ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 4 ΑΑΔ 708
11 Oκτωβρίου, 2007
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΙΜΙΤΕΔ,
Αιτήτρια,
v.
ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 792/2006)
Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ― Αρμοδιότητες επιβολής κυρώσεων ― Έκταση του αναθεωρητικού ελέγχου ― Η καταδικαστική απόφαση σε βάρος τηλεοπτικού σταθμού κρίθηκε αιτιολογημένη και εύλογα επιτρεπτή στην εξετασθείσα υπόθεση.
Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ― Παραβάσεις του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας ― Η απαιτούμενη προηγούμενη σχετική αίτηση της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας ― Δεν υποβλήθηκε στην κριθείσα περίπτωση ― Συνέπειες με βάση και την δεσμευτική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ― Καν. 27(4) την περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000) ― Ερμηνεία και εφαρμογή του στα γεγονότα της κριθείσας περίπτωσης, βάσει και της πρωτόδικης νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ― Άρθρο 4(3) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1998 (Ν.7(Ι)/98) και άρθρο 42(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(Ι)/99) ― Κατά πόσο στοιχειοθετείτο η βασιμότητα ισχυρισμών, κατ' επίκλησή τους στην κριθείσα περίπτωση.
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Μαρτυρία ― Όροι για την προσκόμισή της ― Δεν τηρήθηκαν στην κριθείσα περίπτωση ― Συνέπειες.
Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ― Συγκρότηση ― Άρθρο 5(1)(γ) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1998 (Ν.7(Ι)/98) ― Κρίθηκε ότι δεν ετύγχανε εφαρμογής στην εξετασθείσα υπόθεση ― Περιστάσεις.
Οι αιτητές αξίωσαν την ακύρωση των σε βάρος τους αποφάσεων της καθ' ης η αίτηση Αρχής για διαπιστωθείσα παράβαση του άρθρου 26(1)(β) και 26(1)(ε) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1998 (Ν.7(Ι)/98) και των Κανονισμών 21(5) και 22(1) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000), καθώς και για διαπιστωθείσα παράβαση της παραγράφου 8(2) του Μέρους Ι και της παραγράφου 11 του Μέρους ΙΙ του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας εν μέρει την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Η απόφαση της Αρχής, με την οποία διαπιστώθηκε η επίδικη παράβαση είναι πλήρως αιτιολογημένη. Το Δικαστήριο εξετάζει αν βάσει της αιτιολογίας που δόθηκε στην καταδικαστική απόφαση, αλλά και από το περιεχόμενο του φακέλου, προκύπτει ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε μέσα στα επιτρεπτά όρια της διακριτικής τους εξουσίας. Στην εξεταζόμενη περίπτωση, η κρίση της Αρχής ήταν, εύλογα επιτρεπτή.
2. Οι αιτητές πρόβαλαν, ότι η Αρχή εσφαλμένα έκρινε τους αιτητές ένοχους για παράβαση του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, για το λόγο ότι δεν υποβλήθηκε προηγουμένως η σχετική αίτηση της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, όπως απαιτείται στο Νόμο. Ο ισχυρισμός τους γίνεται αποδεκτός. Το θέμα αυτό έχει κριθεί στην απόφαση της Ολομέλειας στην Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ν. ΑΝΤΕΝΝΑ Τ.V. ΛΙΜΙΤΕΔ (2005) 3 Α.Α.Δ. 583.
3. Προβάλλοντας οι αιτητές την πάσχουσα διαδικασία που ακολούθησε η Αρχή, αναφέρθηκαν στον Κανονισμό 27(4). Ήταν η θέση τους ότι, για την εξέταση όλων των παραβάσεων, αφού αφορούσαν ειδησεογραφική εκπομπή και εκπομπή με ανθρώπινη δραματική ιστορία, θα έπρεπε να είχε υποβληθεί αίτηση από την Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Το ίδιο θέμα απασχόλησε στην ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΙΜΙΤΕΔ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπ. Αρ. 620/2005, ημερ. 21.5.2007. Κρίθηκε εκεί πως ο Κανονισμός 27(4) δεν εννοεί την αυτόματη υπαγωγή στον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας οποιασδήποτε παράβασης του Νόμου και των Κανονισμών, που τελείται κατά τη διάρκεια των εκπομπών στις οποίες αναφέρεται, παρά μόνο αυτών των παραβάσεων που βασίζονται στις διατάξεις του εν λόγω Κώδικα.
4. Πρόβαλαν στη συνέχεια ότι η συμμετοχή της κ. Κουτσελίνη, ως μέλους της Αρχής, στη λήψη της επίδικης απόφασης αποτελεί παράβαση του άρθρου 4(3) του Νόμου. Είναι ορθή η θέση των αιτητών ότι οι δικηγόροι της Αρχής προσκόμισαν μαρτυρία, χωρίς προηγουμένως να υποβάλουν αίτηση για προσκόμιση μαρτυρίας με μορφή ενόρκων δηλώσεων και να εξασφαλίσουν την άδεια του Δικαστηρίου. Το ισχυριζόμενο προσωπικό συμφέρον της κ. Κουτσελίνη δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου. Δεν υπάρχει νόμιμη μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου. Εικασίες δε χωρούν. Ο σχετικός ισχυρισμός απορρίπτεται ως αβάσιμος.
5. Πρόβαλαν, περαιτέρω, οι δικηγόροι των αιτητών, ότι πάσχει η συγκρότηση της Αρχής, λόγω του ότι ο κ. Ανδρέας Ιωάννου, Αντιπρόεδρος της Αρχής, ήταν μέλος της Επαρχιακής Επιτροπής του Δημοκρατικού Κόμματος Λεμεσού. Στήριξαν τον ισχυρισμό τους στο άρθρο 5(1)(γ) του Νόμου, στο οποίο καθορίζεται ότι η θέση του Προέδρου, του αντιπροέδρου ή μέλους της Αρχής κενούνται, μεταξύ άλλων, σε περίπτωση έκπτωσης που αποφασίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο, λόγω ανάληψης αξιώματος ή θέσης σε οποιοδήποτε πολιτικό κόμμα.
Το άρθρο αυτό αναφέρεται σε κένωση της θέσης του Προέδρου, του αντιπροέδρου ή μέλους της Αρχής, για την οποία απαιτείται απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Εν πάση περιπτώσει, δεν προκύπτει εφαρμογή του στη συγκεκριμένη περίπτωση.
6. Ισχυρίστηκαν περαιτέρω ότι η έρευνα της λειτουργού που διερεύνησε την υπόθεση είναι ελλιπής. Καθώς και ότι η απόφαση της Αρχής είναι αναιτιολόγητη. Οι ισχυρισμοί αυτοί είναι επίσης αβάσιμοι.
7. Η προσφυγή επιτυγχάνει εν μέρει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται ως προς τη διαπιστωθείσα παράβαση της παραγράφου 8(2) του Μέρους Ι και της παραγράφου 11 του Μέρους ΙΙ του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Επικυρώνεται ως προς τη διαπιστωθείσα παράβαση του άρθρου 26(1)(β) και 26(1)(ε) του Νόμου και των Κανονισμών 21(5) και 22(1) και την επιβολή της κύρωσης της προειδοποίησης. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.
Διαταγή ως ανωτέρω.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ν. ΑΝΤΕΝΝΑ Τ.V. ΛΙΜΙΤΕΔ (2005) 3 Α.Α.Δ. 583,
ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΙΜΙΤΕΔ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 620/2005, ημερ. 21.5.2007.
Προσφυγή.
Λ. Παπαφιλίππου, για Aιτήτρια.
Α. Ευαγγέλου, για τους Kαθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου προέβηκε σε αυγεπάγγελτη διερεύνηση παραβάσεων από τον τηλεοπτικό σταθμό ΑΝΤΕΝΝΑ σε σχέση με την εκπομπή «Επ' αυτοφώρω» που μεταδόθηκε στις 17.8.2004 μεταξύ των ωρών 22.00 - 24.00.
Θέμα της εκπομπής ήταν ο βιασμός δεκαεφτάχρονης Ελληνοκύπριας από Τούρκους κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής το 1974. Συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια της εκπομπής προβλήθηκε η μαγνητοσκοπημένη συνέντευξη του παρουσιαστή με τη γυναίκα που υπήρξε θύμα βιασμού. Η συνέντευξη έγινε στο σπίτι της, παρουσία του συζύγου της κι ενός συγγενικού προσώπου και περιλάμβανε, όπως αναφέρεται στο σημείωμα της λειτουργού της Αρχής που προέβηκε στη διερεύνηση του παραπόνου, ανατριχιαστικές λεπτομέρειες του βιασμού της από τριάντα Τούρκους.
Στο εν λόγω σημείωμα της λειτουργού προς τον Πρόεδρο και τα μέλη της Αρχής, αναφέρθηκε ότι, μετά τη διερεύνηση και παρακολούθηση της εν λόγω εκπομπής, διαπιστώθηκαν πιθανές παραβάσεις του Άρθρου 26(1)(β) και 26(1)(ε) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1998 (Ν.7(1)/98), των Κανονισμών 21(5) και 22(1) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (ΚΔΠ 10/2000), της παραγράφου 8(2) του Μέρους Ι και της παραγράφου 11 του Μέρους ΙΙ του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας για τα Ηλεκτρονικά ΜΜΕ του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, όπως εκτίθεται στο Παράρτημα VΙΙΙ των Κανονισμών.
Tα πιο πάνω αναφέρουν:
«Άρθρο 26(1) Οι εκπομπές κάθε αδειούχου σταθμού πρέπει να διέπονται από τις αρχές -
(β) της ψηλής ποιότητας
(ε) του σεβασμού της προσωπικότητας, της υπόληψης και του ιδιωτικού βίου του ατόμου.»
«Κανονισμός 21(5) Οι σταθμοί έχουν την ευθύνη να διασφαλίζουν ότι οι τηλεθεατές ή ακροατές είναι πάντοτε ενήμεροι σχετικά με το περιεχόμενο του προγράμματος που παρακολουθούν.»
«Κανονισμός 22(1) Με βάση τα κριτήρια που αναφέρονται στους παρόντες Κανονισμούς δίνονται προειδοποιήσεις σχετικά με τη φύση της εκπομπής, είτε αυτή βρίσκεται χρονικά εντός της οικογενειακής ζώνης είτε εκτός. Η προειδοποίηση αυτή έχει τρεις μορφές -
(α) Γραπτή προειδοποίηση στον ημερήσιο τύπο και στα ραδιοτηλεοπτικά περιοδικά.
(β) ακουστική (λεκτική) πριν από την έναρξη της εκπομπής.
(γ) οπτική, με οπτική ένδειξη κάθε δέκα λεπτά στο κάτω αριστερό μέρος της οθόνης ως εξής:
(i) (Κ) σε παρένθεση χρώματος πράσινου για προγράμματα κατάλληλα για γενική παρακολούθηση.
(ii) (12) σε παρένθεση χρώματος κίτρινου για προγράμματα ακατάλληλα για άτομα κάτω των δώδεκα ετών.
(iii) (15) σε παρένθεση χρώματος μπλε για προγράμματα ακατάλληλα για άτομα κάτω των δεκαπέντε ετών.
(iv) (18) σε παρένθεση χρώματος κόκκινου για προγράμματα ακατάλληλα για άτομα κάτω των δεκαοκτώ ετών.
(v) (Α) σε παρένθεση για προγράμματα έντονου ερωτικού περιεχομένου.»
Κώδικας Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας για τα Ηλεκτρονικά ΜΜΕ
«Μέρος Ι
8. Οι δημοσιογράφοι κατά την ενάσκηση του λειτουργήματός τους -
(2) επεδεικνύουν την αρμόζουσα ευαισθησία σε θέματα που αφορούν την εθνική ασφάλεια και είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί στην παρουσίαση θεμάτων όπως η βία, το έγκλημα, ο ανθρώπινος πόνος και ο θάνατος, καθώς και πληροφοριών ή εικόνων που μπορούν να προκαλέσουν πανικό ή φρίκη ή αποτροπιασμό.»
«Μέρος ΙΙ
11. ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ
Τα ηλεκτρονικά Μ.Μ.Ε. δεν αποκαλύπτουν άμεσα ή έμμεσα την ταυτότητα θυμάτων βιασμού και άλλων σεξουαλικών αδικημάτων. Ειδικότερα στην περίπτωση παιδιών ισχύουν τα πιο κάτω:
(α) Ουδέποτε αποκαλύπτεται η ταυτότητα ανηλίκων που είναι παραπονούμενοι, μάρτυρες ή κατηγορούμενοι σε υποθέσεις διάπραξης σεξουαλικών αδικημάτων.
(β) Δε γίνεται οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση αναφορά σε συγγένεια ή άλλη σχέση του κατηγορουμένου και του παιδιού.
(γ) Ο όρος «αιμομιξία» δε χρησιμοποιείται και η κατηγορία περιγράφεται ως σοβαρό αδίκημα εναντίον παιδιών ή με άλλη κατάλληλη παρόμοια περιγραφή.»
Η Αρχή ενημέρωσε το σταθμό για τη διερεύνηση των παραβάσεων και κάλεσε τους εκπροσώπους του να δηλώσουν κατά πόσο επιθυμούσαν να παρευρεθούν κατά την εξέταση της υπόθεσης.
Κατά την ενώπιον της Αρχής ακροαματική διαδικασία παρευρέθηκε ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του σταθμού κ. Λ. Παπαφιλίππου, ο δικηγόρος του σταθμού κ. Γ. Βαλιαντής και ο δημοσιογράφος κ. Δ. Μάμας. Η θέση του σταθμού ήταν ότι δεν υπήρξε προσβολή της γυναίκας «παρά μόνο ιστορική καταγραφή των γεγονότων.»
Η Αρχή, αφού μελέτησε όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, αποφάσισε ότι υπήρξε παράβαση του Άρθρου 26(1)(β) και 26(1) (ε) του Νόμου και των Κανονισμών 21(5) και 22(1) και επέβαλε στο σταθμό την κύρωση της προειδοποίησης για κάθε μία από τις παραβάσεις αυτές. Αποφάσισε επίσης παράβαση της παραγράφου 8(2) του Μέρους Ι και της παραγράφου 11 του Μέρους ΙΙ του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, αλλά δεν επέβαλε κύρωση για τις παραβάσεις αυτές.
Με την προσφυγή προσβάλλεται η εν λόγω απόφαση της Αρχής.
Οι δικηγόροι των αιτητών ισχυρίστηκαν ότι η απόφαση της Αρχής για παράβαση του Άρθρου 26(1)(β) και 26(1)(ε) του Νόμου και των Κανονισμών 21(5) και22(1) είναι εσφαλμένη.
Είναι η θέση τους ότι η συγκεκριμένη εκπομπή αποτελεί τηλεοπτική παραγωγή με ψηλή ποιότητα της σκηνοθεσίας και των επίκαιρων θεμάτων. Περαιτέρω υποστήριξαν ότι δε προσβλήθηκε η προσωπικότητα της γυναίκας με την αναφορά στο βιασμό της αφού συναίνεσε στην αναφορά του γεγονότος αυτού, που η αποκάλυψή του της έδωσε ανακούφιση. Υποστήριξαν περαιτέρω, ότι η επίδικη εκπομπή ήταν κατάλληλη για γενική παρακολούθηση και οι αιτητές διασφάλισαν με κάθε δυνατό τρόπο ότι οι τηλεθεατές θα ήταν ενήμεροι και για το είδος του συγκεκριμένου προγράμματος και για το γενικό χαρακτήρα της επίδικης ειδησεογραφικής - ενημερωτικής εκπομπής.
Η απόφαση της Αρχής, με την οποία διαπιστώθηκε η επίδικη παράβαση είναι πλήρως αιτιολογημένη. Το Δικαστήριο εξετάζει αν, βάσει της αιτιολογίας που δόθηκε στην καταδικαστική απόφαση, αλλά και από το περιεχόμενο του φακέλου, προκύπτει ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε μέσα στα επιτρεπτά όρια της διακριτικής του εξουσίας. Στην εξεταζόμενη περίπτωση, η κρίση της Αρχής ότι παραβιάστηκε το Άρθρο 26(1)(β) και 26(1)(ε), και οι Κανονισμοί 21(5) και 22(1) ήταν, κατά την άποψή μου, εύλογα επιτρεπτή. Παραπέμπω σχετικά στο κείμενο της απόφασης της Αρχής ημερομηνίας 7.9.2005.
Πρόβαλαν στη συνέχεια ότι η Αρχή εσφαλμένα έκρινε τους αιτητές ένοχους για παράβαση του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας για το λόγο ότι δεν υποβλήθηκε προηγουμένως η σχετική αίτηση της Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, όπως απαιτείται στο Νόμο.
Ο ισχυρισμός τους γίνεται αποδεκτός. Το θέμα αυτό έχει κριθεί στην απόφαση της Ολομέλειας στην Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ν. ΑΝΤΕΝΝΑ Τ.V. ΛΙΜΙΤΕΔ (2005) 3 Α.Α.Δ. 583, στην οποία παραπέμπω.
Υποστήριξαν ακολούθως ότι παραβιάστηκε ο Κανονισμός 43(3), ο οποίος αναφέρει, όσο αφορά τη διαδικασία εξέτασης παραβάσεων, τα εξής:
«43(3) Όταν υποβληθεί παράπονο ή υποπέσουν στην αντίληψη της Αρχής παραβάσεις του Νόμου ή των Κανονισμών, η Αρχή για κάθε παράπονο ή παράβαση ορίζει λειτουργό για τη διερεύνησή του.»
Είναι η θέση τους ότι η αρχική απόφαση για αυτεπάγγελτη διερεύνηση θα έπρεπε να ληφθεί από την Αρχή ως συλλογικό όργανο.
Αντίθετα, οι δικηγόροι της Αρχής ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει παράβαση του εν λόγω Κανονισμού, αφού ο διορισμός του ερευνώντος λειτουργού για να διεξαγάγει έρευνα έγινε από το Διευθυντή της Αρχής, ο οποίος έχει εξουσιοδότηση από την Αρχή με βάση το Άρθρο 9(7) «να ορίζει Λειτουργό της Αρχής για διερεύνηση παραπόνου ή παράβασης». Επισύναψαν τη σχετική απόφαση. Ως εκ τούτου, η διαδικασία που ακολουθήθηκε κρίνεται νόμιμη.
Επιμένοντας οι αιτητές στην πάσχουσα διαδικασία που ακολούθησε η Αρχή, αναφέρθηκαν στον Κανονισμό 27(4), στον οποίο καθορίζεται:
«27(4) Οι ειδησεογραφικές εκπομπές, τα τηλεοπτικά μαγκαζίνα και οι εκπομπές με ανθρώπινες δραματικές ιστορίες (reality shows) υπόκεινται στον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας του συνημμένου στους παρόντες Κανονισμούς Παραρτήματος VIII.»
Είναι η θέση τους ότι, για την εξέταση όλων των παραβάσεων, αφού αφορούσαν ειδησεογραφική εκπομπή και εκπομπή με ανθρώπινη δραματική ιστορία, θα έπρεπε να είχε υποβληθεί αίτηση από την Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας.
Το ίδιο θέμα με απασχόλησε στην ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΙΜΙΤΕΔ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπ. Αρ. 620/2005, ημερ. 21.5.2007. Έκρινα εκεί πως ο Κανονισμός 27(4) δεν εννοεί την αυτόματη υπαγωγή στον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας οποιασδήποτε παράβασης του Νόμου και των Κανονισμών που τελείται κατά τη διάρκεια των εκπομπών, στις οποίες αναφέρεται, παρά μόνο αυτών των παραβάσεων που βασίζονται στις διατάξεις του εν λόγω Κώδικα.
Πρόβαλαν στη συνέχεια ότι η συμμετοχή της κ. Κουτσελίνη, ως μέλους της Αρχής, στη λήψη της επίδικης απόφασης αποτελεί παράβαση του Άρθρου 4(3) του Νόμου, στο οποίο καθορίζεται:
«4(3) Κανένα πρόσωπο δε διορίζεται μέλος της Αρχής, αν έχει άμεσο ή έμμεσο συμφέρον σε οποιαδήποτε ραδιοτηλεοπτική επιχείρηση ή στο Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου.»
Ανέφεραν ότι η κ. Κουτσελίνη, ως αδελφή της συζύγου του κ. Κ. Αιμιλιανίδη, ο οποίος έχει άμεσο συμφέρον στην LTV ως μέτοχος, έχει η ίδια έμμεσο συμφέρον στη ραδιοτηλεοπτική επιχείρηση της LTV.
Οι δικηγόροι της Αρχής επισύναψαν στη γραπτή αγόρευσή τους ένορκη δήλωση του κ. Αιμιλιανίδη, με την οποία δηλώνει ότι είναι εγγεγραμμένος μέτοχος στην εταιρεία Lumiere T.V. LTD και κατέχει μετοχές, όπως αναφέρει, ως εντολοδόχος άλλου προσώπου, τον οποίο κατονομάζει καθώς και ένορκη δήλωση του τελευταίου.
Πέραν τούτου είναι η θέση τους ότι η ίδια η κ. Κουτσελίνη δεν έχει οποιοδήποτε προσωπικό συμφέρον και ούτε η ιδιότητα του συζύγου της αδελφής της ως νομικού συμβούλου της εν λόγω εταιρείας συνεπάγεται οποιοδήποτε συμφέρον.
Οι δικηγόροι των αιτητών ενίστανται, προβάλλοντας ότι οι δικηγόροι της Αρχής προσκόμισαν μαρτυρία χωρίς προηγουμένως να υποβάλουν αίτηση για προσκόμιση μαρτυρίας με μορφή ενόρκων δηλώσεων και να εξασφαλίσουν την άδεια του Δικαστηρίου. Ο ισχυρισμός αυτός είναι ορθός και τον αποδέχομαι. Τέτοια μαρτυρία θα μπορούσε να δοθεί μόνο με άδεια του Δικαστηρίου.
Πρόβαλαν στη συνέχεια οι δικηγόροι των αιτητών ότι με τη συμμετοχή της κας Κουτσελίνη στη λήψη της επίδικης απόφασης παραβιάστηκε το Άρθρο 7(6) του Νόμου, το οποίο καθορίζει ότι μέλος που έχει προσωπικό συμφέρον στο υπό συζήτηση θέμα οφείλει να το γνωστοποιεί στην Αρχή και να απέχει της συζήτησης και της ψηφοφορίας που γίνεται γι' αυτό.
Το προσωπικό συμφέρον της κ. Κουτσελίνη δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου και συνεπώς ο ισχυρισμός απορρίπτεται.
Πρόβαλαν επίσης παραβίαση του Άρθρου 42(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(1)/99), το οποίο καθορίζει ότι δε μετέχει στην παραγωγή διοικητικής πράξης, πρόσωπο που έχει ιδιάζουσα σχέση ή συγγενικό δεσμό εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι και του τέταρτου βαθμού ή βρίσκεται σε οξεία έχθρα με το άτομο που αφορά η εξεταζόμενη υπόθεση ή που έχει συμφέρον για την έκβασή της.
Είναι η θέση τους ότι η κ. Κουτσελίνη είναι συγγενής β΄ βαθμού εξ αγχιστείας με πρόσωπο που έχει συμφέρον για την έκβαση των υποθέσεων άλλων σταθμών που ανταγωνίζονται τη ραδιοτηλεοπτική επιχείρηση, στην οποία είναι μέτοχος.
Δεν υπάρχει νόμιμη μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου ως προς την ιδιότητα του κ. Κ. Αιμιλιανίδη. Οι μεν δικηγόροι των αιτητών ισχυρίζονται ότι είναι μέτοχος της LTV, οι δε δικηγόροι της Αρχής ότι κατέχει τις μετοχές ως εντολοδόχος άλλου προσώπου. Εικασίες δε χωρούν.
Ο σχετικός ισχυρισμός απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Πρόβαλαν, περαιτέρω οι δικηγόροι των αιτητών ότι πάσχει η συγκρότηση της Αρχής λόγω του ότι ο κ. Ανδρέας Ιωάννου, Αντιπρόεδρος της Αρχής, ήταν μέλος της Επαρχιακής Επιτροπής του Δημοκρατικού Κόμματος Λεμεσού. Στήριξαν τον ισχυρισμό τους στο Άρθρο 5(1)(γ) του Νόμου, στο οποίο καθορίζεται ότι η θέση του Προέδρου, του αντιπροέδρου ή μέλους της Αρχής κενούνται, μεταξύ άλλων, σε περίπτωση έκπτωσης που αποφασίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο λόγω ανάληψης αξιώματος ή θέσης σε οποιοδήποτε πολιτικό κόμμα.
Το άρθρο αυτό αναφέρεται σε κένωση της θέσης του Προέδρου, του αντιπροέδρου ή μέλους της Αρχής για την οποία απαιτείται απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Εν πάση περιπτώσει δεν προκύπτει εφαρμογή του στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Ισχυρίστηκαν περαιτέρω ότι η έρευνα της λειτουργού που διερεύνησε την υπόθεση είναι ελλιπής. Καθώς και ότι η απόφαση της Αρχής είναι αναιτιολόγητη.
Οι ισχυρισμοί αυτοί είναι επίσης αβάσιμοι. Θεωρώ την έρευνα δέουσα και την αιτιολογία επαρκή για τις παραβάσεις του Άρθρου 26(1)(β) και 26(1)(ε) του Νόμου και των Κανονισμών 21(5) και 22(1).
Η επίδικη απόφαση όσο αφορά τις παραβάσεις αυτές λήφθηκε, κατά την άποψή μου, μέσα στα πλαίσια της διακριτικής εξουσίας της Αρχής.
Η προσφυγή επιτυγχάνει εν μέρει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται ως προς τη διαπιστωθείσα παράβαση της παραγράφου 8(2) του Μέρους Ι και της παραγράφου 11 του Μέρους ΙΙ του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Επικυρώνεται ως προς τη διαπιστωθείσα παράβαση του Άρθρου 26(1)(β) και 26(1)(ε) του Νόμου και των Κανονισμών 21(5) και 22(1) και την επιβολή της κύρωσης της προειδοποίησης.
Ενόψει της κατάληξής μου δεν εκδίδω διαταγή για έξοδα.
Διαταγή ως ανωτέρω.