ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 4 ΑΑΔ 566
13 Αυγούστου, 2007
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Αιτητές,
v.
ΕΠΙΤΡΟΠΟY ΡΥΘΜΙΣΕΩΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΩΝ,
Καθ' ου η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 302/2006)
Διοικητικό Δίκαιο ― Γενικές αρχές ― Αναδρομική ισχύς των διοικητικών πράξεων ― Η απαγόρευσή της στο άρθρο 7 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(Ι)/99) και οι εξαιρέσεις της ― Περιστάσεις υπό τις οποίες κρίθηκε ότι δεν στοιχειοθετείτο περίπτωση εξαίρεσης της απαγόρευσης αναδρομικότητας στην εξετασθείσα υπόθεση.
Επίτροπος Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων ― Διάταγμα ρύθμισης της αγοράς παροχής δημόσιων τηλεφωνικών δικτύων και υπηρεσιών ― Κατά πόσο δύναται να έχει αναδρομική ισχύ, κατ' επίκληση προηγηθείσας ακυρωτικής δικαστικής απόφασης.
Οι αιτητές προσέφυγαν κατά του Διατάγματος των καθ' ων η αίτηση, που τους επέβαλε πλαίσιο τιμών παροχής των υπηρεσιών τους. Το επίδικο θέμα εστιάστηκε στην αναδρομικότητα που τέθηκε στο προσβαλλόμενο διάταγμα.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
Το επίδικο ζήτημα συζητήθηκε, υπό το παραδεκτό και από τον Επίτροπο, πως γενικά δεν επιτρέπεται να έχει αναδρομική ισχύ μια διοικητική πράξη. Η νομολογία είναι πάγια επί του προκειμένου και είναι σχετικό, πλέον, το άρθρο 7 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99). Η εισήγηση είναι πως η περίπτωση εντάσσεται στις εξαιρέσεις, αφού, εξ αιτίας της ακυρωτικής απόφασης, προέκυπτε ανάγκη επανεξέτασης, που υποχρεωτικά θα ανέτρεχε στο χρόνο του ακυρωθέντος Διατάγματος.
Ο Επίτροπος όμως εν προκειμένω θέλησε να επιφέρει τροποποιήσεις. Αυτές όμως οι τροποποιήσεις ήταν παράνομες, όπως κρίθηκε στην ακυρωτική απόφαση που είχε προηγηθεί. Το σχετικό Διάταγμά του ακυρώθηκε και το Υπόδειγμα των αιτητών παρέμεινε άθικτο. Όπως θα μπορούσε να παραμείνει στο πλαίσιο της λειτουργίας του Νόμου. Η επάνοδός του στο θέμα ως εάν να επρόκειτο περί επανεξέτασης, δεν προσφερόταν. Δεν υπήρχε οτιδήποτε προς επανεξέταση. Αντικείμενο της διαδικασίας που κατέληξε με την ακυρωτική απόφαση, ήταν η επιβολή τιμών. Αυτή ήταν παράνομη και δεν δικαιολογείται η διασύνδεση που έγινε για έκδοση Διατάγματος με διαφορετικό περιεχόμενο, με αναδρομική ισχύ. Δεν ετίθετο ζήτημα παράλειψης του Επιτρόπου να καθορίσει πλαίσιο τιμών, ώστε να δικαιολογείται η άποψη περί επιτρεπτής επανεξέτασης, με δυνατότητα πρόσδοσης στο Διάταγμα αναδρομικής ισχύος. Ο νόμος δεν παρέχει δυνατότητα έκδοσης τέτοιου διατάγματος με αναδρομική ισχύ και, ενόψει των πιο πάνω ως προς το βάσιμο της νομιμοποιητικής βάσης που πρότεινε ο Επίτροπος, η προσφυγή πρέπει να επιτύχει.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. ΕΡΤΤ κ.ά., Υπόθ. Αρ. 905/2003, ημερ. 13.9.2005,
Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. ΕΡΤΤ κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 20,
Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Επιτρόπου Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων (2006) 4 Α.Α.Δ. 93.
Προσφυγή.
Κ. Χατζηϊωάννου, για τους Aιτητές.
Ν. Κλεάνθους για Χ. Τριανταφυλλίδη, για τον Kαθ' ου η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Το διάταγμα του Επιτρόπου Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων, (ο Επίτροπος) (Κ.Δ.Π. 624/03 και Δ.Ε. 5/03, 25.7.03) με το οποίο επέβαλε τροποποιήσεις στο Υπόδειγμα Προσφοράς Διασύνδεσης των Αιτητών, ακυρώθηκε με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. (Βλ. Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. ΕΡΤΤ κ.ά., Προσφυγή 905/03, ημερομηνίας 13.9.05). Όπως κρίθηκε, με παραπομπή στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. ΕΡΤΤ κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 20, επιβλήθηκαν τιμές ενώ δεν παρεχόταν στον Επίτροπο τέτοια αρμοδιότητα. Ο Επίτροπος επανήλθε με το προσβαλλόμενο Διάταγμα Δ.Ε. 7/05 ημερομηνίας 30.12.05. Αντί τιμής καθόρισε, πλέον, πλαίσιο τιμών, όπως ήταν η αρμοδιότητά του. Αλλά, αναδρομικώς. Όπως επεξηγήθηκε, μέσα στα πλαίσια συμμόρφωσης με την ακυρωτική απόφαση το νέο Διάταγμα «θα έχει αναδρομική ισχύ από τις 25 Ιουλίου 2003 μέχρι την 1.1.05».
Σ' αυτό εστιάζεται και η κύρια αντιγνωμία, από την επίλυση της οποίας, όπως αναγνώρισαν και τα μέρη, θα εξαρτηθεί και το κατά πόσο θα εξεταστούν άλλα ζητήματα που έχουν εγερθεί.
Το ζήτημα συζητήθηκε υπό το παραδεκτό και από τον Επίτροπο πως γενικά δεν επιτρέπεται να έχει αναδρομική ισχύ μια διοικητική πράξη. Η νομολογία μας είναι πάγια επί του προκειμένου και είναι σχετικό, πλέον, το Άρθρο 7 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99). Η εισήγηση είναι πως η περίπτωση εντάσσεται στις εξαιρέσεις αφού, εξ αιτίας της ακυρωτικής απόφασης, προέκυπτε ανάγκη επανεξέτασης που υποχρεωτικά θα ανέτρεχε στο χρόνο του ακυρωθέντος Διατάγματος. Παραθέτω, συναφώς, το σχετικό μέρος του Άρθρου 7 του Ν. 158(Ι)/99:
«Μια διοικητική πράξη δεν μπορεί να έχει αναδρομική ισχύ, εκτός από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
.......
(β) αν εκδίδεται για συμμόρφωση με απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου και η αναδρομική ισχύς είναι αναγκαία για την αποκατάσταση της νομιμότητας·
(γ) όταν το διοικητικό όργανο επαναλαμβάνει πράξη του που ακυρώθηκε για λόγους τυπικούς, εφόσον η νέα πράξη έχει το ίδιο με την ακυρωθείσα περιεχόμενο και εκδίδεται μέσα σε εύλογο από την πρώτη πράξη χρόνο και με βάση τα ίδια πραγματικά περιστατικά και τις ίδιες νομικές διατάξεις. Δεν μπορεί να έχει αναδρομική ισχύ πράξη που επαναλαμβάνει προηγούμενη απόφαση η οποία ακυρώθηκε για παράβαση νόμου ή των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου·
.......»
Είχε ασχοληθεί με παρόμοιο θέμα ο Νικολάου, Δ., στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Επιτρόπου Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων (2006) 4 Α.Α.Δ. 93, αλλά συμφωνούν και οι δυο πλευρές πως εκεί η κρίση πως δεν ετίθετο ζήτημα επανεξέτασης, ώστε να παρίσταται ανάγκη περαιτέρω εξέτασης, συναρτήθηκε προς το γεγονός ότι η ακυρωτική απόφαση εκδόθηκε στο πλαίσιο προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 139 του Συντάγματος. Επικαλούνται, όμως, οι αιτητές την περαιτέρω παρατήρηση του Δικαστηρίου σε σχέση με «το περίεργο σχήμα της εν προκειμένω αναδρομικής ρύθμισης πλαισίου τιμών, όταν λογικά η ρύθμιση δεν μπορεί παρά να προορίζεται να παράσχει τη δυνατότητα τόσο στον παροχέα όσο και στον καταναλωτή να προγραμματίσουν για το μέλλον». Σημειώνω συναφώς πως και εν προκειμένω η περίοδος αναδρομικής ισχύος του προσβαλλόμενου Διατάγματος είχε ήδη παρέλθει.
Το βασικό επιχείρημα του Επιτρόπου αφορά στην αναγκαιότητα της ύπαρξης Διατάγματος ως το εκδοθέν αφού, διαφορετικά, «η αγορά παροχής σταθερά δημόσιων τηλεφωνικών δικτύων και Υπηρεσιών θα παραμείνει χωρίς ρύθμιση». Αυτό, όμως, χωρίς την υπόδειξη και της νομοθετικής πρόνοιας που θα στήριζε τέτοια άποψη. Αντίθετα, οι αιτητές, με αναφορά και στο Άρθρο 45 του Νόμου, κατ' επίκληση του οποίου εκδόθηκε και το προσβαλλόμενο διάταγμα, υπέδειξαν πως η έκδοση Διατάγματος τροποποιητικού του Υποδείγματος Προσφοράς Διασύνδεσης, δεν είναι υποχρεωτική. Πράγμα το οποίο κατά τις διευκρινίσεις δέχτηκε και ο Επίτροπος. Ο Επίτροπος μπορεί να τροποποιήσει ή να μην τροποποιήσει το Υπόδειγμα ανάλογα με το τι θα έκρινε ως εύλογο, στο πλαίσιο της διαδικασίας που καθορίζει το Άρθρο 45.
Ο Επίτροπος θέλησε να επιφέρει τροποποιήσεις. Αυτές όμως οι τροποποιήσεις ήταν παράνομες, όπως κρίθηκε στην ακυρωτική απόφαση που αναφέρθηκε. Το σχετικό Διάταγμά του ακυρώθηκε και το Υπόδειγμα των αιτητών παρέμεινε άθικτο. Όπως θα μπορούσε να παραμείνει στο πλαίσιο της λειτουργίας του Νόμου. Η επάνοδός του στο θέμα ως εάν να επρόκειτο περί επανεξέτασης, δεν προσφερόταν. Δεν υπήρχε οτιδήποτε προς επανεξέταση. Αντικείμενο της διαδικασίας που κατέληξε με την ακυρωτική απόφαση, ήταν η επιβολή τιμών. Αυτή ήταν παράνομη και δεν δικαιολογείται η διασύνδεση που έγινε για έκδοση Διατάγματος με διαφορετικό περιεχόμενο, με αναδρομική ισχύ. Δεν ετίθετο ζήτημα παράλειψης του Επιτρόπου να καθορίσει πλαίσιο τιμών ώστε να δικαιολογείται η άποψη περί επιτρεπτής επανεξέτασης με δυνατότητα πρόσδοσης στο Διάταγμα αναδρομικής ισχύος. Ο νόμος δεν παρέχει δυνατότητα έκδοσης τέτοιου διατάγματος με αναδρομική ισχύ και, ενόψει των πιο πάνω ως προς το βάσιμο της νομιμοποιητικής βάσης που πρότεινε ο Επίτροπος, η προσφυγή πρέπει να επιτύχει.
Η προσφυγή επιτυγχάνει, με £1.000 έξοδα. Το προσβαλλόμενο Διάταγμα ακυρώνεται.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.