ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2007) 4 ΑΑΔ 346

5 Ιουνίου, 2007

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΕΛΕΝΗ ΣΟΛΩΜΟΥ,

Αιτήτρια,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 1384/2005)

 

Διοικητικό Δίκαιο ― Γενικές αρχές ― Ο περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999 (Ν.158(Ι)/99) ― Άρθρο 53 ― Ερμηνεία ― Κατά πόσο επληρούντο οι προϋποθέσεις εφαρμογής του στην κριθείσα περίπτωση.

Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Άδεια απουσίας με απολαβές ― Καν. 3(1) των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Χορήγηση Αδειών) Κανονισμών του 1993 (Κ.Δ.Π. 307/93) ― Περιστάσεις της ορθής εφαρμογής του στην κριθείσα περίπτωση.

Η αιτήτρια επεδίωξε την ακύρωση της απόφασης των καθ' ων η αίτηση, με την οποία υποχρεωνόταν να επιστρέψει αχρεωστήτως καταβληθέντες σε αυτήν μισθούς ύψους Λ.Κ. 9.033,68.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.  Η αιτήτρια επικαλείται τις πρόνοιες του άρθρου 53 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν.158(Ι)/99, σύμφωνα με το οποίο αντίκειται προς τις αρχές της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης η μετά πάροδο εύλογου χρόνου αναδρομική αναζήτηση χρημάτων που η διοίκηση κατέβαλε παράνομα και που οι πολίτες έλαβαν καλόπιστα, όπως αποδοχές ή συντάξεις.

         Η πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 53 για τη νομιμοποίηση της διοίκησης να αναζητήσει χρήματα που καταβλήθηκαν παράνομα είναι να το πράξει εντός ευλόγου χρόνου.  Ο χρόνος που παρήλθε εν προκειμένω μέχρις ότου η διοίκηση ανακαλύψει το λάθος  και αντιδράσει, μπορεί να θεωρηθεί ως εύλογος. 

2.  Η αιτήτρια, με σχετική άδεια ή ανοχή από το αρμόδιο υπουργείο, απουσίασε από τα καθήκοντά της για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Σύμφωνα με τον κανονισμό 3(1) των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Χορήγηση Αδειών) Κανονισμών του 1993, Κ.Δ.Π. 307/93, το μέγιστο χρονικό διάστημα για το οποίο μπορεί να παραχωρηθεί άδεια απουσίας με απολαβές σε εκπαιδευτικό λειτουργό, είναι 12 εργάσιμες ημέρες. Στην αιτήτρια παραχωρήθηκε το μέγιστο χρονικό διάστημα για άδεια απουσίας μετ' απολαβών. Η αιτήτρια δεν εδικαιούτο σε άλλους μισθούς κατά τη διάρκεια της απουσίας της πέραν της 19.11.2004. Αναμφίβολα, άνκαι η απουσία της από το σχολείο δεν ήταν παράνομη, παράνομα της καταβλήθηκαν οι μισθοί που καλύπτουν την περίοδο από 20.11.2004 μέχρι 30.4.2005.

3.  Παραμένει προς εξέταση η τελευταία προϋπόθεση του άρθρου 53, κατά πόσο δηλαδή ο διοικούμενος εισέπραξε τα χρήματα καλόπιστα. Δεν είναι ορθή η θέση της αιτήτριας ότι η διοίκηση επικαλούμενη τις δικές της παραλείψεις για τις οποίες δεν είναι υπαίτιος ο διοικούμενος, αγνοεί μια πραγματική γι' αυτόν ευνοϊκή κατάσταση. Η αιτήτρια δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εισέπραττε τις απολαβές που της αποστέλλονταν καλόπιστα. Γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει, ότι σύμφωνα με τον Κανονισμό 3 δεν εδικαιούτο σε άδεια απουσίας με απολαβές πέραν των 12 εργάσιμων ημερών.

Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Προσφυγή.

Σ. Δράκος, για την Αιτήτρια.

Ρ. Παπαέτη - Χατζηκώστα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

NIKOΛAΪΔHΣ, Δ.: Η αιτήτρια είναι εκπαιδευτικός και υπηρετεί στο Περιφερειακό Γυμνάσιο Κοκκινοτριμιθιάς, ως βοηθός διευθύντρια. Τον Οκτώβρη του 2004, ζήτησε μέσω του διευθυντή του  σχολείου της άδεια απουσίας, χωρίς απολαβές, από 1.11.2004 μέχρι 19.11.2004, προκειμένου να συνοδεύσει την αδελφή της στο εξωτερικό για λόγους υγείας.

Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι ζήτησε την άδεια απουσίας με απολαβές, αλλά στην αίτηση επενέβη ο διευθυντής της ο οποίος και μετέτρεψε την αίτηση σε αίτηση απουσίας χωρίς απολαβές. Εν πάση περιπτώσει, άνκαι στην αίτηση αναφερόταν άνευ απολαβών, τελικά της εγκρίθηκε άδεια απουσίας με απολαβές από 1.11.2004 μέχρι 16.11.2004, για δώδεκα δηλαδή εργάσιμες ημέρες και χωρίς απολαβές από 17.11.2004 μέχρι 19.11.2004. Η σχετική επιστολή ημερ. 3.11.2004 στάληκε στην αιτήτρια, μέσω του διευθυντή του σχολείου της, από τον οποίο η αιτήτρια κατά τη διάρκεια της απουσίας της επληροφορείτο τις εξελίξεις.

Μετά τη λήξη της άδειάς της στις 19.11.2004, η αιτήτρια, λόγω παράτασης της θεραπείας της αδελφής της, παρέλειψε να επιστρέψει στα καθήκοντά της, απέστειλε όμως σχετικό πιστοποιητικό από το νοσοκομείο.

Το Γενικό Λογιστήριο ενημερώθηκε για αποκοπή των απολαβών της μόνο από 17.11.2002 μέχρι 19.11.2004 με βάση τη σχετική επιστολή του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, ενώ από τις 20.11.2004 επανήρχισε η καταβολή  των απολαβών της κανονικά.

Ο διευθυντής του σχολείου με επιστολές του ημερ. 21.1.2005, 29.3.2005 και 17.5.2005, ενημέρωσε το Υπουργείο Παιδείας για τις απουσίες της αιτήτριας, αλλά εκ παραδρομής δεν δόθηκαν οδηγίες για αποκοπή των απολαβών της. Τελικά το λάθος ανακαλύφθηκε και στις 30.5.2005 ο Γενικός Λογιστής, με επιστολή του ενημέρωσε το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού ότι στην αιτήτρια είχε υπερπληρωθεί το ποσό των £9.033,68 καλώντας το να μεριμνήσει για την είσπραξή του.

Η Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού συμμορφώθηκε και απέστειλε στην αιτήτρια διπλοσυστημένη επιστολή καλώντας την να καταβάλει το ποσό της επιπλέον πληρωμής, αλλά η αιτήτρια απάντησε αναφερόμενη στο ιστορικό του προβλήματος της υγείας της αδελφής της, ζητώντας να της χαριστεί το ποσό.

Το αίτημά της απορρίφθηκε, αλλά η αιτήτρια επανήλθε με νέα επιστολή ημερ. 1.9.2005, τονίζοντας ότι  η αίτησή της ήταν αίτηση με απολαβές και με ανοιχτή ημερομηνία επιστροφής γιατί δεν ήξερε, λόγω της σοβαρότητας της ασθένειας της αδελφής της πότε θα επέστρεφε. Η θέση του Υπουργείου Παιδείας παρέμεινε αμετάβλητη. Η αιτήτρια προσέβαλε την απόφαση που της εστάλη με την επιστολή των καθ' ων η αίτηση ημερ. 12.8.2005, άνκαι η επιστολή αυτή πιθανόν να μπορούσε να θεωρηθεί και ως βεβαιωτική της επιστολής ημερ. 8.6.2005 με την οποία επίσης αξιώνεται από την αιτήτρια η επιστροφή του ποσού που εισέπραξε.

Η αιτήτρια επικαλείται τις πρόνοιες του Άρθρου 53 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν.158(Ι)/99, σύμφωνα με το οποίο αντίκειται προς τις αρχές της χρηστής και εύρυθμης διοίκησης η μετά πάροδο εύλογου χρόνου αναδρομική αναζήτηση χρημάτων που η διοίκηση κατέβαλε παράνομα και που οι πολίτες έλαβαν καλόπιστα, όπως αποδοχές ή συντάξεις.

Όπως είπαμε και στην αρχή, η αιτήτρια απορρίπτει τη θέση των καθ' ων η αίτηση ότι η αίτηση που υπέβαλε ήταν για άδεια χωρίς απολαβές και ότι προσδιόρισε την ημέρα επιστροφής της. Υποστηρίζει ότι έγιναν από το διευθυντή του σχολείου της διορθώσεις και προσθήκες εν αγνοία της. Κατά τους ισχυρισμούς της ο διευθυντής διέγραψε το «με» και πρόσθεσε τη λέξη «χωρίς» που είχε διαγράψει η ίδια και πρόσθεσε τις ημερομηνίες 1.11.2004 και 20.11.2004. Απορρίπτει επίσης τον ισχυρισμό ότι παρέλειψε να ζητήσει παράταση της άδειας μετά τη λήξη της στις 19.11.2004, υποστηρίζοντας ότι ενημέρωνε ανελλιπώς το διευθυντή του σχολείου της για την ανάγκη παράτασης της άδειάς της εξ αιτίας της συνεχιζόμενης θεραπείας της αδελφής της, αποστέλλοντας του και τα σχετικά ιατρικά πιστοποιητικά. Η πιο πάνω συμπεριφορά, υποστηρίζει, δείχνει ότι ενεργούσε με καλή πίστη και ότι ουδέποτε προσπάθησε να παραπλανήσει τους καθ' ων η αίτηση.

Η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση δεν αναφέρθηκε στις πρόνοιες του Άρθρου 53, αλλά επικεντρώθηκε μόνο στη θέση ότι η επίδικη απόφαση προέκυψε ύστερα από ανάκληση παράνομης διοικητικής πράξης. Συγκεκριμένα υποστήριξε ότι η αιτήτρια απουσίασε από τα καθήκοντά της όχι μόνο για την περίοδο που της παραχωρήθηκε η σχετική άδεια απουσίας, αλλά πολύ περισσότερο, χωρίς να ζητήσει να της παραχωρηθεί περαιτέρω άδεια και χωρίς να ενημερώσει το αρμόδιο υπουργείο σχετικά. Ως εκ τούτου, η απουσία της χωρίς άδεια απουσίας ήταν παράνομη και συνεπώς δεν νομιμοποιείται στην καταβολή μισθού για την περίοδο που απουσίαζε χωρίς άδεια. Έτσι, οι μισθοί που από λάθος της καταβλήθηκαν, θα πρέπει να επιστραφούν, μια και η παράνομη πράξη ανακλήθηκε.

Ισχυρίζονται ακόμα ότι η αιτήτρια δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι ενήργησε καλή τη πίστει εφ' όσον γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει λόγω της ύπαρξης και σχετικού κανονισμού, ότι δεν εδικαιούτο στην καταβολή μισθών για τόσο μακροχρόνια απουσία της από το σχολείο.

Το Άρθρο 53 προνοεί ότι η διοίκηση δεν μπορεί να ζητήσει την επιστροφή χρημάτων που καταβλήθηκαν παράνομα και τα οποία διοικούμενοι εισέπραξαν καλόπιστα μετά την πάροδο εύλογου χρόνου.

Θα πρέπει να δούμε αν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 53 στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η πρώτη προϋπόθεση για τη νομιμοποίηση της διοίκησης να αναζητήσει χρήματα που καταβλήθηκαν παράνομα είναι να το πράξει εντός ευλόγου χρόνου. Στην παρούσα περίπτωση αρχικά ζητήθηκε άδεια απουσίας μέχρι το τέλος του Νιόβρη του 2004, ενώ ο διευθυντής του σχολείου ενημέρωνε το Υπουργείο Παιδείας για την εξέλιξη της κατάστασης, μέχρι και τις 17.5.2005. Λίγες μέρες αργότερα ο Γενικός Λογιστής ενημέρωσε το Υπουργείο στις 30.5.2005 για την εκ παραδρομής καταβολή του ποσού για να φτάσουμε στις 8.6.2005 οπότε και ζητήθηκε από την αιτήτρια, για πρώτη φορά, η επιστροφή του ποσού. Λαμβάνοντας υπ' όψιν όλες τις συνθήκες της υπόθεσης και ιδιαίτερα το ότι η αιτήτρια απουσίαζε στο εξωτερικό τουλάχιστον μέχρι τις 17.5.2005, βρίσκω ότι ο χρόνος που παρήλθε μέχρις ότου η διοίκηση ανακαλύψει το λάθος  και αντιδράσει, μπορεί να θεωρηθεί ως εύλογος. Εξ άλλου θα πρέπει να έχουμε πάντα στη σκέψη μας ότι οι μισθοί καταβάλλονταν αχρεωστήτως, μήνα με το μήνα, από το Δεκέμβρη του 2004 μέχρι και το Μάϊο του 2005.

Θα πρέπει εξ αρχής να αναφέρω ότι δεν συμφωνώ με την αντιμετώπιση των καθ' ων η αίτηση ότι η αιτήτρια απουσίασε παράνομα από τη θέση της, γιατί παρέλειψε να ζητήσει ανανέωση της άδειας απουσίας μετά το τέλος του Νιόβρη του 2004. Η αιτήτρια συμπλήρωσε και υπέγραψε το σχετικό έντυπο πριν την αναχώρησή της στο εξωτερικό και στη συνέχεια ενημέρωνε τακτικά το διευθυντή του σχολείου αποστέλλοντάς του μάλιστα και σχετικά πιστοποιητικά. Ο διευθυντής ενημέρωνε σχετικά το Υπουργείο Παιδείας το οποίο και δεν αντέδρασε στην παρατεινόμενη απουσία της αιτήτριας. Αντίθετα, διόρισε αντικαταστάτριά της. Κάτω από τις περιστάσεις θα ήταν τουλάχιστον μη ρεαλιστικό, αλλά και κακόπιστο να θεωρηθεί η απουσία της αιτήτριας παράνομη γιατί δεν υπέγραφε το σχετικό έντυπο αίτησης άδειας απουσίας. Αν η διοίκηση είχε αντίθετη άποψη, αν δηλαδή δεν επιθυμούσε την ανανέωση της άδειας απουσίας της αιτήτριας, θα μπορούσε να την πληροφορήσει αναλόγως, είτε απ' ευθείας είτε μέσω του διευθυντή της ο οποίος, όπως φαίνεται, είχε τακτική επικοινωνία μαζί της. Συνεπώς, η διοίκηση δεν νομιμοποιείται να εγείρει σήμερα θέμα παράνομης απουσίας της αιτήτριας από τα καθήκοντά της.

Η αιτήτρια, με σχετική άδεια ή ανοχή από το αρμόδιο υπουργείο, απουσίασε από τα καθήκοντά της για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Σύμφωνα με τον κανονισμό 3(1) των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Χορήγηση Αδειών) Κανονισμών του 1993, Κ.Δ.Π. 307/93 το μέγιστο χρονικό διάστημα για το οποίο μπορεί να παραχωρηθεί άδεια απουσίας με απολαβές σε εκπαιδευτικό λειτουργό είναι 12 εργάσιμες ημέρες. Αυτός ήταν και ο λόγος που οι καθ' ων η αίτηση ενέκριναν την αίτηση απουσίας της μέχρι τις 16.11.2004 και την παραπέρα άδεια απουσίας από 17.11.2004 μέχρι 19.11.2004, χωρίς απολαβές. Έτσι στην αιτήτρια παραχωρήθηκε το μέγιστο χρονικό διάστημα για άδεια απουσίας μετ΄απολαβών. Η αιτήτρια δεν εδικαιούτο σε άλλους μισθούς κατά τη διάρκεια της απουσίας της πέραν της 19.11.2004. Αναμφίβολα, άνκαι η απουσία της από το σχολείο δεν ήταν παράνομη, παράνομα της καταβλήθηκαν οι μισθοί που καλύπτουν την περίοδο από 20.11.2004 μέχρι 30.4.2005.

Παραμένει προς εξέταση η τελευταία προϋπόθεση του Άρθρου 53, κατά πόσο δηλαδή ο διοικούμενος εισέπραξε τα χρήματα καλόπιστα. Είναι αλήθεια ότι η αιτήτρια ενημέρωνε το διευθυντή του σχολείου τακτικά, όμως γνώριζε, κι' αυτό ανεξάρτητα από το αν ζήτησε άδεια απουσίας με ή χωρίς απολαβές, ότι της είχε παραχωρηθεί άδεια απουσίας με απολαβές μέχρι 16.11.2004 και η υπόλοιπη άδεια που ζητούσε ήταν άνευ απολαβών. Την πληροφόρηση έλαβε από το Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης με επιστολή ημερ. 3.11.2004. Πέραν όμως από την πληροφόρηση που είχε, η διατύπωση του Κανονισμού 3 της Κ.Δ.Π.307/93, τον οποίο η αιτήτρια, η οποία ας σημειωθεί είναι και Βοηθός Διευθύντρια, δεν μπορεί να μη γνωρίζει, είναι σαφής.

Περαιτέρω, το γεγονός της αποκοπής από τις απολαβές της ποσού το οποίο αντιστοιχούσε στην απουσία της από 17.11.2004 μέχρι 19.11.2004, θα έπρεπε, εν πάση περιπτώσει, να υπενθυμίσει στην αιτήτρια τον Κανονισμό 3 και τη ρύθμιση ότι εδικαιούτο σε άδεια μετ' απολαβών μόνο για περίοδο 12 εργασίμων ημερών. Περαιτέρω, παρ' όλον ότι η παράλειψή της να απευθυνθεί εγγράφως στο Υπουργείο Παιδείας και να ζητήσει περαιτέρω άδεια απουσίας συμπληρώνοντας το σχετικό έντυπο, δεν καθιστά, όπως είδαμε πιο πάνω, την απουσία της παράνομη, η παράλειψή της αυτή, όσο δικαιολογημένη κι' αν ήταν υπό τις περιστάσεις, βοήθησε στη δημιουργία του λάθους και την εκ παραδρομής πληρωμή των αποδοχών της.

Το γεγονός ότι η αιτήτρια γνώριζε ότι δεν εδικαιούτο στην αποδοχή οποιωνδήποτε αποδοχών κατά το διάστημα της απουσίας της στο εξωτερικό, φαίνεται και από το πνεύμα των δύο επιστολών τις οποίες απέστειλε, με τις οποίες ουσιαστικά προβαίνει σε μνεία των καλών της υπηρεσιών και με τις οποίες ζητείται η συμπαράσταση του υπουργείου, χρηματική αλλά και άλλη, στη δύσκολη περίοδο που η ίδια και η αδελφή της περνούσαν. Δεν υπάρχει ίχνος αναφοράς σε καμιά από τις δύο επιστολές ότι η αιτήτρια θεωρούσε ότι η καταβολή των απολαβών της ήταν ορθή και συνεπώς τις εισέπραττε καλόπιστα.

Δεν συμφωνώ με τη θέση της αιτήτριας ότι σ' αυτή την περίπτωση η διοίκηση επικαλούμενη τις δικές της παραλείψεις  για τις οποίες δεν είναι υπαίτιος ο διοικούμενος, αγνοεί μια πραγματική γι' αυτόν ευνοϊκή κατάσταση. Παρ' όλον ότι η αιτήτρια ενημέρωνε το διευθυντή της για την απουσία της, η παράλειψη της διοίκησης να μην αποκόπτει τους μισθούς της δεν ήταν και εντελώς άνευ αιτιολογίας. Ας μη ξεχνούμε ότι, όπως είπαμε και πιο πάνω, η αιτήτρια, δεν είχε συμπληρώσει το σχετικό έντυπο αίτησης για άδεια απουσίας.

Έτσι, εν όψει όλων των πιο πάνω βρίσκω ότι η αιτήτρια δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εισέπραττε τις απολαβές που της αποστέλλονταν καλόπιστα. Γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι σύμφωνα με τον Κανονισμό 3 δεν εδικαιούτο σε άδεια απουσίας με απολαβές πέραν των 12 εργάσιμων ημερών, ενώ είχε διαπιστώσει και ιδίοις όμμασι ότι της είχε γίνει η σχετική αποκοπή από τις απολαβές της για την περίοδο από 17.11.2004 μέχρι 19.11.2004 λόγω συμπλήρωσης ακριβώς των ημερών που εδικαιούτο.

Εν όψει των πιο πάνω καταλήγω ότι η αιτήτρια δεν ικανοποιεί τις προϋποθέσεις του Άρθρου 53 του Ν.158(Ι)/99 και συνεπώς η προσφυγή της θα πρέπει να απορριφθεί.

Η προσφυγή απορρίπτεται, αλλά κάτω από τις ειδικές συνθήκες της υπόθεσης αποφάσισα όπως μη εκδώσω οιανδήποτε διαταγή ως προς τα έξοδα.

Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο