ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 4 ΑΑΔ 104
28 Iανουαρίου, 2002
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
XΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΑΨΟΣ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ (ΑΡ. 1),
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 315/2000)
Έννομο Συμφέρον ― Αιτητή να προσβάλει απόφαση από της οποίας την ακύρωση δεν θα ωφεληθεί.
Έννομο Συμφέρον ― Διαθεσιμότητα ― Ηθικό συμφέρον του αιτητή να προσβάλει την απόφαση για θέση του σε διαθεσιμότητα ανεξάρτητα του ότι διώκεται παράλληλα και ποινικώς.
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Δικαστική γνώση ― Δεν μπορεί να ληφθεί δικαστική γνώση του ότι αιτητής αντιμετωπίζει ποινική δίωξη.
Διοικητική Πράξη ― Αιτιολογία ― Επίκληση του δημοσίου συμφέροντος για το σκοπό αιτιολόγησης της πράξης ― Η απαίτηση εξειδίκευσης του δημοσίου συμφέροντος ― Ικανοποιήθηκε στην κριθείσα περίπτωση απόφασης για θέση του αιτητή σε διαθεσιμότητα ― Περιστάσεις.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διαθεσιμότητα ― Αιτιολογία ― Όροι νομιμότητας ― Περιστάσεις νομιμότητας της δοθείσας στην κριθείσα περίπτωση αιτιολογίας.
Ο αιτητής προσέφυγε κατά της απόφασης της Ε.Δ.Υ. να τον θέσει σε διαθεσιμότητα καθώς και κατά της συναφούς απόφασης για λήψη των δύο τρίτων των απολαβών του κατά τη διάρκειά της.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Οι καθ' ων η αίτηση ισχυρίστηκαν ότι ο αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος γιατί δεν θα μπορούσε να ωφεληθεί από την πιθανή ακύρωση της πράξης, αφού είναι γνωστό ότι ήδη αντιμετωπίζει ποινική διαδικασία εναντίον του.
Το Δικαστήριο δεν μπορεί να λάβει δικανική γνώση της ύπαρξης ποινικής διαδικασίας εναντίον του αιτητή. Ανεξάρτητα όμως του αν ο αιτητής είναι αντιμέτωπος ποινικής διαδικασίας ή όχι, δεν παύει να επηρεάζεται, ούτως ή άλλως, από το οποιοδήποτε πόρισμα της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας. Αναμφίβολα έχει τουλάχιστον ηθικό συμφέρον.
2. Σύμφωνα με το Άρθρο 28(3) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν.158(Ι)/99, πράξη που επικαλείται γενικά και αόριστα το δημόσιο συμφέρον είναι αναιτιολόγητη. Το δημόσιο συμφέρον, όταν γίνεται επίκλησή του, πρέπει να εξειδικεύεται με αναφορά σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του αρμόδιου διοικητικού οργάνου.
Από τα ενώπιόν του Δικαστηρίου στοιχεία διαπιστώνεται ότι η αιτιολογία που δόθηκε από την Επιτροπή είναι επαρκής, ενώ τα γεγονότα της υπόθεσης δικαιολογούν την απόφαση ότι ο αιτητής θα έπρεπε να τεθεί σε διαθεσιμότητα για λόγους δημόσιου συμφέροντος. Η αποτελεσματικότητα της έρευνας και το ενδεχόμενο επηρεασμού μαρτύρων αναμφίβολα συνιστούν λόγους δημόσιου συμφέροντος που δικαιολογούν τη θέση του υπάλληλου σε διαθεσιμότητα.
Η διαθεσιμότητα του αιτητή ήταν απαραίτητη προς αποφυγή του ενδεχόμενου επηρεασμού της ομαλής διεξαγωγής της έρευνας. Το κύρος της δημόσιας υπηρεσίας υπεισέρχεται και αυτό ως παράγων, γιατί διαφορετικά το μέτρο της διαθεσιμότητας θα έχανε το διοικητικό και θα προσλάμβανε πειθαρχικό χαρακτήρα. Αντίθετα, το κύρος της υπηρεσίας, όπως και η αποτελεσματικότητα, αλλά και η αμεροληψία της έρευνας που διεξάγεται, ασφαλώς και αποτελούν παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπ' όψιν.
3. Το εδάφιο (3) του Άρθρου 85 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων, σαφώς αναφέρει ότι τα ωφελήματα του υπάλληλου αναστέλλονται κατά τη διάρκεια της περιόδου της διαθεσιμότητας και με την επιφύλαξη του ιδίου εδαφίου, η Επιτροπή επιτρέπει στον υπάλληλο να λαμβάνει μέρος των απολαβών της θέσης του όχι λιγότερο από τις μισές.
Δεν υπάρχει οτιδήποτε στο φάκελο που να δικαιολογεί τον ισχυρισμό του αιτητή ότι τέθηκε ταυτόχρονα δύο φορές σε διαθεσιμότητα που συντρέχουν ή ότι έτσι θα έπαιρνε τα δύο τρίτα των ήδη μειωμένων απολαβών που ελάμβανε τελώντας σε διαθεσιμότητα. Η Επιτροπή, όπως είχε το δικαίωμα, του επέτρεψε να λαμβάνει τα δύο τρίτα των απολαβών του.
Δεν υπάρχει οτιδήποτε το μεμπτό στην πιο πάνω απόφαση.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Demetriou a.ο. v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1853,
Λάρκος v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 397/96, ημερ. 31.3.1998,
Kazamias v. Republic (1982) 3 C.L.R. 239,
Adamides v. Republic (1982) 3 C.L.R. 343,
Σκαρπάρης v. Δημοκρατίας κ.ά. (1993) 4 Α.Α.Δ. 476,
Περικλέους v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίας Νάπας (1993) 3 Α.Α.Δ. 579,
Νικολάου v. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 3959,
Ε.Δ.Υ. κ.ά. v. Αναστασιάδη (1991) 3 Α.Α.Δ. 1.
Προσφυγή.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Ε. Αντωνίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής είναι Πληρεξούσιος Υπουργός, Εξωτερικές Υπηρεσίες και υπηρετούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο ως Πρέσβης, στην πρεσβεία της Δημοκρατίας στο Κάιρο. Ύστερα από σχετική επιστολή του Υπουργού Εξωτερικών η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «η Επιτροπή»), στη συνεδρία της ημερ. 7.2.2000, αφού έλαβε υπ' όψιν όλα τα ενώπιόν της στοιχεία έθεσε τον αιτητή σε διαθεσιμότητα, μέχρι την τελική συμπλήρωση εναντίον του πειθαρχικής υπόθεσης.
Η απόφαση αυτή της Επιτροπής προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή. Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τις αρχές της χρηστής διοίκησης γιατί, μεταξύ άλλων, είναι αναιτιολόγητη, προϊόν ελλιπούς έρευνας, δεν αποβλέπει σε εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος, ενώ είναι εσφαλμένη και παράνομη.
Οι καθ' ων η αίτηση εγείρουν προδικαστικά ένσταση. Ισχυρίζονται ότι ο αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος γιατί δεν θα μπορούσε να ωφεληθεί από την πιθανή ακύρωση της πράξης, αφού είναι γνωστό ότι ήδη αντιμετωπίζει ποινική διαδικασία εναντίον του.
Γίνεται επίκληση της αρχής ότι η αίτηση ακύρωσης θεωρείται απαράδεκτη ελλείψει συμφέροντος, όταν αυτή στρέφεται εναντίον πράξης της οποίας η ακύρωση δεν θα ωφελήσει τον αιτούντα ή θα τον βλάψει (βλέπε Demetriou a.o. v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1853 και Πορίσματα του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 260).
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ' ων η αίτηση δήλωσε ότι είναι γνωστή στο δικαστήριο η έναρξη της ποινικής διαδικασίας εναντίον του αιτητή. Κατ' αρχήν δεν συμφωνώ ότι το Δικαστήριο μπορεί να λάβει δικανική γνώση της ύπαρξης ποινικής διαδικασίας εναντίον του αιτητή. Ούτε και γνωρίζω, εν πάση περιπτώσει, κάτι τέτοιο.
Ανεξάρτητα όμως του αν ο αιτητής είναι αντιμέτωπος ποινικής διαδικασίας ή όχι, δεν παύει να επηρεάζεται, ούτως ή άλλως, από το οποιοδήποτε πόρισμα της Επιτροπής. Αναμφίβολα έχει τουλάχιστον ηθικό συμφέρον (Λάρκος ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 397/96, ημερ. 31.3.1998). Συνεπώς η προδικαστική ένσταση των καθ' ων η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί.
Παρ' όλον ότι στην αρχική αίτηση αναφέρεται σωρεία λόγων, όπως υπέρβαση εξουσίας, πλάνη, παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης κλπ., στην αγόρευσή του ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή, φαίνεται να επικεντρώνει τα επιχειρήματά του στην αμφισβήτηση της ύπαρξης επαρκών λόγων δημόσιου συμφέροντος για να τεθεί ο αιτητής σε διαθεσιμότητα. Συγκεκριμένα ισχυρίζεται ότι δεν υπήρξε συγκεκριμενοποίηση του δημόσιου συμφέροντος, αλλά λήφθηκαν υπ' όψιν παράγοντες, όπως το κύρος της υπηρεσίας, το επίπεδο της θέσης και η σοβαρότητα των αδικημάτων, τα οποία δεν συνιστούν λόγους δημόσιου συμφέροντος.
Σύμφωνα με το άρθρο 28(3) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν.158(Ι)/99, πράξη που επικαλείται γενικά και αόριστα το δημόσιο συμφέρον είναι αναιτιολόγητη. Το δημόσιο συμφέρον, όταν γίνεται επίκλησή του, πρέπει να εξειδικεύεται με αναφορά σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του αρμόδιου διοικητικού οργάνου.
Η κατάληξη πως ορισμένη απόφαση εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, αποτελεί συμπέρασμα που προϋποθέτει την ύπαρξη δεδομένων πάνω στη βάση των οποίων εξάγεται (Μιχ. Στασινόπουλος, Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων, Ανατ. 1982, σελ. 335-336, Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Β΄ Έκδοση, σελ.120, παραγρ. 343, Kazamias v. Republic (1982) 3 C.L.R. 239 και Adamides v. Republic (1982) 3 C.L.R. 343).
Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Σκαρπάρης ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1993) 4 Α.Α.Δ. 476, αν πρόκειται η επίκληση του δημόσιου συμφέροντος να προσφέρει τη στήριξη διοικητικής ενέργειας, θα πρέπει τούτο να συγκεκριμενοποιείται με αναφορά στα περιστατικά, έτσι που να αποκτά το απαραίτητο περιεχόμενο που θα αποκαλύπτει το συλλογισμό και θα επιτρέπει το δικαστικό έλεγχο.
Η διαθεσιμότητα δεν αποτελεί πειθαρχικό μέτρο ή πειθαρχική ποινή, ούτε και έχει τιμωρητικό χαρακτήρα, αλλά είναι προληπτικό διοικητικό μέτρο για τη διευκόλυνση της περάτωσης της πειθαρχικής διαδικασίας. Όταν υπάλληλος τίθεται, με επίκληση του δημόσιου συμφέροντος, σε διαθεσιμότητα μέχρι της εκδίκασης της πειθαρχικής διαδικασίας εναντίον του, κρίνεται απαραίτητη η αποκάλυψη της αληθούς φύσης των παραπτωμάτων και των στοιχείων που τα συνθέτουν, ώστε το δημόσιο συμφέρον να εξειδικεύεται με αναφορά σε συγκεκριμένα περιστατικά και να προσδιορίζεται με τρόπο που καθιστά εφικτό το δικαστικό έλεγχο (Περικλέους ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίας Νάπας (1993) 3 Α.Α.Δ. 579, 583, 584).
Ο αιτητής αντιμετωπίζει έξι συνολικά κατηγορίες για πειθαρχικά παραπτώματα. Κατηγορείται για παράβαση καθήκοντος δημόσιου υπαλλήλου, διάπραξη παραπτώματος που ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα, παράλειψη ή ενέργεια κατά παράβαση των άρθρων 60(2)(στ) και 73(1)(β) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων 1990-1996, για ενέργεια ή συμπεριφορά ή παράλειψη με τρόπο που δυνατό να δυσφημούσε το κύρος της δημόσιας υπηρεσίας. Τέλος κατηγορείται ότι ενώ διεξαγόταν πειθαρχική έρευνα εναντίον του αποπειράθηκε να παρεμποδίσει την προσκόμιση μαρτυρίας ή να επηρεάσει μάρτυρες.
Στις 28.1.2000 ο Υπουργός Εξωτερικών απέστειλε στον Πρόεδρο της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας την έκθεση του ερευνώντος λειτουργού, το κατηγορητήριο που διατυπώθηκε εναντίον του αιτητή και τα προς υποστήριξή του αποδεικτικά στοιχεία.
Στις 4.2.2000 ο Αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών ζήτησε όπως η διαθεσιμότητα του αιτητή, που έληγε στις 17.2.2000, παραταθεί μέχρι την τελική συμπλήρωση της υπόθεσης, σύμφωνα με την επιφύλαξη του άρθρου 85(2). Στην ίδια επιστολή αναφερόταν ότι η αρμόδια αρχή είχε την άποψη ότι, λαμβανομένης υπ' όψιν της σοβαρότητας των παραπτωμάτων του αιτητή και της θέσης που κατείχε, αν του επιτρεπόταν η άσκηση των καθηκόντων της θέσης του κατά τη διάρκεια της εκκρεμότητας της εκδίκασης των εναντίον του πειθαρχικών κατηγοριών, θα τρωθεί σε σοβαρό βαθμό το κύρος της υπηρεσίας. Περαιτέρω σημειωνόταν ότι υπήρχε βάσιμος φόβος, λόγω της συμπεριφοράς του κατά τη διάρκεια της πειθαρχικής έρευνας - για την οποία σχετική είναι και η έκτη κατηγορία για απόπειρά του να παρεμποδίσει τη μαρτυρία ή να επηρεάσει μάρτυρες κατά τη διεξαγωγή πειθαρχικής έρευνας εναντίον του - ότι ο αιτητής θα αποπειραθεί να παρεμποδίσει και πάλι τη μαρτυρία ή να επηρεάσει μάρτυρες.
Καταλήγοντας στην απόφαση να τον θέσει σε διαθεσιμότητα η Επιτροπή έλαβε υπ' όψιν το περιεχόμενο της πιο πάνω επιστολής, τη σοβαρότητα των πειθαρχικών κατηγοριών που διατυπώθηκαν από το Γενικό Εισαγγελέα εναντίον του, καθώς και το επίπεδο της θέσης την οποία κατέχει. Τελικά έκρινε ότι το δημόσιο συμφέρον απαιτούσε όπως ο αιτητής τεθεί σε διαθεσιμότητα μέχρι την τελική συμπλήρωση της εναντίον του υπόθεσης επιτρέποντάς του να λαμβάνει τα δύο τρίτα των απολαβών του.
Από τα ενώπιόν μου στοιχεία κρίνω ότι η αιτιολογία που δόθηκε από την Επιτροπή είναι επαρκής, ενώ τα γεγονότα της υπόθεσης δικαιολογούν την απόφαση ότι ο αιτητής θα έπρεπε να τεθεί σε διαθεσιμότητα για λόγους δημόσιου συμφέροντος. Η αποτελεσματικότητα της έρευνας και το ενδεχόμενο επηρεασμού μαρτύρων αναμφίβολα συνιστούν λόγους δημόσιου συμφέροντος που δικαιολογεί τη θέση του υπάλληλου σε διαθεσιμότητα.
Το συμφέρον του δημόσιου στη διερεύνηση πειθαρχικού αδικήματος συναρτάται με την αποτελεσματικότητα της έρευνας και τις προϋποθέσεις που είναι απαραίτητες γι' αυτή (Νικολάου ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 3959). Στην παρούσα υπόθεση, η διαθεσιμότητα του αιτητή ήταν απαραίτητη προς αποφυγή του ενδεχόμενου επηρεασμού της ομαλής διεξαγωγής της έρευνας, όχι μόνο λόγω της ύπαρξης της έκτης κατηγορίας, αλλά δεδομένης και της θέσης του. Αναμφίβολα ο αιτητής, ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν διορισμένος ως Πρέσβης στην Πρεσβεία της Δημοκρατίας στο Κάιρο, δεν θα μπορούσε να παραμένει στη θέση του κατά τη διάρκεια που εκκρεμούσαν πειθαρχικά διαβήματα εναντίον του. Δεν συμφωνώ με τη θέση που εκφράστηκε (Νικολάου ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω), ότι το κύρος της δημόσιας υπηρεσίας δεν υπεισέρχεται ως παράγων, γιατί διαφορετικά το μέτρο της διαθεσιμότητας θα έχανε το διοικητικό και θα προσλάμβανε πειθαρχικό χαρακτήρα. Αντίθετα, το κύρος της υπηρεσίας, όπως και η αποτελεσματικότητα, αλλά και η αμεροληψία της έρευνας που διεξάγεται, ασφαλώς και αποτελούν παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπ' όψιν. Αυτό δεν μεταβάλλει, κατά τη γνώμη μου, τη διαθεσιμότητα σε πειθαρχικό μέτρο.
Υπό το φως όλων των πιο πάνω καταλήγω ότι η απόφαση έχει ληφθεί για λόγους δημόσιου συμφέροντος και είναι κατάλληλα αιτιολογημένη.
Ο αιτητής επιτίθεται και εναντίον της απόφασης να λαμβάνει τα δύο τρίτα των αποδοχών του.
Το εδάφιο (3) του άρθρου 85 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων, σαφώς αναφέρει ότι τα ωφελήματα του υπάλληλου αναστέλλονται κατά τη διάρκεια της περιόδου της διαθεσιμότητας και με την επιφύλαξη του ιδίου εδαφίου, η Επιτροπή επιτρέπει στον υπάλληλο να λαμβάνει μέρος των απολαβών της θέσης του όχι λιγότερο από τις μισές.
Δεν υπάρχει οτιδήποτε στο φάκελο που να δικαιολογεί τον ισχυρισμό του ευπαίδευτου συνήγορου του αιτητή ότι τέθηκε ταυτόχρονα δύο φορές σε διαθεσιμότητα που συντρέχουν ή ότι έτσι θα έπαιρνε τα δύο τρίτα των ήδη μειωμένων απολαβών που ελάμβανε τελώντας σε διαθεσιμότητα. Η Επιτροπή, όπως είχε το δικαίωμα, του επέτρεψε να λαμβάνει τα δύο τρίτα των απολαβών του.
Δεν βλέπω οτιδήποτε το μεμπτό στην πιο πάνω απόφαση. Αρκεί να υπενθυμίσουμε ότι το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην ουσιαστική κρίση του αρμόδιου διοικητικού οργάνου και στην εκτίμηση των γεγονότων που βρίσκονται ενώπιόν του, εκτός αν συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις, όπως πλάνη περί τα πράγματα ή υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας του οργάνου που συνιστά υπέρβαση εξουσίας ή παραβίαση του Συντάγματος ή νόμου (Ε.Δ.Υ. κ.ά. ν. Αναστασιάδη (1991) 3 Α.Α.Δ. 1, 10).
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή, τα οποία υπολογίζω και επιδικάζω στις £400.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.