ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1824/2006)
10 Ιουλίου 2008
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΣΤΑΥΡΑΚΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,
2. ΕΛΕΝΗ ΚΩΣΤΑ ΚΟΝΤΟΥ,
3. ΟΡΤΑΝΤΖΑ Χ»ΙΩΣΗΦ,
Αιτητές,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
3. ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΜΕΡΙΜΝΗΣ ΚΑΙ
ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ ΕΚΤΟΠΙΣΘΕΝΤΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Γ. Παπαντωνίου, για τους Αιτητές.
Γ. Πετάση-Κορφιώτη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Οι αιτητές είναι τέκνα των αποβιωσάντων Ιωάννη Κώστα και Σοφίας Ιωάννου, ο πρώτος των οποίων είχε εγκριθεί από την Κεντρική Επιτροπή Επιλογής και Κριτηρίων για στέγαση σε κυβερνητικό οικισμό της Λευκωσίας στις 16.11.97. Ως εκ τούτου παραχωρήθηκε σ΄ αυτόν, τη σύζυγο του και στους τρεις αιτητές ως τέκνα αυτών, οικία στον κυβερνητικό οικισμό Πλατύ στην οδό Ριζοκαρπάσου αρ. 6.
Στα πλαίσια άλλων σχεδίων αυτοστέγασης ή αγοράς κατοικίας, η ίδια Επιτροπή ενέκρινε σχετικά αιτήματα στις 11.7.86 για την παροχή ποσού £3.672 στον εκτοπισθέντα σύζυγο της αιτήτριας 2, στις 15.5.95 την χορήγηση £1.975 στον εκτοπισθέντα σύζυγο της αιτήτριας 3 και στις 5.3.02 τη χορήγηση ποσού £4.000 στον ίδιο τον αιτητή 1.
Αμφότεροι οι γονείς των αιτητών απεβίωσαν πριν από τις 7.4.06, ημερομηνία δημοσίευσης των περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Παραχώρηση Τίτλων Ιδιοκτησίας σε Εκτοπισθέντες και Άλλα Πρόσωπα) (Ειδικών) Κανονισμών του 2006, Κ.Δ.Π. 163/06 (εφεξής «οι Κανονισμοί»), οι δε αιτητές δυνάμει επιστολής του δικηγόρου τους ημερ. 19.6.06 αιτήθηκαν, ως κληρονόμοι των γονιών τους, την επ΄ ονομάτι τους έκδοση τίτλου ιδιοκτησίας στην προαναφερθείσα οικιστική μονάδα. Το αίτημα απερρίφθη από τους καθ΄ ων με επιστολή ημερ. 12.7.06 για το λόγο ότι με βάση τους Κανονισμούς οι γονείς έπαυσαν να είναι δικαιούχοι μετά το θάνατο τους και επομένως δεν μπορούσαν να ήταν δικαιούχοι ούτε οι κληρονόμοι τους. Σημειώνεται ότι στην επιστολή των αιτητών, αυτοί προθυμοποιήθηκαν να επιστρέψουν κάθε βοήθεια που πήραν ως πρόσφυγες από το κράτος ώστε να τους παραχωρηθεί η οικιστική μονάδα, πλήν όμως, όπως αναφέρεται στη σχετική ένσταση, με βάση τα ισχύοντα στεγαστικά κριτήρια και τη σχετική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με Αρ. 60.945 ημερ. 19.10.04, κάθε αιτητής δικαιούται μόνο μιας στεγαστικής βοήθειας, δεν παραχωρείται δε δεύτερη στεγαστική βοήθεια σε όσους δικαιούχους ανήγειραν κατοικία σε ιδιόκτητο οικόπεδο ή αγόρασαν τέτοια κατοικία και ζητούν να επιστρέψουν την οικονομική βοήθεια που τους είχε δοθεί για το σκοπό αυτό.
Επιδιώκεται, κατά συνέπεια, η ακύρωση της άρνησης των καθ΄ ων να παραχωρήσουν τίτλο ιδιοκτησίας στους αιτητές, επικαλούμενοι λόγους που αφορούν την έλλειψη δέουσας έρευνας, την πλάνη ως προς τα πράγματα, την έλλειψη αιτιολογίας, την παραβίαση της αρχής της ισότητας, της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης, αλλά και την αναρμοδιότητα του οργάνου που εξέδωσε την πράξη, καθώς και την αντισυνταγματικότητα των Κανονισμών. Αντίθετη, βέβαια, ήταν η θέση των καθ΄ ων, με τελική εισήγηση ότι κανένας από τους λόγους ακύρωσης δεν ευσταθεί ενόψει του γεγονότος ότι οι καθ΄ ων ήσαν πλήρως ενήμεροι των γεγονότων που περιέβαλλαν την υπό κρίση πράξη, την εξέδωσαν δε με πλήρη αιτιολογία.
Προσεκτική εξέταση των λόγων ακύρωσης απολήγει στη θέση ότι κανένας από αυτούς δεν ευσταθεί.
Οι σχετικοί επίδικοι Κανονισμοί ορίζουν τον «δικαιούχο» στον Κανονισμό 2 ως εξής:
«"δικαιούχος" σημαίνει εκτοπισθέντα ή παθόντα ή τουρκόπληκτο, ο οποίος κατά την ημερομηνία δημοσίευσης των παρόντων Κανονισμών στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας είναι νόμιμος κάτοχος οικιστικής μονάδας και τη χρησιμοποιεί ως μόνιμη κατοικία του, αλλά δεν περιλαμβάνει πρόσωπο στο οποίο έχει επιτραπεί από τον Υπουργό να διαμένει προσωρινά σ΄ αυτή, είτε με την καταβολή ενοικίου είτε μη•»
Προκύπτει, επομένως, ότι κατά το χρόνο της έναρξης των Κανονισμών οι αιτητές θα έπρεπε να ήταν νόμιμοι κάτοχοι της οικιστικής μονάδας, αλλά και να την χρησιμοποιούσαν ως μόνιμη κατοικία τους. Όπως προαναφέρθηκε, οι γονείς των αιτητών είχαν προαποβιώσει της δημοσίευσης των Κανονισμών και ως εκ τούτου είχαν παύσει να είναι δικαιούχοι. Πρόσθετα, ουδείς των αιτητών χρησιμοποιούσε στις 7.4.06 την οικιστική μονάδα ως μόνιμη κατοικία του εξ΄ ου και ουδέν σχετικό προβάλλεται στην αιτητική επιστολή αυτών μέσω του δικηγόρου τους, όπου το μόνο που αναφέρεται είναι ότι κατείχαν την οικιστική μονάδα, όχι όμως και ότι τη χρησιμοποιούσαν ως μόνιμη διαμονή τους. Κατά τη χορήγηση της άδειας που δόθηκε στους γονείς (συνημμένο 1 στην ένσταση), όντως αναφέρονται οι αιτητές ως μέλη της οικογένειας, ηλικίας τότε 20, 16 και 21 ετών, αλλά αυτό δεν τους νομιμοποιεί για να αιτούνται νόμιμα την παραχώρηση ή τη μεταβίβαση της οικιστικής μονάδας επ΄ ονόματι τους.
Στην προσβαλλόμενη πράξη ημερ. 12.6.06 (συνημμένο 6 στην ένσταση), δόθηκε κατά συνέπεια επαρκής αιτιολογία από τους καθ΄ ων εφόσον έγινε ρητή και σαφής αναφορά στους Κανονισμούς, καθώς και στην έννοια του «δικαιούχου» που όχι μόνο πρέπει να είναι εκτοπισθείς, παθών ή τουρκόπληκτος, αλλά και είναι νόμιμος κάτοχος της οικιστικής μονάδας την οποία χρησιμοποιεί ως μόνιμη κατοικία. Με αυτά τα δεδομένα υπόψη και ιδιαίτερα ότι οι γονείς είχαν αποθάνει πριν την έναρξη των Κανονισμών, οι δε αιτητές δεν χρησιμοποιούσαν ως μόνιμη κατοικία τους τη μονάδα που παραχωρήθηκε στους γονείς τους, η έρευνα από πλευράς των καθ΄ ων ήταν πλήρης και πλήρης ήταν και η αιτιολογία που δόθηκε. Η επάρκεια της έρευνας, η έκταση και ο τρόπος διεξαγωγής της ποικίλει, βέβαια, ανάλογα με τα υπό εξέταση γεγονότα. Εδώ παρουσιάζεται να έχει γίνει διερεύνηση κάθε σχετιζόμενου με την υπόθεση γεγονότος. (Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447). Δεν διαπιστώνεται, πρόσθετα, εξ αντικειμένου λάθος της διοίκησης με αναφορά σε στοιχεία που δεν υπήρχαν ή σε γεγονότα που λανθασμένα λήφθηκαν υπόψη, ώστε να στοιχειοθετείται ισχυρισμός περί πλάνης. Και όπως ορθά εντοπίζεται από την αγόρευση των καθ΄ ων, όχι μόνο οι αιτητές δεν απέδειξαν οποιαδήποτε πλάνη ως προς τα πράγματα, αλλά δεν έχουν δείξει ούτε ότι η πλάνη ήταν ουσιώδης ώστε να έχει επιδράσει αρνητικά στην τελική κρίση της διοίκησης. (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελ. 268 και Γαλανού ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 43).
Πρόσθετα και με αναφορά στη θέση των αιτητών ότι ήταν πρόθυμοι να επιστρέψουν οποιαδήποτε άλλη βοήθεια είχαν λάβει από το κράτος, παρατηρείται ότι η διοίκηση κρίνοντας ότι οι αιτητές δεν ενέπιπταν στον ορισμό του «δικαιούχου», δεν είχε λόγο να λάβει κατά συνέπεια υπόψη της την προθυμία για επιστροφή των βοηθειών που έλαβαν κατά καιρούς. Εν πάση περιπτώσει, με βάση τα ισχύοντα στεγαστικά κριτήρια όπως αυτά καλύπτονται από την προαναφερθείσα Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, (συνημμένο 8 στην ένσταση), κάθε αιτητής δικαιούται σε μία και μόνο στεγαστική βοήθεια, δεν παραχωρείται δε περαιτέρω βοήθεια για σκοπούς στέγασης σε δικαιούχους που ήδη την χρησιμοποίησαν, έστω και αν εκ των υστέρων ζητούν να επιστρέψουν τη βοήθεια αυτή.
Είναι σαφές ότι το κράτος στην προσπάθεια του να βοηθήσει τους «δικαιούχους», εν τη εννοία των Κανονισμών και στα πλαίσια της κοινωνικής του πολιτικής, έδωσε βοήθεια στη στέγαση ή στην ανέγερση ιδιόκτητης οικιστικής μονάδας, ή αυτοστέγασης, αναλόγως της περίπτωσης, και δεν είναι νοητό μετέπειτα να μεταβάλλονται τα κριτήρια ανάλογα με το εάν υπάρχει επιθυμία επιστροφής ή όχι του ποσού που αρχικά δόθηκε.
Τέλος, δεν έχει παραβιαστεί η αρχή της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης. Είναι πρόδηλο από τα προλεχθέντα ότι οι καθ΄ ων ενήργησαν ορθά και καλόπιστα, χωρίς να παραγνωρίσουν τα δεδομένα που υπήρχαν και οι ισχυρισμοί περί παραχώρησης τίτλου ιδιοκτησίας σε άλλους δικαιούχους παρέμειναν ατεκμηρίωτοι και αόριστοι.
Δεν τίθεται βεβαίως ούτε ζήτημα αναρμοδιότητος του οργάνου που έλαβε την απόφαση εφόσον αυτή λήφθηκε από την Υπηρεσία Μέριμνας προς την οποία και απευθύνθηκε η επιστολή των αιτητών, η δε Υπηρεσία Μέριμνας υπάγεται στο Υπουργείο Εσωτερικών.
Όσον αφορά τον προβαλλόμενο λόγο ως προς τη δημιουργία ανισότητας μεταξύ διαφόρων πολιτών λόγω της ύπαρξης των Κανονισμών, αυτός δεν προωθεί τη θέση των αιτητών σε οποιοδήποτε βαθμό, διότι οι Κανονισμοί δεν δημιουργούν ανισότητα κατά παράβαση του Άρθρου 28 του Συντάγματος, με δεδομένο ότι δεν τυγχάνουν ανόμοιου χειρισμού άτομα ή πολίτες που βρίσκονται στην ίδια πραγματική και νομική κατάσταση. Συναφώς, είναι ορθό να υπομνησθεί ο γενικότερος κανόνας που έχει τεθεί από τη νομολογία, ότι κάθε νόμος θεωρείται συνταγματικός εκτός εάν διαφανεί το αντίθετο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, ενώ τα Δικαστήρια δεν επιλαμβάνονται ζητημάτων συνταγματικότητας εκτός αν είναι απολύτως αναγκαίο για την έκβαση της υπόθεσης, ούτε όμως ασχολούνται με την πολιτική ή τη φιλοσοφία πίσω από ένα νομοθέτημα πρωτογενούς ή δευτερογενούς φύσεως, ούτε βέβαια έχουν στόχο ή είναι ορθό να συμπληρώνουν ή να νομοθετούν, σε αντικατάσταση εκείνου του πολιτειακού οργάνου που έχει αυτή την ευθύνη. Οι λόγοι που έχουν προβληθεί από τους αιτητές είναι γενικοί και αόριστοι και πέραν της καταγραφής της αρχής περί ισότητας μέσα από διάφορες αποφάσεις, δεν συγκεκριμενοποιούνται, όπως έχει ήδη λεχθεί πριν, περιπτώσεις με την αναγκαία επάρκεια και λεπτομέρεια ως προς την, κατ΄ ισχυρισμόν, άνιση μεταχείριση των αιτητών ή των γονιών αυτών, έναντι άλλων εκτοπισθέντων προσφύγων. Ο νομοθέτης ήθελε με την έναρξη των Κανονισμών να τυγχάνουν ορισμένων ευεργετημάτων όλοι εκείνοι οι οποίοι δικαιούνται να επικαλεσθούν τους Κανονισμούς, τόσο από χρονικής, όσο και από ουσιαστικής απόψεως. Η έναρξη ισχύος των Κανονισμών σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία, από τη δημοσίευση τους δηλαδή, είναι απόλυτα εύλογη και δεν μπορεί να εξάγεται συμπέρασμα ανισότητας εξ αυτού και μόνο.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα υπέρ των καθ΄ ων και εναντίον των αιτητών.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ