ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 637/2004
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στής]
Αιτήτριες,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
- - - - - - -
Α. Ευσταθίου, για τις αιτήτριες
Δ. Εργατούδη, για τους καθ΄ων η αίτηση
Α. Παπαχαραλάμπους, για ΕΜ 1 - 6.
Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ. Με την προσφυγή προσβάλλεται η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ημερομηνίας 15.3.04, με την οποία διορίστηκαν οι Ζαχαριάδου Θεοδώρα, Ιωαννίδης Μάριος, Λουκαϊδου-Κλόκκαρη Παναγιώτα, Παναγίδης Νίκος, Πήλασα Χριστάκης και Τόφα - Χριστοδούλου Χρυστάλλα στη θέση Ιατρικού Λειτουργού 2ης Τάξης, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας.
Η προσφυγή εναντίον του Ιωαννίδη Μάριου αποσύρθηκε.
Οι κενές θέσεις ήταν δέκα στον τομέα της Γενικής Ιατρικής. Η Συμβουλευτική Επιτροπή που συστάθηκε υπέβαλε στην ΕΔΥ προκαταρκτικό κατάλογο των υποψηφίων, τους οποίους σύστησε για διορισμό στις επίδικες θέσεις. Σ΄αυτόν περιλαμβάνονταν τόσο οι αιτήτριες όσο και τα ΕΜ.
Η ΕΔΥ, αφού εξέτασε την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, προέβηκε στον καταρτισμό του τελικού καταλόγου. Σ΄αυτόν αποφάσισε να συμπεριλάβει εκτός από τους υποψηφίους που περιλαμβάνονταν στον προκαταρκτικό κατάλογο και άλλους έξι υποψηφίους.
Στη συνέχεια κάλεσε σε προφορική εξέταση τους υποψηφίους που περιλαμβάνονταν στον τελικό κατάλογο. Σ΄αυτή παρευρέθηκε και η Αναπληρώτρια Διευθύντρια των Ιατρικών Υπηρεσιών και Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας, η οποία αξιολόγησε την απόδοση των αιτητριών και των ΕΜ ως εξαίρετη.
Ακολούθως η ΕΔΥ προέβηκε και η ίδια σε αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων. Αξιολόγησε τις αιτήτριες ως πάρα πολύ καλές και τα ΕΜ ως εξαίρετα.
Η ΕΔΥ, αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιον της στοιχεία, έκρινε ότι δέκα υποψήφιοι, μεταξύ αυτών τα ΕΜ, υπερείχαν των άλλων υποψηφίων και αποφάσισε να τους προσφέρει διορισμό στη θέση Ιατρικού Λειτουργού 2ης τάξης. Παραθέτω το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφασή της:
«Οι Ζαχαριάδου Θεοδώρα, Ιωαννίδης Μάριος Ανδρέα, Λουκαϊδου-Κλόκκαρη Παναγιώτα, Παναγίδης Νίκος, Σάββα Σαββάκης, Σταύρου Σταύρος, Τόφα-Χριστοδούλου Χρυστάλλα και Τσουλλή Προκοπία Σταύρου αξιολογήθηκαν ως Εξαίρετοι από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, όπως και άλλοι υποψήφιοι, απέδωσαν όμως σε υψηλότερο από τους λοιπού υποψηφίους επίπεδο κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, αξιολογηθέντες ως Εξαίρετοι, Επιπλέον, κατέχουν το πλεονέκτημα που προβλέπεται στο Σχέδιο Υπηρεσίας.
Οι Αρχιμήδης Δάφνης και Πήλασα Χριστάκης αξιολογήθηκαν ως Σχεδόν Εξαίρετοι από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, όπως και άλλοι υποψήφιοι απέδωσαν όμως στο επίπεδο του Εξαίρετος, όπως και οι υπόλοιποι επιλεγέντες, κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, σε υψηλότερο δηλαδή από τους μη επιλεγέντες επίπεδο. Επιπλέον, διαθέτουν το πλεονέκτημα που προβλέπεται στο Σχέδιο Υπηρεσίας.
Η Επιτροπή δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι αρκετοί υποψήφιοι που κατέχουν το πλεονέκτημα δεν κατέστη δυνατόν να επιλεγούν, αυτοί, όμως, στη συνεκτίμηση της απόδοσής τους στην ενώπιόν της προφορική εξέταση και της αξιολόγησής τους από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, ακόμα και σε συνδυασμό με το πλεονέκτημα, κρίθηκαν ότι υστερούν έναντι των επιλεγέντων.»
Οι αιτήτριες πρόβαλαν ότι είχαν υπέρτερη πείρα σχετική με τα καθήκοντα και τις ευθύνες του τομέα της Γενικής Ιατρικής, όπως αυτά περιγράφονται στην παράγραφο 2(α) του Σχεδίου Υπηρεσίας, από τα ΕΜ.
Το Σχέδιο Υπηρεσίας στην παράγραφο 3(4) καθορίζει όσο αφορά την πείρα:
«Πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης που αποκτήθηκε είτε σε υπηρεσία σε δημόσια θέση είτε σε έκτακτη απασχόληση στη Δημόσια Υπηρεσία θα αποτελεί πλεονέκτημα.»
Η ΕΔΥ, όπως και η Συμβουλευτική Επιτροπή, έκρινε ότι η χρονική περίοδος του ενός έτους είναι η ελάχιστη που θα πρέπει να έχει ένας υποψήφιος για να του λογιστεί το πλεονέκτημα. Αιτιολόγησε την απόφασή της αναφέροντας ότι «θεώρησε την περίοδο του ενός έτους ως ικανοποιητική, καθότι το πλεονέκτημα, έτσι όπως διατυπώνεται, στοχεύει ουσιαστικά στην απόδοση προβαδίσματος στα άτομα που έχουν εργαστεί στη δημόσια υπηρεσία και έχουν εξοικειωθεί με τον τρόπο λειτουργίας και τις διαδικασίες των δημόσιων Νοσηλευτηρίων, πράγμα για το οποίο ο ένας χρόνος είναι αρκετός.»
Είναι η θέση των αιτητριών ότι η υπέρτερη αυτή πείρα τους έπρεπε να συνεκτιμηθεί από την ΕΔΥ με τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης, ενώ αντίθετα παραγνωρίστηκε.
Είναι επιτρεπτό στην ΕΔΥ να καθορίζει, όπου το Σχέδιο Υπηρεσίας δεν το προβλέπει, λογική χρονική διάρκεια για να θεωρείται ως πλεονέκτημα η πείρα, γιατί η πείρα πρέπει σε κάθε περίπτωση να είναι ουσιαστική (βλ. Τυρίμου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 4148 και Αυγερινού ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 702).
Ο καθορισμός του χρόνου αιτιολογήθηκε. Κρίθηκε ότι ο ένας χρόνος είναι αρκετός για να υπάρξει εξοικείωση με τον τρόπο λειτουργίας και τις διαδικασίες των δημόσιων Νοσηλευτηρίων.
Τόσο οι αιτήτριες όσο και τα ΕΜ έχουν το πλεονέκτημα της πείρας. Πείρα μεγαλύτερης διάρκειας από τον ένα χρόνο είχαν και τα ΕΜ.
Δε διαπιστώνω παραγνώριση της πείρας τους από την ΕΔΥ, όπως οι αιτήτριες ισχυρίστηκαν. Αντίθετα προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδρίας της ΕΔΥ, ότι έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιόν της στοιχεία. Αφού τα συνεκτίμησε διαπίστωσε υπεροχή των ΕΜ. Επιλέγοντας τα ΕΜ Ζαχαριάδου, Λουκαϊδου-Κλόκκαρη, Παναγίδη και Τόφα - Χριστοδούλου, ανέφερε ότι αξιολογήθηκαν ως εξαίρετοι από τη Συμβουλευτική Επιτροπή. Το ίδιο αξιολογήθηκαν και οι αιτήτριες. Ανέφερε περαιτέρω ότι απέδωσαν σε ψηλότερο επίπεδο από τους υπόλοιπους υποψηφίους κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση και αξιολογήθηκαν ως εξαίρετοι. Επιπλέον αναφέρθηκε ότι κατέχουν το πλεονέκτημα. Για το ΕΜ Πήλασα ανέφερε ότι αξιολογήθηκε ως σχεδόν εξαίρετος από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, κρίθηκε όμως ως εξαίρετος κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση και επιπλέον κατέχει το πλεονέκτημα.
Δε διαπιστώνω να δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην ενώπιον της ΕΔΥ προφορική εξέταση όπως ισχυρίστηκαν στη συνέχεια οι αιτήτριες.
Ισχυρίστηκαν περαιτέρω ότι τα ΕΜ Λουκαϊδου-Κλόκκαρη και Παναγίδης δεν κατέχουν τίτλο ειδικότητας στη Γενική Ιατρική, όπως οι αιτήτριες.
Στο Σχέδιο Υπηρεσίας καθορίζεται ότι οι ανάγκες της Υπηρεσίας στους Τομείς της Γενικής ή ειδικής Ιατρικής, όπως και οι ειδικότητες θα καθορίζονται ανάλογα κατά τη δημοσίευση της θέσης και σύμφωνα με την καθοριζόμενη οργανωτική δομή των Ιατρικών Υπηρεσιών. Καθώς και ότι οι παρούσες ανάγκες της Υπηρεσίας απαιτούν όπως οι δέκα θέσεις κατανεμηθούν στον τομέα της Γενικής Ιατρικής.
Συνεπώς αυτό που απαιτούσε το σχέδιο υπηρεσίας ήταν τίτλος στη Γενική Ιατρική και όχι τίτλος στην ειδικότητα της Γενικής Ιατρικής που ανήκει στον τομέα της Ειδικής Ιατρικής. Ας σημειωθεί ότι το ΕΜ Παναγίδης, όπως πρόβαλε ο δικηγόρος του και προκύπτει από τον προσωπικό του φάκελο, κατέχει τίτλο στην ειδικότητα της Γενικής Ιατρικής. Το ΕΜ Λουκαϊδου-Κλόκκαρη κατέχει τίτλο στην ειδικότητα της Παθολογίας.
Tα επιπρόσθετα μη προβλεπόμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα λαμβάνονται γενικά υπόψη αν είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης, διαφορετικά έχουν περιθωριακή σημασία. Στην εξεταζόμενη περίπτωση τέτοια προσόντα έχουν όχι μόνο οι αιτήτριες αλλά και τα ΕΜ. Οι αιτήτριες έχουν ειδικότητα στη Γενική Ιατρική, όπως και τα ΕΜ Ζαχαριάδου, Παναγίδης, Πήλασα και Τόφα Χριστοδούλου. Ας σημειωθεί ότι ο τίτλος της ειδικότητας στη Γενική Ιατρική του ΕΜ Παναγίδη αποκτήθηκε στις 15.5.2003. Αφού δεν πρόκειται για απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας προσόν, είναι νόμιμο να εκτιμηθεί και μέχρι την ημέρα λήψης της απόφασης. Το ΕΜ Λουκαϊδου-Κλόκκαρη έχει ειδικότητα στην παθολογία.
Δε συμμερίζομαι την άποψη ότι η ειδικότητα στη Γενική Ιατρική που έχουν οι αιτήτριες θα έπρεπε να θεωρηθεί ως υπέρτερη του επιπρόσθετου προσόντος της ειδικότητας της Παθολογίας που έχει το ΕΜ Λουκαϊδου-Κλόκκαρη για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης, επειδή επρόκειτο για θέση στον τομέα της Γενικής Ιατρικής. Αυτό προκύπτει και από τη Σημείωση υπ΄αρ. (2) του Σχεδίου Υπηρεσίας, στην οποία καθορίζεται:
«(2) Σε περίπτωση που οι ανάγκες της Υπηρεσίας απαιτούν την εκτέλεση καθηκόντων Γενικής Ιατρικής, οι διοριζόμενοι θα τοποθετούνται στη θέση Ιατρικού Λειτουργού, 2ης Τάξης, ανεξάρτητα από τα προσόντα που κατέχουν, και θα εντάσσονται στην 4η βαθμίδα της Κλ. Α9, εκτός αν κατέχουν μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο ειδικότητας στην Παθολογία, που αναγνωρίζεται στη χώρα που αποκτήθηκε και θεωρούνται ως Ειδικοί σύμφωνα με τον περί Εγγραφής Ιατρών Νόμο, οπότε θα εντάσσονται στην 6η βαθμίδα της Κλ. Α9. Όσοι διορίζονται στη θέση Ιατρικού Λειτουργού, 2ης Τάξης, θα είναι προάξιμοι στη θέση Ιατρικού Λειτουργού, 1ης Τάξης, μετά τη συμπλήρωση δύο ετών υπηρεσίας στη 2η Τάξη, εκτός αν εφαρμοστούν ενωρίτερα οι πρόνοιες της Σημ. (3) πιο κάτω.»
Υπήρξε επίσης ισχυρισμός των αιτητριών ότι υπήρξε πλημμελής σύνθεση της ΕΔΥ. Πρόβαλαν ότι ο Πρόεδρος Μ. Σπανός απουσίαζε κατά τη συνεδρία της 27.11.2003, ενώ ήταν παρών κατά την επόμενη συνεδρία της 10.3.2004.
Το άρθρο 22 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(1)/99) καθορίζει:
«22. Η διαδικασία συζήτησης και λήψης απόφασης για ορισμένο θέμα πρέπει να διεξάγεται από την αρχή μέχρι το τέλος από τα ίδια μέλη του συλλογικού οργάνου. Αν η διαδικασία παρατείνεται σε περισσότερες συνεδρίες και η σύνθεση του οργάνου μετά την πρώτη συνεδρία αλλάξει με τη συμμετοχή μελών που ήταν απόντα στις προηγούμενες συνεδρίες, το συλλογικό όργανο δεν μπορεί να λάβει έγκυρη απόφαση στην τελευταία συνεδρία, εκτός αν στη συνεδρία αυτή επαναληφθεί από την αρχή η διαδικασία και η συζήτηση που προηγήθηκε. Αυτό
δεν απαιτείται, όταν πρόκειται για απουσία από συνεδρία που ασχολήθηκε με προκαταρκτικά θέματα ή όταν τα μέλη τα οποία λαμβάνουν την τελική απόφαση είναι πλήρως ενημερωμένα σχετικά με όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη λήψη απόφασης.»
Κατά τη συνεδρία της 27.11.2003 κατατέθηκε η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Η ΕΔΥ, αφού την έλεγξε, υιοθέτησε τα πορίσματά της σ΄ό,τι αφορά την κατοχή από τους υποψηφίους των απαιτούμενων από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης προσόντων. Περαιτέρω, αφού έλεγξε τον προκαταρκτικό κατάλογο με βάση τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης των υποψηφίων που έγινε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, καθώς και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, προχώρησε στον καταρτισμό του τελικού καταλόγου, στον οποίο αποφάσισε να συμπεριλάβει, εκτός από τους υποψηφίους που περιλαμβάνονται στον προκαταρκτικό κατάλογο, ακόμα έξι υποψηφίους.
Έχω τη γνώμη ότι τα θέματα αυτά ήταν προκαταρκτικά. Έγινε αναφορά σ΄αυτά στη συνεδρία της 11.3.2004. Ουσιαστική ήταν η συνεδρία της 10.3.2004 κατά την οποία άρχισε η προφορική εξέταση των υποψηφίων.
Δε διαπιστώνω πλημμέλεια στη σύνθεση όσο αφορά τον ισχυρισμό αυτό.
Ισχυρίστηκαν περαιτέρω ότι η παρουσία του μέλους της ΕΔΥ Π. Παπαγεωργίου στη συνεδρία της 27.11.2003 καθιστά πλημμελή τη σύνθεση της ΕΔΥ. Κατά τις επόμενες συνεδρίες 10.3.2004, 11.3.2004, 12.3.2004, 15.3.2004 και 16.4.2004 δεν έλαβε μέρος λόγω συγγένειας με ένα υποψήφιο.
Το άρθρο 42 του Ν. 158(1)/99 καθορίζει:
«42(1) Κάθε διοικητικό όργανο που μετέχει στην παραγωγή διοικητικής πράξης πρέπει να παρέχει τα εχέγγυα της αμερόληπτης κρίσης.
(2) Δε μετέχει στην παραγωγή διοικητικής πράξης πρόσωπο που έχει ιδιάζουσα σχέση ή συγγενικό δεσμό εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι και του τέταρτου βαθμού ή βρίσκεται σε οξεία έχθρα με το άτομο που αφορά η εξεταζόμενη υπόθεση ή που έχει συμφέρον για την έκβασή της.
(3) Η κατά το εδάφιο (2) πιο πάνω, συμμετοχή σε διοικητικό όργανο επιτρέπεται, όταν η διοικητική πράξη δεν μπορεί να εκδοθεί από άλλο, κατά νόμο αρμόδιο όργανο ή όταν το αρμόδιο συλλογικό όργανο δεν μπορεί να συνέλθει επειδή δε θα υπάρχει απαρτία.»
Στη συνεδρία της 27.11.2003 κατά την οποία ήταν παρών ο κ. Παπαγεωργίου, απουσίαζε όπως λέχθηκε ο Πρόεδρος κ. Σπανός. Το άρθρο 11(2) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90) όπως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο καθόριζε:
«(2) Ο Πρόεδρος και δύο άλλα μέλη παρόντα σ΄οποιαδήποτε συνεδρίαση ή, αν ο Πρόεδρος δεν είναι παρών, τέσσερα παρόντα μέλη αποτελούν απαρτία. Καμιά απόφαση δεν είναι έγκυρη, εκτός αν ληφθεί με τρεις ψήφους.
Συνεπώς, αφού ο Πρόεδρος απουσίαζε ήταν απαραίτητο να ήταν παρόντα τέσσερα μέλη για να υπάρχει απαρτία. Σύμφωνα με το άρθρο 42(3) του Ν. 158(1)/99 η παρουσία του κ. Παπαγεωργίου ήταν επιτρεπτή, αφού η ΕΔΥ δεν μπορούσε να συνέλθει κατά τη 27.11.2003 επειδή δε θα υπήρχε απαρτία.
Οι λόγοι ακύρωσης που πρόβαλαν οι αιτήτριες απορρίπτονται. Η επίδικη απόφαση της ΕΔΥ ήταν νόμιμη.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Π. Αρτέμης, Δ.
/Χ.Π.