ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 4 ΑΑΔ 23
11 Ιανουαρίου, 2002
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
LORDOS HOTELS (HOLDINGS) LTD,
Αιτητές,
v.
ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟΥ ΑΞΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1537/2000)
Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου ― Επιβολή διοικητικών ποινών για παραβάσεις του νόμου και των κανονισμών ― Άρθρα 60(1), 2, 10(3)(α) και 59(4) των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμων του 1993-2001 ― Ερμηνεία ― Ειδικά η απαίτηση της σύμφωνης γνώμης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ― Δεν ικανοποιήθηκε στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις και συνέπειες.
Η αιτήτρια εταιρεία προσέφυγε κατά της σε βάρος της επιβολής διοικητικού προστίμου Λ.Κ.1000 για καθυστέρηση στην ανακοίνωση μεταβολής της σύνθεσης του διοικητικού της συμβουλίου προς τους καθ'ων η αίτηση.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
Η υποχρέωση των εκδοτών (των εισηγμένων στο ΧΑΚ εταιρειών) προς ανακοίνωση στο ΧΑΚ οποιασδήποτε αλλαγής στο Διοικητικό Συμβούλιο τους καθορίζεται στο Άρθρο 60(1) του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμων του 1993-2001 (τελευτ. τροποπ. Ν. 82/01). Σχετικά εν προκειμένω είναι τα Άρθρα 2, 10(3)(α) και 59(4) του Νόμου.
Προκύπτει από τα πρακτικά της κρίσιμης συνεδρίας του Συμβουλίου του ΧΑΚ, ημερ. 14.9.2000, ότι κατά την εν λόγω συνεδρία ήταν παρόντα τέσσερα πρόσωπα από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
Το Συμβούλιο του ΧΑΚ είναι το μόνο εκ του νόμου αρμόδιο όργανο (α) να κρίνει κατά πόσο υπήρξε συγκεκριμένη παράβαση (β) να καθορίσει την ποινή που θα επιβληθεί στον παραβάτη. Το Συμβούλιο του ΧΑΚ έχει λοιπόν εκ του νόμου αποφασιστική αρμοδιότητα επί του συγκεκριμένου τούτου θέματος, σε αντίθεση προς την αρμοδιότητα της Επιτροπής η οποία είναι συμβουλευτική ή γνωμοδοτική η οποία μάλιστα, είναι και υποχρεωτική εφόσον, το αποφασίζον όργανο είναι υποχρεωμένο από το νόμο να τη ζητήσει. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο του ΧΑΚ, ως το αποφασίζον όργανο, δεν δικαιούται να αποφασίσει χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής ανκαι μπορούσε να απόσχει από κάθε ενέργεια. Όμως η σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής δεν παράγεται με την από κοινού κρίση και συναπόφαση όπως έγινε στην υπό εξέταση υπόθεση. Έπεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει νομικά και συνεπώς πρέπει να ακυρωθεί.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Προσφυγή.
Α. Αδαμίδης, για τους Αιτητές.
Χρ. Μίτσιγκας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Οι αιτητές είναι εταιρεία εγγεγραμμένη στην Κύπρο με έδρα τη Λεμεσό και οι μετοχές της είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου (στο εξής "το ΧΑΚ").
Στις 28.6.2000 ο κ. Κωνσταντίνος Λόρδος, αποχώρησε από μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου των αιτητών στο οποίο, μέχρι τις 24.9.99 ενεργούσε ως Πρόεδρος. Την ίδια ημερομηνία, δηλαδή στις 28.6.2000, διορίστηκε ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου των αιτητών ο κ. Αδάμος Αδαμίδης με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης.
Οι αιτητές, στις 29.6.2000, κοινοποίησαν την πιο πάνω αναφερόμενη αλλαγή διευθυντών στον Έφορο Εταιρειών. Ωστόσο, λόγω αβλεψίας ή λάθους του γραμματέα, παρέλειψαν να ανακοινώσουν έγκαιρα την αλλαγή στο ΧΑΚ. Η εν λόγω αλλαγή διευθυντών ανακοινώθηκε από τους αιτητές στο ΧΑΚ στις 6.9.2000.
Οι καθ' ων η αίτηση με επιστολή ημερ. 19.9.2000 επέβαλαν πρόστιμο Λ.Κ.1000 στους αιτητές για την προαναφερθείσα καθυστέρηση.
Οι αιτητές δεν αποδέχθηκαν την επιβολή και/ή το ύψους του προστίμου και με τηλεομοιότυπο τους ημερ. 26.9.00 ζήτησαν από τους καθ' ων η αίτηση να επανεξετάσουν ευνοϊκώς το θέμα και να ανακαλέσουν την απόφασή τους.
Οι καθ' ων η αίτηση με επιστολή ημερ. 23.11.00 γνωστοποίησαν στους αιτητές την εμμονή τους στην προαναφερθείσα απόφαση τους, την ακύρωση της οποίας, επιδιώκουν οι αιτητές με την παρούσα προσφυγή.
Η υποχρέωση των εκδοτών (των εισηγμένων στο ΧΑΚ εταιρειών) προς ανακοίνωση στο ΧΑΚ οποιασδήποτε αλλαγής στο Διοικητικό Συμβούλιο τους καθορίζεται στο άρθρο 60(1) του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμων του 1993-2001 (τελευτ. τροποπ. Ν. 82(Ι)/2001) (στο εξής "ο νόμος"). Το άρθρο 60(1) παρατίθεται:
"60.-(1) Εκδότης του οποίου οι τίτλοι έχουν εισαχθεί στο Χρηματιστήριο, οφείλει να ανακοινώνει στην Επιτροπή και στο Συμβούλιο χωρίς οποιαδήποτε καθυστέρηση, κάθε ανάληψη θέσεως, παραίτηση ή μεταβολή στη θέση του Προέδρου, ή του μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου, του Γενικού Διευθυντή, του Ελεγκτή ή άλλου οργάνου διοίκησης του εκδότη."
Το άρθρο 2 του νόμου προβλέπει ότι "Επιτροπή" σημαίνει την κατά το άρθρο 8 του Νόμου ιδρυόμενη Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και "Συμβούλιο" σημαίνει το κατά το άρθρο 9 του Νόμου ιδρυόμενο Συμβούλιο Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου.
Το άρθρο 10(3)(α) του νόμου προβλέπει:
"10(3)(α) - Το Συμβούλιο υποχρεούται να εξετάζει, είτε αυτεπαγγέλτως είτε μετά από σχετική καταγγελία της Επιτροπής, και να αποφασίζει με τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής, για περιπτώσεις παράλειψης συμμόρφωσης από Μέλη του Χρηματιστηρίου, από εισηγμένους εκδότες και από οποιοδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, προς οποιαδήποτε υποχρέωση του που προβλέπεται στον παρόντα νόμο ή τους Χρηματιστηριακούς Κανονισμούς ή τους Κανόνες που διέπουν τη διαπραγμάτευση, την κατάρτιση και την ανακοίνωση προς το Χρηματιστήριο των συναλλαγών ή οποιασδήποτε απόφασης του Συμβουλίου η οποία έχει δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και στις περιπτώσεις διαπιστούμενων παραβάσεων το Συμβούλιο έχει εξουσία να επιβάλει, με τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής, διοικητικό πρόστιμο μέχρι δύο χιλιάδες λίρες ή μέχρι πεντακόσιες λίρες για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης."
Το άρθρο 59(4) του νόμου προβλέπει:
"Πρόσωπο που παραλείπει να συμμορφωθεί προς την υποχρέωση του προς ανακοίνωση πληροφοριών κατά τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδομένων Χρηματιστηριακών Κανονισμών -
(α) Τιμωρείται κατά την κρίση του Συμβουλίου, με τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής, με διοικητικό πρόστιμο μέχρι δύο χιλιάδες λίρες ή μέχρι πεντακόσιες λίρες για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης, ή
(β) αν η εν λόγω παράλειψη είναι εσκεμμένη, διαπράττει ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με ποινή φυλάκισης μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδες λίρες ή και με τις δύο αυτές ποινές."
Προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδρίας του Συμβουλίου του ΧΑΚ ημερ. 14.9.2000 ότι κατά την εν λόγω συνεδρία ήταν παρόντα τέσσερα πρόσωπα από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Στα πρακτικά της εν λόγω συνεδρίας αναφέρονται μεταξύ άλλων και τα εξής:
" ............................................................................................................
Το Συμβούλιο και η Επιτροπή έκριναν ότι η ενέργεια της εταιρείας για ανακοίνωση με 2½ μήνες καθυστέρηση, παραβαίνει τις πρόνοιες του άρθρου 60 του Νόμου και αποφάσισαν να επιβάλουν πρόστιμο ύψους £1000 στην εταιρεία για την παράβαση αυτή βάση της εξουσίας που παρέχεται από το άρθρο 59(4) του νόμου. ........................................................................................."
Η θέση των αιτητών είναι ότι τα πρακτικά της συνεδρίας του Συμβουλίου του ΧΑΚ ημερ. 19.4.2000 (ανωτέρω), αποκαλύπτουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, λήφθηκε από κοινού από το Συμβούλιο του ΧΑΚ και την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και αυτό, παρά τη φραστική διατύπωση της επιστολής των καθ' ων η αίτηση ημερ. 19.2.00 ότι η απόφαση λήφθηκε με τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής. Η συμμετοχή της Επιτροπής στη λήψη της απόφασης και όχι η σύμφωνη αυτής γνώμη απολήγει, καθώς εισηγούνται οι αιτητές, σε παράβαση του νόμου.
Από τη διατύπωση των άρθρων που έχουν προαναφερθεί, προκύπτει ότι το Συμβούλιο του ΧΑΚ είναι το μόνο εκ του νόμου αρμόδιο όργανο (α) να κρίνει κατά πόσο υπήρξε συγκεκριμένη παράβαση (β) να καθορίσει την ποινή που θα επιβληθεί στον παραβάτη. Το Συμβούλιο του ΧΑΚ έχει λοιπόν εκ του νόμου αποφασιστική αρμοδιότητα επί του συγκεκριμένου τούτου θέματος, σε αντίθεση προς την αρμοδιότητα της Επιτροπής η οποία είναι συμβουλευτική ή γνωμοδοτική αρμοδιότητα η οποία μάλιστα, είναι και υποχρεωτική εφόσον, το αποφασίζον όργανο είναι υποχρεωμένο από το νόμο να τη ζητήσει. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο του ΧΑΚ, ως το αποφασίζον όργανο, δεν δικαιούται να αποφασίσει χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής ανκαι μπορούσε να απόσχει από κάθε ενέργεια. Όμως η σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής δεν παράγεται με την από κοινού κρίση και συναπόφαση όπως έγινε στην υπό εξέταση υπόθεση. Έπεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει νομικά και συνεπώς πρέπει να ακυρωθεί.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ των αιτητών. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.