ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 4 ΑΑΔ 312
21 Μαΐου, 2007
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
AHMET MULLA SULEYMAN (MΕΣΩ ΤΗΣ
ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΟΥ
SABIHA AHMET SULEYMAN),
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ (ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ
ΤΟΥ ΚΗΔΕΜΟΝΑ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΩΝ
ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ),
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ
ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 99/2005)
Έννομο Συμφέρον ― Αιτητή ο οποίος δεν ασκεί την προσφυγή του προσωπικά, αλλά διά πληρεξουσίου αντιπροσώπου ― Ζήτημα μπορεί να τεθεί μόνο ως προς τον διορισμό δικηγόρου ― Η προσφυγή ασκήθηκε από τον αιτητή ― Έχει έννομο συμφέρον ο ίδιος.
Τουρκοκυπριακές Περιουσίες ― Ο περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμος του 1991 (Ν.139/91) ― Κατά πόσο αντίκειται στις πρόνοιες 6, 13, 23 και 28 του Συντάγματος.
Λέξεις και Φράσεις ― Ο όρος «έκρυθμη κατάσταση» στον περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμο του 1991 (Ν.139/91).
Λέξεις και Φράσεις ― Ο όρος «Τουρκοκύπριος» στον περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμο του 1991 (Ν.139/91).
Ανθρώπινα Δικαιώματα ― Τουρκοκυπριακές περιουσίες ― Κατά πόσο ο περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμος του 1991 (Ν.139/91) παραβιάζει το άρθρο 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών.
Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Χρηματικές διαφορές ― Περιστάσεις υπό τις οποίες θεωρήθηκε χρηματική η διαφορά στην κριθείσα περίπτωση.
Ο αιτητής επεδίωξε (διά πληρεξουσίου), την ακύρωση της απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών, υπό την ιδιότητά του ως Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, να απορρίψει αίτημά του για να του αποδώσει την ακίνητη ιδιοκτησία του, καθώς και τις αποζημιώσεις για απαλλοτρίωση μέρους της.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Στην παρούσα περίπτωση από τον τύπο διορισμού δικηγόρου, προκύπτει ότι τoυς κυρίους Πουργουρίδη & Σια εξουσιοδότησε να καταχωρήσουν την προσφυγή η Sabiha Ahmet Suleyman, ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος του αιτητή. Αιτητής όμως δεν παύει να είναι ο Ahmet Mulla Suleyman ο οποίος αναμφίβολα έχει έννομο συμφέρον. Τα μόνα ερωτηματικά που ίσως παραμένουν αφορούν το νομότυπο της υπογραφής του τύπου διορισμού δικηγόρου.
2. Το επιχείρημα ότι ο Νόμος 139/91 είναι αντίθετος προς τις πρόνοιες των άρθρων 6, 13, 23 και 28 του Συντάγματος δεν ευσταθεί. Όπως είναι γνωστό το 1974 η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο, έκτοτε δε κατέχει ένα σημαντικό μέρος της. Έπρεπε, να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα προς αντιμετώπιση της κατάστασης. Ως προς το συγκεκριμένο θέμα έπρεπε, από τη μια, να προστατευθούν οι περιουσίες που οι Τουρκοκύπριοι μεταβαίνοντας στις περιοχές που δεν ήλεγχε το κράτος εγκατέλειψαν και από την άλλη να βοηθηθούν οι χιλιάδες εκτοπισμένοι Ελληνοκύπριοι οι οποίοι έχασαν τη δική τους περιουσία στις κατεχόμενες περιοχές. Ο Κηδεμόνας έχει αναλάβει, σύμφωνα με το Νόμο, τις περιουσίες μόνο των Τουρκοκυπρίων που λόγω της τουρκικής εισβολής τις εγκατέλειψαν για να μεταβούν στις κατεχόμενες περιοχές.
3. Σύμφωνα με το Νόμο «έκρυθμη κατάσταση» σημαίνει την εκ της τουρκικής εισβολής δημιουργηθείσα κατάσταση, η οποία εξακολουθεί να υπάρχει μέχρις ότου το Υπουργικό Συμβούλιο, με γνωστοποίησή του που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ορίσει την ημερομηνία λήξης της. Από την άλλη «Τουρκοκύπριος» σημαίνει κάθε Τουρκοκύπριο που δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές. Οι διατάξεις του άρθρου 6 δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνείας. Ο Τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης δεν αποστερείται της περιουσίας του, της οποίας εξακολουθεί να είναι κύριος. Η διαχείριση όμως της περιουσίας αυτής ανατίθεται, κατά τη διάρκεια της έκρυθμης κατάστασης στον Κηδεμόνα.
4. Δεν επικρατεί στη Δημοκρατία, όπως ισχυρίζεται ο αιτητής, καθεστώς ελεύθερης διακίνησης. Απλώς υπάρχει κάποια χαλάρωση στην προηγούμενη απαγόρευση. Ακόμα όμως κι' αν έτσι είχαν τα πράγματα, διαρκούσης της έκρυθμης κατάστασης και πριν την κήρυξη από το Υπουργικό Συμβούλιο της λήξης της, τίποτε δεν αλλάζει.
Το γεγονός ότι η έκρυθμη κατάσταση διαρκεί για τόσα πολλά χρόνια δεν μεταβάλλει το χαρακτήρα της ρύθμισης του Νόμου ως προσωρινού μέτρου, αφού ισχύει για όσο καιρό υπάρχει η κατοχή και η εξ αυτής προκύπτουσα έκρυθμη κατάσταση. Ο Νόμος 139/91 δεν είχε σκοπό να θεσπίσει μόνιμους περιορισμούς ή να επιβάλει στέρηση των δικαιωμάτων των νόμιμων ιδιοκτητών.
5. Δεν υιοθετείται η απόφαση στην υπόθεση Moustafa v Υπουργείου Εσωτερικών (2004) 4 Α.Α.Δ. 790. Αντίθετα, αποφασίζεται ότι ακριβώς η όλη ουσία του Νόμου 139/91 έγκειται ακριβώς στον ορισμό «Τουρκοκύπριος» και βεβαίως τη συνήθη διαμονή του ιδιοκτήτη σε περιοχές που δεν ελέγχονται από τη Δημοκρατία.
6. Παραμένει προς εξέταση ο ισχυρισμός ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζεται το άρθρο 1 του Πρόσθετου Πρωτόκολλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τη Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών. Το δίκαιο της ανάγκης εφαρμόστηκε προς διάσωση της νομιμότητας και της ανάγκης λειτουργίας ενός νόμιμου κράτους. Ο Νόμος 139/91 δεν θέτει αυθαίρετους περιορισμούς, αλλά προβαίνει σε αναγκαίες, υπό τις περιστάσεις, προσωρινές ρυθμίσεις. Το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτόκολλου της Σύμβασης, μετά την αναγνώριση του δικαιώματος οιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου σε ειρηνική απόλαυση της περιουσίας του, αναφέρεται στις εξαιρέσεις. Οι εξαιρέσεις του άρθρου 1 υπάρχουν στην παρούσα υπόθεση.
7. Τα πράγματα είναι πολύ πιο απλά όσον αφορά τη δεύτερη αιτούμενη θεραπεία, δηλαδή την αξίωση για απόδοση στον αιτητή ποσού £3.680 που αφορά αποζημιώσεις τις οποίες ο αιτητής δικαιούται λόγω απαλλοτριώσεων που διενεργήθηκαν στο ακίνητο. Η άρνηση πληρωμής κείται εκτός του ελέγχου του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η πληρωμή είναι υλική εκτέλεση και η άρνηση χρηματικής απαίτησης δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη. Οι διοικητικές πράξεις που παρέχουν λαβή σε απλές χρηματικές διαφορές δεν είναι προσβλητές δι' αιτήσεως ακυρώσεως, ενώ μόνα αρμόδια δικαστήρια για επίλυση της διαφοράς είναι τα αστικά δικαστήρια.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Loizidou v. Turkey [1997] 23 E.H.R.R. 513; E.C.H.R.,
Aziz v. Cyprus (69949/01) [2005] 41 E.H.R.R. 39; E.C.H.R.,
Κιαμίλ ν. Υπουργού Εσωτερικών, Υπόθ. Αρ. 133/2005, ημερ. 19.1.2007,
Α. Χρ. Σολομωνίδης Λτδ κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 1275,
Moustafa v Υπουργείου Εσωτερικών (2004) 4 Α.Α.Δ. 790,
Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 470,
Mavrogenis v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1140.
Προσφυγή.
Σ. Π. Φασουλιώτης για Χ. Πουργουρίδη & Σια, για τον Αιτητή.
Μ. Φλωρέντζος, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
NIKOΛAΪΔHΣ, Δ.: Ο αιτητής είναι Τουρκοκύπριος. Λόγω της τουρκικής εισβολής εγκατέλειψε την περιουσία του στις ελεύθερες περιοχές και έκτοτε εγκαταστάθηκε στο κατεχόμενο από τα τουρκικά στρατεύματα τμήμα της Κύπρου. Βάσει του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1991, Ν. 139/91, η εγκαταλειφθείσα περιουσία του περιήλθε στον Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών.
Στις 11.10.2004 ο αιτητής απέστειλε, μέσω των δικηγόρων του, επιστολή προς τον Υπουργό Εσωτερικών, υπό την ιδιότητά του ως Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, με την οποία ουσιαστικά ζητούσε επιστροφή και παράδοση του υπόλοιπου της μη απαλλοτριωθείσας έκτασης του ακινήτου του υπ' αρ. εγγραφής 24926, τεμ. 231 του Φ/Σχ. 53/56 στα Κάτω Πολεμίδια, στην πληρεξούσιο αντιπρόσωπο και θυγατέρα του, Sabiha Ahmet Suleyman. Αξίωνε επίσης την καταβολή του ποσού των £3.680 πλέον τόκο, για αποζημιώσεις λόγω προηγούμενων απαλλοτριώσεων μέρους της περιουσίας του.
Στις 17.11.2004 ο Αναπληρωτής Διευθυντής της Υπηρεσίας Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών του Υπουργείου Εσωτερικών, με επιστολή του απέρριψε τα πιο πάνω αιτήματα. Ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα προσφυγή αξιώνοντας ακύρωση της απόφασης, αλλά και δήλωση του δικαστηρίου για απόδοση σ' αυτόν του ποσού των £3.680.
Το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του αιτητή παραχωρήθηκε από τον Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών σε εκτοπισμένους, με προσωρινής ισχύος άδεια χρήσης. Μέρος της περιουσίας του απαλλοτριώθηκε για τις ανάγκες του νέου δρόμου Λευκωσίας-Λεμεσού και για την κατασκευή του παρακαμπτήριου δρόμου Λεμεσού προς το χωριό Ερήμη.
Οι καθ' ων η αίτηση προδικαστικά υποστήριξαν ότι η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί, γιατί ασκήθηκε διά πληρεξουσίου αντιπροσώπου ο οποίος στερείται άμεσου, προσωπικού, ιδίου συμφέροντος το οποίο κέκτηται μόνο ο αιτητής και όχι ο αντιπρόσωπός του.
Το Άρθρο 146 του Συντάγματος καθορίζει σαφώς ότι η προσφυγή ασκείται από κάθε πρόσωπο του οποίου προσεβλήθη ευθέως με την απόφαση, πράξη ή παράλειψη, ίδιον, ενεστώς έννομο συμφέρον, το οποίο κέκτηται, είτε ως άτομο, είτε ως μέλος κοινότητας. Από την άλλη, στον κανονισμό 3 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, προβλέπεται ότι η προσφυγή μπορεί να εγερθεί εκ μέρους του αιτητή διά συνηγόρου ενεργούντος δυνάμει σχετικής έγγραφης εξουσιοδότησης.
Στην παρούσα περίπτωση από τον τύπο διορισμού δικηγόρου προκύπτει ότι τoυς κυρίους Πουργουρίδη & Σια εξουσιοδότησε να καταχωρήσουν την προσφυγή η Sabiha Ahmet Suleyman, ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος του αιτητή. Αιτητής όμως δεν παύει να είναι ο Ahmet Mulla Suleyman ο οποίος αναμφίβολα έχει έννομο συμφέρον. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι κανένας απολύτως λόγος δεν δίδεται γιατί η εντολή δόθηκε μέσω πληρεξουσίου αντιπροσώπου και όχι από τον αιτητή προσωπικά. Και μάλιστα χωρίς να επισυναφθεί το πληρεξούσιο. Παρ' όλα αυτά θα προχωρήσω σε εξέταση των εγειρόμενων λόγων, γιατί, όπως είπα και πιο πάνω, αιτητής είναι ο Ahmet Suleyman. Τα μόνα ερωτηματικά που ίσως παραμένουν αφορούν το νομότυπο της υπογραφής του τύπου διορισμού δικηγόρου.
Στην προσβαλλόμενη απόφαση, με αναφορά στο Νόμο 139/91, τονίζεται ότι οι τουρκοκύπριοι ιδιοκτήτες, διαρκούσης της έκρυθμης κατάστασης που δημιουργήθηκε στην Κύπρο λόγω της τουρκικής εισβολής και κατοχής, αποκλείονται από την άσκηση οποιωνδήποτε περιουσιακών δικαιωμάτων.
Στην προσπάθειά του να ακυρώσει την πιο πάνω απόφαση ο αιτητής υποστηρίζει ότι οι πρόνοιες των άρθρων 2, 3, 5-7 και 9 του Νόμου 139/91 αντίκεινται στα άρθρα 6, 13, 23 και 28 του Συντάγματος και στο Άρθρο 1 του Πρόσθετου Πρωτόκολλου της Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών.
Υποστηρίζει περαιτέρω ότι μετά τη χαλάρωση της απαγόρευσης διακίνησης από τις κατεχόμενες περιοχές προς τις περιοχές που ελέγχει η Κυπριακή Δημοκρατία, η ανάγκη στην οποία βασίζεται ο Νόμος και επί της οποίας ερείδεται η επίδικη απόφαση έχει εκλείψει.
Από τη στιγμή, υποστηρίζει, που ο νόμιμος τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης αξιώνει επίσημα την επιστροφή και απόδοση σ΄ αυτόν της περιουσίας του, παύει να έχει οποιανδήποτε σημασία η νομοθετική ρύθμιση της διαχείρισης από τον Κηδεμόνα της περιουσίας του. Η συνέχιση της επίκλησης των προνοιών του Νόμου 139/91 εκ μέρους της αρμόδιας αρχής, συνιστά σαφή παραβίαση του δικαιώματος που διασφαλίζεται με το Άρθρο 1 του Πρόσθετου Πρωτόκολλου της Σύμβασης. Ο αιτητής ισχυρίζεται περαιτέρω ότι με το Νόμο παραβιάζεται το Άρθρο 28 του Συντάγματος, αφού δημιουργείται ανισότητα μεταξύ των Τουρκοκυπρίων, μια και το δικαίωμα ιδιοκτησίας εκείνων που το 1991 κατοικούσαν στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, δεν περιορίστηκε.
Προβάλλει ακόμα το επιχείρημα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιορίζει εξ ολοκλήρου το δικαίωμα ιδιοκτησίας του με αποτέλεσμα ο νόμος στη βάση του οποίου έχει εκδοθεί, να έρχεται σε αντίθεση με το Άρθρο 23 του Συντάγματος. Ως αποτέλεσμα αξιώνει την άμεση καταβολή των αποζημιώσεων που προέκυψαν από τις απαλλοτριώσεις της περιουσίας του.
Περαιτέρω υποβάλλει ότι ο όρος «έκρυθμη κατάσταση» όπως αυτή καθορίζεται στα άρθρα 2 και 3 του Νόμου παραβιάζει το Άρθρο 13 του Συντάγματος. Το δικαίωμά του για ελεύθερη εγκατάσταση περιορίζεται, αφού από τις 23.4.2003 επιτράπηκε η ελεύθερη διακίνηση των πολιτών και από την 1.5.2004 η Κυπριακή Δημοκρατία κατέστη πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Επιπροσθέτως υποστηρίζεται ότι η διάκριση που γίνεται στο Νόμο με κριτήριο τη συνήθη διαμονή του ιδιοκτήτη στις περιοχές που ελέγχονται ή όχι από τη Δημοκρατία, παραβιάζει το Άρθρο 6 του Συντάγματος, αφού συνιστά δυσμενή διάκριση σε βάρος της τουρκικής κοινότητας. Προς υποστήριξη της θέσης του αναφέρθηκε στην υπόθεση Moustafa v. Υπουργείου Εσωτερικών (2004) 4 Α.Α.Δ.790.
Ακόμα, ότι η απόφαση ελήφθη υπό καθεστώς πλάνης περί το νόμο και συνιστά κατάχρηση και/ή υπέρβαση εξουσίας αφού, οι καθ' ων η αίτηση έχουν εκλάβει ως αποκλειστικό καθήκον του Κηδεμόνα των Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, δυνάμει του Νόμου, την εξυπηρέτηση των αναγκών των εκτοπισμένων, ενώ στην πραγματικότητα η ίδια η νομοθεσία και ειδικότερα οι πρόνοιες του Άρθρου 7 καθορίζουν ότι παράλληλα με την εξυπηρέτηση των αναγκών των εκτοπισμένων ο Κηδεμόνας θα πρέπει να μεριμνά και για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των ιδιοκτητών των εν λόγω περιουσιών.
Ακόμα αμφισβητεί την εφαρμογή του δικαίου της ανάγκης και παραπέμπει στην υπόθεση Loizidou v. Turkey [1997] 23 E.H.R.R. 513, 1996 - VI 2216. Υποστηρίζει ότι εκεί το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) έκρινε ότι η συνεχιζόμενη άρνηση των κατοχικών δυνάμεων να επιτρέψουν στην Λοϊζίδου να απολαμβάνει ειρηνικά την περιουσία της, ισοδυναμούσε με παραβίαση του δικαιώματος που διασφαλίζεται με το Άρθρο 1 του Πρόσθετου Πρωτόκολλου. Αναφορά, αυτή τη φορά στο στάδιο των τελικών διευκρινίσεων, έγινε και στην υπόθεση Aziz v. Cyprus, (Application No. 69949/01), ημερ. 22.6.2004, για να υποστηριχθεί ότι το ΕΔΑΔ έκρινε ότι το δίκαιο της ανάγκης δεν μπορεί να καταπατά τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Το επιχείρημα ότι ο Νόμος 139/91 είναι αντίθετος προς τις πρόνοιες των άρθρων 6, 13, 23 και 28 του Συντάγματος δεν ευσταθεί. Όπως είναι γνωστό το 1974 η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο, έκτοτε δε κατέχει ένα σημαντικό μέρος της. Έπρεπε, να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα προς αντιμετώπιση της κατάστασης. Ως προς το συγκεκριμένο θέμα έπρεπε, από τη μια, να προστατευθούν οι περιουσίες που οι Τουρκοκύπριοι μεταβαίνοντας στις περιοχές που δεν ήλεγχε το κράτος εγκατέλειψαν και από την άλλη να βοηθηθούν οι χιλιάδες εκτοπισμένοι Ελληνοκύπριοι οι οποίοι έχασαν τη δική τους περιουσία στις κατεχόμενες περιοχές.
Ο ισχυρισμός του αιτητή ότι οι καθ' ων η αίτηση πλανήθηκαν όταν αναφέρουν στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι όλες οι τουρκοκυπριακές περιουσίες που εγκαταλείφθηκαν βρίσκονται υπό την κηδεμονία του Κηδεμόνα ο οποίος τις διαχειρίζεται για την εξυπηρέτηση των αναγκών των εκτοπισμένων, δεν ευσταθεί. Όπως φαίνεται από το όλο κείμενο πρόκειται περί απλού φραστικού λάθους, αφού ο Κηδεμόνας έχει αναλάβει, σύμφωνα με το Νόμο, τις περιουσίες μόνο των Τουρκοκυπρίων που λόγω της τουρκικής εισβολής τις εγκατέλειψαν για να μεταβούν στις κατεχόμενες περιοχές.
Ένας σημαντικός σκοπός του Νόμου (βλέπε Άρθρο 7) είναι η κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του Κηδεμόνα, παράλληλα με την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των Τουρκοκυπρίων ιδιοκτητών, μέριμνα εξυπηρέτησης των αναγκών των εκτοπισμένων.
Σύμφωνα με το Νόμο «έκρυθμη κατάσταση» σημαίνει την εκ της τουρκικής εισβολής δημιουργηθείσα κατάσταση η οποία εξακολουθεί να υπάρχει μέχρις ότου το Υπουργικό Συμβούλιο, με γνωστοποίησή του που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ορίσει την ημερομηνία λήξης της. Από την άλλη «Τουρκοκύπριος» σημαίνει κάθε Τουρκοκύπριο που δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές.
Οι διατάξεις του Άρθρου 6 δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνείας. Ο Τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης δεν αποστερείται της περιουσίας του, της οποίας εξακολουθεί να είναι κύριος. Η διαχείριση όμως της περιουσίας αυτής ανατίθεται, κατά τη διάρκεια της έκρυθμης κατάστασης και για τους σκοπούς που είπαμε πιο πάνω, στον Κηδεμόνα (βλέπε και Αλή Κιαμίλ ν. Υπουργού Εσωτερικών, Υπόθ. Αρ. 133/2005, ημερ. 19.1.2007). Απλώς το δικαίωμα κατοχής, διαχείρισης και ελέγχου της περιουσίας υπόκειται σε απόλυτα αναγκαίους περιορισμούς, που συνάδουν με το Άρθρο 23.3. του Συντάγματος.
Η αναγκαιότητα της διαχείρισης των τουρκοκυπριακών περιουσιών από τον Κηδεμόνα με σκοπό την προστασία τους βάσει του δικαίου της ανάγκης, αναλύθηκε και στην υπόθεση Α. Χρ. Σολομωνίδης Λτδ κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 1275.
Ο αιτητής προβάλλει ακόμα το επιχείρημα ότι ανεξαρτήτως του τόπου διαμονής του, στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές ή στο κατεχόμενο μέρος της Κύπρου, από τη στιγμή που υπάρχει ελεύθερη διακίνηση δικαιούται να αναλάβει την κατοχή και διαχείριση της περιουσίας του.
Ο όρος «Τουρκοκύπριος» όπως είπαμε και πιο πάνω, για τους σκοπούς του νόμου περιορίζεται στους Τουρκοκύπριους που δεν έχουν τη συνήθη διαμονή τους στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές. Ο αιτητής είναι ένας από αυτούς.
Θα ήθελα να σημειώσω ότι δεν επικρατεί, όπως ισχυρίζεται ο αιτητής, καθεστώς ελεύθερης διακίνησης. Απλώς υπάρχει κάποια χαλάρωση στην προηγούμενη απαγόρευση. Ακόμα όμως κι' αν έτσι είχαν τα πράγματα, διαρκούσης της έκρυθμης κατάστασης και πριν την κήρυξη από το Υπουργικό Συμβούλιο της λήξης της, τίποτε δεν αλλάζει. Όπως και προηγουμένως, μεγάλο μέρος του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας εξακολουθεί να τελεί υπό κατοχή και η έκρυθμη κατάσταση συνεχίζεται. Η όποια δυνατότητα επισκέψεων δεν έχει εξαλείψει την από τη συνεχιζόμενη τουρκική κατοχή δημιουργηθείσα κατάσταση. Η έκρυθμη κατάσταση θα λήξει, σύμφωνα με το Άρθρο 2 του Νόμου, μόνο όταν αποφασιστεί κάτι τέτοιο από το Υπουργικό Συμβούλιο.
Ο Νόμος 139/91 δεν βασίζεται στην έλλειψη δυνατότητας ελεύθερης διακίνησης. Η ανάγκη προστασίας των εγκαταλειφθεισών λόγω της εισβολής περιουσιών, αλλά και της κάλυψης των αναγκών των Ελληνοκυπρίων εκτοπισμένων εξακολουθούν να υπάρχουν, παρά την όποια χαλάρωση στην προηγουμένως ισχύουσα απαγόρευση.
Από τη στιγμή που οι εξουσίες και αρμοδιότητες του Κηδεμόνα πηγάζουν από νομοθετική πρόνοια και εφαρμόζονται κατά ενιαίο τρόπο δεν τίθεται θέμα πλάνης. Η ρύθμιση που έγινε είναι ένα αναγκαίο, προσωρινό μέτρο, το οποίο έπρεπε να ληφθεί κάτω από τις τραγικές συνθήκες που δημιούργησε η τουρκική εισβολή. Το γεγονός ότι η έκρυθμη κατάσταση διαρκεί για τόσα πολλά χρόνια δεν μεταβάλλει το χαρακτήρα της ρύθμισης ως προσωρινού μέτρου, αφού ισχύει για όσο καιρό υπάρχει η κατοχή και η εξ αυτής προκύπτουσα έκρυθμη κατάσταση. Ο Νόμος 139/91 δεν είχε σκοπό να θεσπίσει μόνιμους περιορισμούς ή να επιβάλει στέρηση των δικαιωμάτων των νόμιμων ιδιοκτητών. Τα μέτρα που λήφθηκαν ήταν, όπως αποφασίστηκε και στην υπόθεση Α. Χρ. Σολομωνίδης Λτδ κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα κ.ά. (ανωτέρω), απολύτως αναγκαία και ανάλογα με την κατάσταση που έπρεπε να αντιμετωπιστεί.
Ο αιτητής, μεταξύ άλλων, έχει ισχυριστεί ότι παραβιάζεται το Άρθρο 28 του Συντάγματος, αφού ο Νόμος δημιουργεί ανισότητα μεταξύ των Τουρκοκυπρίων που το 1991 κατοικούσαν στην ελεγχόμενη από τη Δημοκρατία περιοχή και σ' αυτούς που δεν κατοικούσαν. Το επιχείρημα δεν ευσταθεί. Σκοπός ακριβώς του νόμου ήταν η προστασία των περιουσιών που εγκαταλείφθηκαν λόγω της τουρκικής εισβολής. Η διαφορά μεταξύ των Τουρκοκυπρίων που συνέχισαν να διαμένουν στις ελεύθερες περιοχές και οι οποίοι συνέχισαν βεβαίως να έχουν στην κατοχή τους την περιουσία τους, η οποία συνεπώς δεν χρειαζόταν προστασία, είναι προφανής.
Με όλο το σεβασμό θα ήθελα να διαφωνήσω με την απόφαση στην υπόθεση Moustafa v Υπουργείου Εσωτερικών (2004) 4 Α.Α.Δ. 790. Αντίθετα, θεωρώ ότι ακριβώς η όλη ουσία του Νόμου 139/91 έγκειται ακριβώς στον ορισμό «Τουρκοκύπριος» και βεβαίως τη συνήθη διαμονή του ιδιοκτήτη σε περιοχές που δεν ελέγχονται από τη Δημοκρατία. Όπως είναι φανερό από την όλη ανάλυση στην παρούσα υπόθεση, δεν συμφωνώ ούτε με την εν γένει αντιμετώπιση, αλλά ούτε και με τα συμπεράσματα και τους φόβους του αδελφού Δικαστή.
Παραμένει προς εξέταση ο ισχυρισμός ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζεται το Άρθρο 1 του Πρόσθετου Πρωτόκολλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τη Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών. Προς υποστήριξη του επιχειρήματός του ο αιτητής προβαίνει σε αναφορά στις υποθέσεις Loizidou v. Turkey και Aziz v. Cyprus (ανωτέρω). Tο ΕΔΑΔ, αναφέρει, έκρινε ότι η συνεχιζόμενη άρνηση του κατοχικού καθεστώτος να επιτρέψει στη Λοϊζίδου την ειρηνική απόλαυση της περιουσίας της, ισοδυναμούσε με παραβίαση του δικαιώματος που διασφαλίζεται με το Άρθρο 1 του Πρόσθετου Πρωτόκολλου. Σύμφωνα πάντα με τον αιτητή, το ΕΔΑΔ απέρριψε ως αβάσιμα τα επιχειρήματα της Τουρκίας ότι το δίκαιο της ανάγκης επέτρεπε την προσωρινή άρνηση απόλαυσης της περιουσίας της, ενόσω συνεχίζονταν οι συνομιλίες για τη λύση του Κυπριακού προβλήματος. Περαιτέρω το ΕΔΑΔ απέρριψε ως αβάσιμο τον ισχυρισμό της Τουρκίας ότι συνεπεία της κατάστασης που δημιουργήθηκε και της αναγκαιότητας της παροχής στέγης σε Τουρκοκύπριους, που αναγκάστηκαν να καταφύγουν στο βόρειο τμήμα της Κύπρου, η παραβίαση του δικαιώματός της για ειρηνική απόλαυση της περιουσίας της ήταν δικαιολογημένη. Κάτι ανάλογο, υποστηρίζει, συμβαίνει και στην παρούσα περίπτωση, αφού το ανθρώπινο δικαίωμα του αιτητή στην περιουσία του δεν μπορεί να υπαχθεί σε αυθαίρετους περιορισμούς, όπως αυτούς που τίθενται με το Νόμο 139/91.
Θα συμφωνήσω με τη θέση των καθ' ων η αίτηση οι οποίοι, αντικρούοντας τους πιο πάνω ισχυρισμούς, υποστηρίζουν ότι το δίκαιο της ανάγκης εφαρμόστηκε προς διάσωση της νομιμότητας και της ανάγκης λειτουργίας ενός νόμιμου κράτους. Ο Νόμος 139/91 δεν θέτει αυθαίρετους περιορισμούς, αλλά προβαίνει σε αναγκαίες, υπό τις περιστάσεις, προσωρινές ρυθμίσεις.
Το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτόκολλου της Σύμβασης, μετά την αναγνώριση του δικαιώματος οιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου σε ειρηνική απόλαυση της περιουσίας του, αναφέρεται στις εξαιρέσεις. Το δικαίωμα παραμερίζεται για σκοπούς δημόσιου συμφέροντος και υπό τους όρους που ρυθμίζεται από το νόμο και τις γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου. Η προστασία του Άρθρου 1 δεν μειώνει το δικαίωμα του κράτους να επιβάλει τέτοιους νόμους που θεωρεί αναγκαίους προς έλεγχο της χρήσης της περιουσίας, σύμφωνα με το γενικό συμφέρον ή προς εξασφάλιση της πληρωμής φόρων ή άλλης συνεισφοράς.
Οι εξαιρέσεις του Άρθρου 1 υπάρχουν στην παρούσα υπόθεση. Ο Νόμος 139/91 υπαγορεύτηκε για λόγους δημοσίου συμφέροντος οι οποίοι είναι προφανείς. Αντίθετα στην περίπτωση της Τουρκίας η στέρηση των δικαιωμάτων της Λοϊζίδου έγινε χωρίς κανένα νομικό έρεισμα και χωρίς βέβαια την ύπαρξη οιουδήποτε νόμου. Ας μη ξεχνούμε ότι το κατεχόμενο μέρος της Κύπρου δεν αποτελεί αναγνωρισμένο από τη διεθνή κοινότητα κράτος. Εξ άλλου στην περίπτωση του Νόμου 139/91 η ιδιοκτησία παραμένει στους Τουρκοκύπριους ιδιοκτήτες και ο Κηδεμόνας απλώς έχει την ευθύνη και την αρμοδιότητα να διαχειρίζεται την περιουσία μέχρι το τέλος της έκρυθμης κατάστασης.
Διαφωνώ και με την προσέγγιση του δικηγόρου του αιτητή στην υπόθεση Αziz. Εκεί, εκείνο το οποίο τονίστηκε από το ΕΔΑΔ είναι ότι ο αιτητής ως Τουρκοκύπριος κάτοικος στην ελεγχόμενη από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχή, δικαιούται να απολαμβάνει των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα, τόσο για τους Ελληνοκύπριους, όσο και τους Τουρκοκύπριους πολίτες. Ο αιτητής στην παρούσα υπόθεση εξακολουθεί να κατοικεί στο κατεχόμενο μέρος της Κύπρου. Τα δικαιώματά του αναγνωρίζονται, αλλά περιορίζονται, σε κάποιο βαθμό, λόγω της έκρυθμης κατάστασης.
Τα πράγματα είναι πολύ πιο απλά όσον αφορά τη δεύτερη αιτούμενη θεραπεία, δηλαδή την αξίωση για απόδοση στον αιτητή ποσού £3.680 που αφορά αποζημιώσεις τις οποίες ο αιτητής δικαιούται λόγω απαλλοτριώσεων που διενεργήθηκαν στο ακίνητο.
Χωρίς αμφιβολία δεν έχουμε εκτελεστή διοικητική πράξη γιατί η προσβαλλόμενη απόφαση ανάγεται σε χρηματική διαφορά. Όπως έχει αποφασιστεί, η άρνηση πληρωμής κείται εκτός του ελέγχου του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η πληρωμή είναι υλική εκτέλεση και η άρνηση χρηματικής απαίτησης δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη (Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 470).
Στην παρούσα υπόθεση έχουμε χρηματική απαίτηση. Όπως έχει τονιστεί και στην υπόθεση Mavrogenis v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1140, 1146, οι διοικητικές πράξεις που παρέχουν λαβή σε απλές χρηματικές διαφορές δεν είναι προσβλητές δι' αιτήσεως ακυρώσεως, ενώ μόνα αρμόδια δικαστήρια για επίλυση της διαφοράς είναι τα αστικά δικαστήρια.
Η προσφυγή απορρίπτεται, με £600 έξοδα εναντίον του αιτητή.
Η προσφυγή απορρίπτετα με έξοδα.