ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 728/2006)

 

15 Σεπτεμβρίου 2008

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΧΡΙΣΤΟΘΕΑ ΛΟΙΖΟΥ ΚΑΛΛΙΚΑ,

ΙΩΑΝΝΑ ΛΟΙΖΟΥ ΚΑΛΛΙΚΑ,

ΜΥΡΟΦΟΡΑ ΛΟΙΖΟΥ ΚΑΛΛΙΚΑ,

Αιτήτριες,

- ΚΑΙ -

 

ΔΗΜΟΥ ΑΡΑΔΙΠΠΟΥ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

---------------------------

Β. Πιερίδου (κα), για τις Αιτήτριες.

Χρ. Κληρίδης και Κ. Σέργης, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

---------------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 12.4.91, το εκδοθέν διάταγμα απαλλοτρίωσης με τη διοικητική πράξη αρ. 533 ημερ. 18.3.91, με την οποία απαλλοτριώθηκε από τους καθ΄ ων το ακίνητο των αιτητριών στο χωριό Αραδίππου της επαρχίας Λάρνακας, του οποίου ήταν εγγεγραμμένες συνιδιοκτήτριες ανά 1/3 μερίδιο εκάστη.  Ως απαλλοτριούσα αρχή οι καθ΄ ων κατέγραψαν στη γνωστοποίηση ότι η ακίνητη ιδιοκτησία «... είναι αναγκαία για τον ακόλουθο σκοπό δημόσιας ωφέλειας, δηλαδή για την ανέγερση δημοτικού μεγάρου, και η απαλλοτρίωση της επιβάλλεται για τους πιο κάτω λόγους, δηλαδή την ανέγερση δημοτικού μεγάρου.». 

 

        Η απαλλοτρίωση δεν αφορούσε μόνο το ακίνητο των αιτητριών αλλά ακόμη πέντε ακίνητα συνολικής έκτασης ενός εκταρίου και 816 τ.μ.  Οι αιτήτριες καταχώρησαν σχετική παραπομπή για την καταβολή ευλόγων αποζημιώσεων στο  Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, η οποία και απέληξε σε εκ συμφώνου απόφαση στις 2.7.93 με την εκ μέρους των καθ΄ ων αποδοχή πληρωμής αποζημίωσης £5.440 πλέον τόκο, έξοδα εκτιμητού και δικηγορικά έξοδα. 

 

        Οι αιτήτριες καταχώρησαν την παρούσα προσφυγή επιδιώκοντας δήλωση ότι η απόφαση και/ή άρνηση και/ή παράλειψη των καθ΄ ων να επιστρέψουν το απαλλοτριωθέν ακίνητο τους το οποίο εν τέλει δεν χρησιμοποιήθηκε είναι άκυρη, παράνομη και αντισυνταγματική και πως ό,τι παραλήφθηκε θα πρέπει να διενεργηθεί.   Σημειώνεται ότι από την πρώτη κιόλας εμφάνιση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου είχε υποδειχθεί ότι δεν ήταν παραδεκτό να προσβάλλονται και η απόφαση   και  η παράλειψη,   με αποτέλεσμα στις 20.6.06 η     κα Πιερίδου να δηλώσει ότι η προσφύγη στρέφεται εναντίον της απόφασης που συνίστατο σε άρνηση επιστροφής του ακινήτου.

 

  Η βασική επιχειρηματολογία των αιτητριών βασίζεται στο γεγονός ότι παρά την παρέλευση 15 ετών από τη γνωστοποίηση της απαλλοτρίωσης, το ακίνητο τους δεν χρησιμοποιήθηκε για τον δηλωθέντα σκοπό.  Επομένως κάλεσαν με επιστολή τους ημερ. 26.1.06 τους καθ΄ ων να επιστρέψουν το ακίνητο δηλώνοντας ταυτόχρονα και την ετοιμότητα τους να αποδώσουν πίσω το συμφωνηθέν ποσό αποζημίωσης ως ανωτέρω, αλλά οι καθ΄ ων αρνήθηκαν με επιστολή τους ημερ. 24.2.06 ισχυριζόμενοι ότι δεν εγκαταλείφθηκε ο σκοπός ανέγερσης του έργου.  Οι καθ΄ ων μέσα από την ένσταση τους, αλλά και τη σχετική αγόρευση του δικηγόρου τους δεν αντιτάσσουν ότι δεν οικοδομήθηκε πράγματι εκεί το δημοτικό μέγαρο, αλλά εισηγούνται ότι ο σκοπός ανέγερσης αυτού ουδέποτε εγκαταλείφθηκε, ούτε κατέστη ανέφικτος, αλλά αντίθετα έγιναν και εξακολουθούν να γίνονται προσπάθειες και έργα για την ανέγερση του μεγάρου.  Καταγράφουν σειρά μέτρων προς υλοποίηση του έργου, που είχαν σκοπό την ενοποίηση όλων των απαλλοτριωθέντων τεμαχίων γης, την ανάθεση σε ιδιωτικές εταιρείες τοπογραφικών εργασιών  αποτύπωσης και σχεδίασης του χώρου, εδαφοτεχνικών μελετών, οριοθέτηση του χώρου μέσω του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λάρνακας, την προκήρυξη παγκύπριου αρχιτεκτονικού διαγωνισμού, την προκήρυξη νέου διαγωνισμού μετά την ακύρωση της προηγούμενης διαδικασίας, την απόδοση πρώτου βραβείου σε συγκεκριμένο αρχιτέκτονα από επταμελή κριτική επιτροπή, την ανάθεση συμβολαίου εργασίας στον επιλεγέντα αρχιτέκτονα, την καταβολή σε αυτόν συνολικού ποσού £25.500, ως επίσης και την κατακύρωση προσφοράς για διάφορες εργασίες ηλεκτρολογικής και μηχανολογικής φύσεως και επιμέτρηση ποσοτήτων. 

 

        Όλα τα πιο πάνω, όπως εξηγείται αναλυτικά στις παρ. 8-22 της ένστασης, έλαβαν χώραν μεταξύ των ετών 1991-1995.  Κατά το τελευταίο όμως αυτό έτος προέκυψε άμεση ανάγκη για ανέγερση νέου δημοτικού ιατρείου και συνεπώς κρίθηκε από τους καθ΄ ων ορθό να δοθεί προτεραιότητα στη δημιουργία αυτού του νέου ιατρείου, αντί στο δημοτικό μέγαρο.  Παρά ταύτα στις 5.6.96 αποφάσισαν όπως ολοκληρωθούν τα σχέδια για την ανέγερση νέου δημοτικού μεγάρου, παρά την άμεση ανάγκη για τη δημιουργία νέου ιατρείου, με αποτέλεσμα στις 4.3.97, ο επιλεγείς αρχιτέκτονας να ετοιμάσει τα αρχιτεκτονικά σχέδια.  Παράλληλα όμως ζητήθηκαν προσφορές και για την ανέγερση του δημοτικού ιατρείου οι οποίες κατέληξαν σε υπογραφή συμφωνίας με ιδιωτική εταιρεία, στις δε 11.6.98 εκδόθηκε και η σχετική άδεια οικοδομής.  Στις 21.4.99, εκδόθηκε άδεια οικοδομής για προσθήκη δύο ορόφων στο υπό ανέγερση δημοτικό ιατρείο, αφού προηγουμένως στις 14.1.99, οι καθ΄ ων είχαν ήδη αποφασίσει την προσωρινή μεταστέγαση των υπηρεσιών τους σε ορόφους πάνω από το ιατρείο, επιβεβαιώνοντας ταυτόχρονα τη συνέχιση των προσπαθειών  τους για ανέγερση του δημοτικού μεγάρου.  Τα ανωτέρω περιέχονται στις παρ. 24-32 της ένστασης.

 

        Με βάση τα πιο πάνω ουσιαστικά αναντίλεκτα δεδομένα, οι αιτήτριες εισηγούνται ότι με βάση τη νομολογία που περιέχεται στην υπόθεση Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέϊτς Λτδ ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 166, οι καθ΄ ων όφειλαν να επιστρέψουν το ακίνητο τους διότι αυτό επιβάλλει το Άρθρο 23.5 του Συντάγματος, εφόσον ο σκοπός για τον οποίο απαλλοτριώθηκε το ακίνητο δεν κατέστη εφικτός.  Οι καθ΄ ων πρόβαλαν διάφορες δικαιολογίες για την δική τους άρνηση να επιστρέψουν το ακίνητο που δεν έχουν όμως οποιαδήποτε νομική βάση και που δεν αφορούν στην ουσία τις αιτήτριες, έχοντας υπόψη ότι η προκύψασα άμεση ανάγκη για ανέγερση δημοτικού ιατρείου δεν θα ήταν δυνατόν να υποκαταστήσει την ευόδωση του συγκεκριμένου σκοπού της απαλλοτρίωσης.  Οι καθ΄ ων έχουν αντίθετα τη θέση ότι ο σκοπός για τον οποίο απαλλοτριώθηκε το ακίνητο ουδέποτε εγκαταλείφθηκε, ούτε κατέστη ανέφικτος, αλλά αντίθετα λήφθηκαν ουσιαστικά μέτρα που καθιστούν το σκοπό της απαλλοτρίωσης εφικτό, δηλαδή υλοποιήσιμο, έχουν δαπανηθεί δε αρκετές χιλιάδες λίρες για την εκπόνηση αρχιτεκτονικών σχεδίων, οριοθετήσεις, υψομετρήσεις, χαρτογραφήσεις οδικού δικτύου, ενώ δαπάνη ύψους £1.500.000 συμπεριελήφθηκε στον προϋπολογισμό των καθ΄ ων για ανέγερση δημοτικού μεγάρου.  Κατά τη θέση τους, η προαναφερθείσα απόφαση έχει καθορίσει ως αυθεντικό κριτήριο «... το εφικτά υλοποιήσιμο του σκοπού της απαλλοτρίωσης σε συνάρτηση με τις ενέργειες εκείνες της απαλλοτριούσας αρχής, οι οποίες κρίνονται ευλόγως αναγκαίες προς την υλοποίηση του έργου και όχι η ολοκλήρωση του έργου να έχει πραγματοποιηθεί.» (σελ. 9-10 της γραπτής αγόρευσης).  Το ζητούμενο, κατά τους καθ΄ ων, είναι αν υπήρξε εγκατάλειψη του σκοπού για τον οποίο απαλλοτριώθηκε η γη από την άποψη ότι «.. το επίδικο τεμάχιο δεν χρειάζεται πλέον και δεν υπάρχει καμία προοπτική ή αναγκαιότητα χρησιμοποίησης του για το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε.».

 

        Προτού εξεταστούν τα εκατέρωθεν επιχειρήματα, να λεχθεί ότι οι καθ΄ ων έχουν εγείρει προδικαστική ένσταση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά βεβαιωτική προηγούμενης.  Όντως, είναι εξίσου αναντίλεκτο από τη δικογραφία και τις αγορεύσεις, ότι οι αιτήτριες είχαν υποβάλει παρόμοιο αίτημα με επιστολή τους ημερ. 7.10.04, το οποίο όμως απερρίφθη από τους καθ΄ ων με απόφαση τους ημερ. 16.12.04, η οποία κοινοποιήθηκε στις αιτήτριες μόλις στις 4.4.05 στα πλαίσια καταχώρησης ένστασης στην προσφυγή υπ΄ αρ. 1126/04, που είχε εγερθεί από τις αιτήτριες και η οποία εν τέλει αποσύρθηκε στις 5.7.05.  Ο λόγος απόσυρσης δεν καταγράφεται στο ίδιο το πρακτικό του Δικαστηρίου, όμως όπως αναφέρεται στη γραπτή αγόρευση των αιτητριών και δεν υπάρχει επί του προκειμένου αντίλογος από τους καθ΄ ων, η προσφυγή απεσύρθη διότι στρεφόταν εναντίον της ουσίας και όχι με βάση το Άρθρο 29 του Συντάγματος, ενόψει και της υπόθεσης Παχίτα ν. Υπουργού Εσωτερικών, υπόθ. 292/98, ημερ. 5.4.01, η οποία είχε απορριφθεί διότι ο εκεί αιτητής, όπως και εδώ, δεν είχε λάβει απάντηση στο αίτημα του για επιστροφή του ακινήτου και επομένως θεωρήθηκε με την προσφυγή ότι δεν είχε έννομο συμφέρον επί τη βάσει του Άρθρου 146, εφόσον έπρεπε να προσβληθεί η παράλειψη της διοίκησης να απαντήσει βάσει του Άρθρου 29.  Έτσι και εδώ, ο φάκελος της προσφυγής 1126/04, αποκαλύπτει ότι αυτή στρεφόταν εναντίον της άρνησης και ή παράλειψης των καθ΄ ων να επιστρέψουν το ακίνητο, χωρίς ωστόσο να είχε δοθεί οποιαδήποτε απάντηση στις αιτήτριες στο σχετικό αίτημα τους. Είναι δεκτό, ως προαναφέρθηκε, ότι η απορριπτική απάντηση κοινοποιήθηκε στις αιτήτριες μόνο στα πλαίσια της ένστασης στην εκεί προσφυγή.  Παρουσιάζεται επομένως ορθή η θέση της                 κας Πιερίδου ως προς το λόγο απόσυρσης της προσφυγής, ότι δηλαδή αυτή θα έπρεπε να στρεφόταν εναντίον των καθ΄ ων στη βάση του Άρθρου 29.

 

        Ανεξάρτητα από το λόγο απόσυρσης της προηγηθείσας προσφυγής (ασχέτως της ορθότητας των αιτούμενων θεραπειών), η υπόθεση Ευθυμιάδης σελ. 176-177, (που ας σημειωθεί είναι απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας), έχει αποσαφηνίσει ότι δεν τίθεται «... οριστικά τέρμα στη δυνατότητα του πρώην ιδιοκτήτη να διεκδικήσει επιστροφή του κτήματος αφ΄ ης στιγμής υπήρξε συγκεκριμένη αρνητική τοποθέτηση της διοίκησης η οποία είτε προσεβλήθη ανεπιτυχώς είτε δεν προσεβλήθη ως τέτοια εμπροθέσμως.».  Και με αναφορά στη Mustafa v. Republic (1961) 1 R.S.C.C. 44, που διατύπωσε τη γενική αρχή ότι δεν τίθεται ζήτημα εκπροθέσμου προσφυγής εφόσον η υποχρέωση της διοίκησης είναι συνεχιζόμενη, η Πλήρης Ολομέλεια ανέφερε και τα εξής: 

 

«Η υποχρέωση της διοίκησης να προσφέρει επιστροφή κτήματος ο σκοπός της απαλλοτρίωσης του οποίου δεν κατέστη εφικτός, όπως επιβάλλεται με συνταγματική ισχύ στο Άρθρο 23.5, είναι άρρηκτα και πάγια ακόλουθη της υποχρέωσης της εκείνης.  Και η υποχρέωση αυτή δεν μπορεί να διαγραφεί διά παντός ως εκ μιας αρνητικής τοποθέτησης της διοίκησης σε κάποιο συγκεκριμένο χρόνο έναντι αιτήματος για επιστροφή.  Μία τέτοια αρνητική τοποθέτηση συνιστά βεβαίως εκτελεστή διοικητική πράξη η νομιμότητα της οποίας κρίνεται, εφ΄ όσον προσβληθεί, με αναφορά στα δικά της δεδομένα ως προς το συγκεκριμένο σχετικό χρόνο σε συνάρτηση με το ερώτημα κατά πόσο ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν είχε καταστεί εφικτός.  Ανεπιτυχής προσβολή τέτοιας απόφασης ή παράλειψη εμπρόθεσμης προσβολής της διατηρεί τη νομιμότητα της ως διοικητικής κρίσης επί των δεδομένων της.  Δεν καταργεί όμως τη θεμελιακή υποχρέωση της διοίκησης να καταστήσει εφικτό το σκοπό της απαλλοτρίωσης και τη δυνατότητα του πρώην ιδιοκτήτη να επανέλθει με νέο αίτημα για επιστροφή.»

 

        Πόσο μάλλον εδώ που όπως προκύπτει από τα γεγονότα, στην πραγματικότητα δεν προσεβλήθη οποιαδήποτε συγκεκριμένη  απόφαση  των   καθ΄ ων   με την προσφυγή υπ΄ αρ. 1125/04, ώστε να τίθεται ζήτημα έγκυρης προσβολής της, υπό το φως των ανωτέρω λεχθέντων στην Ευθυμιάδης.

        Αλλά δεν μπορεί εν πάση περιπτώσει στη βάση των πιο πάνω να τεθεί ούτε ζήτημα επιβεβαιωτικής πράξης, ούτε και η ίδια η προσβαλλόμενη πράξη, παρά το γεγονός ότι παραπέμπει στην προηγούμενη απόφαση των καθ΄ ων ημερ. 16.12.04, είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι διαγράφει την υποχρέωση της διοίκησης να πράξει οτιδήποτε οφειλόμενο ως απόρροια της συνταγματικής επιταγής. Οι ενέργειες των καθ΄ ων παραμένουν διαχρονικά οφειλόμενες και συνεπώς δεν εξαλείφονται με την εκ μέρους τους πρόταξη της θεώρησης της προσβαλλόμενης απόφασης απλώς ως επιβεβαιωτικής.  Παρόλο που δηλώθηκε από τη συνήγορο των αιτητριών στις 20.6.06 ότι η προσφυγή στρέφεται εναντίον της άρνησης των καθ΄ ων, η άρνηση έλαβε χώραν σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο επί τη βάσει νέας επιστολής και αιτήματος των αιτητριών στις 26.1.06, όταν και πάλι κατά τις αιτήτριες ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν είχε καταστεί εφικτός ζητώντας την επιστροφή του ακινήτου. 

 

        Όπως  αναφέρεται  στην  Ευθυμιάδης - πιο πάνω - σελ. 177:

 

        «Το ζητούμενο δεν είναι πλέον η αρνητική απόφαση, η οποία και όντως δεν θα μπορούσε να προσβάλλεται τώρα εκπροθέσμως, αλλά η ακόλουθη εκείνης και συνεχιζόμενη υποχρέωση της διοίκησης να καταστήσει εφικτό το σκοπό της απαλλοτρίωσης, παράλειψη εκπλήρωσης της οποίας και μπορεί πάντοτε να προσβάλλεται, όπως υποδεικνύει η Mustafa v. Republic ως συνεχιζόμενη παράλειψη.»

 

        Στην Ευθυμιάδης  είχε γίνει αναφορά στο αιτητικό της προσφυγής «σε άρνηση και/ή παράλειψη», με σαφή την πρόθεση των αιτητών να προσβάλουν όχι μόνο την καθ΄ αυτή άρνηση στη συγκεκριμένη ημερομηνία, αλλά και στη συνεχιζόμενη παράλειψη της διοίκησης.  Αυτή η συνεχιζόμενη παράλειψη δεν παύει να υφίσταται επειδή η συνήγορος των αιτητριών δήλωσε εν τέλει ότι η προσφυγή στρέφεται εναντίον της συγκεκριμένης άρνησης.  Διαφορετικά η επιβαλλόμενη διαρκής υποχρέωση της διοίκησης με βάση το Άρθρο 23.5, θα διαγραφόταν με εύκολο τρόπο λόγω λανθασμένου αιτητικού, ενώ τα συνταγματικά απορρέοντα δικαιώματα είναι αναπαλλοτρίωτα.  Πρόσθετα, με βάση σαφή νομολγία (Νικολάκη ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Επισκοπής Λεμεσού (2002) 3 Α.Α.Δ. 762 και I. Soteriou Constructions Ltd ν. Δήμου Λευκωσίας (Δημόσιες Επιχειρήσεις) Λτδ, υπόθ. αρ. 153/04, ημερ. 3.9.04), μια αίτηση ακυρώσεως εξετάζεται στο σύνολο της ώστε αντίθετα με την εμφάνιση των πραγμάτων, να διαπιστώνεται το πραγματικό αντικείμενο της προσφυγής.

 

       

        Επί της ουσίας, το Άρθρο 23 του Συντάγματος που κατοχυρώνει το δικαίωμα στην ιδιοκτησία προνοεί με την παράγραφο  5 αυτού  ότι  οποτεδήποτε  ακίνητη  ιδιοκτησία    έχει απαλλοτριωθεί αναγκαστικώς, αυτή θα χρησιμοποιηθεί αποκλειστικώς  για  αυτό  το  σκοπό.  Εδώ,  υπάρχει  ως δεδομένο μέσα από τη σχετική γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης (Παράρτημα 7 στην ένσταση), ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης ήταν η ανέγερση δημοτικού μεγάρου.  Περαιτέρω, το Άρθρο 23.5 προνοεί ότι αν δεν καταστεί εφικτός ο σκοπός της απαλλοτρίωσης εντός τριών ετών, η απαλλοτριώσασα αρχή υποχρεώνεται να προσφέρει την ιδιοκτησία επί τη καταβολή της τιμής κτήσεως στο πρόσωπο από το οποίο την απαλλοτρίωσε.  Σε τέτοια περίπτωση το πρόσωπο εκείνο δικαιούται σε τρεις μήνες να γνωστοποιήσει την πρόθεση του κατά πόσο αποδέχεται ή όχι την επιστροφή.

 

        Όπως ορθά υπέδειξε και η υπόθεση Συμεωνίδη ν. Δημοκρατίας (2000) 4 Α.Α.Δ. 824, στην οποία έγινε με επιδοκιμασία αναφορά στην Ευθυμιάδης (πιο πάνω), η ορθή ερμηνεία ως προς το εύρος του Άρθρου 23.5, πρέπει να συνάδει με το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα ιδιοκτησίας γι΄ αυτό και η απαλλοτριούσα αρχή μέσα στην προβλεπόμενη από το Σύνταγμα περίοδο πρέπει να λαμβάνει ουσιαστικά μέτρα που να καθιστούν το σκοπό της απαλλοτρίωσης «εφικτό», υλοποιήσιμο, δηλαδή, σε εύλογο χρονικό διάστημα.  Μέσα από την ανασκόπηση της νομολογίας που έγινε στην Ευθυμιάδης, εξηγήθηκε στη σελ. 183:

 

 «.. ότι η παραπομπή στο εφικτά υλοποιήσιμο του σκοπού της απαλλοτρίωσης αποκαθιστά την ορθή διατύπωση του συνταγματικού κριτηρίου η οποία συναρτά την εφαρμογή του Άρθρου 23.5 προς τη διαρκή υποχρέωση της διοίκησης να χρησιμοποιήσει το κτήμα για το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε και έτσι να καθιστά συνεχώς, και βεβαίως όχι μόνο μέσα στην περίοδο των τριών ετών από την απαλλοτρίωση εφικτά πραγματοποιήσιμο το σκοπό αυτό.  Το να τίθεται το ερώτημα με άλλους όρους, δηλαδή κατά πόσο ο σκοπός της απαλλοτρίωσης εγκατελείφθη ή δεν κατέστη ανέφικτος, δεν συνιστά απλώς αλλαγή έμφασης αλλά εμπεριέχει τον κίνδυνο να διολισθήσει η διερεύνηση από τα πραγματικά αντικειμενικά δεδομένα που διέπουν το εφικτά πραγματοποιήσιμο του σκοπού σε πεδίο όχι πολύ πέραν των οικονομικών διαθέσεων της διοίκησης με ανάλογες συνέπειες ...».

 

        Η πιο πάνω παραπομπή από τη δεσμευτική απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας απαντά και τα όσα οι καθ΄ ων ισχυρίζονται στην απαντητική επιστολή τους ημερ. 24.2.06 (Παράρτημα 6 στην ένσταση), ότι «ουδέποτε εγκαταλείφθηκε ο σκοπός της ανέγερσης του έργου ή κατέστη ανέφικτος ...».  Η αιτιολογία αυτή  αποτελεί και το έρεισμα για παρόμοιο ισχυρισμό στη γραπτή αγόρευση των καθ΄ ων με γνώμονα το ότι αυτοί προέβηκαν και προβαίνουν σε ενέργειες ευλόγως αναγκαίες για την εφικτή υλοποίηση του έργου το οποίο και δεν εγκαταλείφθηκε και δεν έχει συνεπώς καταστεί ανέφικτο.  Προκύπτει ότι οι καθ΄ ων χρησιμοποιούν λανθασμένο κριτήριο για να αιτιολογήσουν την άρνηση επιστροφής του ακινήτου, ενώ περαιτέρω και σύμφωνα και πάλι με την Ευθυμιάδης, το βάρος σε ένα αιτητή που βρίσκεται αντιμέτωπος με παρόμοια άρνηση από τη διοίκηση δεν είναι να αποδείξει ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης έχει εγκαταλειφθεί ή δεν κατέστη ανέφικτος, αλλά ότι η διοίκηση δεν έχει προβεί σε εκείνες τις ενέργειες που θα ήταν εύλογα αναγκαίες, στη βάση των αντικειμενικών δεδομένων της κάθε περίπτωσης, για την υλοποίηση του έργου.

 

 

        Προστίθεται ότι η διασταλτική έστω ερμηνεία που δόθηκε από την Πλήρη Ολομέλεια με βάση το λεκτικό του Ελληνικού κειμένου του Συντάγματος, είναι πλέον βοηθητική προς τη διοίκηση και λαμβάνει υπόψη πρακτικές δυσκολίες, γραφειοκρατικές ή άλλες, ενώ το Αγγλικό πρωτότυπο κείμενο του Άρθρου 23.5 χρησιμοποιεί τη φράση «such purpose has not been attained», που παραπέμπει βέβαια σε μια αυστηρότερη θεώρηση της υποχρέωσης της διοίκησης να επιστρέψει το ακίνητο όταν δεν έχει εκπληρωθεί ο σκοπός της απαλλοτρίωσης εντός της περιόδου που θέτει το Σύνταγμα, δηλαδή των τριών ετών. 

 

        Όπως έχει υποδείξει και η Ευθυμιάδης, αποτελεί έργο του Δικαστηρίου να εξετάσει αντικειμενικά κατά πόσο η διοίκηση έχει προβεί στο διαρρεύσαν χρονικό διάστημα σε εκείνες τις εύλογες ενέργειες που θα ήταν αναγκαίες για υλοποίηση του σκοπού της απαλλοτρίωσης.  Πρόκειται λοιπόν για μια άσκηση υπαγωγής των πραγματικών δεδομένων στο κριτήριο που έχει θέσει η νομολογία και με αυτή την αντιμετώπιση κρίνεται ότι εδώ οι καθ΄ ων αδικαιολόγητα αρνήθηκαν την επιστροφή του επιδίκου ακινήτου στις αιτήτριες.  Από την καταγραφή των ενεργειών  που έκαμαν οι καθ΄ ων, προκύπτει ότι από τον Απρίλιο του  1991, όταν δημοσιεύθηκε η γνωστοποίηση της απαλλοτρίωσης, αυτοί προχώρησαν αρχικά με εύλογη ταχύτητα  στις αναμενόμενες από αυτούς ενέργειες προς υλοποίηση του έργου.  Σε αυτά τα πλαίσια προώθησαν την ενοποίηση των απαλλοτριωθέντων τεμαχίων και την έκδοση νέου τίτλου εγγραφής, προέβηκαν σε τοπογραφικές εργασίες και εδαφοτεχνικές μελέτες, οριοθέτηση του χώρου και προκήρυξαν αρχιτεκτονικό διαγωνισμό, ο οποίος κατέληξε στην ανάθεση του έργου την 1.6.93, σε συγκεκριμένο αρχιτέκτονα.  Προχώρησαν επίσης να εμπλέξουν άλλες υπηρεσίες σχετικές με την ανέγερση του δημοτικού μεγάρου, όπως την ΑΤΗΚ και την ΑΗΚ.  Οι καθ΄ ων προέβηκαν επίσης και στην κατακύρωση προσφορών για ηλεκτρολογικές και μηχανολογικές εργασίες την 1.2.95 (Παράρτημα 26), ενώ στις 7.6.94 το Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λάρνακας πληροφόρησε τους καθ΄ ων ότι προέβηκε στη σχετική οριοθέτηση του χώρου (Παράρτημα 25 της ένστασης).

 

 Σε αυτό το χρονικό σημείο φαίνεται ότι οι ενέργειες των καθ΄ ων για την υλοποίηση του έργου σταμάτησαν.  Ο λόγος ήταν η ανάγκη ανέγερσης δημοτικού ιατρείου στο οποίο δόθηκε προτεραιότητα και άρχισαν προς τούτο να δέχονται οικονομική βοήθεια όπως παρουσιάζεται από τα Παραρτήματα 27Α, Β και 28, η αναζήτηση της οποίας άρχισε από το Μάϊο του 1995.  Για το δημοτικό ιατρείο ζητήθηκαν όμως προσφορές δύο περίπου χρόνια μετά την προκύψασα ανάγκη και συγκεκριμένα στις 6.4.97, όπως προκύπτει από τα Παραρτήματα 31(α)(β)(γ) στην ένσταση, υπογράφηκε δε συμφωνία με εργοληπτική εταιρεία στις 14.5.97. 

 

        Ενώ λοιπόν προέκυψε ενδιαμέσως η ανάγκη για δημιουργία δημοτικού ιατρείου το 1995, το οποίο ανηγέρθηκε σε άλλο τεμάχιο από το απαλλοτριωθέν, οι καθ΄ ων αποφάσισαν μόλις στις 5.6.96, Παράρτημα 29, να προχωρήσουν με την ολοκλήρωση των σχεδίων του δημοτικού μεγάρου, τα οποία και ετοιμάστηκαν ένα περίπου χρόνο μετά, δηλαδή στις 4.3.97, σύμφωνα με τα αρχιτεκτονικά σχέδια που επισυνάπτονται ως Παράρτημα 30.  Έκτοτε δεν έχει γίνει οτιδήποτε από πλευράς των καθ΄ ων για περαιτέρω προώθηση της υλοποίησης της δημιουργίας του δημοτικού μεγάρου, αλλά αντίθετα αποφάσισαν στις 4.9.97 και στις 14.1.99, αρχικά την προσωρινή στέγαση και μετά τη μεταστέγαση των υπηρεσιών τους σε ορόφους πάνω από το δημοτικό ιατρείο, το οποίο είχε στο μεταξύ ολοκληρωθεί.  Στην τελευταία αυτή ημερομηνία δηλαδή στις 14.1.99, οι καθ΄ ων απλώς επαναβεβαίωσαν τη συνέχιση των προσπαθειών τους για ανέγερση του δημοτικού μεγάρου (Παράρτημα 38 στην ένσταση).

 

        Με τα πιο πάνω δεδομένα είναι φανερό ότι οι καθ΄ ων δεν έχουν λάβει εκείνα τα λογικά αναγκαία μέτρα προς ανέγερση του δημοτικού μεγάρου ως όφειλαν και όπως έχει καθορίσει και η Ευθυμιάδης - πιο πάνω - σελ. 180:

 

 «.. η έννοια του εφικτού να πραγματοποιηθεί έχει αναφορά όχι προς τις υποκειμενικές προθέσεις ή επιθυμίες της διοίκησης αλλά προς τα αντικειμενικά δεδομένα του πράγματος που αφορούν τις ενέργειες της διοίκησης προς υλοποίηση του έργου.»

 

Είναι φανερό ότι παρά τις αρχικές προσπάθειες προώθησης της υλοποίησης του σκοπού της απαλλοτρίωσης, από το 1995 και εντεύθεν ουδέν ουσιαστικό έγινε για πραγματοποίηση του σκοπού.  Οι εξαγγελθείσες προθέσεις των καθ΄ ων περί της επαναβεβαίωσης τους να προωθήσουν το έργο δεν μπορούν να ενταχθούν μέσα στη νομολογημένη πλέον έννοια του εφικτά υλοποιήσιμου του σκοπού της απαλλοτρίωσης.  Ενυπάρχει διαρκής υποχρέωση της διοίκησης για χρησιμοποίηση του κτήματος για το σκοπό της απαλλοτρίωσης, υποχρέωση που δεν μπορεί να θεωρείται ότι συνεχίζεται όταν για μια πολύ μεγάλη χρονική περίοδο η διοίκηση δεν έχει λάβει κανένα ουσιαστικό μέτρο για την πραγματοποίηση του σκοπού.  Η απάντηση των καθ΄ ων απορρίπτοντας το αίτημα της επιστροφής του ακινήτου δεν ανάγεται παρά σε μια «τυποποιημένη αναφορά σε επιθυμία της διοίκησης να ανεγείρει, σε κάποιο αβέβαιο μελλοντικό στάδιο ..»,  (Ευθυμιάδης - πιο πάνω - σελ. 187), το δημοτικό μέγαρο. 

 

Στην ουσία θα αναμενόταν από τους καθ΄ ων ότι τη χρονική στιγμή της δημοσίευσης της γνωστοποίησης θα ήταν ήδη έτοιμοι με τα αναγκαία προαπαιτούμενα για την υλοποίηση της πρόθεσης τους να ανεγείρουν δημοτικό μέγαρο.  Αντ΄ αυτού, παρατηρείται ότι αρχιτεκτονικά σχέδια ετοιμάσθηκαν έξι ολόκληρα χρόνια μετά τη γνωστοποίηση, ενώ εξαιρετικά καθυστερημένα είναι που περιελήφθηκε στον προϋπολογισμό των καθ΄ ων και σχετικό κονδύλι £1.500.000 για την οικοδόμηση του δημοτικού μεγάρου, μόλις τον Ιούνιο του 2007 (Παράρτημα 1 στη γραπτή αγόρευση των καθ΄ ων) και αυτό πολύ μετέπειτα από την απορριπτική απάντηση τους.  Δικαίως οι αιτήτριες στην απαντητική τους αγόρευση εισηγούνται ότι σκοπίμως συμπεριλήφθηκε τόσο καθυστερημένα στον προϋπολογισμό σχετική δαπάνη, μετά την έγερση της προσφυγής.  Ακόμη και σ΄ αυτήν στην εκ των υστέρων συμπερίληψη του κονδυλίου, παρουσιάζεται ότι δεν έγινε καμιά πραγματική δαπάνη το 2005, ούτε ακόμη και οποιαδήποτε συσσωρευμένη δαπάνη μέχρι το 2005.  Το έργο παρουσιάζεται, μετά από 15 ολόκληρα χρόνια, ως «υπό μελέτη».

 

Η κάθε περίπτωση κρίνεται επί των δικών της δεδομένων.  Στην Ευθυμιάδης, όπως υπέδειξε ο κ. Κληρίδης κατά τις διευκρινίσεις, υπήρχαν σκέψεις για την καταλληλότητα του χώρου ακόμη και μετά την πάροδο έξι ετών.  Εδώ, έχουν παρέλθει 15 έτη από την απαλλοτρίωση, αλλά τίποτε ουσιαστικό δεν έγινε.  Η ενοποίηση των τεμαχίων από μόνη της και οι άλλες κινήσεις που έγιναν δεν παραπέμπουν σε ουσιαστική προώθηση του έργου.  Τίποτε απολύτως δεν έχει ανοικοδομηθεί, ο χώρος που θεωρήθηκε ως κατάλληλος για την ανέγερση του δημοτικού μεγάρου παρέμεινε ανεκμετάλλευτος, ενώ όλες οι υπηρεσίες των καθ΄ ων μεταστεγάστηκαν πάνω από επιπρόσθετους ορόφους που οικοδομήθηκαν επί του δημοτικού ιατρείου.  Υπενθυμίζεται συναφώς ότι μετά την απόφαση των καθ΄ ων για επαναβεβαίωση της πρόθεσης τους να ανεγείρουν το δημοτικό μέγαρο στις 14.1.99, ουδεμία απολύτως εξέλιξη σημειώθηκε στον τομέα αυτό.

 

Ο κ. Κληρίδης εισηγήθηκε ότι δεν είναι δυνατό να επιστραφεί το συγκεκριμένο ακίνητο το οποίο τώρα έχει ενοποιηθεί με άλλα ακίνητα, και ως εκ τούτου, δεν υπάρχει πλέον.  Όμως η θεώρηση αυτή προσκρούει στο αξίωμα ότι η διοίκηση δεν μπορεί να προβάλλει δικές τις ενέργειες σε βάρος του διοικούμενου, αλλάζοντας τα δεδομένα χωρίς όμως να προωθείται ο καθαυτό σκοπός της απαλλοτρίωσης μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα στη βάση των αντικειμενικών  δεδομένων της κάθε περίστασης, όπως έχει υποδείξει και η Ευθυμιάδης.  Η ενοποίηση των τεμαχίων εδώ δεν θα μπορούσε να λογιζόταν παρά μόνο ως ένα αναγκαίο μεν αλλά πολύ πρωταρχικό στάδιο προς ολοκλήρωση του σκοπού της απαλλοτρίωσης.  Η διοίκηση δεν μπορεί να λαμβάνει μόνο την πρώτη από μια σειρά οφειλομένων ενεργειών, μετέπειτα να αδρανεί και εκ των υστέρων να προτάσσει την αρχική της ενέργεια ως κώλυμα για την επιστροφή του ακινήτου.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με €1.500 έξοδα περιλαμβανομένου του Φ.Π.Α., υπέρ των αιτητριών και εναντίον των καθ΄ ων.  Με δεδομένο ότι η άρνηση των καθ΄ ων περιέχει ως λογική απόρροια και την συνεχόμενη παράλειψη τους να επιστρέψουν το ακίνητο, κρίνεται πρόσθετα ότι η παράλειψη των καθ΄ ων να ακολουθήσουν τη διαδικασία του Άρθρου 23.5 είναι άκυρη και παν το παραλειφθέν δέον όπως εκτελεστεί.

 

 

 

 

 

                                 Στ. Ναθαναήλ,

                                           Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο