ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2008) 4 ΑΑΔ 937

9 Δεκεμβρίου, 2008

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΑΣΠΑΣΙΑ ΛΥΣΙΩΤΟΥ ΛΑΜΠΡΟΥ,

Αιτήτρια,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.            ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

2.            ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ

   ΚΑΙ ΧΩΡΟΜΕΤΡΙΑΣ,

3.            ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 247/2007)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Πλήρωση κενών θέσεων ― Άρθρο 29 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90 ― Ερμηνεία ― Περιστάσεις υπό τις οποίες κρίθηκε ότι το Άρθρο 29 παραβιάστηκε στην εξετασθείσα υπόθεση.

Έννομο Συμφέρον ― Υπαλλήλου να προσβάλει την μη πλήρωση θέσης στον χρόνο που καθορίζεται στο Άρθρο 29 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Έλλειψη αιτιολογίας ― Περιστάσεις υπό τις οποίες κρίθηκε ότι στοιχειοθετήθηκε στην εξετασθείσα υπόθεση.

Η αιτήτρια προσέφυγε κατά της παράλειψης των καθ' ων η αίτηση να προβούν σε πλήρωση κενών θέσεων Κτηματολογικού Λειτουργού Α΄, κατά χρόνο που ήταν κατά νόμο επιβεβλημένος.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη παράλειψη, αποφάσισε ότι:

Σύμφωνα με το Άρθρο 29(2) του Ν.1/90 έχει ως εξής:

«(2)  Τηρουμένων των διατάξεων του Άρθρου 33, η αρμόδια αρχή οφείλει να υποβάλει πρόταση για πλήρωση μιας θέσης το βραδύτερο σε τέσσερις μήνες από την ημέρα που η θέση έχει δημιουργηθεί ή έχει κενωθεί.»

Υπάρχει δέσμια οφειλόμενη ενέργεια η οποία πρέπει να ακολουθείται από την αρμόδια αρχή, οποτεδήποτε έχει κενωθεί στην αντίστοιχη υπηρεσία θέση.  Αυτή η οφειλόμενη ενέργεια πρέπει να λάβει χώραν το αργότερο εντός τεσσάρων μηνών.  Τόσο επιτακτικό είναι το εδάφιο αυτό, που το επόμενο εδάφιο προνοεί με σαφές λεκτικό ότι σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή δεν συμμορφώνεται με τις διατάξεις αυτές, η ίδια η Ε.Δ.Υ. προβαίνει στην πλήρωση της θέσης χωρίς την πρόταση της αρμόδιας αρχής. 

Είναι πρωταρχικά τα δικαιώματα της αιτήτριας που επηρεάζονταν εν προκειμένων από τη μη πλήρωση των θέσεων στον κατάλληλο χρόνο, ιδιαιτέρως εφόσον αυτή είχε και αρχαιότητα έναντι των συναδέλφων της. Από αυτό το λόγο η αιτήτρια βεβαίως έχει έννομο συμφέρον.  Η καθυστέρηση στην πλήρωση των θέσεων Κτηματολογικού Λειτουργού Α΄ ευνόησε υποψήφιους οι οποίοι δεν θα μπορούσαν να ήταν υποψήφιοι εάν οι δύο εκκρεμούσες τον Οκτώβριο του 2004 θέσεις, πληρούντο, εάν η διαδικασία άρχιζε εντός τεσσάρων μηνών όπως απαιτεί το Άρθρο 29. 

Η επανεξέταση των τεσσάρων θέσεων Κτηματολογικού Λειτουργού Β΄, θέσεις που εκκρεμούσαν από την ακυρωτική απόφαση, σαφώς δεν εμπόδιζε τους καθ' ων να πληρώσουν τις κενές θέσεις που υπήρχαν, των οποίων τα δεδομένα ήταν αναμφιβόλως σαφή και αναντίλεκτα.

Από όλα τα πιο πάνω, καθίσταται φανερό, ότι υπάρχει και έλλειψη νόμιμης αιτιολογίας εφόσον επιχειρούνται εξηγήσεις εκ των υστέρων και μη αναδυόμενες από το ίδιο το λεκτικό της απόφασης των καθ' ων να μην πληρώσουν τις θέσεις, όπως η αιτιολογία αυτή αντικατοπτρίζεται στην επιστολή τους ημερ. 6.9.06.  Η δικαιολογία ήταν γενικόλογη και χωρίς αναφορά σε πραγματικά δεδομένα και δεν μπορούν εκ των υστέρων να συμπληρωθούν από το περιεχόμενο των φακέλων. 

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Παπασάββα ν. Α.Η.Κ. (2004) 4 Α.Α.Δ. 953,

Παύλου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 346/06, ημερ. 1.8.2007,

Πενταράς ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 325/04, ημερ. 23.12.2004.

Προσφυγή.

Ν. Παρτασίδου για Γ. Τριανταφυλλίδη, για την Αιτήτρια.

Φ. Κωμοδρόμος, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η αιτήτρια παραπονείται ότι οι καθ' ων παρέλειψαν κατά παράβαση των διατάξεων του Άρθρου 29 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90, να προβούν στην πλήρωση των κενών θέσεων Κτηματολογικού Λειτουργού Α΄ στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας από τον Οκτώβριο του 2004. Επομένως επιζητεί δήλωση με την οποία οι καθ' ων να διατάσσονται να εκτελέσουν ό,τι παραλήφθηκε.

Η αιτήτρια από τις 3.5.1999 κατείχε τη θέση Κτηματολογικού Λειτουργού Β΄ στον κλάδο Κτηματολογίου, αλλά παρά την ύπαρξη δύο μονίμων θέσεων Κτηματολογικού Λειτουργού Α΄ από την 1.7.03, η αρμόδια αρχή παρέλειψε να υποβάλει πρόταση για πλήρωση τους. Εξ αυτού, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας αποφάσισε να προχωρήσει στην πλήρωση των θέσεων χωρίς την προηγούμενη πρόταση της αρμόδιας αρχής με σχετική απόφασή της ημερ. 20.11.03, αλλά η πλήρωση των θέσεων θα γινόταν σε ημερομηνία που θα οριζόταν αργότερα (Παράρτημα 1 στην ένσταση). Το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας στις 14.10.04 ζήτησε με επιστολή του στο Υπουργείο Εσωτερικών, που είναι η αρμόδια αρχή, την πλήρωση αυτών των θέσεων που δημιουργήθηκαν με συμπληρωματικό προϋπολογισμό το 2003, (Παράρτημα «Α» στην αίτηση), καθώς και άλλων δύο θέσεων που ζητήθηκαν με την επιστολή του ιδίου Υπουργείου στις 12.4.05 (Παράρτημα «Β» στην αίτηση). Περαιτέρω, το  Υπουργείο Εσωτερικών στις 19.9.05, ζήτησε από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας την πλήρωση έξι κενών θέσεων που είχαν δημιουργηθεί, δύο κατόπιν προαγωγής και τέσσερεις μετά από απόσυρση έφεσης από την Ε.Δ.Υ. εναντίον ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου για θέσεις Κτηματολογικού Λειτουργού Α΄ (Παράρτημα «Δ» στην αίτηση). Παρά ταύτα, οι καθ' ων μέχρι την ημερομηνία της καταχώρησης της προσφυγής στις 31.1.07, δεν είχαν προβεί στην πλήρωση των θέσεων.

Η αιτήτρια διατείνεται ότι υπήρξε παραβίαση των Άρθρων 29(2) και (3) του Νόμου αρ. 1/90, διότι οι κενές θέσεις έπρεπε να είχαν πληρωθεί από τον Οκτώβριο του 2004 ή από την ημερομηνία που επιτάσσει το πιο πάνω άρθρο. Με βάση τα εν λόγω εδάφια η αρμόδια αρχή μέσα σε 4 μήνες πρέπει να υποβάλει πρόταση για πλήρωση των θέσεων, εναπόκειται δε στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας να προβεί στις απαραίτητες σχετικές ενέργειες. Ακόμη και σε περίπτωση που δεν υποβληθεί πρόταση, η Ε.Δ.Υ. προβαίνει από μόνη της στην πλήρωση των θέσεων. Παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες της αιτήτριας να πληρωθούν οι θέσεις, οι καθ' ων με επιστολή τους ημερ. 6.9.06 δήλωσαν ότι θα προβούν στην πλήρωση των θέσεων όταν τα πραγματικά και νομικά δεδομένα το επιτρέψουν. Λόγω όμως της παράλειψης να πληρωθούν οι θέσεις παρά την ύπαρξη προσοντούχων υποψηφίων, είναι η θέση της αιτήτριας ότι υπάρχει παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, αλλά και παράλειψη νόμιμης αιτιολογίας, εφόσον οι καθ' ων δεν έχουν εξηγήσει ποια είναι τα πραγματικά και νομικά δεδομένα που εμποδίζουν την πλήρωση των θέσεων, αναβάλλοντας αυτή την οφειλόμενη ενέργεια τους σε μεταγενέστερη συνεδρία και χωρίς μέχρι και την πάροδο επαρκούς χρόνου να προβούν στη σχετική πλήρωση των θέσεων.

Από την άλλη, οι καθ' ων ισχυρίζονται ότι προέκυψαν εν τέλει 8 κενές μόνιμες θέσεις, οι δύο πρώτες εκ των οποίων αποφασίστηκαν από την Ε.Δ.Υ. όπως πληρωθούν αυτεπαγγέλτως εφόσον δεν υπήρξε πρόταση της αρμοδίας αρχής. Προέκυψαν επίσης άλλες δύο κενές μόνιμες θέσεις στις 15.8.05, λόγω προαγωγής δύο λειτουργών του Κτηματολογίου, το δε Υπουργείο Εσωτερικών με επιστολή του προς την Ε.Δ.Υ. ημερ. 19.9.05, υπέβαλε πρόταση για πλήρωσή τους. Τέλος, δημιουργήθηκαν με συμπληρωματικό προϋπολογισμό 4 κενές μόνιμες θέσεις για τις οποίες η αρμόδια αρχή και πάλιν με επιστολή στην Ε.Δ.Υ. ημερ. 19.9.05, υπέβαλε πρόταση για πλήρωσή τους. Εν τέλει, όλες οι θέσεις πληρώθηκαν από την Ε.Δ.Υ. σε συνεδρία ημερ. 29.11.07 και η αιτήτρια προήχθη στη θέση Κτηματολογικού Λειτουργού Α΄ στο Τμήμα Κτηματολογίου  από 15.12.07.

Αποτελεί τη θέση των καθ' ων ότι οι 4 μόνιμες θέσεις είχαν παραμείνει κενές μετά από ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστήριου στις συνεκδικαζόμενες προσφυγές 872/00 και 1022/00 και γι' αυτό κρίθηκε από την Ε.Δ.Υ. ορθό να πληρωθούν οι θέσεις αυτές μετά από τη σχετική διαδικασία περιλαμβανομένων και προφορικών συνεντεύξεων που έλαβαν χώραν σε διάφορες ημερομηνίες. Πληρώθηκαν δύο από αυτές τις θέσεις με αναδρομική ισχύ και τότε κατέστη δυνατός ο καταρτισμός καταλόγου προαξίμων υποψηφίων στις επίδικες θέσεις Κτηματολογικού Λειτουργού Α΄.  Είναι η θέση των καθ' ων ότι οι κενές θέσεις του Κτηματολογικού Λειτουργού Β΄, λόγω του ιστορικού που προεκτέθηκε, επηρέαζε τον καταρτισμό των καταλόγων των προαξίμων υποψηφίων στις θέσεις Κτηματολογικού Λειτουργού Α΄. Πρόσθετα, δύο άτομα αποκαταστάθηκαν στη θέση του Κτηματολογικού Λειτουργού Α΄.  Περαιτέρω, στο πλαίσιο της προσπάθειας συμμόρφωσης της διοίκησης με την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εντοπίστηκαν περιπτώσεις συναδέλφων της αιτήτριας των οποίων τα υπηρεσιακά και προαγωγικά τους δικαιώματα δεν ήταν αποκρυσταλλωμένα. Επομένως, οι καθ' ων ορθά και νόμιμα δεν είχαν προβεί στην πλήρωση των επιδίκων θέσεων προτού αποσαφηνιστεί το όλο σκηνικό.

Το Άρθρο 29(2) έχει ως εξής:

«(2) Τηρουμένων των διατάξεων του Άρθρου 33, η αρμόδια αρχή οφείλει να υποβάλει πρόταση για πλήρωση μιας θέσης το βραδύτερο σε τέσσερις μήνες από την ημέρα που η θέση έχει δημιουργηθεί ή έχει κενωθεί.»

Είναι πρόδηλο από το λεκτικό του πιο πάνω εδαφίου ότι υπάρχει δέσμια οφειλόμενη ενέργεια η οποία πρέπει να ακολουθείται από την αρμόδια αρχή οποτεδήποτε έχει κενωθεί στην αντίστοιχη υπηρεσία θέση. Αυτή η οφειλόμενη ενέργεια πρέπει να λάβει χώραν το αργότερο εντός τεσσάρων μηνών. Τόσο επιτακτικό είναι το εδάφιο αυτό, που το επόμενο εδάφιο προνοεί με σαφές λεκτικό ότι σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή δεν συμμορφώνεται με τις διατάξεις αυτές η ίδια η Ε.Δ.Υ. προβαίνει στην πλήρωση της θέσης χωρίς την πρόταση της αρμόδιας αρχής. Δεν υπάρχει οπουδήποτε στον περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμο και ούτε έχει υποδείξει οτιδήποτε το αντίθετο ο κ. Κωμοδρόμος που να προσφέρει διακριτική ευχέρεια, είτε στην αρμόδια αρχή, είτε στην ίδια την Ε.Δ.Υ.  Εφαρμόζονται εδώ τα όσα αναφέρονται στο σύγγραμμα του Ε. Σπηλιωτόπουλου: Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Τόμος 1, 12η έκδ. σελ. 162, παρ. 148, ότι:

«Δέσμια αρμοδιότητα υπάρχει, όταν το διοικητικό όργανο, εφόσον διαπιστώσει ότι συντρέχουν οι προβλεπόμενες από τους κανόνες δικαίου πραγματικές ή νομικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή τους, είναι υποχρεωμένο να εκδώσει διοικητική πράξη που περιέχει ορισμένη ατομική ρύθμιση, την οποία προκαθορίζουν οι κανόνες αυτοί.»

Διακριτική ευχέρεια, εξηγείται στη συνέχεια, υπάρχει «... όταν οι κανόνες που καθορίζουν την αρμοδιότητα δεν προκαθορίζουν ακριβώς την ενέργεια του διοικητικού οργάνου, αλλά του αφήνουν ελευθερία δράσης».

Το γεγονός ότι η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει καθορίσει ότι σε περίπτωση ακύρωσης της διαδικασίας και της απόφασης της διοίκησης για διορισμό ή προαγωγή υπαλλήλου, η επανεξέταση γίνεται στη βάση της πραγματικής κατάστασης που υπήρχε κατά την αρχική πλήρωση της θέσης, λαμβάνοντας υπόψη και την απόφαση του ακυρωτικού Δικαστηρίου, δεν αποτελεί νόμιμη αιτιολογία για να μην ακολουθηθεί η προνοούμενη εκ του νόμου σαφής διαδικασία. Δεν δίνεται έρεισμα στους καθ' ων να μην προχωρήσουν με την πλήρωση των θέσεων λόγω του ότι εξ αιτίας των ακυρωτικών αποφάσεων από το Ανώτατο Δικαστήριο που επηρέασαν αριθμό συναδέλφων και εν δυνάμει συνυποψηφίων  της αιτήτριας, θα έπρεπε να καθυστερήσει η πλήρωση των θέσεων και να μη λάμβανε ενδεχομένως η αιτήτρια την προαγωγή της από την εποχή που δικαιούτο σ' αυτή. Προστίθεται ότι είναι σαφέστατο από το λεκτικό του Άρθρου 29(2), ότι εκείνο που οφείλει η αρμόδια αρχή να πράξει είναι να υποβάλει πρόταση για πλήρωση της θέσης, εφόσον δεν εναπόκειται βέβαια στην ίδια να πληρώσει τη θέση, αλλά στην ίδια την Ε.Δ.Υ.. Ακριβώς επειδή η υποβολή της πρότασης είναι αναγκαία προϋπόθεση για να προχωρήσει η διαδικασία στην Ε.Δ.Υ., η παράλειψη υποβολής της, ενεργοποιεί τις διατάξεις του εδαφίου (3), οπότε και γίνεται πλέον λόγος για «πλήρωση της θέσης», έστω και χωρίς την πρόταση από τη δημόσια αρχή. Αυτό που απορρέει από το συνδυασμό των δύο εδαφίων είναι ότι πρόκειται για μια διαδικασία από την οποία η πρόταση ακολουθείται σε εύλογο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο τροχιοδρομούνται οι σχετικές νενομισμένες διαδικασίες, από την ίδια την πλήρωση της θέσης. Αυτό είναι το ισχύον νομοθετικό καθεστώς και τα όσα οι καθ' ων 3 με την επιστολή τους ημερ. 30.11.05 (Παράρτημα 3 στην ένσταση), αναφέρουν ότι «η πλήρωση κενών θέσεων γίνεται από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας στα πλαίσια του ισχύοντος νομοθετικού και νομολογιακού πλαισίου και όχι με βάση δικαιώματα προσδοκίας των υπαλλήλων ..» δεν συγκεκριμενοποιούν κάτι διαφορετικό.

Οι καθ' ων στη γραπτή τους αγόρευση σελ. 6-10, επιχειρηματολογούν ότι το μεγάλο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε για τον καταρτισμό του σχετικού καταλόγου προαξίμων, χωρίς να ήταν υπαίτιοι γι' αυτό οι συνάδελφοι της αιτήτριας, δεν θα μπορούσε να τους αφαιρέσει το δικαίωμα να κριθούν δίκαια και με βάση τα προαγωγικά και υπηρεσιακά τους δικαιώματα. Έγινε επίκληση των θέσεων που εκφράστηκαν στις αποφάσεις Λεωνίδα Παπασάββα ν. Α.Η.Κ. (2004) 4 Α.Α.Δ. 953 και Κλείτου Παύλου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 346/06, ημερ. 1.8.07, στην πρώτη των οποίων λέχθηκε ότι ένας αιτητής, του οποίου η πραγματική αρχαιότητα καθυστερεί να αποκρυσταλλωθεί για σειρά λόγων που δεν οφείλονται στον ίδιο, πρέπει και μπορεί να έχει θεραπεία, ούτως ώστε η μεταγενέστερη αναδειχθείσα πραγματικότητα να λειτουργεί αναδρομικά. Σε τέτοιες περιστάσεις υπάρχει πλάνη περί τα πράγματα που επιβάλλει ακύρωση της διοικητικής πράξης. Στη δεύτερη υπήρχε σαφής κανονισμός στους περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας Κανονισμούς του 1990, που θεωρήθηκε ότι δεν επέβαλλε την πλήρωση θέσης πριν αποκρυσταλλωθούν τα δεδομένα των εν δυνάμει υποψηφίων.

Οι πιο πάνω θέσεις του κ. Κωμοδρόμου, με όλο το σεβασμό, θέτουν τα πράγματα αντίστροφα, εφόσον είναι πρωταρχικά τα δικαιώματα της αιτήτριας που επηρεάζονταν από τη μη πλήρωση των θέσεων στον κατάλληλο χρόνο, ιδιαιτέρως εφόσον αυτή είχε και αρχαιότητα έναντι των συναδέλφων της. Η υπόθεση Παπασάββα - ανωτέρω - αν μη τι άλλο, αποτελεί αυθεντία για τη δικαστική άποψη ότι όντως ένας υποψήφιος για προαγωγή δικαιούται να λογίζει υπέρ του την πραγματική αρχαιότητα του. Όταν έγινε η πλήρωση των θέσεων και η αιτήτρια προήχθη, αυτή προήχθη μόνο από τις 15.12.07 και ορθώς επομένως παραπονείται ότι η καθυστέρηση εκ μέρους των καθ' ων από τις 14.10.04, όταν εκκρεμούσε η πλήρωση των θέσεων, μέχρι τις 29.11.07, όταν έλαβε χώραν  εν τέλει η πλήρωση των επιδίκων θέσεων, ήταν χρόνος χαμένος για την ίδια, με αποτέλεσμα αυτή να απωλέσει τη δυνατότητα του προβαδίσματος ενόψει των άλλων υποψηφίων της με αποτέλεσμα να απωλέσει και τα εκ της προαγωγής αναμενόμενα ωφελήματα. Από αυτό το λόγο η αιτήτρια βεβαίως έχει έννομο συμφέρον (δεν υπήρξε εισήγηση για το αντίθετο από τους καθ' ων), που επίσης προκύπτει και από το γεγονός ότι οι καθ' ων διόρισαν την ίδια ημέρα και τους Κτηματολογικούς Λειτουργούς Β΄ στον Κλάδο της Χωρομετρίας στην ίδια θέση με την αιτήτρια, αποστερώντας της κατά αυτόν τον τρόπο από το πλεονέκτημα της αρχαιότητας. Ορθά διατυπώνεται η θέση στην απαντητική αγόρευση της αιτήτριας, σελ. 6, ότι η καθυστέρηση στην πλήρωση των θέσεων Κτηματολογικού Λειτουργού Α΄ ευνόησε υποψήφιους οι οποίοι δεν θα μπορούσαν να ήταν υποψήφιοι εάν οι δύο εκκρεμούσες τον Οκτώβριο του 2004 θέσεις, πληρούντο, εάν η διαδικασία άρχιζε εντός τεσσάρων μηνών όπως απαιτεί το Άρθρο 29.

Ορθά, περαιτέρω, η αιτήτρια εισηγείται ότι ο ισχυρισμός των καθ' ων για την αποκρυστάλλωση του καταλόγου προακτέων δεν θα ήτο δυνατόν να της στερήσει το ευεργέτημα της διεκδίκησης της θέσης νομότυπα, εφόσον υπήρχαν και πρόσθετες θέσεις που είχαν κενωθεί από προαγωγή άλλων ατόμων ή και θέσεις που δημιουργήθηκαν με συμπληρωματικό προϋπολογισμό. Η επανεξέταση των τεσσάρων θέσεων Κτηματολογικού Λειτουργού Β΄, θέσεις που εκκρεμούσαν από την ακυρωτική απόφαση, σαφώς δεν εμπόδιζε τους καθ' ων να πληρώσουν τις κενές θέσεις που υπήρχαν, των οποίων τα δεδομένα ήταν αναμφιβόλως σαφή και αναντίλεκτα, (σελ. 6-7 της απαντητικής γραπτής αγόρευσης της αιτήτριας).

Από όλα τα πιο πάνω, καθίσταται φανερό ότι υπάρχει και έλλειψη νόμιμης αιτιολογίας εφόσον επιχειρούνται εξηγήσεις εκ των υστέρων και μη αναδυόμενες από το ίδιο το λεκτικό της απόφασης των καθ' ων να μην πληρώσουν τις θέσεις, όπως η αιτιολογία αυτή αντικατοπτρίζεται στην επιστολή τους ημερ. 6.9.06 (Παράρτημα Η στην αίτηση). Η δικαιολογία ήταν γενικόλογη και χωρίς αναφορά σε πραγματικά δεδομένα και δεν μπορούν εκ των υστέρων να συμπληρωθούν από το περιεχόμενο των φακέλων. Η ορθή αιτιολογία «... είναι η έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων, που οδήγησαν τη διοίκηση στην απόφαση της και η παράθεση των κριτηρίων βάσει των οποίων ασκήθηκε η διακριτική της ευχέρεια». (Πενταράς ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 325/04, ημερ. 23.12.04).

Ενόψει όλων των πιο πάνω η προσφυγή επιτυγχάνει. Εκδίδεται διάταγμα όπως οι καθ' ων εκτελέσουν ό,τι είχε παραλειφθεί σύμφωνα με το αιτητικό Α της προσφυγής, με έξοδα €1.500, συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α., υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ' ων.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο