ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 4 ΑΑΔ 450
15 Μαΐου, 2002
[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΩΣΤΑΣ ΛΕΟΝΤΙΟΥ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 880/2000)
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Υπηρεσιακές εκθέσεις ― Ισχυρισμοί περί προκατάληψης κατά τη σύνταξή τους ― Όρια επέμβασης του ακυρωτικού δικαστηρίου ― Οι ισχυρισμοί δεν στοιχειοθετήθηκαν στην κριθείσα περίπτωση.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Υπηρεσιακές εκθέσεις ― Οριακές διαφοροποιήσεις στις επί μέρους βαθμολογίες δεν συνιστούν υπεροχή ― Περιστάσεις υπό τις οποίες η υπεροχή κρίθηκε πλασματική στην κριθείσα περίπτωση.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Συστάσεις Προϊσταμένου ― Όροι νομιμότητας ― Περιστάσεις ακυρότητας της σύστασης στην κριθείσα περίπτωση.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Προσόντα ― Πλεονέκτημα ― Η απαίτηση της ειδικής αιτιολόγησης για παραγνώρισή του ― Δεν ικανοποιήθηκε στην κριθείσα περίπτωση.
Ο αιτητής προσέφυγε κατά της προαγωγής των ενδαφερομένων μερών στη θέση Πληρεξούσιου Υπουργού, Εξωτερικές Υπηρεσίες.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να εξετάζει πρωτογενώς και να αποφασίζει επί γεγονότων και ισχυρισμών που άπτονται των κινήτρων του αξιολογούντος υπαλλήλου. Αυτή ανήκει αποκλειστικά στο διορίζον όργανο.
Σε κάθε περίπτωση, είναι αυτονόητο ότι η διάσταση απόψεων μεταξύ αξιολογητή και αξιολογουμένου, ως προς τις ικανότητες του τελευταίου, δε συνιστά, άνευ ετέρου, προκατάληψη. Είναι σοβαρή μομφή που απαιτεί επαρκείς αποδείξεις. Η προβολή του ισχυρισμού δεν ισοδυναμεί με απόδειξή του. Το υλικό που υπάρχει δε στοιχειοθετεί αφεαυτού τον ισχυρισμό του αιτητή για μεροληψία, για το λόγο που αναφέρει στην αγόρευσή του ο συνήγορος.
2. Όντως τα Ε.Μ. είναι αρχαιότεροι. Είναι όμως αρχαιότητα 8 μόνο μηνών. Δεν υιοθετείται η εκτίμηση της Ε.Δ.Υ. πως υπερέχουν σε αξία στις ετήσιες εκθέσεις. Αυτό δε υπαινίσσεται και ο Διευθυντής. Με βάση τα υπηρεσιακά δεδομένα δεν χωρούν αξιοκρατικές διαφοροποιήσεις. Δε θα ήταν πειστικό ή ρεαλιστικό να αναζητείται υπεροχή - και μάλιστα βαρύνουσα - σε 1 ή 2 Π.Ι., περισσότερα ή ολιγότερα. Μια τέτοια υπεροχή είναι εντελώς πλασματική. Η νομολογία δέχθηκε ότι αυτού του είδους οι διακυμάνσεις δεν έχουν ουσιαστική σημασία.
3. Στο κείμενο των συστάσεων εν προκειμένω δεν επισημάνθηκε το συγκεκριμένο έργο ή το απτό στοιχείο στη σταδιοδρομία των προαχθέντων, που δικαιολογεί πειστικά την επιλογή. Η έγκυρη σύσταση είναι συνυφασμένη με δεδομένα που δημιουργούν την ειδοποιό διαφορά και παρέχουν προβάδισμα. Δεν έχουν προσδιοριστεί εξαντλητικά τα δεδομένα αυτά για να διατηρείται η ελεύθερη εκτίμηση σε ένα πλατύ, από τη φύση του, θέμα. Υπό την αίρεση ότι η σύσταση δεν αναπλάθει ή ανατρέπει τα υπάρχοντα στοιχεία γιατί έτσι μετατρέπεται ο ρόλος του Διευθυντή και γίνεται ο απόλυτος ρυθμιστής της προαγωγής, που οπωσδήποτε δεν αποτελούσε πρόθεση του νομοθέτη. Πρέπει όμως η σύσταση, μακριά από γενικότητες που θα μπορούσαν να ταιριάσουν σε κάθε περίπτωση, να καθιστά διακριτή και ελεγκτή την υπεροχή που αποδίδεται στο συστηνόμενο.
Η σύσταση εδώ, ότι ο υπάλληλος είναι αποτελεσματικός ή εκτελεί αποτελεσματικά τα καθήκοντά του δεν ανταποκρίνεται στα κριτήρια της νομολογίας. Είναι και αόριστη και ατεκμηρίωτη, πέρα από το ότι ο ισχυρισμός δεν προσφέρεται για δικαστικό έλεγχο. Ανεξάρτητα από αυτό, η σύσταση παρακάμπτει με ευκολία και αβασάνιστα τα πλεονεκτήματα. Επομένως, η επίδικη απόφαση, που έχει ως κύριο στήριγμα τη σύσταση του Γεν. Διευθυντή, υπόκειται σε ακύρωση.
4. Οι υποψήφιοι, στον τομέα των υπηρεσιακών αξιολογήσεων, ήταν ουσιαστικά ισάξιοι. Την πλάστιγγα έκλινε η περιορισμένης διάρκειας αρχαιότητα. Έτσι η αιτιολογία που περιέχει η απόφαση της Ε.Δ.Υ., δοθέντος ότι η σύσταση του Διευθυντή ήταν ελαττωματική, δεν συνιστά ειδική αιτιολογία που πείθει για την παραγνώριση των πλεονεκτημάτων. Υπάρχει εδώ και δεύτερος λόγος ακύρωσης.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Σταύρου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1991) 4(Α) Α.Α.Δ. 317,
Ρούσος v. Ιωαννίδη κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 549,
Σταυρινίδης v. Δημοκρατίας (1991) 4(Α) Α.Α.Δ. 426,
Πούρος κ.ά. v. Χ"Στεφάνου κ.ά. (2001) 3(A) Α.Α.Δ. 374,
Λεωνίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 385,
Στυλιανού κ.ά. v. Χατζηκωνσταντίνου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 387,
Χριστοδουλίδου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 626,
Χατζηγιάννη κ.ά. v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317.
Προσφυγή.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Μ. Παμπαλλή, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Καθ' ης η αίτηση.
Cur. adv. vult.
NIKHTAΣ, Δ.: Ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ημερ. 17.4.00 με την οποία η τελευταία έχει προάξει τα ενδιαφερόμενα στην κρινόμενη προσφυγή μέρη (Ε.Μ.) Αντώνιο Α. Τουμαζή και Φαίδωνα Αναστασίου, στη θέση Πληρεξούσιου Υπουργού στις Εξωτερικές Υπηρεσίες της Δημοκρατίας από 1.5.00. Η απόφαση, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 19.5.2000, είναι το αντικείμενο της προσφυγής.
Πρέπει να λεχθεί ότι η πρόταση του Υπουργείου Εξωτερικών, ημερ. 27.5.99, προς την Ε.Δ.Υ., που διαβιβάστηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ. 29 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, αφορούσε την πλήρωση 4 τέτοιων θέσεων, που κενώθηκαν μέσα στο 1999 (οι 3 την 1.4.99 και η 4η την 1.5.99). Η Ε.Δ.Υ. όμως προχώρησε μόνο για τις 3 θέσεις. Ο δικηγόρος του αιτητή ισχυρίζεται ότι η σχετική απόφαση της λήφθηκε χωρίς νόμιμη αιτιολογία ή αρμοδιότητα. Αντίκειται δε στη διάταξη του άρθρ. 29, σύμφωνα με την οποία η σχετική πρωτοβουλία πλήρωσης θέσεων ανήκει στην αρμόδια αρχή.
Παρατηρώ πρώτα ότι ο λόγος αυτός στρέφεται κατά απόφασης της Ε.Δ.Υ. (να πληρωθούν 3 θέσεις), η οποία δεν προσβάλλεται. Ωστόσο αν έπρεπε να απαντηθεί το επιχείρημα, θα έλεγα ότι μετά τη διαβίβαση της πρότασης, και σε άλλη διαδικασία, η Ε.Δ.Υ πλήρωσε αναδρομικά από 15.3.97 μια από τις 4 θέσεις. Αυτό αναφέρεται ρητά στο πρακτικό της συνεδρίασης, κατά την οποία λήφθηκε η επίδικη απόφαση. Έτσι η Ε.Δ.Υ. θα μπορούσε να προχωρήσει μόνο με τις 3 θέσεις.
Ο αιτητής ήγειρε ζήτημα μεροληψίας σε βάρος του, που εκδηλώθηκε στην υπηρεσιακή του έκθεση για το 1998. Βαθμολογήθηκε με 6 Ε και 2 Π.Ι. (έναντι 8 Ε των προαχθέντων). Ο δικηγόρος του αιτητή ισχυρίστηκε ότι η παραπάνω υποβάθμισή του οφείλεται στο ότι αυτός έφερε σε φως ατασθαλίες στην πρεσβεία της Δημοκρατίας στη Βουδαπέστη. Στην απαντητική του αγόρευση ο κ. Αγγελίδης επισύναψε επιστολή - διαμαρτυρία προς την Πρέσβυ - αξιολογήτρια των υπηρεσιακών του ικανοτήτων. και δύο επιστολές προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου σχετικά με το ζήτημα. Σε μια από αυτές (παράρτ. Χ2) γράφει ότι η ενέργεια του αποσκοπεί σε «ενημέρωση σας, για εσωτερική και μόνον καταχώρηση και αρχειοθέτηση». Και στο σημείωμά του προς τον ίδιο αξιωματούχο (Χ2), ότι ο τελευταίος του υποσχέθηκε πως «θα κατέβαλλε προσωπικά κάθε προσπάθεια» για να μην επηρεάσει η εν λόγω έκθεση την υπηρεσιακή ανέλιξή του.
Η πρώτη μου παρατήρηση είναι ότι το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να εξετάζει πρωτογενώς και να αποφασίζει επί γεγονότων και ισχυρισμών που άπτονται των κινήτρων του αξιολογούντος υπαλλήλου. Αυτή ανήκει αποκλειστικά στο διορίζον όργανο. Έχει λεχθεί από τον Πική, Δ. (όπως ήταν τότε) στην Σταύρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 4(Α) Α.Α.Δ. 317, 325:
«Στην πρόσφατη απόφαση Κούρτης ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 4454 αναφέρεται ότι διαπιστώσεις ως προς τα γεγονότα από το ίδιο το δικαστήριο μπορεί να γίνουν μόνο σε ότι αφορά τον προσδιορισμό του πλαισίου μέσα στο οποίο ασκείται η διακριτική ευχέρεια του αρμοδίου διοικητικού οργάνου. Διαπιστώνεται ότι η αξιολόγηση της σχετικής μαρτυρίας με την οποία αποδίδονται αλλότρια κίνητρα στον κ. Μαρκίδη κατά τη σύνταξη της εμπιστευτικής έκθεσης του ενδιαφερομένου μέρους ανάγεται αποκλειστικά στην αξιολόγηση της Επιτροπής και επομένως δε μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αξιολόγησης από το δικαστήριο.»
Βλ. επίσης Ρούσος ν. Ιωαννίδη κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 549.
Και να είχα τέτοια εξουσία, θα έλεγα ότι είναι αυτονόητο ότι η διάσταση απόψεων μεταξύ αξιολογητή και αξιολογουμένου, ως προς τις ικανότητες του τελευταίου, δε συνιστά, άνευ ετέρου, προκατάληψη. Είναι σοβαρή μομφή που απαιτεί επαρκείς αποδείξεις (βλ. Σταυρινίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 4(A) Α.Α.Δ. 426). Η προβολή του ισχυρισμού δεν ισοδυναμεί με απόδειξή του. Το υλικό που υπάρχει δε στοιχειοθετεί αφεαυτού τον ισχυρισμό του αιτητή για μεροληψία για το λόγο που αναφέρει στην αγόρευσή του ο συνήγορος. Θα τον απέρριπτα ως ατεκμηρίωτο.
Το αίτημα ακύρωσης της επίδικης πράξης βασίζεται σε δύο κύριους άξονες: (1) το αναιτιολόγητο της σύστασης του Γενικού Διευθυντή προς όφελος των Ε.Μ., και περαιτέρω (2) την έλλειψη ειδικής αιτιολογίας από μέρους της Ε.Δ.Υ. για την επιλογή τους, δοθέντος ότι ο αιτητής κατείχε και τα δύο πλεονεκτήματα του σχεδίου υπηρεσίας της θέσης (μεταπτυχιακό δίπλωμα και γνώση ξένης γλώσσας), ενώ ο μεν Φ. Αναστασίου δε διέθετε οποιοδήποτε από αυτά, ο δε Α. Τουμαζής μόνο εκείνο της γλώσσας (ισπανικής). Η ύπαρξη ή μη πλεονεκτήματος, όπως μόλις τώρα έχω αναφέρει, ήταν διαπίστωση της ίδιας της Ε.Δ.Υ..
Παραθέτω τα πλεονεκτήματα, όπως περιγράφονται στην παράγρ. 4 του σχεδίου υπηρεσίας:
«(4) Πλεονεκτήματα
(α) Καλή γνώση ξένης γλώσσας, κατά προτίμηση της γαλλικής.
(β) Μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος σχετικός με τις αρμοδιότητες και την αποστολή του Υπουργείου Εξωτερικών.»
Πρέπει να έχουμε υπόψη και το περιεχόμενο των συστάσεων του Γενικού Διευθυντή για τα ενδιαφερόμενα μέρη. Μπορεί εδώ να σημειωθεί ότι η προαγωγή του τρίτου υποψηφίου δεν αμφισβητείται με την προσφυγή αυτή. Ο Γεν. Διευθυντής λοιπόν είχε δηλώσει στην Ε.Δ.Υ. πως γνώριζε προσωπικά τους υποψηφίους και έχει «άμεση γνώση της προσφοράς και της ποιότητας της εργασίας τους». Στη συνέχεια υποστήριξε την πρότασή του, κάμνοντας γενική και αόριστη αναφορά στο τρίπτυχο κριτηρίων και την καταλληλότητά τους.
Έχει σημασία τώρα να δούμε πώς προχωρεί ο Γεν. Διευθυντής για να ξεχωρίσει τον κάθε προαχθέντα και να τον προτείνει σαν καταλληλότερο. Με λίγα λόγια θεωρεί ότι εκτελεί αποτελεσματικά τα καθήκοντά του. Να τί ακριβώς λέγει για τον καθένα:
«Ο Αναστασίου Φαίδων υπηρετεί στην Πρεσβεία της Δημοκρατίας στην Αθήνα. Έχει αρχαιότητα έναντι των άλλων υποψηφίων (ήταν συνολικά πέντε) και εξαίρετες αξιολογικές εκθέσεις. Εκτελεί τα καθήκοντά του αποτελεσματικά. Σημειώνω ότι δε διαθέτει κανένα από τα πλεονεκτήματα αλλά σε μια συνεκτίμηση όλων των δεδομένων και δεδομένου ότι υπερέχει σε αρχαιότητα τον συστήνω.
Ο Τουμαζής Αντώνιος εκτελεί χρέη Πρέσβη στην Πρεσβεία της Δημοκρατίας στο Μεξικό. Διαθέτει το πλεονέκτημα της καλής γνώσης ξένης γλώσσας (ισπανικά). Είναι αποτελεσματικός υπάλληλος και έχει εξαίρετες αξιολογικές εκθέσεις και έναντι των υπολοίπων υποψηφίων έχει αρχαιότητα.»
Η Ε.Δ.Υ. υιοθέτησε ρητά τις παραπάνω κρίσεις του Γ. Διευθυντή αναφορικά με τα πλεονεκτήματα. Αφού διαπιστώνει πώς ακριβώς έχει το θέμα της κατοχής ή μη των πλεονεκτημάτων (όπως προειπώθηκε), προχωρεί να αιτιολογήσει ως εξής την επιλογή των Ε.Μ.:
«...... λαμβάνοντας, υπόψη ότι οι Αναστασίου και Τουμαζής υπερέχουν των Λεοντίου και Παπαδήμα σε αρχαιότητα, και του Λεοντίου σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες αξιολογήσεις, με έμφαση στα τελευταία χρόνια στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, και, επιπλέον, έχουν την υπέρ τους σύσταση του Γενικού Διευθυντή, που ενισχύει ακόμη περισσότερο το στοιχείο της αξίας, η Επιτροπή έκρινε, σε μια συνεκτίμηση όλων των στοιχείων κρίσης, ότι αυτοί γενικά υπερέχουν και είναι πιο κατάλληλοι για προαγωγή.»
Είναι βολικό να εξετάσουμε τώρα τα στοιχεία. Όντως τα Ε.Μ. είναι αρχαιότεροι. Είναι όμως αρχαιότητα 8 μόνο μηνών. Δε θα συμφωνούσα ωστόσο με την εκτίμηση της Ε.Δ.Υ. πως υπερέχουν σε αξία στις ετήσιες εκθέσεις. Αυτό δε υπαινίσσεται και ο Διευθυντής. Για μια συνεχή περίοδο των 5 τελευταίων χρόνων (1995 μέχρι και 1999) βαθμολογήθηκαν όλοι με 8 Ε, πλην το 1998 που ο αιτητής έχει 6 Ε και 2 Π.Ι. Όμοια είναι η εικόνα για τα χρόνια 1992 μέχρι 1995. Το 1992 υπάρχουν 2 Π.Ι. για τον αιτητή και τον Φ. Αναστασίου και 1 Π.Ι. για τον Α. Τουμαζή. Το 1994 παίρνει 1 Π.Ι. ο αιτητής με αποτέλεσμα να έχει 7 Ε έναντι 8 Ε των άλλων. Κατά τη γνώμη μου, με τα δεδομένα αυτά δεν χωρούν αξιοκρατικές διαφοροποιήσεις. Δε θα ήταν πειστικό ή ρεαλιστικό να αναζητείται υπεροχή - και μάλιστα βαρύνουσα - σε 1 ή 2 Π.Ι., περισσότερα ή ολιγότερα. Μια τέτοια υπεροχή είναι εντελώς πλασματική. Η νομολογία δέχθηκε ότι αυτού του είδους οι διακυμάνσεις δεν έχουν ουσιαστική σημασία (βλ. Πούρος κ.ά. ν. Χ"Στεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374).
Εξέτασα με προσοχή το κείμενο των συστάσεων. Δεν επισημάνθηκε το συγκεκριμένο έργο ή το απτό στοιχείο στη σταδιοδρομία των προαχθέντων, που δικαιολογεί πειστικά την επιλογή. Υπάρχει στο θέμα αυτό πλούσια νομολογία. Νομίζω πως μεταφέρω το βαθύτερο της νόημα, λέγοντας ότι η έγκυρη σύσταση είναι συνυφασμένη με δεδομένα που δημιουργούν την ειδοποιό διαφορά και παρέχουν προβάδισμα (βλ. Λεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 387, Στυλιανού κ.ά. ν. Χατζηκωνσταντίνου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 387, 389). Δεν έχουν προσδιοριστεί εξαντλητικά τα δεδομένα αυτά για να διατηρείται η ελεύθερη εκτίμηση σε ένα πλατύ, από τη φύση του, θέμα. Υπό την αίρεση ότι η σύσταση δεν αναπλάθει ή ανατρέπει τα υπάρχοντα στοιχεία (βλ. Χριστοδουλίδου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 626) γιατί έτσι μετατρέπεται ο ρόλος του Διευθυντή και γίνεται ο απόλυτος ρυθμιστής της προαγωγής, που οπωσδήποτε δεν αποτελούσε πρόθεση του νομοθέτη. Πρέπει όμως η σύσταση, μακριά από γενικότητες που θα μπορούσαν να ταιριάσουν σε κάθε περίπτωση, να καθιστά διακριτή και ελεγκτή την υπεροχή που αποδίδεται στο συστηνόμενο.
Η σύσταση εδώ, ότι ο υπάλληλος είναι αποτελεσματικός ή εκτελεί αποτελεσματικά τα καθήκοντά του δεν ανταποκρίνεται στα κριτήρια της νομολογίας. Είναι και αόριστη και ατεκμηρίωτη, πέρα από το ότι ο ισχυρισμός δεν προσφέρεται για δικαστικό έλεγχο. Ανεξάρτητα από αυτό, η σύσταση παρακάμπτει με ευκολία και αβασάνιστα τα πλεονεκτήματα, ιδιαίτερα στην περίπτωση του Φ. Αναστασίου. Επομένως, η επίδικη απόφαση, που έχει ως κύριο στήριγμα τη σύσταση του Γεν. Διευθυντή, υπόκειται σε ακύρωση.
Η υπόθεση Χατζηγιάννη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 317, επικυρώνοντας την πάγια νομολογία επί του θέματος του πρόσθετου προσόντος, επανέλαβε ότι:
«Η αρχή είναι πως, όταν το διορίζον όργανο αποφασίσει να επιλέξει υποψήφιο που δεν έχει πρόσθετο προσόν, πρέπει να δώσει πειστικούς λόγους ή ειδική αιτιολογία γι' αυτή του την απόφαση. Οι λόγοι δε αυτοί πρέπει να εμφαίνονται στην αιτιολογία της Επιτροπής. Δεν μπορούν, δηλαδή, να συναχθούν από τα πρακτικά της Επιτροπής.»
Όπως έχει εξηγηθεί, οι υποψήφιοι, στον τομέα των υπηρεσιακών αξιολογήσεων, ήταν ουσιαστικά ισάξιοι. Την πλάστιγγα έκλινε η περιορισμένης διάρκειας αρχαιότητα. Έτσι η αιτιολογία που περιέχει το παραπάνω απόσπασμα από την απόφαση της Ε.Δ.Υ., δοθέντος ότι η σύσταση του Διευθυντή ήταν ελαττωματική, δε συνιστά, κατά τη γνώμη μου ειδική αιτιολογία που πείθει για την παραγνώριση των πλεονεκτημάτων. Υπάρχει εδώ και δεύτερος λόγος ακύρωσης.
Με τις σκέψεις αυτές ακυρώνω την επίδικη απόφαση με έξοδα σε βάρος της Δημοκρατίας.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.