ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 334/2002.
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.
Μεταξύ:
THE CYPIOM LTD, ιδιοκτήτρια Εταιρεία της Εγγεγραμμένης
Ιδιωτικής Σχολής Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης στο Υπουργείο
Παιδείας και Πολιτισμού "The Cyprus Institute of Marketing",
Αιτητών
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού,
Καθ΄ ων η αίτηση.
__________________
7 Ιανουαρίου, 2003
.Για τους αιτητές: Σ. Δράκος.
Για τους καθ' ων η αίτηση: Ρ. Παπαέτη (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας
εκ μέρους του Γ-Ε.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές ζητούν την πιο κάτω θεραπεία:
«Απόφαση και/ή δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση που κοινοποιήθηκε στους αιτητές με δύο επιστολές ημερομηνίας 30.1.2002 και επιβάλλει ως δικαιώματα επιθεώρησης κλάδων σπουδών που λειτουργούσαν στην έδρα (ΛΚ600) και το παράρτημα της Σχολής (ΛΚ400) για το ακαδημαϊκό έτος 2000-2001 το συνολικό ποσό των ΛΚ1.000, είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή αδικαιολόγητη και/ή είναι αντισυνταγματική και/στερείται οιουδήποτε νομικού αποτελέσματος κα/ή δεν είναι δίκαιη και/ή λανθασμένη και/ή έγινε χωρίς την δέουσα έρευνα και/ή παραβιάζει κεκτημένα δικαιώματα των αιτητών.»
Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν την προσφυγή.
Οι αιτητές είναι ιδιοκτήτες της Σχολής "The Cyprus Institute of Marketing" (η Σχολή) με έδρα τη Λευκωσία και Παράρτημα στη Λεμεσό. Η Σχολή είναι εγγεγραμμένη στο Μητρώο Ιδιωτικών Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης από τις 15.10.1991. Την 8.2.2001 Λειτουργός της Διεύθυνσης Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού διενήργησε επιθεώρηση της Σχολής στη Λευκωσία και την 9.3.2001 διενήργησε επιθεώρηση της Σχολής στο Παράρτημα της στη Λεμεσό. Σε σχέση με τις δύο επιθεωρήσεις υποβλήθηκαν προς το Διευθυντή Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης σχετικές εκθέσεις οι οποίες περιείχαν δυσμενείς παρατηρήσεις. Τις πιο πάνω επιθεωρήσεις ακολούθησε επιστολή του Υπουργού Παιδείας και Πολιτισμού ημερ. 2.4.2001 προς τους αιτητές και προς το Διευθυντή της Σχολής στη Λευκωσία. Τους πληροφόρησε για τη διενέργεια της επιθεώρησης - ημερ. 8.2.2001 - και ότι αυτή αποτελεί την πρώτη επιθεώρηση της έδρας της σχολής κατά το ακαδημαϊκό έτος 2000-2001. Επίσης τους πληροφόρησε ότι συντάχθηκε και υποβλήθηκε σχετική έκθεση, σύμφωνα με το άρθρο 30 των περί Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης Νόμων, η οποία περιέχει δυσμενείς παρατηρήσεις. Σύμφωνα με το ίδιο άρθρο ο Υπουργός τους κοινοποίησε το μέρος εκείνο της έκθεσης που περιέχει δυσμενείς παρατηρήσεις.
Ο Υπουργός έστειλε παρόμοιου περιεχομένου επιστολή - της ίδιας ημερομηνίας - στους πιο πάνω σε σχέση με την επιθεώρηση του Παραρτήματος της Σχολής στη Λεμεσό, η οποία διενεργήθηκε την 9.3.2001.
Με επιστολή του προς το Διευθυντή της Σχολής, ημερ. 30.1.2002, ο Διευθυντής του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού ζήτησε από το Διευθυντή της Σχολής να καταβάλει το ποσό των £600, δυνάμει των περί Ιδιωτικών Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης (Τέλη και Δικαιώματα) Κανονισμών του 1998 (Κ.Δ.Π. 160/98), «ως δικαιώματα επιθεωρήσεως των κλάδων σπουδών που λειτουργούσαν στην έδρα της σχολής στη Λευκωσία, και επιθεωρήθηκαν κατά το πιο πάνω ακαδημαϊκό έτος 2000-2001.
Με επιστολή ταυτόσημου περιεχομένου και της ίδιας ημερομηνίας ο Γενικός Διευθυντής ζήτησε από το Διευθυντή της Σχολής να του καταβάλει το ποσό των £400 «ως δικαιώματα επιθεωρήσεως των κλάδων σπουδών που λειτουργούσαν στο Παράρτημα της Σχολής».
Αντικείμενο της παρούσας προσφυγής είναι το περιεχόμενο των πιο πάνω δύο επιστολών ημερ. 30.1.2002.
Η προδικαστική ένσταση
.Οι καθ΄ ων η αίτηση ήγειραν προδικαστική ένσταση. Ισχυρίσθηκαν ότι η «παρούσα προσφυγή στρέφεται εναντίον δύο ξεχωριστών μη συναφών διοικητικών πράξεων
. και ως εκ τούτου το Δικαστήριο δεν μπορεί να εξετάσει τη νομιμότητα και των δύο πράξεων για τις οποίες επιδιώκεται ακύρωση αλλά μόνο της εναντίον της προτασσόμενης στο δικόγραφο διοικητικής απόφασης».Αρχίζω με την προδικαστική ένσταση. Στην Χριστοφίδη κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2401/29.11.99 έγινε επισκόπηση των αρχών του διέπουν το θέμα της προσβολής δύο ή περισσότερων πράξεων με το αυτό δικόγραφο. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:
«Η νομολογία του Ελληνικού Συμβουλίου Επικρατείας (βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 274) έχει διαμορφώσει τους πιο κάτω κανόνες:
'Συγχωρείται η δια του αυτού δικογράφου προσβολή επί ακυρώσει πλειόνων της μιας πράξεων, οσάκις άπασαι αι προσβαλλόμεναι πράξεις είναι συναφείς διότι λ.χ. η μια πράξις αποτελεί προϋπόθεσιν της άλλης: 1821 (53), ή οσάκις δια του αυτού δικογράφου προσβάλλονται πλείονες πράξεις αίτινες αφορώσιν άπασαι τον αιτούντα, ερείδονται εις τας αυτάς διατάξεις του νόμου, φέρουσι ταυτόσημον αιτιολογίαν και εξεδόθησαν παρά του αυτού οργάνου και κατά την ίδιαν διοικητικήν διαδικασίαν: 1419 (53) (βλ. έλλειψιν συνάφειας εν 1817 (56), 497, 2097 (56)).
Οσάκις δεν συντρέχουσιν αι προϋποθέσεις της συνάφειας η αίτησις ακυρώσεως θεωρείται ως παραδεκτώς ασκουμένη μόνον ως προς την πρώτην των προσβαλλομένων πράξεων: 1654 (56), 858 (54), χωρεί όμως πάντοτε χωρισμός δικογράφου, οπότε το εμπρόθεσμον των ύστερον κατατεθεισών αιτήσεων κρίνεται εκ της αρχικής: 1629 (53).'
Σύμφωνα με τον Τσάτσο, "Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας", ΄Εκδοση Τρίτη, σελ. 357-58:
'175.- Νομίμως σωρεύεται εν τη αυτή αιτήσει η προσβολή πράξεων δύο διαφόρων αρχών ή προσώπων ασκούντων διοίκησιν, εκπροσωπουμένων δια του αυτού Υπουργού, εφ΄ όσον είναι συναφείς, ως επί παραδείγματι εάν η μία τυγχάνη προϋπόθεσις της άλλης.
Προσβολή εξ άλλου δι΄ ενός δικογράφου δύο αυτοτελών διοικητικών πράξεων μη εχουσών την ως ανωτέρω σχέσιν μηδέ συναποτελουσών σύνθετον διοικητικήν ενέργειαν είναι απαράδεκτος, αλλά δεν επάγεται ολοσχερή του δικογράφου της αιτήσεως ακυρότητα. Τούτο παραμένει μόνον ως προς την πρώτην των προσβαλλομένων πράξεων ισχυρόν. Εάν δε η δευτέρα πράξις προσβληθή μεταγενεστέρως δι΄ ιδίου δικογράφου προ της εκδόσεως αποφάσεως επί της αρχικής αιτήσεως, το εμπρόθεσμον λογίζεται από της υποβολής της αρχικής αιτήσεως.'
Αναφορικά με το θέμα της συνάφειας η Ελληνική Νομολογία είναι πάρα πολύ διαφωτιστική. ΄Εχει νομολογηθεί ότι υπάρχει έλλειψη συνάφειας μεταξύ δύο πράξεων 'εφ΄ όσον εκατέρα τούτων αφορά εις διάφορον θέμα και ερείδεται επί ιδίας και αυτοτελούς βάσεως, 1888/1965 ή πράξεων εκδοθεισών παρά διαφόρων οργάνων και εχουσών ίδιον και αυτοτελές αντικείμενον εκάστη, 314/61, 1433/62, 302/63 ή πράξεων ερειδομένων εις διάφορα πραγματικά περιστατικά και επί διαφόρου νομικής βάσεως, 1869/62, 2065/63'.
΄Εχει, επίσης, νομολογηθεί ότι δεν υφίσταται συνάφεια επί προσβολής 'πράξεως εκδοθείσας κατά διαδικασίαν άσχετον προς την διαδικασίαν καθ΄ ην εξεδόθησαν αι λοιπαί συμπροβαλλόμεναι πράξεις, 199/69'. Πράξεις 'είναι συναφείς εφόσον περιέχουν την αυτήν αιτιολογίαν, 1339/61, 2081/61, 1083/62, 1205/62 και 1444/64 ή εφ΄ όσον η μιά ερείδεται επί της ετέρας, 2158/66, 3036/66' ή 'εξ΄ ων η μιά εξεδόθη κατ΄ εφαρμογήν της άλλης, 2315/66, ή ων η μιά αποτελεί προϋπόθεσιν της ετέρας, 3094/68, 292/70, 2255/70 ην και συμπληροί, 411/67'.
Η Νομολογία μας έχει τροχιοδρομηθεί πάνω στις γραμμές της Ελληνικής Νομολογίας (Βλ. Συμεωνίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 258, στην οποία γίνεται αναφορά στο πιο πάνω απόσπασμα από τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Βλ. επίσης Μισιρλής ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 379 και Καραγιώργη κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 325/95 και 479/95/5.3.98
).΄Εχουμε την άποψη πως οι δύο πράξεις δεν είναι συναφείς. Η μιά δεν αποτελεί προϋπόθεση της άλλης. Η πράξη ημερ. 8.4.92, αντικείμενο της θεραπείας 2, αποτελεί αυτοτελή διοικητική ενέργεια (Μιχ. Δ. Στασινόπουλου, 'Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων' (1982), σελ. 387). Επομένως για την έκδοση της δεν ήταν απαραίτητο να είχε προηγηθεί η πράξη, αντικείμενο της θεραπείας 1. Περαιτέρω οι δύο πράξεις δεν περιέχουν την αυτή αιτιολογία και η μιά από αυτές δεν εκδόθηκε κατ΄ εφαρμογή της άλλης ούτε η μια πράξη 'συμπληροί' την άλλη. Οι δύο πράξεις αποτελούν ανεξάρτητες και αυτοτελείς πράξεις
.Εφόσο δεν συντρέχει η προϋπόθεση της συνάφειας η προσφυγή θα πρέπει να θεωρηθεί 'ως παραδεκτώς ασκηθείσα' ως προς την πρώτη των προσβαλλόμενων πράξεων. Το δικόγραφο παραμένει ισχυρό ως προς την πρώτη των προσβαλλομένων πράξεων (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας, πιο πάνω, σελ. 274, Τσάτσου, πιο πάνω, σελ. 357-58 και Δαγτόγλου, 'Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο', 2α έκδοση, παραγ. 487
).»
Λαμβάνω υπόψη ότι τα επίδικα δικαιώματα έχουν επιβληθεί σε σχέση με επιθεωρήσεις οι οποίες έλαβαν χώραν σε δύο διαφορετικές ημερομηνίες. Η επιθεώρηση της έδρας της Σχολής στη Λευκωσία έλαβε χώραν την 8.2.2001 ενώ η επιθεώρηση του Παραρτήματος της Σχολής στη Λεμεσό έλαβε χώραν την 9.3.2001. Προκύπτει επομένως ότι οι δύο πράξεις δεν εκδόθηκαν κατά την ίδια διαδικασία. Περαιτέρω η μια πράξη δεν αποτελεί προϋπόθεση της άλλης και η μια «δεν ερείδεται επί της ετέρας». Έπεται πως οι δυο προσβαλλόμενες διοικητικές πράξεις δεν είναι συναφείς και δεν μπορούν να προσβληθούν με το αυτό δικόγραφο. Η προσφυγή είναι έγκυρη σε σχέση με την προτασσόμενη στο δικόγραφο θεραπεία. Απορρίπτεται σε σχέση με τη θεραπεία που αναφέρεται στην επιθεώρηση του Παραρτήματος της Σχολής στη Λεμεσό.
Οι λόγοι ακύρωσης
.Πρώτος λόγος ακύρωσης - Έλλειψη δέουσας έρευνας
.Ο κ. Δράκος, εκ μέρους των αιτητών, υπέβαλε ότι δεν έχει «διεξαχθεί η δέουσα έρευνα και/ή έλεγχος όπως προνοείται από το άρθρο 30 του περί Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης Νόμου του 1996 (Ν 67(Ι)/96) (ο Νόμος). Σύμφωνα με τον κ. Δράκο η απουσία δέουσας έρευνας συνίσταται από την παράλειψη του αρμόδιου λειτουργού, ο οποίος είχε προβεί στην επιθεώρηση, να επισκεφθεί τη σχολή κατά την ώρα της λειτουργίας της όπως προνοείται από το Νόμο. Ο αρμόδιος λειτουργός - συνέχισε ο κ. Δράκος - επισκέφθηκε τη σχολή «κατά τις πρωϊνές ώρες χρόνο κατά τον οποίο η Σχολή δεν λειτουργεί .....». Συνεπώς δεν μπορούσε να διεξαχθεί μια σωστή επιθεώρηση. Περαιτέρω και η δεύτερη επιθεώρηση «που έγινε στις 10 Ιουνίου έγινε εκτός των χρονικών πλαισίων του ακαδημαϊκού έτους, όπως προστάζει ο Νόμος και σε χρόνο που η Σχολή δεν λειτουργούσε λόγω θερινών διακοπών». Συνεπώς - κατέληξε ο κ. Δράκος - «ούτε και σε αυτή την επιθεώρηση έγινε η δέουσα έρευνα και/ή έλεγχος βάση του άρθρου 30 του Νόμου».
΄Οπως έχει ήδη υποδειχθεί (βλ. σελ. 2, πιο πάνω) ο Υπουργός κοινοποίησε στους αιτητές το αποτέλεσμα της επιθεώρησης με το να τους κοινοποιήσει το μέρος της έκθεσης που περιέχει δυσμενείς παρατηρήσεις. Το κατάλληλο στάδιο για έγερση θέματος που σχετίζεται με πλημμέλειες της επιθεώρησης ήταν το στάδιο της κοινοποίησης της έκθεσης.
Από το ενώπιον μου υλικό δεν προκύπτει ότι οι αιτητές είχαν εγείρει τέτοιο θέμα. Αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας είναι η νομιμότητα της απόφασης για επιβολή των επίδικων δικαιωμάτων. Θεωρώ ότι ο ισχυρισμός για έλλειψη δέουσας έρευνας πρέπει να αναφέρεται σε απουσία δέουσας έρευνας που σχετίζεται με την επιβολή των επίδικων δικαιωμάτων και όχι με την πλημμέλεια της έρευνας η οποία αποτελεί το έρεισμα για την επιβολή των δικαιωμάτων. Στη διαδικασία της παρούσας προσφυγής το Δικαστήριο δεν μπορεί να εξετάσει την εγκυρότητα της επιθεώρησης ή το κατά πόσο είχε λάβει χώραν σύμφωνα με το Νόμο. Αυτό ήταν ζήτημα το οποίο οι αιτητές θα μπορούσαν να εγείρουν στο στάδιο της κοινοποίησης της έκθεσης. Έπεται πως ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται (βλ. και
The Cypiom Ltd v. Δημοκρατίας, Υποθ. 1135/99/2.8.2002 (απόφαση Ηλιάδη, Δ.).Δεύτερος λόγος ακύρωσης - Παράβαση του άρθρου 70(1) (2) (β) (δ) του Νόμου 67(Ι)/96.
Ο κ. Δράκος υπέβαλε ότι έχει παραβιασθεί το πιο πάνω άρθρο του Νόμου «αφού δεν εκδόθηκαν οι Κανονισμοί που θα έπρεπε να καθορίζουν τα θέματα σχετικά με την επιθεώρηση». Υπέβαλε περαιτέρω ότι οι Καν. 3(1) και 3(2) (β) των περί Ιδιωτικών Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης (Τέλη και Δικαιώματα) Κανονισμών του 1998 (Κ.Δ.Π. 160/98) έγιναν καθ΄ υπέρβαση της εξουσιοδότησης του Νόμου και/ή είναι παράνομοι. Στο άρθρο 70 του Νόμου - σύμφωνα με τον κ. Δράκο - δεν υπάρχει αναφορά για ξεχωριστή επιβολή τελών ή δικαιωμάτων επιθεώρησης κάθε Παραρτήματος. Με βάση ποιά λογική - διερωτήθηκε ο κ. Δράκος - «γίνεται η πρόβλεψη στην Κ.Δ.Π. 160/98 για δικαιώματα επιθεώρησης αφού αυτό είναι ενάντια στο σκοπό του Νομοθέτη;». Ο Νόμος προνοεί για επιθεώρηση Σχολής και δεν κάμνει μνεία για ξεχωριστές επιθεωρήσεις της έδρας και των Παραρτημάτων της Σχολής.
Σύμφωνα με το άρθρο 70(1) του Νόμου το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να εκδίδει κανονισμούς για τον καθορισμό κάθε θέματος που χρειάζεται ή επιδέχεται καθορισμού για την καλύτερη εφαρμογή του Νόμου. Σύμφωνα με το άρθρο 70(2) οποιοιδήποτε κανονισμοί μπορεί:
«(α) ........
..................................... .................................................. ..............(β) να προνοούν για την επιβολή δικαιωμάτων εξέτασης της δήλωσης για ίδρυση και λειτουργία ιδιωτικής σχολής και τελών εγγραφής κλάδων σπουδών, για επιβολή δικαιωμάτων επιθεώρησης ιδιωτικών σχολών ............
(γ) ........................... .................................................. .................................
(δ) να καθορίζουν τα θέματα τα σχετικά με την επιθεώρηση των ιδιωτικών και των δημόσιων σχολών.
(ε) ........................... .................................................. ..............................»
Η πιο πάνω Κ.Δ.Π. 160/98 έχει θεσπισθεί δυνάμει των εξουσιών που παρέχονται στο Υπουργικό Συμβούλιο από τα άρθρα 31, 68 και 70 του πιο πάνω Νόμου. Οι σχετικοί με την παρούσα υπόθεση είναι οι Καν. 3(1) (β) και (2) (β) οι οποίοι έχουν ως εξής:
«3.-(1) Οι ιδιοκτήτες ιδιωτικών σχολών καταβάλλουν στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού -
.................................. .................................................. ......
(β) δικαιώματα επιθεώρησης,
.................................. .................................................. ......
(2) (β) Τα δικαιώματα επιθεώρησης καταβάλλονται στο Λογιστήριο του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού το αργότερο μέχρι το τέλος Ιουνίου κάθε ακαδημαϊκού έτους και η σχετική απόδειξη αποστέλλεται από τη σχολή, στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού.»
Το ύψος των δικαιωμάτων διέπεται από την παράγραφο (β) του Πίνακα, η οποία έχει ως πιο κάτω:
«(β) Δικαιώματα επιθεώρησης.
Για κάθε κλάδο σπουδών που έχει φοιτητές και επιθεωρείται, £200.- κάθε ακαδημαϊκό έτος.»
Λαμβάνω υπόψη το λεκτικό του Νόμου. Έχω σαφώς την άποψη πως η υποχρέωση για θέσπιση κανονισμών είναι δυνητική. Το θέμα της επιθεώρησης ρυθμίζεται λεπτομερώς με το άρθρο 30(1) (α)-(η), (2) και (3) του Νόμου. Το άρθρο 70(1) του Νόμου παρέχει εξουσία για θέσπιση κανονισμών «για τον καθορισμό κάθε θέματος που χρειάζεται ή επιδέχεται καθορισμό». Εφόσον η εξουσία θέσπισης κανονισμών
είναι δυνητική και εφόσον το θέμα της επιθεώρησης ρυθμίζεται με λεπτομέρεια από το πιο πάνω άρθρο 30 του Νόμου το Υπουργικό Συμβούλιο ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια δεν θέλησε να ρυθμίσει περαιτέρω το θέμα με Κανονισμούς. Δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον μου που να δικαιολογεί την επέμβαση του Δικαστηρίου. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί. Περαιτέρω θεωρώ ότι η εισήγηση περί ultra vires των Καν. 3(1) και 3(2) (β) της Κ.Δ.Π. 160/98 δεν ευσταθεί. Οι επίμαχοι κανονισμοί ρυθμίζουν το θέμα της καταβολής δικαιωμάτων και το ύψος τους. Έχω την άποψη πως η εξουσιοδότηση για τη θέσπιση τους παρέχεται σαφώς από το άρθρο 70(2) (β) και (δ) του Νόμου. Ακολουθεί πως η σχετική εισήγηση του κ. Δράκου πρέπει ν΄ απορριφθεί.Αναφορικά με την εισήγηση που σχετίζεται με την επιβολή δικαιωμάτων για επιθεώρηση του Παραρτήματος της Σχολής των αιτητών στη Λεμεσό η ζητούμενη θεραπεία έχει απορριφθεί λόγω έλλειψης συνάφειας. Παρά ταύτα θα εξεταστεί η σχετική εισήγηση για να είναι καταγραμμένα τα συμπεράσματα μου.
Τα δικαιώματα επιθεώρησης καταβάλλονται «για κάθε κλάδο σπουδών που έχει φοιτητές και επιθεωρείται (βλ. παραγ. (β) του Πίνακα της πιο πάνω Κ.Δ.Π. 160/98». Είναι αναμφίβολο ότι τα επίδικα τέλη έχουν επιβληθεί σε σχέση με κλάδους σπουδών του Παραρτήματος των αιτητών
που λειτουργεί στη Λεμεσό (βλ. την πιο πάνω επιστολή του Υπουργείου ημερ. 30.1.2002). Σύμφωνα με το άρθρο 15(1) του Νόμου «πριν από την ίδρυση και λειτουργία ιδιωτικής σχολής ο ιδιοκτήτης πρέπει να υποβάλλει στον Υπουργό δήλωση η οποία να περιέχει τα ακόλουθα:(α) Το όνομα, το επώνυμο και το επάγγελμα του ιδιοκτήτη ή των ιδιοκτητών και σε περίπτωση νομικού προσώπου την επωνυμία, την έδρα του και τα ονόματα των μετόχων και διευθυντών του
(β) την επωνυμία και την έδρα της σχολής
.(γ) περιγραφή των κτιριακών εγκαταστάσεων και του εξοπλισμού της σχολής, πιστοποιητικό τελικής έγκρισης και άδεια χρήσης των κτιριακών εγκαταστάσεων ως σχολής
.(δ) τους κλάδους σπουδών της σχολής και αναφορικά με κάθε κλάδο -
(ι) Δήλωση κατά πόσο θεωρεί τον κλάδο ακαδημαϊκό ή επαγγελματικό
(ιι) το ωρολόγιο και αναλυτικό πρόγραμμα του κλάδου
.(ιιι) τη διάρκεια σπουδών
.(ιν) τους όρους εισδοχής φοιτητών στον κλάδο
.(ν) τη γλώσσα διδασκαλίας
.(νι) τον τρόπο αξιολόγησης, προαγωγής και αποφοίτησης των
φοιτητών
.(νιι) την αναλογία διδακτικού προσωπικού και φοιτητών
.(νιιι) το ύψος των διδάκτρων, των δικαιωμάτων εγγραφής και των
άλλων δικαιωμάτων και τις τυχόν υποτροφίες που προσφέρονται
.(ιx) τον τύπο του πιστοποιητικού σπουδών το οποίο θα απονέμεται
(ε) τα ονόματα, τα προσόντα και τους όρους υπηρεσίας του προτεινόμενου διευθυντή και του προτεινόμενου διδακτικού προσωπικού της σχολής
.(στ) σχέδιο εσωτερικού κανονισμού λειτουργίας της σχολής
.(ζ) σχέδιο ανάπτυξης για τρία έτη ύστερα από την έναρξη της λειτουργίας της σχολής
.(η) συνοπτική περιγραφή των οικονομικών πόρων της σχολής
.(θ) οποιαδήποτε άλλα στοιχεία τα οποία θα καθορίζει ο Υπουργός.»
Περαιτέρω, σύμφωνα με το εδάφιο (3) του άρθρου 15 «για την ίδρυση Παραρτήματος ιδιωτικής σχολής πρέπει να υποβάλλεται ξεχωριστή δήλωση, η οποία να περιέχει τα στοιχεία που προνοούνται από το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου».
Οι πιο πάνω διατάξεις έχουν ερμηνευθεί από τον Ηλιάδη, Δ. στην
Cypiom Ltd (πιο πάνω) στην οποία λέχθηκαν τα εξής:«Είναι φανερό από τη διατύπωση της πιο πάνω νομοθετικής διάταξης ότι ο σκοπός του Νομοθέτη ήταν η αντιμετώπιση των Παραρτημάτων των ιδιωτικών σχολών ως ξεχωριστών οντοτήτων για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας και την τήρηση των όρων της ίδρυσής τους. Είναι ακριβώς για αυτό το λόγο που επιβάλλεται η υποβολή ξεχωριστής δήλωσης που θα συμπεριλαμβάνει όλα τα στοιχεία και τις λεπτομέρειες αναφορικά με τη λειτουργία του Παραρτήματος, όπως ακριβώς και στην περίπτωση ίδρυσης της σχολής για την προάσπιση των συμφερόντων των φοιτητών των ιδρυμάτων οι οποίοι ακολουθούν
Συμφωνώ με την πιο πάνω προσέγγιση και την υιοθετώ. Προσθέτω και τα εξής:
Σύγκριση των προνοιών των άρθρων 30(1) (α)-(η) (έχει παρατεθεί στη σελ. 6, πιο πάνω) και 15(1) του Νόμου αποκαλύπτει ότι η επιθεώρηση στοχεύει κυρίως στο να εξακριβώσει κατά πόσο τηρούνται τα όσα απαιτούνται από το άρθρο 15(1) του Νόμου. Εφόσον, σύμφωνα με το άρθρο 15(3) του Νόμου, ισχύουν τα ίδια στοιχεία και σε σχέση με τα Παραρτήματα η επιθεώρηση που στοχεύει στο να εξακριβώσει κατά πόσο αυτά τηρούνται αναμφίβολα πρέπει να προσελκύει και την καταβολή του προβλεπόμενου τέλους. Έπεται πως οι σχετικές εισηγήσεις του κ. Δράκου δεν ευσταθούν.
Για ενίσχυση της σχετικής εισήγησης του ο κ. Δράκος υπέβαλε ότι τα Παραρτήματα κάθε σχολής «δεν έχουν ξεχωριστή νομική οντότητα, δεν εκδίδουν διπλώματα, δεν έχουν δικό τους οδηγό σπουδών, δεν έχουν διαφορετικό ή ξεχωριστό εσωτερικό κανονισμό, δεν έχουν διαφορετικό ή ξεχωριστό μητρώο φοιτητών».
Θεωρώ ότι το θέμα της ξεχωριστής ή μη νομικής οντότητας δεν μπορεί να διαδραματίσει οποιοδήποτε ρόλο. Αυτό που υπαγορεύει την επιβολή τελών είναι αυτή τούτη η επιθεώρηση η οποία λαμβάνει χώραν στην πράξη και στοχεύει στο να εξακριβώνει κυρίως κατά πόσο τηρούνται τα όσα απαιτούνται από το άρθρο 15(3).
Για τους πιο πάνω λόγους η σχετική εισήγηση του κ. Δράκου δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Τρίτος λόγος ακύρωσης - Αντισυνταγματικότητα του Νόμου του 1965 (Ν 12/65) και του Νόμου 67(Ι)/96
.
Παρατηρώ: Ισχυρισμοί περί αντισυνταγματικότητας πρέπει να εγείρονται εξειδικευμένα και με πλήρεις λεπτομέρειες ή να διατυπώνεται με λεπτομερές υπόμνημα (Νικολάου ν. Βασιλείου, Πολιτική Έφεση 10136/30.9.99). Εδώ ελλείπει τέτοια εξειδίκευση. Επομένως η σχετική εισήγηση δεν μπορεί να εξεταστεί. Περαιτέρω στην
Georghiades v. Republic (1966) 3 C.L.R. 252, 278, κρίθηκε ότι ο Νόμος 12/65 αποτελεί νόμο ανάγκης και δεν έχω κληθεί να αποστώ από την απόφαση στην υπόθεση εκείνη. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
Π. ΚΑΛΛΗΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.