ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2002) 4 ΑΑΔ 346

15 Απριλίου, 2002

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΘΕΟΧΑΡΙΔΗΣ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 1104/2000)

 

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Λόγοι ακυρώσεως ― Αδυναμία επαναφοράς λόγων ακυρώσεως που κατά τεκμήριο εγκαταλείφθηκαν στα πλαίσια προηγηθείσας προσφυγής με το αυτό αντικείμενο ― Ερμηνευτικές προεκτάσεις των σχετικών νομολογιακών πορισμάτων και εφαρμογή τους στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προσόντα ―- Το τεκμήριο κατοχής προσόντος από υποψήφιο που κατέχει θέση στην οποία το εν λόγω προσόν είναι απαιτούμενο ― Περιστάσεις εγκυρότητας της αιτιολόγησης κατοχής προσόντων από το ενδιαφερόμενο μέρος στην κριθείσα περίπτωση.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Συστάσεις Προϊσταμένου ― Αιτιολογία ― Περιστάσεις νομιμότητας της δοθείσας στην κριθείσα περίπτωση σύστασης.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προφορικές συνεντεύξεις ― Αιτιολογία των εντυπώσεων της Ε.Δ.Υ. από αυτές ― Η δυνατότητα συμπλήρωσής της με τη χρήση υπαρχουσών σημειώσεων των μελών.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Η διακριτική ευχέρεια της Ε.Δ.Υ. κατά την τελική επιλογή του καταλληλοτέρου ― Όρια επέμβασης του Δικαστηρίου ― Έκδηλη υπεροχή.

Ο αιτητής επεδίωξε την ακύρωση της επιλογής του ενδιαφερομένου προσώπου για πλήρωση της θέσης Ανώτερου Κτηματολογικού Λειτουργού (Διοίκηση), στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.  Όλοι οι εδώ προβαλλόμενοι ισχυρισμοί είχαν εγερθεί και αναπτυχθεί από τον αιτητή στην Προσφυγή Αρ. 1005/98. Όταν στις 8.2.00 οι καθ' ων η αίτηση αναγνώρισαν πως συνέτρεχε λόγος ακυρότητας με αναφορά στην έλλειψη αιτιολόγησης των εντυπώσεων της Ε.Δ.Υ. από τις συνεντεύξεις, ο αιτητής περιορίστηκε στη δήλωση πως ζητούσε τα έξοδά του. Όμως ο λόγος ακυρότητας που εξειδικεύθηκε, για τον οποίο και μόνο τελικά ακυρώθηκε η απόφαση, αφορούσε σε θέμα που έπετο, κατά τη λειτουργική του δυναμική αλλά και χρονολογικώς, των άλλων, δηλαδή εκείνων που αναφέρονταν στα προσόντα, στις εντυπώσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής και στη σύσταση του προϊσταμένου. Ποιά λοιπόν ήταν η επενέργεια της στάσης του αιτητή όταν προδήλως, αφού ζήτησε μόνο τα έξοδά του,  συντάχθηκε υπέρ της οριστικής διεκπεραίωσης της προσφυγής του, με ακύρωση της απόφασης μόνο για το λόγο που προσδιορίστηκε; Μπορεί να θεωρηθεί ότι αφηνόταν ανοικτή η δυνατότητα να επανέλθει στα ίδια; Ενδεχόμενη δήλωσή του πως επέμενε σε εκείνους τους ισχυρισμούς αναμφιβόλως θα επεσήμανε την ανάγκη εξέτασής τους, ως των πρώτων θεμάτων στην προσφυγή. Ώστε να μην απολήγει και ενδεχομένως μάταιη η θεραπεία της διαπιστωθείσας πλημμέλειας κατά την επανεξέταση.  Όπως θα συμβαίνει σε κάθε περίπτωση που, όπως και εδώ, ο αιτητής θα αποφασίζει να επαναφέρει σε νέα προσφυγή θέματα προγενέστερα, εγειρόμενα από την αρχική εξέταση. Επομένως, χειρισμός όπως ο αναφερθείς επάγεται εγκατάλειψη των ισχυρισμών για πλημμέλειες, η εξέταση των οποίων, κατά την οφειλόμενη σειρά, προηγείται και, συνεπώς, στο πλαίσιο των αρχών που τέθηκαν στην Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608, προκύπτει αδυναμία επαναφοράς τους σε νέα προσφυγή.

2.  Ως προς το προσόν της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας, το απαιτούσε, ως βασικό προσόν, το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης που ήδη κατείχε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο και ορθά η Ε.Δ.Υ. στηρίχτηκε στο τεκμήριο που προέκυπτε.

3.      Ως προς την «πολύ καλή γνώση των διαδικασιών εκτέλεσης της εργασίας στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας καθώς και γνώσης της εργασίας και των βασικών αρχών λειτουργίας όλων των κλάδων του Τμήματος", ο αιτητής παραγνωρίζει τα ακόλουθα:

(α) Η θέση ήταν πρώτου διορισμού και προαγωγής. Για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, που υπηρετούσε στο Κτηματολόγιο επί δεκαετίες, ήταν προαγωγής και οι φάκελοι, με καταγραμμένες τις ως τότε λεπτομέρειες της υπηρεσίας του, βρίσκονταν ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της Ε.Δ.Υ.. Προκύπτει από αυτούς, μεταξύ άλλων, πως το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είχε και την ευθύνη «έρευνας και αναλύσεως για την απλούστευση των διαδικασιών καλύτερης λειτουργίας του Τμήματος».

(β) Το ζήτημα της κατοχής αυτού το προσόντος ήταν ειδικά αντικείμενο της συνέντευξης που διεξήγαγε η Συμβουλευτική Επιτροπή. Αναφέρεται στο πρακτικό της πως ακριβώς υπέβαλε στους υποψήφιους εξειδικευμένες ερωτήσεις για τη διαπίστωση της κατοχής του.  Και για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο σημειώθηκε πως έδωσε σωστές και σαφείς απαντήσεις με σφαιρική και τεκμηριωμένη αντίκρυση και πως έχει «ευρεία πείρα και πάρα πολύ καλές γνώσεις σε όλους τους κλάδους του Τμήματος με αξιόλογη προσφορά».

4.  Ως προς την αιτιολογία της γενικής εντύπωσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής από την προφορική συνέντευξη, αντίθετα με ό,τι είχε συμβεί στην περίπτωση της Ε.Δ.Υ., η Συμβουλευτική Επιτροπή κατέγραψε επαρκώς την αιτιολογία της.

Περαιτέρω, ήταν επαρκώς αιτιολογημένη και η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

5.  Ως προς τη σύσταση, ο αιτητής παραγνωρίζει ότι δεν υπήρχε νομοθετική υποχρέωση αιτιολόγησής της. Η σύσταση διαμορφώθηκε αμέσως μετά την προφορική συνέντευξη, όπως προκύπτει, ενόψει και των εντυπώσεων τις οποίες ο ίδιος ο διευθυντής αποκόμισε.

6.  Η αντίληψη του αιτητή πως παραβιάστηκε το δεδικασμένο είναι λανθασμένη. Σαφώς η Ε.Δ.Υ. κινήθηκε στο πλαίσιο των δυνατοτήτων που προσφέρονταν ενόψει της νομολογίας για θεραπεία της πλημμέλειας της αιτιολογίας των εντυπώσεών της από τις συνεντεύξεις με τη χρήση υπαρχουσών σημειώσεων.

7.   Με αποκρυσταλλωμένη την εικόνα σε σχέση με τα στοιχεία κρίσης, το τελικό ερώτημα αφορά στο εύλογο της επιλογής του ενδιαφερομένου πρόσωπου. Η Ε.Δ.Υ., με δοσμένη την αρχαιότητα του αιτητή, έκρινε πως η υπεροχή του σ' αυτή θα έπρεπε να υποχωρήσει, προδήλως ενόψει της  σύστασης του Διευθυντή και των εντυπώσεων από τη συνέντευξη τόσο ενώπιον της ίδιας όσο και ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Δεν τεκμηριώνεται έκδηλη υπεροχή του αιτητή. Η Ε.Δ.Υ. κινήθηκε μέσα σε εύλογα πλαίσια και δεν τίθεται ζήτημα υποκατάστασής της.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Δημοκρατία v. Ευθυμίου (1999) 3 Α.Α.Δ. 485,

Σωτηρίου κ.ά. v. Κολοκοτρώνη κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 452,

Παπαδόπουλος v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608,

Δημοκρατίας v. Πογιατζής (1992) 3 Α.Α.Δ. 422,

Θεοχαρίδης v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1202/99, ημερ. 9.1.2002,

Κούλη v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1038/00, ημερ. 22.1.2002,

Πούρος κ.ά. v. Χ"Στεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374,

Σκορδής κ.ά. v. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 1390,

Συμεωνίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145,

Δημοκρατία v. Αντωνίου (Αρ. 1) (2002) 3 Α.Α.Δ. 103.

Προσφυγή.

Ε. Χειμώνας, για τον Αιτητή.

Κ. Σταυρινός, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής και ο Β. Παπαδημητρίου, ως Κτηματολογικός Λειτουργός Πρώτης Τάξης, μαζί με άλλους, διεκδίκησε ανέλιξη στη θέση (Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής) Ανώτερου Κτηματολογικού Λειτουργού (Διοίκηση) (Τακτικός Προϋπολογισμός), Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας. Με την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.), ημερομηνίας 3.8.98, επελέγη το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Β. Παπαδημητρίου και ο αιτητής και άλλος άσκησαν τις Προσφυγές Αρ. 1005/98 και 1219/98. Στις 8.2.00 οι καθ' ων η αίτηση δήλωσαν ενώπιον του Δικαστηρίου πως δεν υποστήριζαν τη νομιμότητα της απόφασης επειδή, όπως αναγνώρισαν, οι εντυπώσεις της Ε.Δ.Υ. από τις προσωπικές συνεντεύξεις που διεξήγαγε, δεν ήταν αιτιολογημένες όπως απαιτεί ο Νόμος. Οι αιτητές ζήτησαν τα έξοδά τους και το Δικαστήριο, αφού διαπίστωσε την πλημμέλεια, με αναφορά στην απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Ευθυμίου (1999) 3 Α.Α.Δ. 485, ακύρωσε την απόφαση, με έξοδα σε βάρος της Δημοκρατίας.

Η ΕΔΥ επανεξέτασε το θέμα στις 26.5.00 και, με αναφορά στην απόφαση της Ολομέλειας στη Σωτηρίου κ.ά. ν. Κολοκοτρώνη κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 452, αποφάσισε τη θεραπεία της πλημμέλειας που διαπιστώθηκε, για την οποία είχε ακυρωθεί η πρώτη απόφασή της. Τα Μέλη της δεν είχαν αλλάξει και με τη χρήση σημειώσεων τις οποίες είχαν τηρήσει κατά τον ουσιώδη χρόνο, κατέγραψε την αιτιολόγηση των εντυπώσεων από τις συνεντεύξεις των υποψηφίων.

Για τον αιτητή, ως εξής:

«Καλός. Καλό επίπεδο γνώσεων κτηματολογικών θεμάτων, με αδυναμίες σε γενικότερα θέματα διοίκησης και νομοθεσίας. Άτολμος, δύσκολα έπαιρνε θέση σε προβλήματα που τέθηκαν και η κρίση του πάνω στα δεδομένα ήταν περιορισμένη».

Για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, ως εξής:

«Σχεδόν εξαίρετος. Πάρα πολύ καλό επίπεδο γνώσεων. Επικοινωνεί με άνεση, σαφήνεια και με ολοκληρωμένο λόγο. Επέδειξε αποφασιστικότητα, δυναμισμό και ανεξαρτησία σκέψης».

Ακολούθησε η επιλογή του ενδιαφερομένου προσώπου με αιτιολόγηση ως ακολούθως:

«Επιλέγοντας τον Παπαδημητρίου, η Επιτροπή σημείωσε ότι αυτός, συγκρινόμενος με τους ανθυποψηφίους του, δεν υστερούσε σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση στα τελευταία χρόνια στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, δεν υστερούσε σε προσόντα, απέδωσε καλύτερα στην ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας προφορική εξέταση, αξιολογήθηκε στο επίπεδο του "Εξαίρετος" από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και, επιπλέον, έχει υπέρ του τη σύσταση του Διευθυντή, στοιχείο που προσθέτει στην αξία.

Επιλέγοντας τον Παπαδημητρίου, η Επιτροπή δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι οι υποψήφιοι Θεοχαρίδης Χριστάκης, Αργυρού Παναγιώτης και Ζένιος Σάββας υπερείχαν έναντι αυτού σε αρχαιότητα. Λαμβάνοντας όμως υπόψη ότι σύμφωνα με την υφιστάμενη νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου για θέσεις Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, και μάλιστα για θέσεις που βρίσκονται ψηλά στην ιεραρχία όπως η παρούσα, η οποία είναι τρίτη στην ιεραρχία του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, η σημασία της αρχαιότητας είναι περιορισμένη, η Επιτροπή έκρινε ότι η αρχαιότητα των τριών πιο πάνω υποψηφίων, παρόλο ότι λαμβάνεται υπόψη και συνεκτιμάται εντούτοις δεν μπορεί να υπερισχύσει της υπεροχής του επιλεγέντος με βάση το σύνολο των κριτηρίων αξιολόγησης."

Ο αιτητής επιδιώκει με την παρούσα προσφυγή ακύρωση της απόφασης για τους εξής λόγους:

1.  Λανθασμένα η Ε.Δ.Υ. χρησιμοποίησε τις σημειώσεις των μελών της. Εκτιμά ο αιτητής πως με αυτή την ενέργεια παραβιάστηκε το δεδικασμένο.

2.  Εν πάση περιπτώσει, η γενική εντύπωση της Ε.Δ.Υ. εξακολουθεί να είναι αναιτιολόγητη. Θεωρεί ο αιτητής ότι η Ε.Δ.Υ. κατέγραψε τη γενική της εντύπωση για κάθε υποψήφιο θέτοντας γενικά κριτήρια και παραλείποντας να δώσει οποιαδήποτε αιτιολογία για τη συγκεκριμένη αξιολόγηση στην οποία προέβη για κάθε υποψήφιο, με αποτέλεσμα να καθίσταται πρακτικώς αδύνατος ο δικαστικός έλεγχος.

3.  Ήταν αναιτιολόγητη και η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής όπως και οι εντυπώσεις της από τις συνεντεύξεις που εκείνη διεξήγαγε.

4.  Η Ε.Δ.Υ. παρέλειψε την οφειλόμενη έρευνα για τη διαπίστωση της κατοχής από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο του απαιτούμενου προσόντος της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας. Αναφέρεται ο αιτητής στην εξ αρχής διαπίστωση της Ε.Δ.Υ. πως τεκμαιρόταν η γνώση αφού ήταν απαιτούμενο, στο ίδιο επίπεδο, και για τη θέση του Κτηματολογικού Λειτουργού Πρώτης Τάξης αλλά θεωρεί πως αυτή η προσέγγιση ήταν λανθασμένη.

5.  Παραγνωρίστηκε η αρχαιότητα του έναντι του ενδιαφερο-μένου πρόσωπου και ο τρόπος αναφοράς σ' αυτή από την Ε.Δ.Υ. αποκαλύπτει εσκεμμένη προσπάθεια μείωσης της σαφούς υπεροχής του. Επίσης παραγνωρίστηκε η μεγάλη και πολύπλευρη πείρα του, λεπτομέρειες της οποίας και παραθέτει.

6.  Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν κατέχει το απαιτούμενο προσόν της πολύ καλής γνώσης των διαδικασιών εκτέλεσης της εργασίας στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας καθώς και γνώση της εργασίας και των βασικών αρχών λειτουργίας όλων των κλάδων του Τμήματος. Η Συμβουλευτική Επιτροπή που αναφέρθηκε σε ευρεία πείρα του και σε πάρα πολύ καλές γνώσεις του σε όλους τους κλάδους του Τμήματος, τελούσε υπό πλάνη αν ληφθεί υπόψη το ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο υπηρέτησε μόνο στον Κλάδο Εκτιμήσεων και στο Τμήμα Μηχανογράφησης.

7.  Παραβιάστηκε το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης στην Προσφυγή Αρ. 132/96 την οποία άσκησε ο ίδιος κατά της προαγωγής άλλων στην ίδια θέση. Αυτό επειδή είχε διαπιστωθεί έκτοτε πως ήταν ένας εξαίρετος υπάλληλος.

8.  Ήταν το λιγότερο ισάξιος του ενδιαφερομένου προσώπου με ισότιμα αν όχι και υπέρτερα προσόντα. Επομένως, ενόψει της ουσιαστικής αρχαιότητάς του, στο πλαίσιο μιας ορθής αξιολόγησης, θα έπρεπε να προτιμηθεί ως καταφανώς καταλληλότερος. Συναφώς η μονολεκτική σύσταση του διευθυντή υπέρ του ενδιαφερομένου προσώπου θα έπρεπε να είχε αγνοηθεί ως μή αιτιολογημένη.

Έχω καταγράψει όσα προκύπτουν ως προτεινόμενοι λόγοι ακυρότητας, με τη σειρά της ανάπτυξής τους από τον αιτητή.  Θα τους εξετάσω με την ορθή τους σειρά, αρχίζοντας με τα αφορώντα στα προσόντα του ενδιαφερομένου προσώπου. Αφού η σύγκριση προς επιλογή του καταλληλότερου προϋποθέτει κατοχή των προσόντων που απαιτεί το σχέδιο υπηρεσίας, είναι νοητό να αφορά μόνο σε  πρόσωπα που είναι δυνατό να είναι υποψήφιοι. Στη συνέχεια, σε σχέση με τις αξιολογικές κρίσεις, με τα αφορώντα στις χρονικά προγενέστερες εφόσον μάλιστα αυτές απετέλεσαν στοιχείο για τη διαμόρφωση των επόμενων. Εν προκειμένω, με τα αφορώντα στην αιτιολογία των εντυπώσεων της Συμβουλευτικής Επιτροπής από τις συνεντεύξεις και της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, που λήφθηκαν υπόψη από την Ε.Δ.Υ.. Στη συνέχεια, με τα αφορώντα στη σύσταση του προϊσταμένου και τις εντυπώσεις της Ε.Δ.Υ. από τη συνέντευξη που εκείνη διεξήγαγε. Τελικά, και ανάλογα με την κατάληξη των προηγούμενων, με τα αφορώντα στην τελική επιλογή.

Θα δούμε πως αυτή η σειρά και οι συσχετισμοί που προκύπτουν από τη λογική της αποκτούν στην παρούσα περίπτωση ιδιαίτερη σημασία. Δεν έχει εγερθεί το θέμα και δεν έχω το ευεργέτημα της επιχειρηματολογίας των μερών αλλά θεωρώ πως οφείλω να σημειώσω τις σκέψεις μου. Όλοι οι πιο πάνω ισχυρισμοί είχαν εγερθεί και αναπτυχθεί από τον αιτητή στην Προσφυγή Αρ. 1005/98. Όταν στις 8.2.00 οι καθ' ων η αίτηση αναγνώρισαν πως συνέτρεχε λόγος ακυρότητας με αναφορά στην έλλειψη αιτιολόγησης των εντυπώσεων της Ε.Δ.Υ. από τις συνεντεύξεις, ο αιτητής περιορίστηκε στη δήλωση πως ζητούσε τα έξοδά του. Όμως ο λόγος ακυρότητας που εξειδικεύθηκε, για τον οποίο και μόνο τελικά ακυρώθηκε η απόφαση, αφορούσε σε θέμα που έπετο, κατά τη λειτουργική του δυναμική αλλά και χρονολογικώς, των άλλων. Εννοώ εκείνων που αναφέρονταν στα προσόντα, στις εντυπώσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής και στη σύσταση του προϊσταμένου. Ποιά λοιπόν ήταν η επενέργεια της στάσης του αιτητή όταν προδήλως, αφού ζήτησε μόνο τα έξοδά του,  συντάχθηκε υπέρ της οριστικής διεκπεραίωσης της προσφυγής του, με ακύρωση της απόφασης μόνο για το λόγο που προσδιορίστηκε; Μπορεί να θεωρηθεί ότι αφηνόταν ανοικτή η δυνατότητα να επανέλθει στα ίδια; Ενδεχόμενη δήλωσή του πως επέμενε σε εκείνους τους ισχυρισμούς αναμφιβόλως θα επεσήμανε την ανάγκη εξέτασής τους, ως των πρώτων θεμάτων στην προσφυγή. Ώστε να μην απολήγει και ενδεχομένως μάταιη η θεραπεία της διαπιστωθείσας πλημμέλειας κατά την επανεξέταση. Όπως θα συμβαίνει σε κάθε περίπτωση που, όπως και εδώ, ο αιτητής θα αποφασίζει να επαναφέρει σε νέα προσφυγή θέματα προγενέστερα, με την έννοια που εξήγησα, εγειρόμενα από την αρχική εξέταση. Μου φαίνεται, επομένως, πως χειρισμός όπως ο αναφερθείς επάγεται εγκατάλειψη των ισχυρισμών για πλημμέλειες, η εξέταση των οποίων, κατά την οφειλόμενη σειρά, προηγείται και, συνεπώς, στο πλαίσιο των αρχών που τέθηκαν στην Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608, προκύπτει αδυναμία επαναφοράς τους σε νέα προσφυγή. Όπως εξηγήθηκε στην απόφαση της Ολομέλειας που εξέδωσε ο Νικήτας, Δ., "δεν είναι επιτρεπτό διάδικος να θέτει νέο θέμα, όποτε τούτο ανακύπτει ή όποτε το επιθυμεί».

Είναι όμως, ούτως ή άλλως, εμφανώς αβάσιμοι οι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν. Ως προς το προσόν της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας ο αιτητής παραγνωρίζει την απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατίας v. Πογιατζής (1992) 3 Α.Α.Δ. 422. Αυτό το απαιτούσε, ως βασικό προσόν, το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης που ήδη κατείχε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο και ορθά η Ε.Δ.Υ. στηρίχτηκε στο τεκμήριο που προέκυπτε. Βέβαια, με μεταγενέστερη τροποποίηση απαλείφθηκε αυτό το προσόν για τη θέση εκείνη, αλλά παραμένει ως γεγονός το ότι αυτό απαιτείτο κατά την ανέλιξη του ενδιαφερομένου πρόσωπου στη θέση εκείνη, την οποία και διατηρούσε έκτοτε. (Βλ. την απόφαση του Νικήτα, Δ. στη Θεοχαρίδης ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 1202/99, ημερ. 9.1.02 και την Κούλη ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή Αρ. 1038/00, ημερ. 22.1.02.).

Ως προς την «πολύ καλή γνώση των διαδικασιών εκτέλεσης της εργασίας στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας καθώς και γνώσης της εργασίας και των βασικών αρχών λειτουργίας όλων των κλάδων του Τμήματος", ο αιτητής παραγνωρίζει τα ακόλουθα:

(α)   Η θέση ήταν πρώτου διορισμού και προαγωγής. Για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, που υπηρετούσε στο Κτηματολόγιο επί δεκαετίες, ήταν προαγωγής και οι φάκελοι, με καταγραμμένες τις ως τότε λεπτομέρειες της υπηρεσίας του, βρίσκονταν ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της Ε.Δ.Υ.. Προκύπτει από αυτούς, μεταξύ άλλων, πως το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είχε και την ευθύνη «έρευνας και αναλύσεως για την απλούστευση των διαδικασιών καλύτερης λειτουργίας του Τμήματος».

(β)   Το ζήτημα της κατοχής αυτού το προσόντος ήταν ειδικά αντικείμενο της συνέντευξης που διεξήγαγε η Συμβουλευτική Επιτροπή. Αναφέρεται στο πρακτικό της πως ακριβώς υπέβαλε στους υποψήφιους εξειδικευμένες ερωτήσεις για τη διαπίστωση της κατοχής του. Και για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο σημειώθηκε πως έδωσε σωστές και σαφείς απαντήσεις με σφαιρική και τεκμηριωμένη αντίκρυση και πως έχει «ευρεία πείρα και πάρα πολύ καλές γνώσεις σε όλους τους κλάδους του Τμήματος με αξιόλογη προσφορά».

Ως προς την αιτιολογία της γενικής εντύπωσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής από την προφορική συνέντευξη, παραγνωρίζει πως, αντίθετα με ό,τι είχε συμβεί στην περίπτωση της Ε.Δ.Υ., η Συμβουλευτική Επιτροπή κατέγραψε επαρκώς την αιτιολογία της. (Βλ. σχετικά την Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374).

Ως προς τον αιτητή, ως εξής:

«Από τις σαφείς απαντήσεις του διαφάνηκε καθαρά πολύ ψηλό επίπεδο γνώσεων.  Φάνηκε ώριμος με αντίληψη και ευθυκρισία και πεπειραμένος με πολύ καλές γνώσεις και ορθές σκέψεις αναφορικά με τη διοίκηση. Αξιολογείται ως ΣΧΕΔΟΝ ΕΞΑΙΡΕΤΟΣ».

Για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ως εξής:

«Πλήρεις, σωστές και σαφείς οι απαντήσεις του με σφαιρική και τεκμηριωμένη αντίκρυση. Από τις απαντήσεις του διαφάνηκε καθαρά η ικανότητά του να αφομοιώνει νέες μεθόδους επιστημονικής εργασίας καθώς και η ικανότητά του να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες και ευθύνες με  ευθυκρισία και άνεση για σωστή και αποδοτική διοίκηση. Αξιολογείται ως ΕΞΑΙΡΕΤΟΣ.»

Περαιτέρω, ήταν επαρκώς αιτιολογημένη και η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Περιλαμβάνει λεπτομερή αναφορά στη σειρά των θεμάτων με τα οποία ασχολήθηκε, την επίλυσή τους με τις αναγκαίες εξηγήσεις, την αιτιολογία για τις εντυπώσεις της από τις συνεντεύξεις και τη γενική αποτίμηση των υποψηφίων, με αναφορά στο σύνολο των στοιχείων κρίσης.

Ως προς τη σύσταση, ο αιτητής παραγνωρίζει ότι δεν υπήρχε νομοθετική υποχρέωση αιτιολόγησής της. [βλ. Θεοχαρίδης ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω)] αλλά και το γεγονός ότι η σύσταση διαμορφώθηκε αμέσως μετά την προφορική συνέντευξη, όπως προκύπτει, ενόψει και των εντυπώσεων τις οποίες ο ίδιος ο διευθυντής αποκόμισε. Ο Διευθυντής, με βάση την απόδοσή του σε εκείνη τη συνέντευξη, έκρινε τον αιτητή μόνο ως «καλό» ενώ το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ως «εξαίρετο» και η σύστασή του συναφώς συναρτάται και προς αυτή την αποτίμηση. (Βλ. Σκορδής κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 1390 και Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145 στη σελ. 166).

Απομένουν όσα αφορούν στην επανεξέταση που οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση, με πρώτο το ζήτημα του χειρισμού ενόψει της προγενέστερης ακύρωσης λόγω της διαπίστωσης πως οι εντυπώσεις της Ε.Δ.Υ. από τις συνεντεύξεις ήταν αναιτιολόγητες. Η αντίληψη του αιτητή πως παραβιάστηκε το δεδικασμένο είναι λανθασμένη. Σαφώς η Ε.Δ.Υ. κινήθηκε στο πλαίσιο των δυνατοτήτων που προσφέρονταν ενόψει της νομολογίας για θεραπεία της πλημμέλειας με τη χρήση υπαρχουσών σημειώσεων. (Βλ. Σωτηρίου κ.ά. ν. Κολοκοτρώνη κ.ά. (ανωτέρω) αλλά και την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Δημοκρατία ν. Αντωνίου (Αρ. 1) (2002) 3 Α.Α.Δ. 103. Ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είχαν την ίδια βαθμολογία στις υπηρεσιακές εκθέσεις κατά τα τελευταία χρόνια και δεν διαπιστώνεται σφάλμα της Ε.Δ.Υ. επί του προκειμένου. Ούτε ως προς τη φύση της κρίσης της αναφορικά με τα προσόντα. Ο αιτητής πρόσθεσε στην απαντητική αγόρευσή του τον ισχυρισμό πως υπερείχε στα προσόντα, χωρίς όμως και να τον τεκμηριώνει. Οι φάκελοι δείχνουν πως μετά το πρώτο τους πτυχίο, του αιτητή στην Land Valuation and Management του State University της Νέας Υόρκης και του ενδιαφερομένου προσώπου στα Νομικά του Πανεπιστημίου Αθηνών, απέκτησαν και οι δυο, μάλιστα την ίδια μέρα, το ίδιο μεταπτυχιακό από το Πανεπιστήμιο της Νοτίου Αυστραλίας στην Applied Science - Land Information Management.

Με αποκρυσταλλωμένη την εικόνα σε σχέση με τα στοιχεία κρίσης, το τελικό ερώτημα αφορά στο εύλογο της επιλογής του ενδιαφερομένου πρόσωπου. Η Ε.Δ.Υ., με δοσμένη την αρχαιότητα του αιτητή, έκρινε πως η υπεροχή του σ' αυτή θα έπρεπε να υποχωρήσει, προδήλως ενόψει της σύστασης του Διευθυντή και των εντυπώσεων από τη συνέντευξη τόσο ενώπιον της ίδιας όσο και ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Δεν τεκμηριώνεται έκδηλη υπεροχή του αιτητή. Η Ε.Δ.Υ. κινήθηκε μέσα σε εύλογα πλαίσια και δεν τίθεται ζήτημα υποκατάστασής της. Η αναφορά δε του αιτητή σε άλλη υπόθεση, στην προσφυγή 132/96, δεν προωθεί τις θέσεις του. Εκείνη η υπόθεση αφορούσε σε άλλη διαδικασία και σε άλλους ενδιαφερόμενους.

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο