ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 4 ΑΑΔ 419
13 Μαΐου, 2003
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΡΙΝΟΣ Χ"ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ,
Καθ΄ου η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 43/2002)
Διοικητική πράξη ― Εκτελεστή ― Αποκοπή ποσού μισθολογικών ωφελημάτων για φόρο εισοδήματος και άμυνας από το Γενικό Λογιστή, δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη.
Συλλογικές Συμβάσεις ― Δεν εφαρμόζονται στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου, παρά μόνο αν υιοθετηθούν ως μέρος Κανονισμών ή νόμου ― Διαφορά αναφορικά με την καταβολή υπερωριακής αμοιβής που βασίστηκε σε πρόνοιες συλλογικής σύμβασης, αποτελεί ζήτημα ιδιωτικού δικαίου ― Προσφυγή κατά της απόρριψης σχετικού αιτήματος απορρίφθηκε.
Ο αιτητής προσέφυγε κατά της απόρριψης του αιτήματός του για υπερωριακή αποζημίωση.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Ο αιτητής αναγνώρισε πως η προσβαλλόμενη απόφαση, στην έκταση που αφορούσε στην υπερωριακή εργασία που πρόσφερε ως στις 25.7.00 ήταν βεβαιωτική. Συνεπώς περιόρισε το αντικείμενο της προσφυγής στην περίοδο από εκεί και πέρα, ως τις 19.10.00 οπότε έληξε η ισχύς της εγκυκλίου με βάση την οποία του είχαν ανατεθεί τα πρόσθετα καθήκοντα. Αυτό σημαίνει και εγκατάλειψη του όποιου θέματος θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί ότι εγειρόταν σε σχέση με το φόρο εισοδήματος που απεκόπη αφού αυτό ήταν συναρτημένο προς την απόφαση της 25.7.00, μέχρι την εν τέλει πληρωμή του μειωμένου ποσού από το Μάρτιο του 2001.
Εν πάση περιπτώσει, σχετική είναι η πρόσφατη απόφαση του Χ"Χαμπή, Δ., Σταύρος Σταυρινού ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 1073/01, ημερομηνίας 27.2.03. Αφορούσε ακριβώς στην αποκοπή από το Γενικό Λογιστή ορισμένου ποσού από τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα που αναγνωρίστηκαν στον αιτητή, ως "φόρον εισοδήματος και άμυνας", και για τους λόγους που εξηγούνται, κρίθηκε πως ως μή καθοριστική υποχρεώσεων δεν ήταν εκτελεστή διοικητική πράξη.
2. Οι πρόνοιες συλλογικής σύμβασης εκτός εάν υιοθετηθούν ως μέρος των Κανονισμών δημόσιου οργανισμού δεν εφαρμόζονται στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου. Δεν έχουν θεσπιστεί τέτοιοι Κανονισμοί εν προκειμένω αλλά ο αιτητής εισηγείται πως το ζήτημα είναι πλέον δημοσίου δικαίου, αναθεωρήσιμο κατά το Άρθρο 146 του Συντάγματος επειδή οι πρόνοιες της σύμβασης κατέστησαν "μέρος της πρακτικής" των καθ΄ ων η αίτηση.
Η πρακτική της διοίκησης δυνητικά εντάσσει το θέμα στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου εφόσον αυτή αναδεικνύεται ως αυτόνομο έρεισμα, που λειτουργεί δηλαδή αφ' εαυτού και όχι δια μέσου της συλλογικής σύμβασης, όσο και αν η τελευταία πρόσφερε το έναυσμα. Μάλιστα, υπό την προϋπόθεση ότι συνάδει με το Νόμο και συμβιβάζεται προς τις απαιτήσεις της χρηστής διοίκησης. Άλλη προσέγγιση θα σήμαινε ότι η τήρηση της συλλογικής σύμβασης αυτομάτως αναδεικνύεται σε πρακτική που θα αναγάγει τα συμφωνηθέντα σε θεσμό του δημοσίου δικαίου.
Η διεκδίκηση του αιτητή εδώ, υποχρεωτικά διερχόμενη μέσα από τις πρόνοιες της συλλογικής σύμβασης στην εφαρμογή της οποίας ουσιαστικά αποβλέπει, είναι ζήτημα ιδιωτικού δικαίου.
Η προσφυγή απορρίπτεται με το ½ των εξόδων.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Σταυρινού ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1073/01, ημερ. 27.2.2003,
Κοntemeniotis v. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 1027,
Παπαδόπουλος κ.ά. ν. Ρ.Ι.Κ. κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 1,
Ζίζιρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 631,
Drousiotis v. C.B.C. (1984) 3 C.L.R. 546,
Der Parthogh v. C.B.C. (1984) 3 C.L.R. 635.
Προσφυγή.
Δ. Καλλής, για τον Αιτητή.
Ν. Κλεάνθους για Μ. Τριανταφυλλίδη, για τον Καθ' ου η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής υπηρετούσε ως Ανώτερος Τουριστικός Λειτουργός αλλά ενόψει της αφυπηρέτησης του Διευθυντή του Τμήματος Προβολής, με την εγκύκλιο ημερομηνίας 31.3.1998 του ανατέθηκαν πρόσθετα καθήκοντα. Η εκτέλεσή τους επαγόταν υπερωριακή εργασία και, με επιστολή ημερομηνίας 17.7.00, διεκδίκησε αντίστοιχη χρηματική αποζημίωση, "κατά χάριν" όπως ο ίδιος διευκρίνησε.
Η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου ημερομηνίας 25.7.00 και η εν τέλει έγκρισή της από τον Υπουργό Εμπορίου και Βιομηχανίας την 1.3.01, για "κατά χάρη" αποζημίωση ύψους £4.000 προκάλεσε την αντίδραση του αιτητή. Κατά τις επιστολές που απηύθυνε, το ποσό ήταν μικρότερο από το αναλογούν στις ώρες της υπερωριακής εργασίας που πρόσφερε ως τη μέρα της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου και, περαιτέρω, υπήρχε και το θέμα της υπερωριακής εργασίας μετά από αυτή. Επιπλέον, το θέμα της πληρωμής σε αυτόν αντί του εγκριθέντος ποσού, του ποσού των £2.320 μόνο, με το αιτιολογικό πως το υπόλοιπο ως στις £4.000 αντιστοιχούσε στον αναλογούντα φόρο εισοδήματος.
Το Διοικητικό Συμβούλιο επανεξέτασε το θέμα στις 16.10.01 και απέρριψε τις πρόσθετες διεκδικήσεις του αιτητή. Όπως εξηγείται στα πρακτικά, η απόφαση της 25.7.00 "αφορούσε συνολικά ποσό ύψους £4.000 και εφόσον πρόκειται για εισόδημα ορθά έγιναν οι σχετικές αποκοπές από το λογιστήριο". Ενημερώθηκε ο αιτητής με την επιστολή ημερομηνίας 14.11.01 και ασκήθηκε η παρούσα προσφυγή, με αίτημα την ακύρωση της απόφασης "με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του αιτητή για υπερωριακή αποζημίωση".
Συνέκλιναν, στο τέλος, οι θέσεις των μερών σε σχέση με δυο από τα ζητήματα που συζητήθηκαν. Ο αιτητής αναγνώρισε πως η προσβαλλόμενη απόφαση, στην έκταση που αφορούσε στην υπερωριακή εργασία που πρόσφερε ως στις 25.7.00 ήταν βεβαιωτική. Συνεπώς περιόρισε το αντικείμενο της προσφυγής στην περίοδο από εκεί και πέρα, ως τις 19.10.00 οπότε έληξε η ισχύς της εγκυκλίου με βάση την οποία του είχαν ανατεθεί τα πρόσθετα καθήκοντα. Αυτό το εκλαμβάνω να σημαίνει και εγκατάλειψη του όποιου θέματος θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί ότι εγειρόταν σε σχέση με το φόρο εισοδήματος που απεκόπη αφού αυτό ήταν συναρτημένο προς την απόφαση της 25.7.00 μέχρι την εν τέλει πληρωμή του μειωμένου ποσού από το Μάρτιο του 2001. Σημειώνω συναφώς πως η προσφυγή ασκήθηκε στις 16.1.02 δηλαδή πολύ πέραν των 75 ημερών από οποιανδήποτε από τις δυο, την απόφαση και την αποκοπή.
Εν πάση περιπτώσει, σημειώνω επ' αυτού την πρόσφατη απόφαση του Χ"Χαμπή, Δ., Σταύρος Σταυρινού ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 1073/01, ημερομηνίας 27.2.03. Αφορούσε ακριβώς στην αποκοπή από το Γενικό Λογιστή ορισμένου ποσού από τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα που αναγνωρίστηκαν στον αιτητή, ως "φόρον εισοδήματος και άμυνας", και για τους λόγους που εξηγούνται, κρίθηκε πως ως μή καθοριστική υποχρεώσεων δεν ήταν εκτελεστή διοικητική πράξη.
Οι καθ' ων η αίτηση εισηγούνται πως ήταν βεβαιωτική σε όλο το εύρος της η προσβαλλόμενη απόφαση αλλά χωρίς ικανοποιητική εξήγηση αναφορικά με το πώς μια απόφαση μπορεί να είναι βεβαιωτική άλλης, σε σχέση με χρονική περίοδο μελλοντική της πρώτης, κατά τη λήψη της οποίας δεν υπήρχε σχετικό αίτημα.
Το δεύτερο ζήτημα σχετιζόταν με τη σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου στις 16.10.01. Οι καθ' ων η αίτηση υπέδειξαν τη νομολογία δυνάμει της οποίας ήταν επιτρεπτή η παρουσία του λειτουργού, ενόψει της οποίας είχε προωθηθεί η αντίρρηση και ο αιτητής την εγκατέλειψε.
Η διεκδίκηση του αιτητή για χρηματική αποζημίωση για υπερωριακή εργασία, την οποία και ο ίδιος όπως είδαμε χαρακτηρίζει ως "κατά χάριν", δεν συναρτήθηκε προς οποιανδήποτε νομοθετική ή κανονιστική πρόνοια. Στηριζόταν σε συλλογική σύμβαση. Όπως το έθεσε ο αιτητής στην αγόρευσή του "το έννομο Δικαίωμα του αιτητή για διεκδίκηση υπερωριακής αποζημίωσης πηγάζει από το άρθρο 5Α(3)(α) της Σύμβασης που διέπει τους όρους εργασίας των υπαλλήλων του ΚΟΤ." Επομένως, και τα επιχειρήματα των μερών αφορούσαν ευθέως στις δυνατότητες όπως αυτές προέκυπταν από τη συμβατική πρόνοια, εφόσον ο αιτητής κατείχε θέση στην κλίμακα Α13. Παραθέτω τη σχετική πρόνοια της σύμβασης:
"Δεν θα καταβάλλεται υπερωριακή αποζημίωση για τις πιο κάτω κατηγορίες υπαλλήλων:
(α) υπάλληλοι που υπηρετούν σε θέση με μισθοδοτική κλίμακα Α13 και πάνω, εκτός αν ο Υπουργός Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού εγκρίνει τέτοια υπερωριακή αποζημίωση".
Επανάνοιξα την υπόθεση αφού έκρινα πως εγειρόταν ζήτημα δημόσιας τάξης αναφορικά με το παραδεκτό της προσφυγής και οι δυο πλευρές αναφέρθηκαν στη σταθερή νομολογία μας πάνω στο θέμα. (βλ. μεταξύ άλλων τις αποφάσεις της Ολομέλειας στις Κοntemeniotis v. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 1027, Παπαδόπουλος κ.ά. ν. Ρ.Ι.Κ. κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 1, Ζίζιρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 631). Οι πρόνοιες συλλογικής σύμβασης εκτός εάν υιοθετηθούν ως μέρος των Κανονισμών δημόσιου οργανισμού δεν εφαρμόζονται στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου. Δεν έχουν θεσπιστεί τέτοιοι Κανονισμοί αλλά ο αιτητής εισηγείται πως το ζήτημα είναι πλέον δημοσίου δικαίου, αναθεωρήσιμο κατά το Άρθρο 146 του Συντάγματος επειδή οι πρόνοιες της σύμβασης κατέστησαν "μέρος της πρακτικής" των καθ' ων η αίτηση. Αυτό ενόψει των αποφάσεων για τον ίδιο, ημερομηνίας 25.7.00 και 21.3.01, η τελευταία για άλλη υπερωριακή απασχόλησή του στη Σχολή Ξεναγών. Επικαλείται συναφώς τις αποφάσεις του Πική, Δ., όπως ήταν τότε, στις Drousiotis v. C.B.C. (1984) 3 C.L.R. 546 και Der Parthogh v. C.B.C. (1984) 3 C.L.R. 635 που αναφέρθηκαν με αποδοχή στην απόφαση της Ολομέλειας στην Παπαδόπουλος (ανωτέρω).
Όπως αντιλαμβάνομαι το θέμα, η πρακτική της διοίκησης δυνητικά εντάσσει το θέμα στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου εφόσον αυτή αναδεικνύεται ως αυτόνομο έρεισμα, που λειτουργεί δηλαδή αφ' εαυτού και όχι δια μέσου της συλλογικής σύμβασης, όσο και αν η τελευταία πρόσφερε το έναυσμα. Μάλιστα, υπό την προϋπόθεση ότι συνάδει με το Νόμο και συμβιβάζεται προς τις απαιτήσεις της χρηστής διοίκησης. Άλλη προσέγγιση θα σήμαινε ότι η τήρηση της συλλογικής σύμβασης αυτομάτως αναδεικνύεται σε πρακτική που θα αναγάγει τα συμφωνηθέντα σε θεσμό του δημοσίου δικαίου. Η Drousiotis στην οποία διατυπώθηκε η αρχή, αφορούσε στη σημασία πειθαρχικών καταδικών μετά από κάποια περίοδο για σκοπούς προαγωγής. Θεωρήθηκε ότι κατά παράβαση της αρχής της ισότητας και της καλής πίστης δεν τηρήθηκε στην περίπτωση του αιτητή η πρακτική που εφαρμόστηκε, έστω ενόψει συλλογικής σύμβασης, να αγνοούνται οι πειθαρχικές καταδίκες μετά την πάροδο ορισμένων ετών.
Εδώ έχουμε διεκδίκηση χρηματικής αποζημίωσης ως δημόσιου δικαιώματος χωρίς προτεινόμενο έρεισμα στο Νόμο ή στους Κανονισμούς. Και δεν μπορώ να συμφωνήσω πως με την εφαρμογή των συμφωνηθέντων προκύπτει πρακτική που να πληρώνει το κενό. Τα πιο κάτω από την απόφαση της Ολομέλειας που εξέδωσε ο Νικολαΐδης, Δ., στην Παπαδόπουλος (ανωτέρω), αναφερόμενα σε διεκδικήσεις προσαυξήσεων οι οποίες, δυνάμει συλλογικής σύμβασης, είχαν δοθεί σε άλλους, είναι σχετικά:
"Είναι, όπως είπαμε προηγουμένως, θεμελιωμένη η νομική αρχή ότι η συλλογική σύμβαση από μόνη της δεν μπορεί να δημιουργήσει οποιοδήποτε δικαίωμα, ούτε να επιβάλει υποχρεώσεις στον τομέα του δημόσιου δικαίου. Έτσι, παρόλον ότι το διοικητικό συμβούλιο των καθ΄ων η αίτηση αποφάσισε επί δικαιωμάτων εργαζομένων, η απόφασή του αυτή δεν παύει να αποτελεί εφαρμογή ή καλύτερα απόρριψη αιτήματος για εφαρμογή των προνοιών συλλογικής σύμβασης. Η αναφορά της σύμβασης στα πρακτικά της συνεδρίας του διοικητικού συμβουλίου των καθ΄ων η αίτηση, ή ακόμα και η υιοθέτησή της, ή η επικύρωσή της δεν την καθιστά μέρος της διοικητικής πρακτικής. Με άλλα λόγια, η συλλογική σύμβαση, παρά την αναφορά της στα πρακτικά της συνεδρίας, δεν αποτελεί ρυθμιστικό κανόνα για τη μισθοδοσία του προσωπικού του Ιδρύματος και ουδέποτε περιήλθε στη σφαίρα του διοικητικού δικαίου. Οποιαδήποτε απόφαση που λήφθηκε από το διοικητικό συμβούλιο των καθ΄ων η αίτηση, τόσο αναφορικά με τα μέλη των συντεχνιών που καλύπτονται από τη συλλογική σύμβαση όσο και αναφορικά με τα μέλη του προσωπικού που δεν καλύπτονται από αυτήν, δεν συνιστά διοικητική πράξη, αλλά πράξη προς εκτέλεση καθώς και εφαρμογή της σύμβασης.".
Καταλήγω πως η διεκδίκηση του αιτητή, υποχρεωτικά διερχόμενη μέσα από τις πρόνοιες της συλλογικής σύμβασης στην εφαρμογή της οποίας ουσιαστικά αποβλέπει, είναι ζήτημα ιδιωτικού δικαίου και σημειώνω πως και στο φάκελο περιλαμβάνεται αναφορά σε μεσολάβηση για επίλυσή της ως εργατικής διαφοράς. Επομένως, η προσφυγή είναι απαράδεκτη και δεν χρειάζεται να με απασχολήσει άλλο θέμα. Απορρίπτεται, αλλά ενόψει της πορείας της υπόθεσης κρίνω δίκαιο να επιδικάσω υπέρ των καθ' ων η αίτηση μόνο το ένα δεύτερο των εξόδων τους.
Η προσφυγή απορρίπτεται με το ½ των εξόδων.