ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1249/2002 )
17 Φεβρουαρίου, 2004
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δικαστής.]
Αναφορικά με το αρθρο 146 του Συντάγματος
C.A.F COMPUTERS LTD,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,
Καθ΄ ων η Αίτηση.
_________________
κ. Γ. Τριανταφυλλίδης
, για την Αιτήτρια.κα Ε. Αντωνίου, για τους Καθ΄ ων η Αίτηση.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Στις 31.12.2001 η Αιτήτρια εταιρεία, η οποία ασχολείται με την πώληση ηλεκτρονικών υπολογιστών, επώλησε προς την εξαρτημένη εταιρεία της Podium Engineering Ltd ηλεκτρονικούς υπολογιστές αξίας £590.130,75. Η Podium εχρεώθη με πρόσθετο ποσό £59.013,08 ως ΦΠΑ. Την ίδια ημερομηνία η Αιτήτρια επώλησε προς τη Podium πάγια
περιουσιακά στοιχεία της αξίας £142.797,49, και πάλι χρεώνοντας πρόσθετο ποσό £14.279,75 ως ΦΠΑ. Οι πωλήσεις αυτές και το συνολικό ποσό του ΦΠΑ, £73.292,83, δεν συμπεριλήφθησαν όμως στη δήλωση της Αιτήτριας για τη φορολογική περίοδο 1.11.2001-31.1.2002 ούτε σε άλλη μεταγενέστερη. Σύμφωνα με την Αιτήτρια, η παράλειψη διαπιστώθηκε τον Αύγουστο του 2002 από τους λογιστές της, οπότε και, όπως ισχυρίζεται, απέστειλε επιστολή ημερομηνίας 6.8.2002 προς τον Έφορο ζητώντας σχετική διόρθωση της δήλωσης για τη φορολογική περίοδο 1.11.2001-31.1.2002 ώστε να περιλαμβάνει τις εν λόγω πωλήσεις. Ο Έφορος αρνείται ότι έλαβε τέτοια επιστολή και λέγει ότι η παράλειψη διαπιστώθηκε κατά την εξέταση γραπτού αιτήματος της Podium ημερομηνίας 6.8.2002 για διόρθωση της δικής της δήλωσης της φορολογικής περιόδου 1.11.2001-31.1.2002 ώστε να περιλαμβάνει τις εν λόγω αγορές, με ακόλουθη πίστωση του εν λόγω ποσού ως φόρου εισροών, το οποίο τελικά ενεκρίθη.Ο Έφορος όμως δεν προέβη αμέσως σε ανάλογη διόρθωση του φόρου εκροών της Αιτήτριας, εν αναμονή υλοποίησης διαβεβαίωσης των λογιστών της ότι το ποσό του φόρου θα απεδίδετο με τη δήλωση για τη φορολογική περίοδο 1.5.2002-31.7.2002. Αυτό δεν έγινε καθ΄ όσον, όπως ανεφέρθη στον Έφορο από τους λογιστές της Αιτήτριας στις 30.9.2002, ανεμένετο πρώτα η έγκριση του Εφόρου για το αίτημα της Podium, οπότε στις 15.10.2002 ο Έφορος προέβη στην ανάλογη βεβαίωση φόρου για το εν λόγω ποσό για τη φορολογική περίοδο 1.5.2003-31.7.2002 δυνάμει του άρθρου 34(1) του Ν 246/90 και του αντίστοιχου άρθρου 49(1) του Ν. 95(1)/2000 που αφορούν την εξουσία του Εφόρου να προβαίνει σε βεβαίωση φόρου αν οι φορολογικές δηλώσεις περιέχουν σφάλματα. Η Αιτήτρια αμφισβήτησε τη βεβαίωση στις 17.12.2002, με την απόρριψη δε από τον Έφορο της αμφισβήτησης της στις 22.1.2003 κατεχώρησε την προσφυγή με την οποία προσβάλλει τη νομιμότητα της απόφασης του Εφόρου.
Η Αιτήτρια δεν αμφισβητεί την οφειλή του φόρου. Αμφισβητεί μόνο τη νομιμότητα της επιβολής του για τη φορολογική περίοδο 1.5.2002-31.7.2002. Ισχυρίζεται, προς τούτο, πλάνη περί το νόμο κατά το ότι, ενώ ο Ν. 95(1)/2000 αντικατέστησε το Ν. 246/90 στις 1.2.2002, ο Έφορος βάσισε την απόφασή του και στους δύο νόμους, έστω και αν, όπως παρατηρεί η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία, τα άρθρα 34(1) του Ν. 246/90 και 49(1) του Ν.
95(1)/2000 είναι σχεδόν πανομοιότυπα. Ο ισχύων κατά το σχετικό χρόνο νόμος, εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Αιτήτρια, ήταν ο Ν. 246/90, εν πάση περιπτώσει όμως, όποιος νόμος δηλαδή και να ρύθμιζε το θέμα της Αιτήτριας, δεν μπορούσαν να είχαν εφαρμογή και οι δύο νόμοι στους οποίους εβασίσθη ο Έφορος.Η απάντηση της ευπαιδεύτου συνηγόρου για τη Δημοκρατία επ΄ αυτού είναι ότι ο Ν. 246/90 δεν έπαυσε να ισχύει για κάθε περίπτωση καθ΄ όσον το άρθρο 59(4) του Ν. 95(1)/2000 προβλέπει ότι:
"Εάν η φορολογική περίοδος οποιουδήποτε υποκειμένου στο φόρο προσώπου, άρχισε πριν και θα συμπληρωθεί μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Νόμου, τότε οποιοδήποτε ζήτημα που αφορά την εν λόγω φορολογική περίοδο, ρυθμίζεται με βάση τις διατάξεις του καταργηθέντος Νόμου καθόσον αφορά το μέρος της φορολογικής περιόδου που προηγήθηκε τη εν λόγω ημερομηνίας".
Η παραπομπή αυτή όμως δεν βοηθά, καθ΄ όσον το άρθρο 59(4) έχει εφαρμογή, σύμφωνα με τους ρητούς όρους του, όπου η φορολογική περίοδος άρχισε πριν και συμπληρώθηκε μετά από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Ν. 95(1)/2000, οπότε έχουν εφαρμογή και οι δύο νόμοι. Στην προκειμένη περίπτωση, η φορολογική περίοδος, 1.11.2002-31.1.2002, άρχισε και τελείωσε πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Ν. 95(1)/2
000 που ήταν η 1.2.2002 και έτσι το άρθρο 59(4) δεν είχε εφαρμογή. Παραμένει λοιπόν η αντινομία που εντοπίζεται στο ότι ο Έφορος, προβαίνοντας στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, εβασίσθη και στους δύο νόμους, και η οποία δεν αναιρείται από άλλη εισήγηση της ευπαιδεύτου συνηγόρου για τη Δημοκρατία ότι η σχετική φορολογική περίοδος ήταν η 1.5.2002-31.7.2002 στην οποία η αιτήτρια υποσχέθη ότι θα περιλάμβανε το φόρο, ώστε να είχε εφαρμογή ο Ν. 95(1)/2000, αφού τότε δεν θα είχε εφαρμογή ο Ν. 246/90 στον οποίο επίσης εβασίσθη ο Έφορος.Η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία εισηγείται περαιτέρω ότι ορθώς ο Έφορος εβασίσθη και στους δύο νόμους καθ΄ όσον η μεν παράλειψη των Αιτητών να περιλάβουν το φόρο στη δήλωση της φορολογικής περιόδου 1.11.2001-31.1.2002 συνιστούσε παράβαση του άρθρου 34(1) του Ν. 246/90 η δε παράλειψη τους να τον περιλάβουν στη δήλωση της φορολογικής περιόδου 1.5.2002-31.7.2002 συνιστούσε παράβαση του άρθρου 49(1) του Ν. 95(1)/2000. Η άποψη αυτή δεν είναι ορθή. Δεν μπορούσαν να υπήρχαν δύο σχετικές φορολογικές περιόδοι. Ο ίδιος ο Έφορος μάλιστα δεν αναφέρεται σε δύο φορολογικές περιόδους παρά μόνο σε μία, εκείνη της 1.5.2001-31.7.2002. Εδώ όμως ήταν και η ουσιαστική πλάνη του, καθ΄ όσον, σύμφωνα με όλα τα ενώπιον του στοιχεία που αποτελούσαν
κοινό έδαφος, η πώληση έγινε στις 31.12.2001 και έτσι ενέπιπτε στη φορολογική περίοδο 1.11.2001-31.1.2002. Η υπόσχεση της Αιτήτριας να αποδώσει το φόρο με τη δήλωση της φορολογικής περιόδου 1.5.2002-31.7.2002 δεν μπορούσε να διαφοροποιήσει τη νομική όσο και πραγματική κατάσταση της υπαγωγής της πώλησης και του φόρου στη φορολογική περίοδο 1.11.2001-31.1.2002 και να την εντάξει στη φορολογική περίοδο 1.5.2002-31.7.2002. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι είχε και εφαρμογή το άρθρο 34(1) του Ν. 246/90. Ο νόμος εκείνος δεν μπορούσε μάλιστα να είχε εφαρμογή καθ΄ όσον, σύμφωνα με το ίδιο το άρθρο 25 αυτού (όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 5(α) του Ν. 52(1)/92), η υποχρέωση υποβολής της φορολογικής δήλωσης είναι μέσα σε δέκα ημέρες μετά το τέλος του μήνα που ακολουθεί το τέλος της φορολογικής περιόδου. Στην προκειμένη περίπτωση, η φορολογική περίοδος έληγε στις 31.1.2002, η δε φορολογική δήλωση έπρεπε να υποβληθεί, όπως και προφανώς υποβλήθηκε, μετά την 1.2.2002. Τότε όμως είχε ισχύ ο Ν. 95(1)/2000 (και έπαυσε να είχε ισχύ ο Ν. 246/90) και η όποια διαπίστωση σφάλματος και βεβαίωση φόρου μπορούσε να γίνει δυνάμει του άρθρου 49(1) του νόμου εκείνου και μόνο. Η δυνατότητα όμως του Εφόρου, δυνάμει των προνοιών του ισχύοντος πλέον Νόμου 95(1)/2000, να προβεί σε βεβαίωση του φόρου για τη φορολογική περίοδο 1.11.2001-31.1.2002, έστω και μετά από τη λήξη της ισχύος του Ν. 246/90 ο οποίος ρύθμιζε την υποχρέωση καταβολής του φόρου για την περίοδο εκείνη, δεν εξυπάκουε την αλλαγή της φορολογικής περιόδου ώστε αυτή να εμπίπτει στην περίοδο ισχύος του Ν. 95(1)/2000.Σε αυτή τη βάση, δεν συμφωνώ ούτε με την άλλη εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για την Αιτήτρια, ότι κακώς εφαρμόσθησαν και οι πρόνοιες της ΚΔΠ 314/2001 (που συνδέεται προς το Ν. 95(1)/2000) αντί οι πρόνοιες της ΚΔΠ 216/91 (που συνδέεται προς το Ν. 246/90), η ισχύς της οποίας συνιστά τη βάση για το επιχείρημα του ότι ήταν πρόωρη η βεβαίωση του φόρου. Τούτο όμως δεν διαφοροποιεί την κατάληξη μου ως προς την πλάνη του Εφόρου.
Αν και δεν είναι αναγκαίο, θεωρώ ορθό να σχολιάσω και την τελευταία εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για την Αιτήτρια ότι, αν είχε εφαρμογή ο Ν. 95(1)/2000 και η ΚΔΠ 314/2001, ο Έφορος ενεργούσε υπό πλάνη καθ΄ όσον δεν είχε υπ΄ όψη του ότι η Αιτήτρια είχε ζητήσει τη διόρθωση της φορολογικής δήλωσης της περιόδου 1.11.2001-31.1.2002 με την επιστολή της ημερομηνίας 6.8.2002 η οποία δεν είναι στο φάκελλο του Εφόρου. Όπως υπέδειξα στην αρχική αναφορά μου στα γεγονότα, ο Έφορος αμφισβητεί τη λήψη της επιστολής αυτής, εξ ου και, όπως παρατηρεί η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία, τέτοια επιστολή δεν υπάρχει στο φάκελλο, δεν επεδιώχθη δε η προσαγωγή μαρτυρίας προς απόδειξη της λήψης της επιστολής αυτής. Δεν μπορεί λοιπόν η αναφορά στην επιστολή αυτή να αποτελέσει βάση για την πιο πάνω εισήγηση, ούτε βεβαίως αλλοιώνεται το γεγονός ότι η αιτήτρια δεν προέβη σε διόρθωση της εν λόγω φορολογικής δήλωσής της.
Σαν αποτέλεσμα, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Η Δημοκρατία θα καταβάλει £400 έξοδα στην Αιτήτρια.
Δ. Χατζηχαμπής,
Δ
./ΕΧ