ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ. 614/2007)

 

 14 Ιουλίου, 2009

 

[Κ. ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ AΡΘΡΑ 23, 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

1.      ΤΑΚΗΣ ΜΑΡΑΘΕΥΤΗΣ,

2.      ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ,

3.      ΑΝΔΡΟΥΛΛΑ ΑΝΔΡΕΟΥ,

4.      ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΝΤΕΛΗ ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΟΥ ΛΟΪΖΟΥ ΑΝΔΡΕΟΥ,

5.      ΖΩΟΥΛΛΑ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ,

Αιτητές,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

1.      ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ,

2.      ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Καθ΄ων η Αίτηση.

 

- - - - - - -

Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.

 

Μ. Στυλιανού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

- - - - - - -

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ.: Οι αιτητές είναι ιδιοκτήτες τεμαχίων γης που βρίσκονται στην οικιστική ζώνη του χωρίου Ερήμη της επαρχίας Λεμεσού και με κοινή αίτησή τους προς την αρμόδια Πολεοδομική Αρχή ζήτησαν άδεια για οικοπεδοποίηση ενός εκ των τεμαχίων. Η πολεοδομική άδεια τους χορηγήθηκε στις 21.12.2001 υποκείμενη σε όρους οι οποίοι παρατέθηκαν στη σχετική Γνωστοποίηση Χορήγησης Πολεοδομικής Άδειας. Αργότερα, στις 14.12.2006 οι αιτητές ζήτησαν την έκδοση Πιστοποιητικού Έναρξης Εργασιών σε σχέση με τις αδειοδοτηθείσες εργασίες. Όμως, η Πολεοδομική Αρχή στις 21.2.2007, αρνήθηκε να χορηγήσει το Πιστοποιητικό, επικαλούμενη το ότι σε σχέση με το συγκεκριμένο τεμάχιο είχε ήδη δημοσιευτεί από τις 25.8.2006 Διάταγμα Επίταξης για σκοπούς δημόσιας ωφέλειας, δηλαδή για αρχαιολογικές ανασκαφές. Ας σημειωθεί εδώ ότι, όπως προέκυψε κατά το στάδιο των διευκρινίσεων η ισχύς του διατάγματος επίταξης παρατάθηκε για ακόμα ένα χρόνο ώστε να ίσχυε μέχρι την 24.8.2008 και εν τω μεταξύ στις 3.9.2008 δημοσιεύτηκε και Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης μέρους του υπό ανάπτυξη ακινήτου. Την απορριπτική εκείνη απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής προσβάλλουν με την παρούσα προσφυγή τους οι αιτητές και επιζητούν την ακύρωσή της, εγείροντας προς αυτό το σκοπό διάφορους λόγους.

 

Ο βασικός λόγος ακύρωσης τον οποίο εγείρουν οι αιτητές και τον οποίο θα εξετάσω κατά προτεραιότητα, αναφέρεται στην εισήγησή τους ότι η απορριπτική απόφαση των καθ΄ων η αίτηση συνιστά παραβίαση του δικαιώματος ιδιοκτησίας τους, όπως αυτό διασφαλίζεται από το  Άρθρο 23 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και δεν ήταν το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας.

 

Η θέση των αιτητών περί παραβίασης του δικαιώματος ιδιοκτησίας τους, όπως αυτό διασφαλίζεται από το Άρθρο 23 του Συντάγματος και η κατ΄ ισχυρισμό έλλειψη δέουσας έρευνας.

 

Το Άρθρο 23.1 του Συντάγματος διασφαλίζει το δικαίωμα ιδιοκτησίας επί κινητής και ακίνητης περιουσίας, το οποίο περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και το δικαίωμα του ιδιοκτήτη όπως κατέχει, απολαμβάνει ή διαθέτει την περιουσία του. Αποστέρηση ή επιβολή περιορισμών στην άσκηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας μπορεί μόνο να διενεργηθεί, όπως ορίζεται στο εδάφιο 3 του Άρθρου 23, το κείμενο του οποίου έχει ως εξής:

 

"3. Η άσκησις τοιούτου δικαιώματος δύναται να υποβληθή διά νόμου εις όρους, δεσμεύσεις ή περιορισμούς απολύτως απαραιτήτους προς το συμφέρον της δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας υγείας ή των δημοσίων ηθών ή της πολεοδομίας ή της αναπτύξεως και χρησιμοποιήσεως οιασδήποτε ιδιοκτησίας προς προαγωγήν της δημοσίας ωφελείας ή προς προστασίαν των δικαιωμάτων τρίτων.

 

      Διά πάντα τοιούτον όρον, δέσμευσιν ή περιορισμόν, όστις μειώνει ουσιωδώς την οικονομικήν αξίαν της τοιαύτης ιδιοκτησίας, δέον να καταβάλληται το ταχύτερον δικαία αποζημίωσις, καθοριζομένη, εν περιπτώσει διαφωνίας, υπό πολιτικού δικαστηρίου."

 

Περαιτέρω, η δυνατότητα επίταξης κινητής ή ακίνητης ιδιοκτησίας, προβλέπεται στο εδάφιο 8 του ίδιου Άρθρου του Συντάγματος, το οποίο περιορίζει τις περιπτώσεις διενέργειας επίταξης σ΄ αυτές που στοχεύουν στην εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίας ωφελείας, ειδικά καθορισθησόμενου δια νόμου ο οποίος ήθελε θεσπισθεί.

 

Το ουσιώδες ζήτημα το οποίο εδώ εγείρεται, έγκειται στο εάν και κατά πόσο οι καθ΄ων η αίτηση ενομιμοποιούντο να μεταχειρισθούν το γεγονός της έκδοσης διατάγματος επίταξης μέρους της ακίνητης περιουσίας των αιτητών το οποίο θα ίσχυε για ένα χρόνο, ως εμπόδιο και μάλιστα απόλυτο εμπόδιο στην ανάπτυξη της γης εκείνης με τον τρόπο κατά τον οποίο οι αιτητές είχαν τύχει έγκρισης και αδειοδότησης από τους καθ΄ων η αίτηση.

 

Ο συνήγορος των αιτητών έχει παραπέμψει σε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου από τις οποίες αναδύεται η γενική αρχή ότι διατάγματα επίταξης και ακόμα απαλλοτρίωσης ακίνητης ιδιοκτησίας δεν επηρεάζουν το ιδιοκτησιακό καθεστώς και τα δικαιώματα του ιδιοκτήτη παρά μόνο όταν και εάν συντελεσθεί απαλλοτρίωση και μεταβίβαση της περιουσίας με καταβολή αποζημίωσης, όπου αυτή δικαιολογείται. (Βλ. Evridiki Aspri v. Republic, 4 RSCC 57, Michael Theodossiou Co. Ltd v. The Municipality of Limassol (1975) 3 CLR 195).

 

Στην υπόθεση Tofarco Ltd κ.ά. ν. Δήμου Λευκωσίας (1994) 4 ΑΑΔ 233, η αρμόδια Αρχή αρνήθηκε να εκδώσει πολεοδομική άδεια όχι μόνο λόγω της έκδοσης διατάγματος επίταξης αλλά και της δημοσίευσης γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης. Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η δημοσίευση γνωστοποίησης ή διατάγματος απαλλοτρίωσης και διατάγματος επίταξης δεν μπορούν ν΄ αποτελέσουν λόγο γι΄ απόρριψη αίτησης για έκδοση πολεοδομικής άδειας.

 

Σε σχέση με την προτεινόμενη από τους εδώ αιτητές ανάπτυξη, η Πολεοδομική Άδεια που είχε εκδοθεί στις 21.12.2001 θα ίσχυε για πέντε χρόνια, δηλαδή θα έληγε στις 20.12.2006. Οποιεσδήποτε εργασίες σε σχέση με την ανάπτυξη δεν άρχισαν. Σύμφωνα με την επιφύλαξη στο άρθρο 28(1) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972, πολεοδομική άδεια λήγει και στερείται κύρους με την εκπνοή της περιόδου ισχύος της, εκτός εάν εντός της περιόδου ". η ανάπτυξις ουσιαστικώς ήρξατο και τελή υπό ενεργόν εκτέλεσιν κατά τον χρόνον ότε η άδεια έδει να λήξει.". Προς απόδειξη δε του ότι η ανάπτυξη ουσιαστικά άρχισε και τελούσε υπό εκτέλεση, δεν είναι αρκετό να δηλώσει απλά ο ιδιοκτήτης κάτι τέτοιο. Σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 28 του Νόμου, για να μπορέσει ένας να ισχυρισθεί ότι άρχισε και βρίσκεται υπό εξέλιξη η ανάπτυξη όταν θα έληγε η πολεοδομική άδεια, θα πρέπει να εξασφαλίσει πιστοποιητικό περί τούτου από την αρμόδια Αρχή κατόπιν αίτησής του, η οποία υποβάλλεται ουχί αργότερον του ενός μηνός πριν από τη λήξη της περιόδου ισχύος της άδειας. (Σημείωση: Ο χρόνος αυτός παρατάθηκε στους τρεις μήνες με τον τροποποιητικό νόμο αρ. 29(Ι)/2005, αλλ΄ όμως η αυξημένη προθεσμία εφαρμόζεται μόνο σε άδειες που εκδόθηκαν μετά τη θέσπιση του τροποποιητικού εκείνου νόμου και, επομένως, δεν έχει εδώ εφαρμογή). Στην παρούσα περίπτωση, οι αιτητές, αν και δεν άρχισαν οποιεσδήποτε εργασίες στο υπό ανάπτυξη τεμάχιο, αποτάθηκαν στην αρμόδια Αρχή με αίτησή τους ημερομηνίας 14.12.2006, έξι δηλαδή μόνο ημέρες πριν από τη λήξη της άδειας, και ζητούσαν την έκδοση Πιστοποιητικού Έναρξης Εργασιών ή παράταση της ισχύος της άδειας για ακόμα ένα έτος. Το ότι δεν άρχισαν εργασίες οι αιτητές το ανέφεραν στην αίτησή τους, εξηγώντας ότι ο λόγος για τον οποίο δεν είχαν αρχίσει οι εργασίες ήταν ότι το υπό ανάπτυξη τεμάχιο επιτάχθηκε στις 25.8.2006 για ένα χρόνο λόγω αρχαιολογικών μελετών στην περιοχή. Αυτός δε ακριβώς ήταν και ο λόγος για τον οποίο λήφθηκε και η επίδικη απορριπτική του αιτήματος απόφαση, ημερομηνίας 21.2.2007, με αποτέλεσμα η ισχύς της εκδοθείσας πολεοδομικής άδειας, να λήξει και να μην παραταθεί.

 

Το βασικό ερώτημα που γεννάται εδώ, είναι κατά πόσο εδικαιολογείτο η έκδοση πιστοποιητικού έναρξης εργασιών ή η παράταση της ισχύος της εκδοθείσας πολεοδομικής άδειας εφόσον, όπως είναι παραδεκτό, ο λόγος για τη μη έναρξη εργασιών ήταν η έκδοση του διατάγματος επίταξης, ένα γεγονός για το οποίο δεν ευθύνονταν οι αιτητές. Οι ίδιοι οι καθ΄ων η αίτηση επικαλέσθηκαν εκείνο το γεγονός στην απορριπτική τους απόφαση ημερομηνίας 21.2.2007, αναφέροντας ότι πράγματι ο λόγος άρνησής τους ήταν η δημοσίευση του διατάγματος επίταξης το οποίο κατά την αρμοδία Αρχή ". αποτελεί ουσιώδη παράγοντα.". (Παράρτημα 14 στην Ένσταση).

 

Χρησιμοποιώντας τον όρο τούτο, της ύπαρξης δηλαδή ουσιώδους παράγοντα, είναι φανερό ότι οι καθ΄ων η αίτηση αναφέρονταν στο άρθρο 26(1) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου. Σύμφωνα με αυτή τη νομοθετική πρόνοια, για να καταλήξει σε πολεοδομική απόφαση η Πολεοδομική Αρχή λαμβάνει υπόψη τα ακόλουθα:

 

α. Τις πρόνοιες του εφαρμοστέου στην περίπτωση σχεδίου ανάπτυξης, και

 

β. Οποιοδήποτε άλλο ουσιώδη παράγοντα.

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση είναι πρόδηλο ότι οι καθ΄ων η αίτηση απέρριψαν την αίτηση επειδή θεώρησαν ότι το γεγονός της έκδοσης του διατάγματος επίταξης συνιστά "ουσιώδη παράγοντα" ο οποίος βέβαια συνηγορούσε υπέρ της απόρριψης.

 

Σε σχέση με αυτό το θέμα, σχετική είναι η προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προαναφερθείσα απόφασή του στην υπόθεση Tofarco Ltd κ.ά. ν. Δήμου Λευκωσίας (ανωτέρω), όπου το Δικαστήριο είχε παρατηρήσει και τα εξής, στη σελίδα 234 του τόμου αποφάσεων:

 

"Όπως και να έχουν τα πράγματα, στην παρούσα υπόθεση υπάρχει, κατά την άποψή μου πρόσθετος αυτοτελής λόγος για τον οποίο ο Δήμος δεν έπρεπε να λάβει υπόψη του την ύπαρξη της Γνωστοποίησης Απαλλοτριώσεως και του Διατάγματος Επιτάξεως της επίδικης ιδιοκτησίας. Η ισχύς του επίδικου Διατάγματος Επιτάξεως ήταν για ένα χρόνο από 10/5/1991 (μπορούσε, βέβαια, να παραταθεί για άλλα δυο χρόνια), η δε ισχύς της πολεοδομικής άδειας, σύμφωνα με το άρθρο 28 του Νόμου, είναι πάντοτε τριετούς διάρκειας (μπορεί να παραταθεί πριν τη λήξη της από χρόνο σε χρόνο). Έχω τη γνώμη ότι ούτε η δημοσίευση Διατάγματος Επιτάξεως της επίδικης περιουσίας, η οποία συνιστά μέτρο πολύ προσωρινό, ούτε η δημοσίευση της Γνωστοποίησης Απαλλοτριώσεως αποτελούν "ουσιώδη παράγοντα" μέσα στην έννοια του όρου όπως αυτός χρησιμοποιείται στο κείμενο του άρθρου 26(1) του Νόμου. Πιστεύω ότι, ο παράγων εμπίπτει μέσα στην έννοια του όρου "ουσιώδης παράγων"του άρθρου 26(1), μόνο στις περιπτώσεις που είναι σχετικός, κατά κάποιο τρόπο, με την εξυπηρέτηση των σκοπών του Νόμου και δεν είναι ξένος προς τα θέματα Πολεοδομίας, Χωροταξίας και Ανάπτυξης ακίνητης ιδιοκτησίας που αποτελούν το αντικείμενο των προνοιών του εν λόγω Νόμου. Η ύπαρξη του επίδικου Διατάγματος Επιτάξεως, με το οποίο παρέχεται προσωρινά στην Επιτάσσουσα Αρχή το δικαίωμα να αναλάβει κατοχή της επίδικης περιουσίας, δεν έχει οποιαδήποτε σχέση με τις πρόνοιες ή τους σκοπούς του Νόμου και δεν συνιστά, ως εκ τούτου, "ουσιώδη παράγοντα" μέσα στην έννοια του άρθρου 26(1). Δεν θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να δοθεί ευρεία ερμηνεία στον όρο "ουσιώδη παράγοντα" στο κείμενο του άρθρου 26(1), κατά τρόπο που να διευρύνονται οι παράγοντες που η Πολεοδομική Αρχή μπορεί να λάβει υπόψη της για να περιορίσει την άσκηση από τον κύριο ακίνητης ιδιοκτησίας των δικαιωμάτων του όπως αυτά κατοχυρώνονται με το άρθρο 23.1 του Συντάγματος.

 

Ενόψει των πιο πάνω, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η επίδικη απόφαση πάσχει για το λόγο ότι κατά τη λήψη της, ο Καθ΄ου η Αίτηση Δήμος έχει επηρεαστεί αποκλειστικά από παράγοντες τους οποίους όφειλε να μην είχε λάβει υπόψη. Κατά συνέπεια, η επίδικη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί ώστε να δοθεί στο Δήμο η ευκαιρία να εξετάσει την αίτηση των Αιτητών, στην ουσία της, και να ασκήσει επί του προκειμένου τις εξουσίες του σύμφωνα με το Νόμο."

 

 

 

  Το σκεπτικό της πιο πάνω απόφασης η οποία λήφθηκε υπό μονομελή σύνθεση, επαναλήφθηκε και μεταγενέστερα από το Εφετείο στην υπόθεση Αλίκη Γεωργίου ν. Δήμου Λάρνακος (Αρ. 2)(1998) 3 ΑΑΔ 821. Το Εφετείο, αφού επαναβεβαίωσε ότι η δημοσίευση διατάγματος απαλλοτρίωσης ή επίταξης δεν διαταράσσει αφ΄ εαυτής το ιδιοκτησιακό καθεστώς ενός ακινήτου, παρέπεμψε και σε προηγούμενη νομολογία, σύμφωνα με την οποία, το τι συνιστά "ουσιώδη παράγοντα" στο άρθρο 26(1) του Νόμου, παραπέμπει σε κριτήριο αντικειμενικό και σημαίνει πως "ουσιώδης είναι κάθε παράγοντας, ο συνυπολογισμός του οποίου είναι αναγκαίος για τη λήψη της διοικητικής απόφασης". Στην ίδια την υπόθεση Αλίκη Γεωργίου ν. Δήμου Λάρνακας (Αρ.2) η πολεοδομική αίτηση απορρίφθηκε από την αρμόδια Πολεοδομική Αρχή επειδή σε μέρος του υπό ανάπτυξη τεμαχίου επρόκειτο ν΄ ανεγερθεί αντλιοστάσιο του Αποχετευτικού Συστήματος Λάρνακας και εκείνο το στοιχείο θεωρήθηκε από την αρμόδια Αρχή ως "ουσιώδης παράγων" μέσα στην έννοια του άρθρου 26(1). Το Εφετείο διαπίστωσε ότι το ίδιο το ζήτημα της κατασκευής του αντλιοστασίου ήταν ένα εξωγενές ζήτημα και δεν είχε συνδεθεί η πρόθεση κατασκευής του προς οτιδήποτε ενδιαφέρει για τους σκοπούς του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου αρ. 90/72, έτσι ώστε να ήταν δυνατή η ταξινόμησή του ως ουσιώδους παράγοντα μέσα στην έννοια του νόμου. Στην πραγματικότητα, εντόπισε το Εφετείο, δια μέσου της πολεοδομικής απόφασης, σκοπήθηκε η προώθηση στόχων του Συμβουλίου Αποχετεύσεων και αυτό συνιστούσε κατάχρηση εξουσίας.

 

Το βασικό επομένως ερώτημα που εγείρεται εδώ είναι το εάν και κατά πόσο η έκδοση διατάγματος επίταξης για αρχαιολογικούς σκοπούς συνιστούσε ή όχι ουσιώδη παράγοντα μέσα στην έννοια του άρθρου 26(1) του Νόμου.

 

Ο Υπουργός Συγκοινωνιών, στο Υπουργείο του οποίου και υπάγεται το Τμήμα Αρχαιοτήτων εξέδωσε τα διατάγματα επίταξης και ακολούθως προκάλεσε τη Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης, πάντα για τον προβαλλόμενο σκοπό δημόσιας ωφέλειας, δηλαδή για διεξαγωγή αρχαιολογικών ανασκαφών. Σε σχέση με το στοιχείο αυτό, η συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση ανέφερε στην αγόρευσή της ότι οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος των αιτητών ήσαν δύο: Πρώτον, η άποψη του Διευθυντή του Τμήματος Αρχαιοτήτων σύμφωνα με την οποία τα εν λόγω τεμάχια εμπίπτουν στο Κεφ. 8 της Δήλωσης Πολιτικής που απαγορεύει αναπτύξεις που ενδέχεται να επηρεάσουν αρχαιότητες και, δεύτερον, η έκδοση ήδη του διατάγματος επίταξης. Η θέση όμως αυτή δεν στοιχειοθετείται από το ίδιο το κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης - Παράρτημα 14 στην Ένσταση. Το πλήρες κείμενο της απορριπτικής απόφασης, ημερομηνίας 21.2.2007, είχε ως εξής:

 

"Η Πολεοδομική Αρχή με το παρόν απορρίπτει την αίτηση για χορήγηση "Πιστοποιητικού Έναρξης Εργασιών" για την ανάπτυξη που αναφέρεται πιο πάνω για τον λόγο ότι για τα συγκεκριμένα τεμάχια σας έχει ήδη δημοσιευτεί Διάταγμα Επίταξης με αρ. 807/06, Ε.Ε.ΙΙΙ(ιι)Αρ. 4111, 25.08.2006, στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας για σκοπούς δημόσιας ωφέλειας δηλαδή για αρχαιολογικές ανασκαφές. Ο πιο πάνω Λόγος Άρνησης βασίζεται:

 

(α) στην επιστολή του Διευθυντή του Τμήματος Αρχαιοτήτων προς το Γραφείο αυτό στην οποία αναφέρεται ότι έχει ήδη δημοσιευτεί Διάταγμα Επίταξης των τεμαχίων σας, και αποτελεί ουσιώδη παράγοντα,

 

(β) Στο Διάταγμα Επίταξης, αρ. 807/06, Ε.Ε.ΙΙΙ(ΙΙ), Αρ. 4111, 25.08.2006.

 

 

Πολεοδομική Αρχή"

 

Όπως είναι φανερό από το κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, τίποτε δεν αναφερόταν περί Δήλωσης Πολιτικής, ενώ ο λόγος απόρριψης του αιτήματος παρουσιάζεται να ήταν ένας και μοναδικός, το γεγονός δηλαδή ότι είχε εκδοθεί το διάταγμα επίταξης, όπως αυτό αποκαλύφθηκε από την επιστολή του Διευθυντή του Τμήματος Αρχαιοτήτων και από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα. Αυτός ήταν και ο μόνος λόγος που προβλήθηκε, ο οποίος, σύμφωνα με την επιστολή "αποτελεί ουσιώδη παράγοντα". Επομένως, καθίσταται φανερό ότι οι καθ΄ων η αίτηση, εφαρμόζοντας τις πρόνοιες του άρθρου 26(1) του Νόμου για να καταλήξουν σε πολεοδομική απόφαση απορρίπτοντας το αίτημα, δεν επικαλέστηκαν οποιοδήποτε πρόβλημα που αφορούσε στις πρόνοιες του εφαρμοστέου στην περίπτωση σχεδίου ανάπτυξης ή Δήλωσης Πολιτικής, παρά μόνο επικαλέστηκαν το γεγονός της έκδοσης διατάγματος επίταξης το οποίο, κατά την άποψή τους, συνιστούσε "ουσιώδη παράγοντα". Είναι βέβαια γεγονός ότι το Κεφ. 8 της Δήλωσης Πολιτικής (Παράρτημα 16 στην Ένσταση), και συγκεκριμένα οι παράγραφοι 8.3-8(Α), διαλαμβάνουν ότι:

 

"8.3                      Γενικά θα υπάρχει εκ προοιμίου τεκμήριο εναντίον κάθε ανάπτυξης η οποία ενδέχεται να επηρεάσει τόσο Αρχαία Μνημεία και Αρχαιότητες όσο και τη γειτονική με αυτά περιοχή.

 

8.4                       Σε περίπτωση αιτήσεων για ανάπτυξη σε περιοχές που επηρεάζουν Αρχαία Μνημεία και Αρχαιότητες ή εμπίπτουν μέσα σε γειτονικές με αυτά περιοχές ή σε "Ελεγχόμενες Περιοχές" σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Αρχαιοτήτων Νόμου, η Πολεοδομική Αρχή θα διαβουλεύεται με το Τμήμα Αρχαιοτήτων και θα λαμβάνει σοβαρά υπόψη τις απόψεις του για χορήγηση ή μη Πολεοδομικής 'Αδειας, έστω και αν ο επηρεασμός αυτός είναι μόνο αισθητικός ή οπτικός.

 

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ          Η Πολιτική της Πολεοδομικής Αρχής, σε σχέση με το

8(Α)                     θέμα αυτό είναι η ακόλουθη:

 

Σε περίπτωση που επιτραπεί σε Περιοχή Αρχαίων Μνημείων ή Περιοχή Αρχαιοτήτων ή σε γειτονική με αυτά περιοχή κάποια ανάπτυξη, αυτή θα εντάσσεται πλήρως στο περιβάλλον και στον αρχαιολογικό χαρακτήρα της περιοχής και θα είναι αισθητή στον ελάχιστο δυνατό βαθμό. Τέτοια ανάπτυξη είναι δυνατό να επιτραπεί με τέτοιους και όσους όρους ήθελε καθορίσει η Πολεοδομική Αρχή και να είναι σύμφωνη με τον περί Αρχαιοτήτων Νόμο, με στόχο την προστασία της φυσιογνωμίας και του χαρακτήρα και τη σωστή προβολή και ανάδειξη των Περιοχών Αρχαίων Μνημείων και Αρχαιοτήτων."

 

Όμως, η Δήλωση Πολιτικής, και συγκεκριμένα το μέρος της που αφορά σε αρχαιότητες, δεν μπορεί κατά την κρίση μου να θεωρηθεί ως "ουσιώδης παράγων" μέσα στην έννοια του άρθρου 26(1) του Νόμου. Μια τέτοια περίπτωση θα μπορούσε και θα έπρεπε να εξετασθεί από την αρμόδια Αρχή αφού λαμβάνονταν υπόψη "οι πρόνοιες του εφαρμοστέου στην περίπτωση σχεδίου ανάπτυξης" που είναι ο πρώτος βασικός παράγοντας που προνοείται στο άρθρο 26(1). Σύμφωνα με τις ερμηνευτικές διατάξεις του άρθρου 2 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, το "σχέδιο ανάπτυξης" ορίζεται ότι περιλαμβάνει "Σχέδιον δια την Νήσον, Τοπικόν σχέδιον και Σχέδιον Περιοχής, ως και οιονδήποτε τοιούτον σχέδιον τροποποιηθέν." Περαιτέρω δε, σύμφωνα με τις πρόνοιες του τροποποιητικού περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου αρ. 56/1982, ο όρος "σχέδιο ανάπτυξης" περιλαμβάνει και Δήλωση Πολιτικής για περιοχές στις οποίες δεν έχει ακόμα τεθεί σε ισχύ Τοπικό Σχέδιο ή Σχέδιο Περιοχής και με βάση αυτή τη Δήλωση Πολιτικής θα εξετάζονται αιτήσεις για πολεοδομική άδεια σε τέτοιες περιοχές. (Βλ. άρθρο 34(Α) του Νόμου).

 

Επομένως, με βάση τα ανωτέρω, εάν η αρμόδια Αρχή επικαλείτο την ύπαρξη της Δήλωσης Πολιτικής σε σχέση με αρχαιότητες θα έπρεπε να είχε προβεί στη δέουσα διερεύνηση και εξέταση του θέματος κάτω από τις πρόνοιές της όπως αυτές θα εφαρμόζονταν στη συγκεκριμένη περιοχή. Και δεν ήταν επιτρεπτό να λάβει απλά υπόψη το γεγονός ότι είχε εκδοθεί διάταγμα επίταξης και να θεωρήσει εκείνο και μόνο το γεγονός ως "ουσιώδη παράγοντα" μέσα στην έννοια του άρθρου 26(1) του Νόμου. Εκείνο το οποίο πρέπει να τονισθεί είναι ότι μια αρμόδια Αρχή στην οποία εναποτίθεται το καθήκον διερεύνησης αιτήσεων και εφαρμογής παραγόντων προς το σκοπό λήψης αποφάσεων δεν θα πρέπει να λαμβάνει απλά υπόψη της διατάγματα που έχουν εκδοθεί από άλλα διοικητικά όργανα για άλλους σκοπούς, όσο και αν αυτοί είναι δημοσίας ωφελείας, αλλά θα πρέπει να τους αναγάγει σε παράγοντες ανάπτυξης εξετάζοντας η ίδια όλες τις περιστάσεις και τις τυχόν προοπτικές οι οποίες μπορεί να προσφέρονται.

 

Με δεδομένο ότι εδώ, η αρμόδια Αρχή φαίνεται να βασίστηκε αποκλειστικά στην ύπαρξη του διατάγματος επίταξης και στις προθέσεις του Τμήματος Αρχαιοτήτων, θεωρώντας αυτά ως "ουσιώδη παράγοντα" για σκοπούς πολεοδομίας και χωροταξίας, η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει από έλλειψη δέουσας έρευνας και από πλημμελή άσκηση εξουσίας και θα πρέπει να ακυρωθεί. Παρέλκει δε υπό τις περιστάσεις η εξέταση άλλων λόγων ακύρωσης που προβάλλονται.

 

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται και επιδικάζονται υπέρ των αιτητών €1.500 έξοδα, πλέον ΦΠΑ.

 

 

                                                                               Κ. Κληρίδης,

                                                                                    Δ.

 

 

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο