ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                (Υπόθεση Αρ. 1625/2007)

 

15 Σεπτεμβρίου, 2009

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΕΛΕΝΗ ΛΟΥΚΑ,

Αιτήτρια,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ,

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

Μ. Κυπριανού, για την Αιτήτρια.

Ε. Καρακάννα (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:  Η Ελένη Λουκά (Αιτήτρια) προσβάλλει με την παρούσα προσφυγή την απόφαση της Εφόρου Αρχαιοτήτων ημερομηνίας 12.9.2007, με την οποία της καταλογίστηκε η διάπραξη του πειθαρχικού παραπτώματος της αμέλειας, αδιαφορίας, νωθρότητας ή αδράνειας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της και της επιβλήθηκε η ποινή της επίπληξης.

 

Τα γεγονότα της προσφυγής

Η Αιτήτρια κατά τον ουσιώδη χρόνο υπηρετούσε ως Τεχνικός στο Επαρχιακό Αρχαιολογικό Μουσείο Λεμεσού.  Ήταν η μόνη Τεχνικός επί καθήκοντι την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 2006, όταν διαπιστώθηκε ότι ένα άλλο μουσείο της Λεμεσού, το Μεσαιωνικό Μουσείο του Κάστρου, παρέμεινε κλειστό.

 

Για το πιο πάνω περιστατικό και αφού παρήλθε αρκετό χρονικό διάστημα, ενημερώθηκε γραπτώς ο Διευθυντής του Τμήματος Αρχαιοτήτων και στη συνέχεια, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων τροχιοδρόμησε ενδοτμηματική έρευνα, διορίζοντας Ερευνώντα Λειτουργό κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 81(2)(α) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90, όπως έχει τροποποιηθεί).

 

Η Λειτουργός που διεξήγαγε την έρευνα επισκέφθηκε τα δύο μουσεία, μελέτησε τους σχετικούς φακέλους του Τμήματος και έλαβε μαρτυρίες από όλους του εμπλεκόμενους.  Στο πόρισμα της απέδωσε πειθαρχικές ευθύνες σε τρεις Τεχνικούς συμπεριλαμβανομένης της Αιτήτριας.  Συγκεκριμένα, σε βάρος της Αιτήτριας, καταλογίστηκε ότι δεν προσπάθησε επαρκώς για να έρθει σε επαφή με τους ανωτέρους της για το θέμα και ότι απέκρυψε το συμβάν, γεγονότα που συνιστούσαν αδιαφορία και αδράνεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της.  Επειδή τα πιο πάνω πειθαρχικά παραπτώματα μπορούν να εκδικαστούν συνοπτικά από την αρμόδια αρχή, σύμφωνα με το άρθρο 82 του Ν. 1/90, ο Υπουργός Συγκοινωνιών και Έργων, ως αρμόδια αρχή, μεταβίβασε στην Έφορο Αρχαιοτήτων, τις εξουσίες του για συνοπτική εκδίκαση των πειθαρχικών παραπτωμάτων που είχαν κατά την κρίση του διαπραχθεί, μαζί με τα κατηγορητήρια όπως διατυπώθηκαν από τη Νομική Υπηρεσία, την έκθεση της Ερευνώσας Λειτουργού και όλα τα σχετικά έγγραφα.

 

Η Έφορος Αρχαιοτήτων, αφού κοινοποίησε στην Αιτήτρια το μαρτυρικό υλικό και το κατηγορητήριο, μετέβη στις 21.8.2007 στη Λεμεσό και άκουσε τη θέση της Αιτήτριας αναφορικά με την κατηγορία που διατυπώθηκε εναντίον της.  Η Αιτήτρια δήλωσε ότι δεν αποδέχεται το κατηγορητήριο και ζήτησε επανεξέταση της υπόθεσης.  Στη συνέχεια η Έφορος αφού συνεκτίμησε όλα τα έγγραφα και τις απόψεις της Αιτήτριας, κατέληξε ότι τα πειθαρχικά παραπτώματα είχαν διαπραχθεί.  Ανακοίνωσε δε τη σχετική απόφαση της στην Αιτήτρια προφορικά σε κατ' ιδίαν συνάντησή τους στις 12.9.2007 και αφού άκουσε την Αιτήτρια για σκοπούς ποινής, κατέληξε στην επιβολή της ποινής της επίπληξης.

 

Οι λόγοι της προσφυγής

Η Αιτήτρια αναπτύσσει δύο λόγους ακύρωσης.  Εισηγείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση:-

(i)       Είναι παράλογη και υπερβολικά αυστηρή και

(ii)     Συνιστά έκδηλα άδικη και άνιση μεταχείριση της Αιτήτριας κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της ισότητας μεταξύ των πολιτών.

 

(i)        Η επίδικη απόφαση είναι παράλογη και υπερβολικά αυστηρή

 

Η Αιτήτρια εισηγείται ότι το εύρημα ενοχής της Ερευνώσας Λειτουργού, αναφορικά με το αδίκημα της αδράνειας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων, είναι «πολύ παρατραβηγμένο και υπέρμετρα αυστηρό» σε βαθμό που δικαιολογείται δικαστική επέμβαση γιατί, η Αιτήτρια δεν είχε οποιαδήποτε νομική υποχρέωση να ενημερώσει την Επαρχιακή Αρχαιολογική Λειτουργό για το περιστατικό, εφόσον αυτό συνέβη όχι στο μουσείο όπου είναι τοποθετημένη η Αιτήτρια, αλλά σε άλλο μουσείο.  Επιπρόσθετα το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης της Αιτήτριας δεν συμπεριλαμβάνει τέτοιο καθήκον ή υποχρέωση ενημέρωσης ανωτέρου, για πρόβλημα που πιθανό να παρουσιαστεί σε άλλο μουσείο και επίσης η Αιτήτρια είχε συμβουλεύσει τον αρχαιοφύλακα του επίδικου Μουσείου να αναφέρει το γεγονός στην Επαρχιακή Αρχαιολογική Λειτουργό.  Πέραν τούτων, η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι και αν ακόμη υποτεθεί ότι υπείχε καθηκόντως υποχρέωση ενημέρωσης προϊσταμένης λειτουργού, τέτοια ενημέρωση ήταν αντικειμενικά αδύνατη λόγω του ότι το συμβάν έλαβε χώρα στις 31.12.2005 ημέρα Σάββατο, που είναι μη εργάσιμη ημέρα για την Επαρχιακή Λειτουργό.

 

Με βάση τα πιο πάνω δεδομένα, η Αιτήτρια υποβάλλει ότι υπήρχαν εύλογες αμφιβολίες ως προς την εκ μέρους της τέλεση του αδικήματος, ότι το τεκμήριο αθωότητας της δεν έχει ανατραπεί και ότι οι καθ'ων η αίτηση δεν απέδειξαν το αδίκημα στο βαθμό που απαιτείται στις πειθαρχικές διαδικασίες.

 

Η πλευρά των καθ'ων η αίτηση απαντά ότι η απόφαση για την ενοχή και εν συνεχεία για την επιβολή της κύρωσης της επίπληξης σε βάρος της Αιτήτριας, δεν ήταν παράλογη ούτε υπερβολικά αυστηρή αλλά λήφθηκε μέσα στα πλαίσια της σχετικής νομοθεσίας (άρθρα 60(2)(ε) και 73(2) του Ν. 1/90), κατόπιν τήρησης της νόμιμης διαδικασίας και εκτίμησης των γεγονότων από το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο, του οποίου οι σχετικές υποκειμενικές κρίσεις δεν επιδέχονται παρέμβαση από το Αναθεωρητικό Δικαστήριο.  Τέλος σε ότι αφορά την ίδια την ποινή που επιβλήθηκε, οι καθ'ων η αίτηση επισημαίνουν ότι είναι η ελαφρότερη προβλεπόμενη στο σχετικό Πίνακα του Νόμου.

 

Οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας δεν ευσταθούν.  Ανάμεσα στα θεμελιώδη καθήκοντα των δημόσιων υπαλλήλων, όπως αυτά καθορίζονται στο άρθρο 60(2) του Ν. 1/90, συμπεριλαμβάνονται και τα πιο κάτω:-

«(2) Κάθε δημόσιος υπάλληλος οφείλει-

(α) Να ασκεί πάντοτε τα καθήκοντα του αμερόληπτα, απροσωπόληπτα και δίκαια και μόνο βάση αντικειμενικών κριτηρίων και να καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την προαγωγή της εύρυθμης λειτουργίας του Κράτους και της δημόσιας υπηρεσίας·

(β) .................

(γ) να καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την εξυπηρέτηση του κοινού με τρόπο αντικειμενικό, δίκαιο, απροσωπόληπτο και αμερόληπτο·

(δ) .................

(ε) να μην ενεργεί ή παραλείπει ή συμπεριφέρεται με τρόπο που δυνατόν να δυσφημήσει το κύρος της δημόσιας υπηρεσίας γενικά ή τη θέση του ειδικά ή που δυνατόν να τείνει σε κλονισμό της εμπιστοσύνης του κοινού στη δημόσια υπηρεσία·

(στ) ................».

 

Σύμφωνα με το άρθρο 73 του Ν. 1/90 το οποίο αναφέρεται στα πειθαρχικά παραπτώματα:-

«73.-(1) Δημόσιος υπάλληλος υπόκειται σε πειθαρχική δίωξη:

(α) Αν διαπράξει παράπτωμα που ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα·

(β) αν ενεργήσει ή παραλείψει κάτι με τρόπο που ισοδυναμεί με παράβαση οποιουδήποτε από τα καθήκοντα ή τις υποχρεώσεις δημόσιου υπαλλήλου.

(2) Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού ο όρος «καθήκοντα ή υποχρεώσεις δημόσιου υπαλλήλου» περιλαμβάνει κάθε καθήκον ή υποχρέωση που επιβάλλεται σε δημόσιο υπάλληλο δυνάμει του Νόμου αυτού ή οποιουδήποτε άλλου νόμου ή Κανονισμών ή δυνάμει οποιασδήποτε διοικητικής πράξης που γίνεται με βάση αυτούς ή δυνάμει οποιασδήποτε διαταγής ή οδηγίας που εκδόθηκε.»

Στην παρούσα περίπτωση, από τη σχετική έρευνα και το σύνολο της μαρτυρίας που λήφθηκε από την Ερευνώσα Λειτουργό, κρίθηκε εύλογα ότι η παράλειψη της Αιτήτριας να προβεί σε έγκαιρα διαβήματα προς την ανώτερη της λειτουργό, όταν ενημερώθηκε ότι το Μεσαιωνικό Μουσείο ήταν κλειστό και λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία η Αιτήτρια βρισκόταν σε υπηρεσία σε άλλο μουσείο της Λεμεσού, συνιστούσε το πειθαρχικό παράπτωμα της «αμέλειας, αδιαφορίας, νωθρότητας ή αδράνειας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της» όπως αυτό προβλέπεται στο ΜΕΡΟΣ Ι του Πρώτου Πίνακα του Ν. 1/90

 

Τα επιχειρήματα της Αιτήτριας συνιστούν εκτιμήσεις, αναφορικά με πραγματικά γεγονότα, οι οποίες δεν είναι αποδεκτές στα πλαίσια του αναθεωρητικού ελέγχου μιας πειθαρχικής διαδικασίας.  Η νομολογία έχει επανειλημμένα επισημάνει ότι το ακυρωτικό δικαστήριο όταν ελέγχει απόφαση που λήφθηκε σε πειθαρχική διαδικασία, δεν υπεισέρχεται στην υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων στην οποίαν είχε προβεί το αρμόδιο όργανο.  Ομοίως, η αξιολόγηση της μαρτυρίας και η στοιχειοθέτηση της κατηγορίας, δεν είναι θέματα που άπτονται της δικαιοδοσίας του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, εκτός εάν σε αυτή εντοπίζεται πλάνη σε βαθμό που επηρεάζει τη νομιμότητα της διαδικασίας.

Στην παρούσα περίπτωση δεν έχει εντοπιστεί οποιαδήποτε πλάνη κατά τη διερευνητική διαδικασία.  Αντίθετα, εφαρμόστηκαν οι διατάξεις του άρθρου 82 που ρυθμίζει την περίπτωση και η Ερευνώσα Λειτουργός διενήργησε ενδελεχή έρευνα, η οποία περιελάμβανε τις καταθέσεις αρκετών μαρτύρων και η Αιτήτρια είχε την ευκαιρία να ακουστεί πριν την εκδίκαση του παραπτώματος και ακολούθως για σκοπούς επιμέτρησης ποινής.

 

Σε ό,τι αφορά την ποινή που επιβλήθηκε, αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας ότι το Δικαστήριο εξετάζει μόνο τη νομιμότητα της πειθαρχικής διαδικασίας που ακολουθήθηκε και όχι την αυστηρότητα της πειθαρχικής ποινής.

 

Σχετικές με τα πιο πάνω θέματα είναι, μεταξύ άλλων, οι Republic v. Antonios Mozoras (1970) 3 C.L.R. 210, Papacleovoulou v. Republic (1982) 3 CLR 187, Παπαχαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1997) 3 ΑΑΔ 97, Κρητιώτη ν. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 778 και Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 515, στην οποία επισημάνθηκαν τα ακόλουθα:-

«Είναι χρήσιμο να παραπέμψουμε και στα Πορίσματα Νομολογίας του Σ.τ.Ε 1929-1959, σελ. 414, όπου προδιαγράφεται ο ίδιος ακριβώς ρόλος του ακυρωτικού δικαστηρίου στο πειθαρχικό δίκαιο:

 

"Περαιτέρω γίνεται δεκτόν, ότι εις την πειθαρχικήν διαδικασίαν, η εκτίμησις των πραγματικών περιστατικών των συνιστώντων το πειθαρχικόν παράπτωμα και η στάθμισις της βαρύτητος αυτών προς επιβολήν της αρμοζούσης εκάστοτε ποινής ανήκουσιν εις την διακριτικήν εξουσίαν της Διοικήσεως και διαφεύγουσι τον έλεγχον του Συμβουλίου Επικρατείας δικάζοντος επί ακυρώσει, πλην εάν συντρέχη κατάχρησις ή κακή χρήσις της διακριτικής εξουσίας ή πλάνη περί τα πράγματα.

 

Ο υπό του αρμοδίου όμως οργάνου χαρακτηρισμός ωρισμένων πραγματικών περιστατικών ως συνιστώντων ή μη πειθαρχικόν παράπτωμα, δεν αποτελεί ουσιαστικήν κρίσιν διαφεύγουσαν τον ακυρωτικόν έλεγχον του Σ.τ.Ε., αλλά νομικόν χαρακτηρισμόν των πραγματικών αυτών περιστατικών και υπαγωγήν των εις συγκεκριμένον κανόνα δικαίου ..... ήτοι ενέργειαν ελεγχομένην ακυρωτικώς."

 

Τις παραμέτρους του δικαστικού ελέγχου συμπληρώνει η παρακάτω περικοπή στη σελ. 415:

 

"Εγένετο περαιτέρω δεκτόν ότι είναι γενικώς απαράδεκτοι λόγοι ακυρώσεως πλήττοντες την ουσιαστικήν κρίσιν και εκτίμησιν του ανακριτικού συμβουλίου ....... ως π.χ. εκείνοι, δι' ων προβάλλεται εσφαλμένη εκτίμησις των αποδεικτικών στοιχείων ..... ή εσφαλμένη κρίσις ως προς την υποκειμενικήν υπαιτιότητα του πειθαρχικώς διωκομένου αξιωματικού ...... ή προς την επιμέτρησιν της ποινής ...... Πλάνη όμως περί τα πράγματα, λόγω αντικειμενικής ανυπαρξίας των πραγματικών περιστατικών, άτινα ήσκησαν ουσιώδη επιρροήν εις την διαμόρφωσιν της κρίσεως του ανακριτικού συμβουλίου, επάγεται ακυρότητα της γνωμοδοτήσεως αυτού ....."

 

Όσα υποστηρίχτηκαν αφορούν στην εκτίμηση της βαρύτητας στοιχείων που συνυπολογίστηκαν και δεν παρέχεται περιθώριο για παρέμβαση. Η ΕΔΥ επέβαλε ποινή που ενέπιπτε μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας της όπως τα καθορίζει ο Νόμος και η έφεση πρέπει να απορριφθεί.»

 

 

 

(ii)     Άδικη και άνιση μεταχείριση της Αιτήτριας

 

Η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι έτυχε άνισης μεταχείρισης και ότι κατά τη διαδικασία οι καθ'ων η αίτηση «εφάρμοσαν δύο μέτρα και δύο σταθμά» αναφορικά με τις πειθαρχικές ευθύνες της Αιτήτριας και της Επαρχιακής Αρχαιολογικής Λειτουργού.  Υποβάλλει προς τούτο, ότι σε αντίθεση με την αυστηρότητα με την οποία αντιμετωπίστηκε η περίπτωση της Αιτήτριας, η Επαρχιακή Λειτουργός έτυχε επιεικούς κρίσης και τελικά απαλλάχτηκε παρόλο που στην έκθεση της Ερευνώσας Λειτουργού, αναφέρεται ότι οι δύο Τεχνικοί του Μεσαιωνικού Μουσείου δεν τηρούσαν το προβλεπόμενο ωράριο αλλά προέβησαν σε δική τους διευθέτηση, εν γνώσει της Προϊσταμένης τους Επαρχιακής Λειτουργού.

 

Οι καθ'ων η αίτηση αντιτείνουν ότι δεν υπήρξε παραβίαση των αρχών της ισότητας και της χρηστής διοίκησης, γιατί μέσα στα πλαίσια του εξεταζόμενου περιστατικού η Αιτήτρια και η Επαρχιακή Λειτουργός δεν τελούσαν κάτω από τις ίδιες συνθήκες ούτως ώστε να ετύγχαναν ίσης ή ομοιόμορφης μεταχείρισης, γιατί η Επαρχιακή Λειτουργός, σε αντίθεση με την Αιτήτρια δεν γνώριζε ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο το μουσείο παρέμεινε κλειστό.

 

Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι ο πιο πάνω ισχυρισμός προβάλλεται χωρίς έννομο συμφέρον αφού το θέμα του καταλογισμού ή όχι πειθαρχικής ευθύνης σε άλλη λειτουργό δεν εξετάζεται στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής και δεν επηρεάζει άμεσα την Αιτήτρια.  Πέραν τούτου όμως, στην έκθεση της Ερευνώσας Λειτουργού (στη σελ. 4) αναφέρεται η διαπίστωση ότι η πρακτική της μη τήρησης των προβλεπόμενων ωραρίων από τους δύο Τεχνικούς, ήταν σε γνώση και της Εφόρου Αρχαιοτήτων και του Διευθυντή του Τμήματος, οι οποίοι δεν έδωσαν άλλες οδηγίες και ουσιαστικά αποδέχτηκαν τη διευθέτηση των δύο Τεχνικών, εφόσον δεν είχε παρουσιαστεί μέχρι τότε πρόβλημα στη λειτουργία του Μεσαιωνικού Μουσείου.  Επιπρόσθετα, όπως έχει διαπιστωθεί στο πόρισμα, η Επαρχιακή Λειτουργός δεν είχε ενημερωθεί από οποιονδήποτε για το συμβάν, με αποτέλεσμα να μην της καταλογιστεί ευθύνη για αδιαφορία και αδράνεια.  Έπεται ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο του συμβάντος, η Αιτήτρια και η Επαρχιακή Λειτουργός δεν τελούσαν κάτω από τις ίδιες συνθήκες, εφόσον η πρώτη βρισκόταν σε υπηρεσία και έτυχε ενημέρωσης ενώ η δεύτερη, αφενός δεν εργαζόταν (λόγω Σαββάτου) και αφετέρου αγνοούσε το περιστατικό.  Ως αποτέλεσμα δεν υπάρχει παραβίαση της αρχής της ισότητας, αναφορικά με τον καταλογισμό των ευθυνών.

 

Στη γραπτή απάντηση της Αιτήτριας, εγείρονται για πρώτη φορά ισχυρισμοί για ελαττωματικότητα του κατηγορητηρίου και άνιση μεταχείριση της Αιτήτριας σε σχέση και με άλλα πρόσωπα.  Οι ισχυρισμοί που εγείρονται σε αυτό το στάδιο δεν μπορούν να εξεταστούν γιατί σκοπός της απαντητικής αγόρευσης είναι η απάντηση στους ισχυρισμούς των καθ'ων η αίτηση και όχι η έγερση νέων θεμάτων.  Πρόσφατη δε νομολογία έχει αποδοκιμάσει αυτή την τακτική (Βλ. σχετικά Δημητράκης Αντωνίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 196/2002, ημερ. 8.9.2003, Malika Khamzaeva v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 727/2006, ημερ. 16.7.2007 και Μαρίνα Κ. Πίκολου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 878/2007, ημερ. 8.8.2008).

 

Η προσφυγή δεν ευσταθεί και απορρίπτεται, με €1.300 έξοδα υπέρ των καθ'ων η αίτηση.  Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

 (Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο