ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 4 ΑΑΔ 766
26 Σεπτεμβρίου, 2005
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΙΣΧΥΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΗ ΛΤΔ,
Αιτητές,
v.
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 73/2004)
Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ― Η αποκλειστική αρμοδιότητα που απονέμεται στην Επιτροπή από τον Καν. 63 (6) των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών του 1995 (Κ.Δ.Π. 214/95) ― Ερμηνεία σε συνδυασμό προς το άρθρο 38(1) του περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμου του 2001 (Ν. 64(Ι)/)01).
Διοικητικό Όργανο ― Συλλογικά όργανα ― Σύνθεση ― Πάσχουσα σύνθεση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου στην κριθείσα περίπτωση κατά παράβαση του άρθρου 22 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(Ι)/99).
Οι αιτητές προσέφυγαν κατά της σε βάρος τους επιβολής της διοικητικής ποινής προστίμου ύψους Λ.Κ. 1500 για παράβαση της παραγράφου 3(στ) του Παραρτήματος Β΄, Μέρος ΙΙ του Κανονισμού 63 των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών του 1995-2002 (Κ.Δ.Π. 214/95).
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Οι αιτητές υποστηρίζουν επικαλούμενοι την απόφαση στην υπόθεση A.L. Prochoice Securities Ltd v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, Υποθ. Αρ. 741/2002, ημερ. 23.4.2004, ότι η επίδικη απόφαση ελήφθη από αναρμόδιο όργανο.
Το Δικαστήριο στην εν λόγω υπόθεση έκρινε ότι «η κειμένη νομοθεσία που αφορά την κεφαλαιαγορά και την Επιτροπή», δεν περιλαμβάνει το Νόμο του Χρηματιστηρίου και τους σχετικούς Κανονισμούς, και εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή δεν είχε δικαίωμα να αναλάβει αρμοδιότητα.
Η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από την πιο πάνω απόφαση, καθότι, εδώ, η Επιτροπή είχε αποκλειστική αρμοδιότητα ή εξουσία, την οποία της παρέχει ρητά ο Κανονισμός 63(6) της Κ.Δ.Π. 214/95 των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών του 1995, και δεν εξαρτάται από το άρθρο 38(1) του Ν. 64(Ι)/2001.
Σύμφωνα με το άρθρο 10(3)(α) του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου του 1993, Ν.14(Ι)/93 «........ η εξουσία του Συμβουλίου για επιβολή προστίμου δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπου η εξουσία αυτή παραχωρείται ρητά από τους Κανονισμούς στην Επιτροπή ή το Διευθυντή». Συνεπώς, δεν έχει σημασία στην παρούσα περίπτωση πώς ερμηνεύει κανείς την αναφορά του άρθρου 38(1) του Ν.64(Ι)/2001 «.....κειμένη νομοθεσία που αφορά την κεφαλαιαγορά και την Επιτροπή». Εν πάση περιπτώσει ορθότερη θα ήταν η ερμηνεία ότι αφού το αρχικό γράμμα της λέξης «κεφαλαιαγορά» είναι γραμμένο με μικρό γράμμα και όχι με κεφαλαίο, ο νομοθέτης δεν εννοεί την «Κεφαλαιαγορά» και συνεπώς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, αλλά την κεφαλαιαγορά μέσα στη γενική της έννοια που δεν είναι τίποτε άλλο από την προσφορά ή ζήτηση ρευστού χρήματος ή το σύνολο των χρηματιστηριακών συναλλαγών.
2. Οι αιτητές υποστηρίζουν ακόμα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη από όργανο του οποίου η σύνθεση και η συγκρότηση έπασχαν.
Την 1.9.2003, ημερομηνία κατά την οποία ελήφθη η προσβαλλόμενη απόφαση, παρόν στη συνεδρία ήταν και το νέο μέλος της Επιτροπής Γεώργιος Κουφάρης, ο οποίος, σύμφωνα με τα πρακτικά, αποχώρησε από την αίθουσα της συνεδρίασης κατά την παρουσίαση, συζήτηση και λήψη απόφασης αναφορικά με το επίδικο θέμα, «για σκοπούς σύνθεσης της Επιτροπής». Συνεχίστηκε μετά την αποχώρηση του Κουφάρη η συζήτηση του θέματος και η Επιτροπή προχώρησε στην επιβολή του επίδικου διοικητικού προστίμου των £1.500.
Το άρθρο 22 των περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν.158(Ι)/99, προβλέπει ότι η διαδικασία συζήτησης και λήψης της επίδικης απόφασης πρέπει να διεξάγεται από την αρχή μέχρι το τέλος από τα ίδια μέλη. Αν η σύνθεση του οργάνου αλλάξει με τη συμμετοχή μελών που ήταν απόντα στις συνεδρίες, αυτό διορθώνεται μόνο αν πρόκειται για συνεδρία που ασχολήθηκε με προκαταρκτικά θέματα ή όταν τα μέλη τα οποία λαμβάνουν την τελική απόφαση είναι πλήρως ενημερωμένα σχετικά με όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη λήψη της απόφασης.
Από το τηρηθέν πρακτικό εν προκειμένω είναι σαφές ότι ο Κουφάρης αποχώρησε από την αίθουσα συνεδρίασης για σκοπούς σύνθεσης της Επιτροπής. Κι' αυτό γιατί θεωρήθηκε ότι δεν εδικαιούτο να συμμετάσχει.
Κατά συνέπεια η σύνθεση της Επιτροπής κατά την ουσιώδη συνεδρία της ημερ. 1.9.2003 πάσχει.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
A. L. Prochoice Securities Ltd v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 741/2002, ημερ. 23.4.2004,
Καρακόκκινος κ.ά. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2004) 4 Α.Α.Δ. 956,
Suphire Securities and Financial Services Ltd. v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (2005) 4 Α.Α.Δ. 515,
Mytides v. The Republic (1988) 3 C.L.R. 737.
Προσφυγή.
Κ. Καλλής και Δ. Καλλής, για τους Αιτητές.
Κ. Καντούνας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Οι αιτητές είναι επενδυτικός οργανισμός, οι τίτλοι του οποίου είναι εισηγμένοι και τυγχάνουν διαπραγμάτευσης στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου. Η παρούσα προσφυγή στρέφεται εναντίον της απόφασης των καθ' ων η αίτηση (στο εξής «η Επιτροπή»), ημερ. 1.9.2003, για επιβολή προστίμου στους αιτητές, ύψους £1.500, ύστερα από διαδικασία για παράβαση της παραγράφου 3(στ) του Παραρτήματος Β΄, Μέρος ΙΙ, του Κανονισμού 63 των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών του 1995 - 2002. Ο Κανονισμός αφορά το όριο επένδυσης του ενεργητικού των επενδυτικών εταιρειών σε κινητές αξίες του ίδιου εκδότη.
Ύστερα από έλεγχο, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι από την ανάλυση του ενεργητικού και της τριμηνιαίας έκθεσης της εταιρείας τους για τις 31.12.2002, οι αιτητές είχαν επενδυμένο το 13.16% του ενεργητικού τους σε κινητές αξίες της εταιρείας «Κώστας Μιχαηλίδης Λτδ», ενώ, στις 31.3.2003, το ποσοστό ανήλθε στο 16.57%. Έτσι, η Επιτροπή αποφάσισε όπως καλέσει τους αιτητές και το διαχειριστή επενδύσεών της, όπως προβούν σε παραστάσεις δυνάμει του άρθρου 39, του περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμου του 2001, Ν.64(Ι)/2001, για ενδεχόμενη παράβαση της παραγράφου 3(στ) του παραρτήματος Β, Μέρος ΙΙ, των Κανονισμών του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (Κανονισμός 63 της Κ.Δ.Π. 214/95).
Το άρθρο 3(στ) ανωτέρω προνοεί:
«Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της υποπαραγράφου (ε) της παραγράφου 2 του Μέρους αυτού, ένας επενδυτικός οργανισμός δεν επιτρέπεται να επενδύει ποσοστό πέραν του δέκα επί τοις εκατόν του ενεργητικού του σε κινητές αξίες του ιδίου εκδότη. Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται να επενδύει ποσοστό πέραν του δέκα επί τοις εκατόν του ενεργητικού του σε αξίες του ίδιου εκδότη, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις.»
Επιπροσθέτως, αποφασίστηκε από την Επιτροπή όπως δοθεί στους αιτητές προθεσμία ενός μηνός για πλήρη συμμόρφωση με τις διατάξεις της παραγράφου 3(στ). Ακολούθησε η συνεδρία της Επιτροπής ημερ. 1.9.2003 κατά την οποία λήφθηκε η επίδικη απόφαση. Η Επιτροπή κατέληξε ότι οι αιτητές είχαν ενεργήσει κατά παράβαση της παραγράφου 3(στ) του Παραρτήματος Β, Μέρος ΙΙ, του κανονισμού 63 της Κ.Δ.Π. 214/95 και τους επέβαλε το διοικητικό πρόστιμο των £1.500.
Με την παρούσα προσφυγή η οποία στρέφεται εναντίον της απόφασης για επιβολή του προστίμου, εγείρεται αριθμός λόγων. Οι αιτητές υποστηρίζουν επικαλούμενοι την απόφαση στην υπόθεση A.L. Prochoice Securities Ltd v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, Υποθ. Αρ. 741/2002, ημερ. 23.4.2004, ότι η επίδικη απόφαση ελήφθη από αναρμόδιο όργανο. Στην πιο πάνω υπόθεση η Επιτροπή ενεργώντας με βάση την εξουσία που της παρέχει το άρθρο 38(1) του περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμου του 2001, Ν.64(Ι)/2001, επέβαλε διοικητικό πρόστιμο για παράβαση του Κανονισμού 21(2)(β) των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών του 1995, Κ.Δ.Π. 214/95.
Το άρθρο 38(1) του Ν.64(Ι)/2001 προνοεί:
«38.-(1) Η Επιτροπή έχει εξουσία προς επιβολή διοικητικού προστίμου ύψους μέχρι εκατό χιλιάδων λιρών και σε περίπτωση επανάληψης της παράβασης ύψους μέχρι διακοσίων χιλιάδων λιρών ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, σε περίπτωση που διαπιστώνεται ότι φυσικό πρόσωπο ή οργανισμός παραβιάζει οποιαδήποτε από τις υποχρεώσεις που του επιβάλλουν οι διατάξεις του παρόντος Νόμου, οι δυνάμει αυτού εκδιδόμενοι Κανονισμοί, οι Αποφάσεις της Επιτροπής και η κειμένη νομοθεσία που αφορά την κεφαλαιαγορά και την Επιτροπή.»
Το Δικαστήριο έκρινε ότι «η κειμένη νομοθεσία που αφορά την κεφαλαιαγορά και την Επιτροπή», δεν περιλαμβάνει το Νόμο του Χρηματιστηρίου και τους σχετικούς Κανονισμούς, και εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή δεν είχε δικαίωμα να αναλάβει αρμοδιότητα αφού το Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου διατηρούσε ανάλογη αρμοδιότητα και δεν εκδόθηκε κατά τα οριζόμενα στην επιφύλαξη του άρθρου 26(α) του Ν.64(Ι)/2001, κανονισμός με τον οποίο να εξειδικεύονται οι όροι και η διαδικασία άσκησης των αρμοδιοτήτων που παρέχονται στην Επιτροπή με το άρθρο 26(α) του Νόμου.
Η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από την πιο πάνω απόφαση, καθότι, εδώ, η Επιτροπή είχε αποκλειστική αρμοδιότητα ή εξουσία, την οποία της παρέχει ρητά ο Κανονισμός 63(6) της Κ.Δ.Π. 214/95 των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών του 1995, και δεν εξαρτάται από το άρθρο 38(1) του Ν. 64(Ι)/2001.
Σύμφωνα με το άρθρο 10(3)(α) του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου του 1993, Ν.14(Ι)/93 «........ η εξουσία του Συμβουλίου για επιβολή προστίμου δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπου η εξουσία αυτή παραχωρείται ρητά από τους Κανονισμούς στην Επιτροπή ή το Διευθυντή». Συνεπώς, δεν έχει σημασία στην παρούσα περίπτωση πώς ερμηνεύει κανείς την αναφορά του άρθρου 38(1) του Ν.64(Ι)/2001 «.....κειμένη νομοθεσία που αφορά την κεφαλαιαγορά και την Επιτροπή». Όμως, αν είχα να ερμηνεύσω το άρθρο 38(1) θα έτεινα στην ερμηνεία ότι αφού το αρχικό γράμμα της λέξης «κεφαλαιαγορά» είναι γραμμένο με μικρό γράμμα και όχι με κεφαλαίο, ο νομοθέτης δεν εννοεί την «Κεφαλαιαγορά» και συνεπώς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, αλλά την κεφαλαιαγορά μέσα στη γενική της έννοια που δεν είναι τίποτε άλλο από την προσφορά ή ζήτηση ρευστού χρήματος ή το σύνολο των χρηματιστηριακών συναλλαγών (βλέπε Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη, σελ.709).
Οι αιτητές υποστηρίζουν ακόμα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη από όργανο του οποίου η σύνθεση και η συγκρότηση έπασχαν. Η Επιτροπή στη συνεδρία της ημερ. 21.4.2003, αποφάσισε να καλέσει τους αιτητές, τους διοικητικούς της συμβούλους και το διαχειριστή επενδύσεων, όπως προβούν σε παραστάσεις δυνάμει του άρθρου 39 του Ν.64(Ι)/2001, όπως τροποποιήθηκε, για ενδεχόμενη παράβαση της παραγράφου 3 (στ) του Παραρτήματος Β, Μέρος ΙΙ, των Κανονισμών του Χρηματιστηρίου, γιατί η εταιρεία είχε επενδύσει ποσοστό πέραν του 10% του ενεργητικού της στον ίδιο εκδότη, δίδοντας συνάμα προθεσμία στους αιτητές ενός μηνός για πλήρη συμμόρφωση. Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω απόφασης, η Επιτροπή, με επιστολή ημερ. 2.5.2003 κάλεσε τους αιτητές προς απολογία για ενδεχόμενη παράβαση της παραγράφου 3(στ) ως ανωτέρω, κλήση στην οποία οι αιτητές ανταποκρίθηκαν.
Την 1.9.2003, ημερομηνία κατά την οποία ελήφθη η προσβαλλόμενη απόφαση, παρόν στη συνεδρία ήταν και το νέο μέλος της Επιτροπής Γεώργιος Κουφάρης, ο οποίος, σύμφωνα με τα πρακτικά, αποχώρησε από την αίθουσα της συνεδρίασης κατά την παρουσίαση, συζήτηση και λήψη απόφασης αναφορικά με το θέμα που μας απασχολεί, «για σκοπούς σύνθεσης της Επιτροπής». Συνεχίστηκε μετά την αποχώρηση του Κουφάρη η συζήτηση του θέματος και η Επιτροπή προχώρησε στην επιβολή του διοικητικού προστίμου των £1.500.
Οι αιτητές υποστηρίζουν ότι η αποχώρηση του Κουφάρη έλαβε χώρα υπό το καθεστώς της πεπλανημένης άποψης ότι δεν μπορούσε να συμμετάσχει.
Το άρθρο 22 των περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν.158(Ι)/99, προβλέπει ότι η διαδικασία συζήτησης και λήψης της επίδικης απόφασης πρέπει να διεξάγεται από την αρχή μέχρι το τέλος από τα ίδια μέλη. Αν η σύνθεση του οργάνου αλλάξει με τη συμμετοχή μελών που ήταν απόντα στις συνεδρίες, αυτό διορθώνεται μόνο αν πρόκειται για συνεδρία που ασχολήθηκε με προκαταρκτικά θέματα ή όταν τα μέλη τα οποία λαμβάνουν την τελική απόφαση είναι πλήρως ενημερωμένα σχετικά με όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη λήψη της απόφασης.
Οι αιτητές υποστηρίζουν ότι η συνεδρία που προηγήθηκε είχε ασχοληθεί με προκαταρκτικά θέματα, αλλά και αν ήθελε γίνει αποδεκτή διαφορετική προσέγγιση στο θέμα, ισχυρίζονται ότι το άρθρο 22 του Ν.158(Ι)/99, δίνει νόμιμη λύση στο θέμα της συμμετοχής του κ. Κουφάρη. Το νέο μέλος, ο κ. Κουφάρης, μπορούσε ευχερώς και σε σύντομο χρονικό διάστημα να ενημερωθεί και κατατοπιστεί επί του θέματος. Αντί αυτού, συνεχίζουν οι αιτητές, η Επιτροπή απέκλεισε τον κ. Κουφάρη και συνεπώς, η μη συμμετοχή του στη συνεδρία ημερ. 1.9.2003, οφείλεται στην πεπλανημένη άποψη ότι δεν μπορούσε να λάβει μέρος.
Οι καθ' ων η αίτηση αντικρούουν ότι ο κ. Κουφάρης δεν αποκλείστηκε αλλά αποχώρησε από τη συνεδρία. Εξ άλλου το άρθρο 22 του Ν.158(Ι)/99, υποστηρίζουν, δεν δημιουργεί υποχρέωση στο μέλος το οποίο είναι είτε νέο μέλος, είτε απλά ήταν απόν σε προηγούμενη συνεδρία να παραστεί.
Εξέταση του πρακτικού της προηγούμενης συνεδρίας της Επιτροπής δείχνει ότι η συνεδρία πράγματι ασχολήθηκε με προκαταρκτικά ζητήματα, αφού ουσιαστικά εξέτασε την ανάλυση ενεργητικού και την τριμηνιαία έκθεση της εταιρείας, από την οποία προέκυπτε ότι ποσοστό πέραν του επιτρεπομένου είχε επενδυθεί σε κινητές αξίες του ίδιου εκδότη. Στη συνέχεια και ως αποτέλεσμα της πιο πάνω απόφασης, η Επιτροπή κάλεσε τους αιτητές προς απολογία για ενδεχόμενη παράβαση της παραγράφου 3(στ) του Παραρτήματος Β, Μέρος ΙΙ, του Κανονισμού 63. Η ουσιαστική συζήτηση του θέματος έγινε στη συνεδρία κατά την οποία ελήφθη η προσβαλλόμενη απόφαση.
Από το τηρηθέν πρακτικό είναι σαφές ότι ο Κουφάρης αποχώρησε από την αίθουσα συνεδρίασης για σκοπούς σύνθεσης της Επιτροπής. Κι' αυτό γιατί θεωρήθηκε ότι δεν εδικαιούτο να συμμετάσχει. Σ' αυτή την περίπτωση, όπως σημειώνεται και στην υπόθεση Καρακόκκινος κ.ά. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2004) 4 Α.Α.Δ. 956. Βλέπε επίσης Suphire Securities and Financial Services Ltd. v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (2005) 4 Α.Α.Δ. 515 και κυρίως Mytides v. The Republic (1988) 3 C.L.R. 737).
Εν όψει όλων των πιο πάνω καταλήγω πως η σύνθεση της Επιτροπής κατά την ουσιώδη συνεδρία της ημερ. 1.9.2003 πάσχει. Συνεπώς, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται, με έξοδα εναντίον των καθ' ων η αίτηση.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.