ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 246/2008)

 

18 Ιουνίου 2009

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΜΙΚΗΣ ΜΑΡΚΙΔΗ,

Αιτητής,

-         ΚΑΙ   -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.    ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

2.    ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

------------------------------

Π. Σιακαλλής για Α. Παπαχαραλάμπους, για τον Αιτητή.

Α. Μαππουρίδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

--------------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Ο αιτητής, εκπαιδευτικός στην Τεχνική Εκπαίδευση, ως Βοηθός Διευθυντής Α΄, θα αφυπηρετούσε στο 60ο έτος της ηλικίας του την 1.9.08.  Απηύθυνε όμως επιστολή με ημερ. 25.1.08 προς το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού ζητώντας παράταση και επέκταση του ορίου αφυπηρέτησης του μέχρι και το 63ο έτος, ενόψει της νομοθετικής ρύθμισης που είχε γίνει για τους δημοσίους υπαλλήλους με τον περί Συντάξεων Νόμο αρ. 97(Ι)/97, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο αρ. 69(Ι)/05, ημερ. 23.6.05.

 

  Ο αιτητής ζήτησε την κατ΄ αναλογίαν εφαρμογή της επέκτασης κλιμακωτά του ορίου αφυπηρέτησης για τους δημοσίους υπαλλήλους μέχρι το 63ο έτος, και για τον ίδιο, σημειώνοντας στην πιο πάνω επιστολή του ότι αποδεχόταν τις τελικές προτάσεις της Κυβέρνησης όπως είχαν διαμορφωθεί προς τις άλλες συντεχνίες θεωρώντας ταυτόχρονα ότι οποιαδήποτε πρόθεση, προσπάθεια ή ενέργεια αποκλεισμού των καθηγητών από τη συμφωνία παραβίαζε την αρχή της ίσης μεταχείρισης και ήταν άδικη, μεροληπτική και αντιδεοντολογική.  Το Υπουργείο απάντησε στις 4.2.08, ότι το αίτημα «... δεν μπορεί να ικανοποιηθεί καθότι δεν το επιτρέπει η νομοθεσία» προσθέτοντας ότι «η νομοθετική ρύθμιση που αναφέρεται στην επιστολή σας αφορά τους δημόσιους υπαλλήλους και όχι τους εκπαιδευτικούς.». 

 

        Ο αιτητής προσέβαλε ακριβώς αυτή την απόφαση ημερ. 4.2.08, παρόλο που επανήλθε με νέα επιστολή του προς το Υπουργείο ημερ. 8.2.08, ζητώντας και πάλι παράταση της υπηρεσίας του στην Τεχνική Εκπαίδευση λέγοντας ότι δεν θα συμπλήρωνε κατά την αφυπηρέτηση του τα συντάξιμα έτη υπηρεσίας, με αποτέλεσμα η σύνταξη του να είναι μειωμένη ενώ παράταση της υπηρεσίας του θα του έδιδε την οικονομική δυνατότητα να αντεπεξέλθει στις οικονομικές του υποχρεώσεις ιδιαίτερα όσον αφορά τις μεταπτυχιακές σπουδές των παιδιών του. 

 

        Οι καθ΄ ων εγείρουν δύο προδικαστικές ενστάσεις, η πρώτη των οποίων είναι ότι η προσβαλλόμενη πράξη, δηλαδή αυτή της επιστολής ημερ. 4.2.08, ήταν ουσιαστικά πληροφοριακού χαρακτήρα χωρίς να δημιουργεί οποιαδήποτε εκτελεστή πράξη, ενώ με τη δεύτερη η εισήγηση είναι ότι ο αιτητής στερείται ιδίου εννόμου αμέσου και ενεστώτος συμφέροντος να προσβάλει τη σχετική επιστολή ενόψει του ότι δεν υπήρξε άρνηση των καθ΄ ων να παρατείνουν το όριο αφυπηρέτησης του, αλλά απλώς πληροφόρηση ότι κάτι τέτοιο δεν επιτρεπόταν από τον ισχύοντα περί Συντάξεως Νόμο.

 

        Ο αιτητής με γενικότητα, πρέπει να αναφερθεί, είναι που προβάλλει στην αίτηση του εισήγηση ότι η απόφαση που κατά την άποψη του εμπεριέχεται στην επιστολή ημερ. 4.2.08, είναι αντίθετη με το Σύνταγμα, τους  νόμους και τη νομολογία, το Νόμο περί Ίσης Μεταχείρισης στην Απασχόληση και την Εργασία αρ. 58(Ι)/04 και ότι έχει ληφθεί με κατάχρηση και υπέρβαση εξουσίας, παραβιάζοντας τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης και της ισότητας για ίσες ευκαιρίες.  Στη συνοπτική γραπτή του αγόρευση γίνεται για πρώτη φορά λόγος και για την σχετική Ευρωπαϊκή Οδηγία 200/78/ΕΚ και το άρθρο 12(7) του Νόμου αρ. 97(Ι)/97.

 

        Κρίνεται ότι οι προδικαστικές ενστάσεις είναι ορθές για τους εξής λόγους.  Όπως έχει αποφασιστεί πλειστάκις νομολογιακά, πράξη πληροφοριακού χαρακτήρα είναι, μεταξύ άλλων, και εκείνη που πληροφορεί ένα αιτητή για την κατάσταση πραγμάτων ή τις πρόνοιες ενός νόμου ή πράξη στην οποία εκφράζεται πρόθεση και όχι βούληση.  Το αποτέλεσμα είναι ότι τέτοια πράξη δεν έχει το στοιχείο της εκτελεστότητας και επομένως απαράδεκτα προσβάλλεται.  (δέστε την απόφαση της Ολομέλειας Γεναγρίτης ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 1029).  Στη μεταγενέστερη απόφαση της Ολομέλειας Αντιγόνη Αλεξάνδρου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. αρ. 27/06, ημερ. 14.5.08, λέχθηκε ότι είναι αναγκαίο σε κάθε περίπτωση να διακριβωθεί η φυσιογνωμία της πράξης, προσδιορίζοντας την αληθινή φύση του περιεχομένου μιας επιστολής προερχόμενης από τη διοίκηση.  Έτσι, εκεί, όπου η επιστολή επεσήμανε προς τους εφεσείοντες τη νομοθετική ανάγκη να προσκομιστεί έγγραφη βεβαίωση του ΕΤΕΚ για εξέταση πιθανής χορήγησης άδειας οικοδομής, κρίθηκε ότι ήταν πληροφοριακού χαρακτήρα εφόσον δεν απορριπτόταν το αίτημα αλλά θα μελετάτο με την προσκόμιση των αναγκαίων στοιχείων. 

 

        Από την επίμαχη εδώ επιστολή προκύπτει ως αληθινή φύση του περιεχομένου αυτής, ότι απλώς πληροφορούσε τον αιτητή ότι η κείμενη νομοθεσία δεν επέτρεπε την ικανοποίηση του αιτήματος του.  Με την πάρα πέρα εξειδίκευση ότι η ρύθμιση στην οποία ο αιτητής αναφερόταν στη δική του επιστολή αφορούσε τους δημόσιους υπάλληλους και όχι τους εκπαιδευτικούς.  Προκύπτει επομένως και σαφής αιτιολογία, σε αντίθεση με τον ισχυρισμό του αιτητή, ενώ απλώς τον πληροφορεί περί της ανυπαρξίας νομοθετικής ρύθμισης που να αφορά τους εκπαιδευτικούς.  Δεν έχει με άλλα λόγια εξεταστεί το αίτημα στη βάση ισχυόντων νομοθετικών προνοιών ώστε η διοίκηση να αποδεχθεί ή να απορρίψει το αίτημα ανάλογα με τα προσωπικά δεδομένα του αιτητή.  Στην ουσία υπήρχε και υπάρχει ολοκληρωτική απουσία νομοθετικής ρύθμισης και αυτό είναι που περιείχε ως πληροφόρηση η επίμαχη επιστολή. 

 

        Αλλά και εν πάση περιπτώσει η προσφυγή είναι απαράδεκτη εφόσον ο αιτητής στην πραγματικότητα, επιζητεί από το Ανώτατο Δικαστήριο να προβεί σε σαφή και θετική νομοθετική ρύθμιση εκ μέρους του, κάτι που εκφεύγει του ρόλου του αναθεωρητικού Δικαστηρίου.  Στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας Βάσος Κωνσταντίνου και Ανδρούλλα Σταύρου ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 267, λέχθηκε, κατ΄ ακολουθίαν των όσων έχουν διαπιστωθεί και στις υποθέσεις Dias United Publishing Co Ltd ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550 και Μαρία Βρούντου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας  (2006) 3 Α.Α.Δ. 78, πως:

 

«... το Δικαστήριο δεν δικαιούται να διευρύνει θετική νομοθετική διάταξη, μήτε να την τροποποιήσει ώστε να δημιουργηθεί ουσιαστικά ένα νέο νομοθέτημα.  Ο συνταγματικός έλεγχος των νόμων, που ασκεί το Ανώτατο Δικαστήριο, δεν μπορεί να μετατραπεί σε μέσο αναμόρφωσης ή συμπλήρωσης της νομοθεσίας.  Κάτι τέτοιο θα ξέφευγε της δικαιοδοσίας του.  Η νομοθετική εξουσία ασκείται, σύμφωνα με το Σύνταγμα, όπως υποδείξαμε πιο πάνω, από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, η οποία, όπου μάλιστα χρειάζεται, ψηφίζει και τα αναγκαία κονδύλια για την εφαρμογή του, (Άρθρο 81 του Συντάγματος).»

        Στην πιο πάνω υπόθεση, η Πλήρης Ολομέλεια είχε εξετάσει τη συνταγματικότητα των τροποποιήσεων που έγιναν στον περί Συντάξεων Νόμο αρ. 9/67, (όπως αυτός καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από το Νόμο αρ. 97(Ι)/97) ως προς τη διαφοροποίηση της ηλικιακής αφυπηρέτησης των δημοσίων υπαλλήλων με ενδιάμεσες ρυθμίσεις ώστε το όριο της αφυπηρέτησης να επεκτείνεται σταδιακά στο 63ο έτος.  Στη δε Βρούντου ν. Δημοκρατίας - πιο πάνω - κρίθηκε πως δεν παραβιαζόταν η αρχή της ισότητας επειδή η διοίκηση δεν διηύρυνε το κριτήριο του εκτοπισθέντος πατρός ώστε να περιλαμβάνει και την εκτοπισθείσα μητέρα στα πλαίσια της χορήγησης προσφυγικής ταυτότητας. 

 

        Έτσι και εδώ η νομοθετική ρύθμιση, όπως ορθά εισηγούνται οι καθ΄ ων στη δική τους αγόρευση, αφορούσε αποκλειστικά και μόνο τους δημόσιους υπαλλήλους, ενώ ο αιτητής ως εκπαιδευτικός ανήκε σε άλλη τάξη λειτουργών, η απασχόληση των οποίων ρυθμίζεται από τις ειδικές διατάξεις του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου αρ. 10/68, ως τροποποιήθηκε, ενώ το όριο της υποχρεωτικής  αφυπηρέτησης για τους εκπαιδευτικούς που παλαιότερα ρυθμιζόταν από τον περί Συντάξεων Καθηγητών Νόμο αρ. 56/67 και τον περί Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως Νόμο αρ. 14/62, ρυθμίζεται τώρα με τον περί Συντάξεων Νόμο αρ. 97(Ι)/97, ο οποίος όμως με σαφή πρόνοια στο μεταγενέστερο τροποποιητικό Νόμο αρ. 69(Ι)/05, διαχώρισε στο άρθρο 12(1), σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 2, 3, 4 και 4Α, τους δημοσίους υπαλλήλους από τους υπόλοιπους επεκτείνοντας το όριο αφυπηρέτησης μόνο για τους πρώτους, συμπεριλαμβανομένων των ιατρικών λειτουργών (δέστε γενικά το Παράρτημα Β της ένστασης).  Επομένως, δεν έχουν θέση τα  όσα  εν  πάση   περιπτώσει   αορίστως προβάλλονται από τον αιτητή περί παραβίασης του Συντάγματος, ούτε  ο   Νόμος αρ. 58(Ι)/04, έχει  οποιαδήποτε  συνάφεια με   τα   δεδομένα  της υπόθεσης, εφόσον εξαιρεί ρητά, σε  συμμόρφωση  με την Οδηγία 2000/78/ΕΚ, τον καθορισμό της ηλικίας συνταξιοδότησης που αφήνεται να ρυθμιστεί από τις εθνικές νομοθεσίες.  Μάλιστα, στο άρθρο 8(3) του Νόμου αυτού, αναφέρεται ρητά ότι δεν συνιστά διάκριση ο καθορισμός διαφορετικής ηλικίας για, μεταξύ άλλων, συνταξιοδοτικούς σκοπούς υπό τη ρητή προϋπόθεση ότι δεν γίνεται διάκριση λόγω φύλου.

 

        Η προσφυγή επομένως είναι απαράδεκτη και απορρίπτεται με €1.200 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων.

 

 

 

                                        Στ. Ναθαναήλ,

                                                    Δ.

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο