ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 4 ΑΑΔ 53
26 Ιανουαρίου, 2009
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Αιτητής,
v.
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΚΤΗΜΑΤΟΜΕΣΙΤΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 107/2008)
Συμβούλιο Εγγραφής Κτηματομεσιτών ― Όροι εγγραφής στο Μητρώο ― Ειδικά η προϋπόθεση της προαπαιτούμενης πείρας στην κτηματομεσιτική εργασία ― Κατά πόσο μπορεί να πληρούται με βάση εργοδότηση από νομικό πρόσωπο ― Η αντιμετώπιση της επίδικης αίτησης από το Συμβούλιο, κρίθηκε σύννομη ― Περιστάσεις.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Έλλειψη δέουσας έρευνας ― Δεν στοιχειοθετήθηκε στην κριθείσα περίπτωση απόρριψης αίτησης για εγγραφή στο Μητρώο Κτηματομεσιτών ― Περιστάσεις.
Διοικητική Πράξη ― Αιτιολογία ― Όροι νομιμότητας ― Περιστάσεις, υπό τις οποίες κρίθηκε επαρκής στην εξετασθείσα υπόθεση, η αιτιολογία απόρριψης αίτησης για εγγραφή στο Μητρώο Κτηματομεσιτών.
Ο αιτητής επεδίωξε την ακύρωση της απόρριψης της αίτησής του, για εγγραφή στο Μητρώο Κτηματομεσιτών.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Επί του ζητήματος της εφαρμογής της τροποποιητικής νομοθεσίας, κρίνεται ότι οι καθ' ων η αίτηση ορθά διαπίστωσαν ότι ο αιτητής δεν είχε πενταετή πείρα που είναι προϋπόθεση, μεταξύ άλλων, για την εγγραφή του στο σχετικό Μητρώο. Η εργοδότηση του κατά την περίοδο 1.2.03-31.3.05, ήταν, όπως σαφέστατα προέκυπτε από τη βεβαίωση των Κοινωνικών Ασφαλίσεων σε νομικό πρόσωπο δηλαδή στην εταιρεία Aliren Estates Services Limited, που είναι βέβαια διαφορετικό πρόσωπο κατά νόμο από την εγγεγραμμένη κτηματομεσίτρια Παντελίτσα Πέτρου που φερόταν να ήταν ο κύριος μέτοχος της εταιρείας αυτής. Η δυνατότητα που ο τροποποιητικός Νόμος 118(Ι)/07, έδωσε ώστε στον ορισμό του «κτηματομεσίτη» να περιλαμβάνεται πλέον και νομικό πρόσωπο, δεν θα μπορούσε να είχε αναδρομική εφαρμογή στα γεγονότα της υπόθεσης, εφόσον η τροποποίηση τέθηκε σε ισχύ στις 27.7.07. Ο βασικός Νόμος καθόριζε, ότι πείρα θα μπορούσε να αποκτηθεί μόνο στα πλαίσια εργοδότησης του αιτητή από φυσικό πρόσωπο και δεν περιελάμβανε βέβαια εργοδότηση σε εταιρεία. Σύμφωνα με τη νομολογία, η διοίκηση δεσμεύεται (σχετικό είναι και το Άρθρο 9 των περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99), να εφαρμόσει το νομοθετικό καθεστώς που ισχύει κατά το χρόνο της έκδοσης της πράξης. Αυτό, ανεξάρτητα αν το νομικό καθεστώς ήταν διαφορετικό κατά το χρόνο της υποβολής της αίτησης.
Η εργοδότηση γίνεται κατά κανόνα, μόνο από ένα πρόσωπο, είτε φυσικό είτε νομικό, όπως άλλωστε υποδεικνύει εδώ και η βεβαίωση των Κοινωνικών Ασφαλίσεων, στην οποία παρουσιάζεται ότι εργοδότης κατά την περίοδο εκείνη ήταν η εταιρεία.
Άλλωστε, σύμφωνα και με το Άρθρο 10(2)(α) του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο αρ. 42/62, νόμος που ακυρώνει και επαναθεσπίζει προηγούμενο νομοθέτημα, δεν επαναφέρει σε ισχύ οτιδήποτε που δεν ισχύει ή δεν υπάρχει, κατά το χρόνο κατά τον οποίο αρχίζει να ισχύει η ακύρωση. Επομένως δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η πρόνοια για την απόκτηση πείρας από νομικό πρόσωπο που δεν υπήρχε στο βασικό Νόμο, μπορεί να ενεργοποιηθεί από την τροποποίηση που επέφερε ο Νόμος αρ. 118(Ι)/07, εφόσον δεν υπάρχει προς τούτο οποιαδήποτε ένδειξη.
Η πρόσθετη θέση, ότι ισχύουν στην περίπτωση οι πρόνοιες της μεταβατικής διάταξης του Άρθρου 40(6) του βασικού Νόμου, ότι όταν οποιεσδήποτε χρονικές προθεσμίες που προβλέπονταν στους καταργηθέντες νόμους είχαν ενεργοποιηθεί και συνέχιζαν να τρέχουν κατά την έναρξη της ισχύος του βασικού Νόμου, και υπάρχει αντίστοιχη διάταξη σ' αυτόν, αυτός θα έχει εφαρμογή ως εάν η αρχική διάταξη είχε τεθεί σε ισχύ κατά τη στιγμή που είχε αρχίσει να τρέχει η περίοδος ή προθεσμία, επίσης δεν ευσταθεί, διότι για να ενεργοποιηθεί η προθεσμία που προβλεπόταν από τον καταργηθέντα αρχικό Νόμο αρ. 66/87, θα έπρεπε η αίτηση προς εγγραφή να είχε γίνει κατά τη μεταβατική εκείνη περίοδο και όχι μετά από πολλά χρόνια.
2. Όσον αφορά το ζήτημα της επαρκούς έρευνας από τους καθ' ων η αίτηση, θα πρέπει να λεχθεί ότι το Άρθρο 12(1), θέτει επί των ώμων του αιτούμενου την εγγραφή, να υποβάλει όλα τα αναγκαία αποδεικτικά των απαιτουμένων προσόντων για να τύχει εγγραφής. Η επιφύλαξη, που απαντάται στο εδάφιο (2) του Άρθρου 12, δίνει τη δυνατότητα στους καθ' ων η αίτηση, να ζητήσουν από τον αιτητή να παράσχει γραπτώς τέτοια περαιτέρω στοιχεία και πληροφορίες όπως ήθελαν θεωρηθεί αναγκαία για την εξέταση της αίτησης. Ενυπάρχει λοιπόν διακριτική ευχέρεια και εναπόκειται στο διοικητικό όργανο να την ασκήσει ανάλογα. Είναι λοιπόν σαφές, ότι η πρόνοια αυτή είναι καθαρά δυνητική και δεν υποχρεώνει τους καθ' ων η αίτηση, να ζητήσουν οπωσδήποτε περαιτέρω στοιχεία. Ο αιτητής, ως φέρων το βάρος να παρουσιάσει με πληρότητα όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, όφειλε, εάν τα πράγματα ήσαν διαφορετικά, να δώσει επεξηγηματικά στοιχεία ως προς την εργοδότησή του από το νομικό πρόσωπο, την οποία άλλωστε ο ίδιος δεν αμφισβητεί.
3. Η αιτιολογία κρίνεται επίσης ότι ήταν επαρκής, διότι σαφώς στην απορριπτική επιστολή τους οι καθ' ων η αίτηση, αναφέρθηκαν συγκεκριμένα στο βασικό Νόμο, στον οποίο και παρέπεμψαν, ενόψει του ότι ο αιτητής δεν πληρούσε τα απαιτούμενα προσόντα για εγγραφή, επεξηγώντας περαιτέρω ότι το πρόβλημα έγκειτο στη μη αποδεδειγμένη πενταετή πείρα περί την κτηματομεσιτική εργασία σε εγγεγραμμένο κτηματομεσίτη στην Κύπρο.
Η προσφυγή απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Λαμπρίδου v. Συμβουλίου Εγγραφής Κτηματομεσιτών (2008) 4 Α.Α.Δ. 28 ,
Όξυνος v. Δημοκρατίας (2008) 4 Α.Α.Δ. 243,
Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 447,
Σχίζα v. Α.ΤΗ.Κ. (2004) 3 Α.Α.Δ. 339.
Προσφυγή.
Χρ. Παναγίδης, για τον Αιτητή.
Α. Παναγιώτου, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Οι καθ' ων με επιστολή τους ημερ. 8.11.07, αρνήθηκαν την εγγραφή του αιτητή ως κτηματομεσίτη στο Μητρώο Κτηματομεσιτών. Η απόφαση αυτή προσβάλλεται ως άκυρη, παράνομη και εστερημένη οποιασδήποτε νομικής ισχύος στη βάση των γεγονότων και της νομικής επιχειρηματολογίας που ακολουθεί.
Ο αιτητής υπέβαλε σχετική αίτηση με βάση το καθορισθέν από τους καθ' ων έντυπο που προνοείτο από τον περί Κτηματομεσιτών Νόμο αρ. 66/87, ως ίσχυε τότε, και η οποία παραλήφθηκε από τους καθ' ων στις 28.8.07 για εγγραφή στο Μητρώο Κτηματομεσιτών, υποβάλλοντας και τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία. Στο στοιχείο 12 της αιτήσεως του κατέγραψε ότι κατέχει την προαπαιτούμενη πείρα στην κτηματική εργασία επί τω ότι εργάστηκε στην Παντελίτσα Πέτρου από 1.2.02 μέχρι 31.3.05, στο Ντίνο Σωτηρίου από 1.4.05 μέχρι 31.8.05, στον Αδάμο Χαρίτωνος από 1.9.05 μέχρι 11.9.06 και στο Φώτη Ιωάννου από 12.9.06 μέχρι και την ημερομηνία υποβολής της αίτησής του. Ως όφειλε, επισύναψε βεβαίωση του Επαρχιακού Γραφείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων ότι ήταν δηλωμένος και ασφαλισμένος στο Σχέδιο Κοινωνικών Ασφαλίσεων και στην οποία βεβαίωση αναφέρονταν ρητά οι κατά καιρούς εργοδότες του αιτητή. Το πρόβλημα προέκυψε από την εργοδότηση του αιτητή κατά την περίοδο 1.2.03 - 31.3.05, κατά την οποία εργοδοτούμενος του σύμφωνα με τη βεβαίωση των Κοινωνικών Ασφαλίσεων ήταν η εταιρεία Aliren Estates Services Limited, που ανήκει στην Παντελίτσα Πέτρου εγγεγραμμένη κτηματομεσίτρια και η οποία ως αναφέρθηκε, παρουσιάστηκε, στο στοιχείο 12 της αίτησης, ως εργοδότρια του.
Οι καθ' ων απορρίπτοντας την αίτηση ανέφεραν ότι ο αιτητής δεν μπορούσε να εγγραφεί διότι δεν πληρούσε τα απαιτούμενα προσόντα σύμφωνα και με τον περί Κτηματομεσιτών Νόμο αρ. 273(Ι)/04, (εφεξής «ο βασικός Νόμος») ο οποίος αντικατέστησε την προηγούμενη νομοθεσία εφόσον από τη μελέτη των αποδεικτικών στοιχείων του φακέλου δεν υπήρχε «...... αποδεδειγμένη πενταετής πείρα περί την κτηματομεσιτική εργασία στα πλαίσια εργοδότησης σας σε εγγεγραμμένο κτηματομεσίτη στην Κύπρο ή σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.».
Πρέπει να σημειωθεί ότι με βάση το βασικό Νόμο, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ από την ημερομηνία δημοσίευσης του στην Επίσημη Εφημερίδα στις 31.12.04, «πείρα» (σύμφωνα με το Αρθρο 11(3) ως είχε τότε), σε σχέση με κτηματομεσιτική εργασία μπορούσε να αποκτηθεί μόνο με εργοδότηση σε «εγγεγραμμένο κτηματομεσίτη», έννοια που, σύμφωνα με το ερμηνευτικό Αρθρο 2, παρέπεμπε σε κτηματομεσίτη που στον ουσιώδη χρόνο ήταν εγγεγραμμένος στο Μητρώο. Πρόσθετα, η λέξη «κτηματομεσίτης», σήμαινε «το φυσικό πρόσωπο του οποίου η απασχόληση είναι η έναντι αμοιβής μεσολάβηση για κτηματική συναλλαγή». Στις 27.7.07, ο βασικός Νόμος τροποποιήθηκε με το Νόμο αρ. 118(Ι)/07, ούτως ώστε η πενταετής πλέον πείρα (προηγουμένως χρειαζόταν οκταετής πείρα - Αρθρο 11(1)(γ)(ii)), να μπορεί να αποκτηθεί στα πλαίσια εργοδότησης σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το δε νέο Αρθρο 11(1)(β) προνοεί ότι αποκλειστικός σκοπός του νομικού προσώπου πρέπει να είναι η διεξαγωγή δραστηριοτήτων κτηματομεσίτη, ένας δε τουλάχιστον των διευθυντών ή πρόσωπο δεόντως εξουσιοδοτημένο να είναι αδειούχος κτηματομεσίτης (υποπαρ. (iii) και (v) αντίστοιχα).
Συνεπώς, παραπονείται ο αιτητής ότι οι καθ' ων δεν έλαβαν υπόψη τους την τροποποίηση, δεν εφάρμοσαν ορθά τις πρόνοιες της και δεν προέβηκαν σε επαρκή έρευνα σχετικά με τα αποδεικτικά στοιχεία που είχε προσκομίσει ο αιτητής ως προς την εργοδότηση του κατά την περίοδο 1.2.02-31.3.05, εφόσον με βάση το Αρθρο 12(2) του βασικού Νόμου, μπορούσαν να ζητήσουν πρόσθετα στοιχεία σε περίπτωση ύπαρξης αμφιβολιών ως προς το πραγματικό γεγονός της εργοδότησης του αιτητή.
Επί του ζητήματος της εφαρμογής της τροποποιητικής νομοθεσίας κρίνεται ότι οι καθ' ων ορθά διαπίστωσαν ότι ο αιτητής δεν είχε πενταετή πείρα που είναι προϋπόθεση, μεταξύ άλλων, για την εγγραφή του στο σχετικό Μητρώο. Η εργοδότηση του κατά την περίοδο 1.2.03-31.3.05, ήταν, όπως σαφέστατα προέκυπτε από τη βεβαίωση των Κοινωνικών Ασφαλίσεων σε νομικό πρόσωπο δηλαδή στην εταιρεία Aliren Estates Services Limited, που είναι βέβαια διαφορετικό πρόσωπο κατά νόμο από την εγγεγραμμένη κτηματομεσίτρια Παντελίτσα Πέτρου που φερόταν να ήταν ο κύριος μέτοχος της εταιρείας αυτής. Η δυνατότητα που ο τροποποιητικός Νόμος 118(Ι)/07, έδωσε ώστε στον ορισμό του «κτηματομεσίτη» να περιλαμβάνεται πλέον και νομικό πρόσωπο, δεν θα μπορούσε να είχε αναδρομική εφαρμογή στα γεγονότα της υπόθεσης, εφόσον η τροποποίηση τέθηκε σε ισχύ στις 27.7.07. Όπως υποδείχθηκε και πριν ο βασικός Νόμος καθόριζε ότι πείρα θα μπορούσε να αποκτηθεί μόνο στα πλαίσια εργοδότησης του αιτητή από φυσικό πρόσωπο και δεν περιελάμβανε βέβαια εργοδότηση σε εταιρεία. Παρά το γεγονός ότι η αίτηση υποβλήθηκε και εξετάστηκε από τους καθ' ων μετά τις 27.7.07, όταν δηλαδή άρχισε η ισχύς της τροποποίησης, εν τούτοις όταν ο αιτητής εργάστηκε στη συγκεκριμένη εταιρεία, εκείνη η εργόδοτηση δεν προσμετρούσε στη βάση του βασικού Νόμου ως πείρα περί την κτηματομεσιτική εργασία. Σύμφωνα με τη νομολογία, η διοίκηση δεσμεύεται (σχετικό είναι και το Άρθρο 9 των περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δίκαιο Νόμου αρ. 158(Ι)/99), να εφαρμόσει το νομοθετικό καθεστώς που ισχύει κατά το χρόνο της έκδοσης της πράξης. Αυτό ανεξάρτητα αν το νομικό καθεστώς ήταν διαφορετικό κατά το χρόνο της υποβολής της αίτησης. (Δέστε Λαμπρίδου v. Συμβουλίου Εγγραφής Κτηματομεσιτών (2008) 4 Α.Α.Δ. 28) Αυτό όμως στη βάση της ύπαρξης παρόμοιων ή αντίστοιχων διατάξεων και στο νέο καθεστώς. Το γεγονός ότι η αίτηση εξετάστηκε και αποφασίστηκε μετά την εισαγωγή των τροποποιητικών προνοιών του Νόμου αρ. 118(Ι)/07, δεν σήμαινε ότι θα μπορούσαν να τύχουν εφαρμογής και οι πρόνοιες εκείνες που δεν ίσχυαν στο βασικό Νόμο, διαφορετικά θα δινόταν στον αιτητή ένα αυθαίρετο πλεονέκτημα εφόσον μόνο μετά τις 31.7.07 θα μπορούσε να λογιστεί η εργοδότηση σε νομικό πρόσωπο ως δυνάμενη να προσδώσει την αναγκαία εκείνη πείρα για να ικανοποιήσει τις πρόνοιες της νέας νομοθεσίας.
Η σχετική θέση του δικηγόρου του αιτητή στη γραπτή του αγόρευση ότι το αυτό νομικό πρόσωπο, δηλαδή η εταιρεία, πληρούσε και τις προϋποθέσεις της εργοδότησης από φυσικό πρόσωπο, διότι η Παντελίτσα Πέτρου ήταν εγγεγραμμένη κτηματομεσίτρια, δεν είναι ορθή διότι παραγνωρίζει ότι η εργοδότηση γίνεται κατά κανόνα, μόνο από ένα πρόσωπο, είτε φυσικό είτε νομικό, όπως άλλωστε υποδεικνύει εδώ και η βεβαίωση των Κοινωνικών Ασφαλίσεων στην οποία παρουσιάζεται ότι εργοδότης κατά την περίοδο εκείνη ήταν η εταιρεία. Δεν υπάρχουν άλλωστε στοιχεία και δεν τέθηκαν τέτοια ενώπιον του Δικαστηρίου, ότι ο αιτητής εργοδοτείτο ταυτόχρονα από δύο άτομα. Περαιτέρω, το επιχείρημα στην απαντητική αγόρευση ότι, κατά τη θέση του συνηγόρου, με την τροποποίηση του βασικού Νόμου δεν είναι ανάγκη ο κτηματομεσίτης να είναι εγγεγραμμένος, παραγνωρίζει πλήρως τόσο τις ερμηνευτικές διατάξεις περί του «κτηματομεσίτη», του «εγγεγραμμένου κτηματομεσίτη» και του «αδειούχου κτηματομεσίτη», όσο και το σκοπό της ίδιας της νομοθεσίας που ήταν η δημιουργία Συμβουλίου Εγγραφής Κτηματομεσιτών και ο έλεγχος και κατοχύρωση του επαγγέλματος του κτηματομεσίτη από εγγεγραμμένα πλέον άτομα. (Δέστε τις σαφείς πρόνοιες του Μέρους IV Αρθρα 14-18 του βασικού Νόμου). Το επιχείρημα όμως είναι και αντιφατικό διότι ενώ εισηγείται ότι πριν την τροποποίηση δεν ήταν υποχρεωμένη να εγγραφεί η εταιρεία ως κτηματομεσίτης, ταυτόχρονα επιζητεί την αναγνώριση του καθεστώτος της εργοδότησης του αιτητή σε εταιρεία ως προσμετρούσα στην πείρα, παρόλο που η δυνατότητα εγγραφής νομικού προσώπου και της δυνατότητας απόκτησης πείρας σ' αυτό, δόθηκε μόνο με την τροποποίηση.
Άλλωστε, σύμφωνα και με το Αρθρο 10(2)(α) του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο αρ. 42/62, νόμος που ακυρώνει και επαναθεσπίζει προηγούμενο νομοθέτημα δεν επαναφέρει σε ισχύ οτιδήποτε που δεν ισχύει ή δεν υπάρχει κατά το χρόνο κατά τον οποίο αρχίζει να ισχύει η ακύρωση. Επομένως δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η πρόνοια για την απόκτηση πείρας από νομικό πρόσωπο που δεν υπήρχε στο βασικό Νόμο, μπορεί να ενεργοποιηθεί από την τροποποίηση που επέφερε ο Νόμος αρ. 118(Ι)/07, εφόσον δεν υπάρχει προς τούτο οποιαδήποτε ένδειξη. Σε αυτά τα πλαίσια το επιχείρημα στην απαντητική αγόρευση του αιτητή ότι θα έπρεπε τουλάχιστο να λογιστεί η περίοδος από 1.2.02-31.12.04 για τη θεμελίωση της πενταετούς πείρας, με αναφορά στην ερμηνεία του όρου «κτηματομεσίτης» που ίσχυε με βάση το Αρθρο 2 του αρχικού Νόμου αρ. 66/87, ο οποίος όμως καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε εξ ολοκλήρου με το βασικό Νόμο, δεν ευσταθεί διότι ακριβώς όταν έγινε η επίδικη αίτηση δεν ίσχυαν οι πρόνοιες του αρχικού νόμου και δεν μπορεί ο αιτητής κατά το δοκούν να επικαλείται νομοθετικές πρόνοιες σε διάφορα στάδια της εξέλιξης της όλης νομοθεσίας περί κτηματομεσιτών. Περαιτέρω, δεν είναι δυνατόν να επικαλείται ο αιτητής την εφαρμογή της νέας νομοθεσίας από τη μια, ως το ισχύον νομικό καθεστώς κατά την αίτηση του και από την άλλη να επιζητεί την εφαρμογή και της αρχικής νομοθεσίας, που δεν είναι πλέον σε ισχύ.
Η πρόσθετη θέση ότι ισχύουν στην περίπτωση οι πρόνοιες της μεταβατικής διάταξης του Αρθρου 40(6) του βασικού Νόμου, ότι όταν οποιεσδήποτε χρονικές προθεσμίες που προβλέπονταν στους καταργηθέντες νόμους είχαν ενεργοποιηθεί και συνέχιζαν να τρέχουν κατά την έναρξη της ισχύος του βασικού Νόμου, και υπάρχει αντίστοιχη διάταξη σ' αυτόν, αυτός θα έχει εφαρμογή ως εάν η αρχική διάταξη είχε τεθεί σε ισχύ κατά τη στιγμή που είχε αρχίσει να τρέχει η περίοδος ή προθεσμία, επίσης δεν ευσταθεί διότι για να ενεργοποιηθεί η προθεσμία που προβλεπόταν από τον καταργηθέντα αρχικό Νόμο αρ. 66/87, θα έπρεπε η αίτηση προς εγγραφή να είχε γίνει κατά τη μεταβατική εκείνη περίοδο και όχι μετά από πολλά χρόνια. Με άλλα λόγια δεν είχε ενεργοποιηθεί οποιαδήποτε χρονική περίοδος με τον αρχικό Νόμο, εφόσον η αίτηση έγινε μόλις τον Αύγουστο του 2007. Προς αυτή την ερμηνεία κατατείνει και η πρόνοια του εδαφίου (5) του Αρθρου 40, που προνοεί ότι οι εκκρεμούσες προς το Συμβούλιο αιτήσεις κατά την έναρξη της ισχύος του βασικού Νόμου, θα τυγχάνουν χειρισμού και θα αποφασίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού.
Όσον αφορά το ζήτημα της επαρκούς έρευνας από τους καθ' ων θα πρέπει να λεχθεί ότι το Αρθρο 12(1), θέτει επί των ώμων του αιτούμενου την εγγραφή να υποβάλει όλα τα αναγκαία αποδεικτικά των απαιτουμένων προσόντων για να τύχει εγγραφής. Η επιφύλαξη που απαντάται στο εδάφιο (2) του Αρθρου 12, δίνει τη δυνατότητα στους καθ' ων να ζητήσουν από τον αιτητή να παράσχει γραπτώς τέτοια περαιτέρω στοιχεία και πληροφορίες όπως ήθελαν θεωρηθεί αναγκαία για την εξέταση της αίτησης. Ενυπάρχει λοιπόν διακριτική ευχέρεια και εναπόκειται στο διοικητικό όργανο να την ασκήσει ανάλογα. Στη Γιάννος Όξυνος v. Δημοκρατίας (2008) 4 Α.Α.Δ. 243, κρίθηκε εύλογα επιτρεπτή η εκ μέρους των καθ' ων κλήση του εκεί αιτητή να παρακαθήσει σε γραπτές εξετάσεις δυνάμει του Αρθρου 6(3) του αρχικού Νόμου, προς διαπίστωση της επάρκειας των γνώσεων του ως προς την κτηματική και πολεοδομική νομοθεσία.
Είναι λοιπόν σαφές ότι η πρόνοια αυτή είναι καθαρά δυνητική και δεν υποχρεώνει τους καθ' ων να ζητήσουν οπωσδήποτε περαιτέρω στοιχεία, ιδιαίτερα εκεί όπου τα στοιχεία που παρουσιάζονται από επίσημα έγγραφα, όπως εδώ η βεβαίωση των Κοινωνικών Ασφαλίσεων, σαφώς καθόριζαν τον τότε εργοδότη του αιτητή να είναι η εταιρεία, δηλαδή, νομικό πρόσωπο και όχι η Παντελίτσα Πέτρου. Η επάρκεια της έρευνας, η έκταση και ο τρόπος διεξαγωγής της, ποικίλει ανάλογα με τα υπό εξέταση γεγονότα. Εδώ διαπιστώνεται να είχε γίνει διερεύνηση κάθε ουσιώδους και σχετιζόμενου με την υπόθεση γεγονότος (Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 447), ενώπιον των καθ' ων δε, υπήρχαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία και το ιστορικό (Σχίζα v. Α.ΤΗ.Κ. (2004) 3 Α.Α.Δ. 339). Ο αιτητής, ως φέρων το βάρος να παρουσιάσει με πληρότητα όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, όφειλε, εάν τα πράγματα ήσαν διαφορετικά, να δώσει επεξηγηματικά στοιχεία ως προς την εργοδότηση του από το νομικό πρόσωπο την οποία άλλωστε ο ίδιος δεν αμφισβητεί. Παρεμβάλλεται εδώ ότι η θέση που προβάλλεται στη γραπτή αγόρευση των καθ' ων στη σελ. 3 παρ. 2, ότι η εν λόγω εταιρεία δεν είχε εγγραφεί οποτεδήποτε στο Μητρώο Κτηματομεσιτών αποτελεί ζήτημα που δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο, εφόσον δεν μπορεί να εισάγεται μαρτυρία διά της αγορεύσεως ως είναι η πάγια νομολογία.
Η αιτιολογία κρίνεται επίσης ότι ήταν επαρκής διότι σαφώς στην απορριπτική επιστολή τους οι καθ' ων αναφέρθηκαν συγκεκριμένα στο βασικό Νόμο στον οποίο και παρέπεμψαν ενόψει του ότι ο αιτητής δεν πληρούσε τα απαιτούμενα προσόντα για εγγραφή, επεξηγώντας περαιτέρω ότι το πρόβλημα έγκειτο στη μη αποδεδειγμένη πενταετή πείρα περί την κτηματομεσιτική εργασία σε εγγεγραμμένο κτηματομεσίτη στην Κύπρο. Η αιτιολογία θα μπορούσε να ήταν πληρέστερη με αναφορά στο γεγονός ότι δεν θεωρείτο η εργοδότηση στην εταιρεία ως προσδίδουσα, νομοθετικά, την αναγκαία πείρα στον αιτητή, αλλά αυτό δεν αφαιρεί το υπόβαθρο της επαρκούς αιτιολογίας ενόψει του ότι όλα τα γεγονότα ήσαν ενώπιον των καθ' ων. Σύμφωνα με το σύγγραμμα του Ε. Σπηλιοτόπουλου: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», 12η έκδ. Τόμος ΙΙ, σελ. 143-144, η αιτιολογία είναι νόμιμη όταν λαμβάνεται με αναφορά στο νόμιμο έρεισμα που παρέχει νομοθετική διάταξη και μετά από ουσιαστική εκτίμηση των γεγονότων. Το Αρθρο 29 του Νόμου αρ. 158(Ι)/99 το οποίο επικαλείται ο συνήγορος των καθ' ων, τυγχάνει εφαρμογής μόνο στο βαθμό που απορρέει από τα ίδια τα στοιχεία που ο αιτητής κατέθεσε, ότι δεν είχε πείρα προερχόμενη από εργοδότηση του σε φυσικό πρόσωπο κατά την κρίσιμη περίοδο. Κατά τα άλλα τα πρακτικά των καθ' ων ημερ. 16.10.07, τα οποία επισυνάπτονται στην ένσταση, δεν προσθέτουν οτιδήποτε περαιτέρω.
Ενόψει όλων των πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ' ων. Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.