επιτροπή στην 5η συνεδρία της ημερ. 7.12.06. Η αριθμητική διαφορά μεταξύ του αιτητή και του ενδιαφερομένου μέρους ανερχόταν σε 1,54 μονάδες, που δεν ήταν τόσο οριακή όσο εισηγείται ο συνήγορος του αιτητή, αλλά ουδείς μπορεί να γνωρίζει ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα εάν το πλεονέκτημα αποτιμόταν σε μεγαλύτερο ποσοστό από το 10%, δίνοντας επομένως ουσιαστικότερη βαρύτητα στην κατοχή του πλεονεκτήματος από τον αιτητή, ενώ θα χρειαζόταν και πάλι ειδική αιτιολογία για την παραγνώριση του πλεονεκτήματος έναντι της προφορικής εξέτασης. Σημειώνεται εδώ η αναφορά του κ. Κωνσταντίνου στη γραπτή απαντητική του αγόρευση, σ' απάντηση και των θέσεων στη γραπτή αγόρευση του ενδιαφερομένου μέρους, ότι αν, για παράδειγμα, στο πλεονέκτημα αποδιδόταν 20%, τα δεδομένα θα άλλαζαν άρδην, διότι θα μειωνόταν και η αντίστοιχη βαθμολογία της προφορικής εξέτασης. Αυτή η διαφοροποίηση θα έφερνε τον αιτητή εντός του προτεινόμενου καταλόγου της Συμβουλευτικής Επιτροπής, εκτοπίζοντας τη Μελίνα-Χριστίνα Παπαβασιλείου, που είχε διαφορά με τον αιτητή μόλις 1,42 μονάδες, και ήταν η πρώτη επιλογή των καθ' ων.
Τα πιο πάνω στα πλαίσια της λογικής στάθμισης του πλεονεκτήματος έναντι της προφορικής εξέτασης, με δεδομένο ότι η νομολογία έχει διαχρονικά αποφανθεί ότι η καλύτερη απόδοση στη συνέντευξη, δεν εκτοπίζει το πλεονέκτημα.
Σύμφωνα επίσης με πάγια νομολογία η επίκληση καλύτερης απόδοσης στην προφορική εξέταση δεν συνιστά από μόνη της εξειδίκευση των λόγων που θα αντιστάθμιζαν το πλεονέκτημα που προέρχεται από την κατοχή πρόσθετου προσόντος. Στην απόφαση της Ολομέλειας Δημοκρατία κ.ά. v. Γερμανού κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 93, στην οποία αναφέρονται και προηγούμενες αποφάσεις σχετικές με το θέμα, αποφασίστηκε ότι το πρόσθετο προσόν που παρέχει πλεονέκτημα δεν αντισταθμίζεται από την καλύτερη απόδοση στην προφορική εξέταση, ούτε συνιστά εξειδίκευση της μη επιλογής του υποψηφίου που κατέχει το πλεονέκτημα όπως απαιτείται από τη νομολογία (Φιλίππου v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 1 και Χριστοφόρου v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 77/08, ημερ. 7.4.09). Το όλο θέμα έχει αποσαφηνιστεί με την απόφαση πλειοψηφίας της Πλήρους Ολομέλειας στην εντελώς πρόσφατη απόφαση Χριστοδούλου v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164. Στην απόφαση της πλειοψηφίας με αναφορά και στη Δημοκρατία v. Γερμανού κ.α. - πιο πάνω - αλλά και στη Σπανός v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432, λέχθηκε ότι η εντύπωση και μόνο που αποκομίζει το διοικητικό όργανο από την προφορική εξέταση δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο απόκλισης ούτε από τη σύσταση του προϊσταμένου, ούτε και λόγο παραγνώρισης της κατοχής πλεονεκτήματος ή πρόσθετου προσόντος μη απαιτούμενου από το σχέδιο υπηρεσίας. Απόκλιση από τη σύσταση αφενός, αλλά και παραγνώριση του πρόσθετου προσόντος αφετέρου χρειάζονται πειστική και ειδική αιτιολογία, που πρέπει να φαίνεται στην ίδια την απόφαση του διοικητικού οργάνου ώστε να μπορεί να ελεγχθεί και όχι απλώς να συνάγεται από τα πρακτικά (Δημοκρατία v. Υψαρίδη κ.ά. (Αρ. 2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 347).
Τα πιο πάνω καλύπτουν ουσιαστικά και τους άλλους λόγους που προωθήθηκαν προς ακύρωση που αφορούν την κατοχή του πλεονεκτήματος σε αντιπαραβολή με την απόδοση στην προφορική εξέταση, αλλά και την κατάληξη του διοικητικού οργάνου, εδώ των καθ' ων και της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ότι το ενδιαφερόμενο μέρος και η συσταθείσα, αλλά μη αποδεχθείσα τη θέση Μελίνα-Χριστίνα Παπαβασιλείου, ήταν καταλληλότεροι προς διορισμό με μόνο ουσιαστικό κριτήριο την απόδοση τους στην προφορική εξέταση. Δεν επαρκεί η πιστή εφαρμογή του κριτηρίου που οι ίδιοι οι καθ' ων και η Συμβουλευτική Επιτροπή εφάρμοσαν στην περίπτωση, όπως εισηγούνται οι καθ' ων στη γραπτή τους αγόρευση, σελ. 6, εάν αυτό το ίδιο το κριτήριο που χρησιμοποιήθηκε ήταν λανθασμένο. Και ναι μεν η κατοχή πλεονεκτήματος δεν προδιαγράφει και επιλογή του υποψηφίου που το κατέχει, (Συμεωνίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145), αλλά σημασία έχει να προσμετρηθεί με νόμιμο τρόπο αυτή η κατοχή του πλεονεκτήματος έναντι της συνέντευξης και σε περίπτωση μη επιλογής του κατόχου του, να καταγραφεί η ειδική αιτιολογία αποκλεισμού του. Η απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση που σε θέσεις πρώτου διορισμού έχει ιδιαίτερη σημασία δεν υπερακοντίζει την αναγκαιότητα της ορθής σφαιρικής αξιολόγησης των υποψηφίων από τους καθ' ων δίνοντας, σε περίπτωση αριθμοποίησης, εύλογη κατανομή μεταξύ των διαφόρων κριτηρίων ούτως ώστε η κατοχή πλεονεκτήματος, όπου απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας, να προσλαμβάνει τη θέση που αρμόζει στο σύνολο των κριτηρίων, χωρίς ποτέ να παρακοντίζεται η αναγκαιότητα της καταγραφής ειδικής αιτιολογίας για την παραγνώριση του πλεονεκτήματος. Έχει ακριβώς εξηγηθεί στην απόφαση της πλειοψηφίας στην υπόθεση Χριστοδούλου v. Δημοκρατίας, ότι:
«...... το θέμα της διαφοράς της απόδοσης υποψηφίων σε προφορική εξέταση και στην περίπτωση παραγνώρισης προβλεπόμενου από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης πλεονεκτήματος δείχνει, κατά την άποψη μας, την αποφασιστικότητα της νομολογίας να περιορίσει τη σημασία της συνέντευξης έναντι λίγο πολύ, αντικειμενικών κριτηρίων όπως η κατοχή του πλεονεκτήματος ή η σύσταση του προϊσταμένου.»
Από το παρόν Δικαστήριο τονίστηκε και η σημασία της μείωσης της τυχόν αυθαιρεσίας ή αναιτιολόγητης υποκειμενικής κρίσης που πιθανόν να προκύπτει μέσα από προφορικές συνεντεύξεις, ακόμη και κατόπιν καταγραφής επιμέρους βαθμολογιών, έναντι γραπτών στοιχείων, (δέστε Θεοδοσίου v. Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού, Yπόθ. Aρ. 408/07, ημερ. 28.11.08), όπως εδώ που η προφορική συνέντευξη απέφερε στο ενδιαφερόμενο μέρος μια πολύ υψηλή βαθμολογία η οποία παρέμεινε αναλλοίωτη στην τελική κατάταξη, χωρίς την κατοχή πλεονεκτήματος, που ακόμη και με την προσθήκη της μονάδας στον αιτητή για το πλεονέκτημά του, αυτός δεν μπορούσε να επικρατήσει των συνυποψηφίων του. Αντίθετα για τον αιτητή η χαμηλότερη κρίση της διοίκησης και η χαμηλότερη επακόλουθη βαθμολογία, ήταν και προϊόν μη επαρκούς αιτιολογίας. Η απλή καταγραφή ότι αιτητής «υστέρησε επίσης στην επεξήγηση της μεταπτυχιακής του εκπαίδευσης» (την οποία τονίζει το ενδιαφερόμενο μέρος στη δική του γραπτή αγόρευση), δεν δίνει επαρκή εξήγηση και είναι και αντιφατική εφόσον, παρά την ως άνω διαπίστωση, εντούτοις δόθηκε στον αιτητή η πλήρης μονάδα για την κατοχή του πλεονεκτήματος. Συνάγεται ότι η πιο πάνω φράση τέθηκε για να δικαιολογηθεί η χαμηλότερη βαθμολογία.
Ούτε εγείρεται ζήτημα εδώ, ως εισηγούνται οι καθ' ων και το ενδιαφερόμενο μέρος στις αγορεύσεις τους, έκδηλης υπεροχής του ενδιαφερομένου μέρους, η οποία έκδηλη υπεροχή θα είχε σημασία μόνο εάν δεν υπήρχε πλάνη του διοικητικού οργάνου ως προς την οριοθέτηση των ορθών κριτηρίων για σκοπούς διορισμού. Ούτε βέβαια προκύπτει ζήτημα υποκατάστασης της απόφασης των καθ' ων από το αναθεωρητικό Δικαστήριο εφόσον εκείνο το οποίο ελέγχεται είναι η νομιμότητα της απόφασης και όχι η αναθεώρηση της διακριτικής ευχέρειας αν αυτή ασκείτο εντός των ορθών παραμέτρων.
Ενόψει όλων των πιο πάνω η προσφυγή επιτυγχάνει με €1.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ' ων. Καμία διαταγή εξόδων ως προς το ενδιαφερόμενο μέρος.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.