ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣ Η ΑΡ. 1272/2000
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΚΡΑΜΒΗ, Δ.
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.
Μεταξύ:
Maria Slavova, από τη Βουλγαρία,
Αιτήτρ ιας,
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
1. Υπουργού Εσωτερικών,
2. Λειτουργού Μεταναστεύσεως,
Καθ΄ων η αίτηση.
- - - - - -
18 Απριλίου, 2002
.Για την αιτήτρια: κ. Π. Κυπριανού για κ. Μ. Κυπριανού.
Για τους καθ΄ων η αίτηση: κα Μ. Παπαϊωάννου.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η αιτήτρια, ζητά με την προσφυγή της τις ακόλουθες θεραπείες:
«Α. Δήλωση του σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη ή απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση, με την οποία κοινοποιήθηκε την 28/8/00 στην Αιτήτρια η απέλασή της από την Κυπριακή Δημοκρατία είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.
Β. Δήλωση του Δικαστηρίου με την οποία να αναγνωρίζεται στην Αιτήτρια το δικαίωμα παραμονής της στην Κυπριακή Δημοκρατία και/ή το δικαίωμα ελεύθερης εγκατάστασής της στην Κυπριακή Δημοκρατία.»
Η θεραπεία Β (ανωτέρω) δεν μπορεί να δοθεί αφού το Δικαστήριο ενεργεί προς έλεγχο της νομιμότητας των αποφάσεων της Διοίκησης και όχι προς έκδοση διοικητικών αποφάσεων.
Η αιτήτρια κατάγεται από τη Βουλγαρία. Ηρθε για πρώτη φορά στην Κύπρο στις 27.5.1998 και της δόθηκε προσωρινή άδεια παραμονής μέχρι 2.12.1998. Κατά την παραμονή της στην Κύπρο γνωρίστηκε με κάποιο Κυριάκο Καδή με τον οποίο αργότερα τέλεσε (4.2.1999) γάμο στη Βουλγαρία. Μετά το γάμο, υπέβαλε (15.2.1999) αίτηση για παράταση της προσωρινής άδειας παραμονής της. Παραχωρήθηκε σ΄ αυτή άδεια επισκέπτου μέχρι 20.3.2000 για να διαμένει στη χώρα με τον κύπριο σύζυγό της. Στις 7.3.2000 η αιτήτρια παραδέχθηκε ενοχή σε κατηγορία διεξαγωγής επαγγέλματος κατά παράβαση του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ. 105 όπως τροποποιήθηκε και των σχετικών κανονισμών. Το αδίκημα για το οποίο κατηγορήθηκε, διαπράχθηκε στις 15.6.1999 δηλαδή, κατά την περίοδο που η αιτήτρια βρισκόταν στην Κύπρο ως επισκέπτρια. Ενα χρόνο αργότερα, η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για να της παραχωρηθεί η ιδιότητα «της ημεδαπής κυπρίας». Κατόπιν εξετάσεων της αστυνομίας, διαπιστώθηκε ότι η αιτήτρια διέμενε στην Κύπρο με σκοπό να εργάζεται στο ινστιτούτο μασάζ «EXPERIENCE ESCORT MASSAGE». Από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου προκύπτει ότι η απασχόληση της αιτήτριας στο ινστιτούτο μασάζ σχετιζόταν, με βάση στοιχεία που είχε στα χέρια της η αστυνομία, με τη διεξαγωγή πορνείας στο συγκεκριμένο χώρο. Η αίτηση για παραχώρηση της ιδιότητας της «ημεδαπής κυπρίας» απορρίφθηκε.
Η αιτήτρια, υπέβαλε νέα αίτηση ημερομηνίας 2.6.2000 για να της παραχωρηθεί προσωρινή άδεια παραμονής. Ο Λειτουργός Μετανάστευσης, έχοντας υπόψη έκθεση της αστυνομίας ότι η αιτήτρια είχε καταστεί απαγορευμένη μετανάστης και ότι πρόθεσή της ήταν να εξασφαλίσει άδεια παραμονής στην Κύπρο για να εργάζεται σε ινστιτούτα μασάζ, απέρριψε την αίτηση και κάλεσε την αιτήτρια να αναχωρήσει αμέσως από τη Δημοκρατία. Σχετική είναι η επιστολή ημερομηνίας 3.7.2000 προς την αιτήτρια. Η αιτήτρια δεν συμμορφώθηκε και στις 25.7.2000 εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασής της. Στις 30.8.2000 η αιτήτρια απελάθηκε για τη χώρα της. Κατά την απέλαση της η αιτήτρια ήταν έγκυος και καθώς η ίδια ισχυρίζεται, το παιδί που γέννησε είναι κύπριος πολίτης.
Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι οι καθ΄ ων η αίτηση παρέλειψαν να προβούν στη διεξαγωγή δέουσας έρευνας. Λέγει συναφώς, ότι οι καθ΄ ων η αίτηση, αγνόησαν το γεγονός ότι είχε συνάψει νόμιμο γάμο και ότι αυθαίρετα και αδικαιολόγητα θεώρησαν ότι η πρόθεσή της ήταν να παραμείνει στην Κύπρο για να εργάζεται σε ινστιτούτο μασάζ το οποίο χαρακτήρισαν κακόφημο χωρίς να δικαιολογούν γιατί ήταν κακόφημο. Είναι εν προκειμένω η θέση της ότι η εργασία σε ινστιτούτο μασάζ είναι καθόλα νόμιμη και επιτρεπτή εργασία.
Από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης, προκύπτει ότι η αιτήτρια, με τη λήξη της προσωρινής άδειας παραμονής της στην Κύπρο, κατέστη απαγορευμένος μετανάστης (βλ. άρθρο 6(1)(κ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ. 105), υποκείμενη πλέον σε απέλαση - άρθρο 14(1) του Νόμου. Με την παρούσα προσφυγή δεν προσβάλλεται η άρνηση της αρμόδιας αρχής ημερ. 3.7.2000 να παρατείνει την προσωρινή παραμονή της αιτήτριας στην Κύπρο. Αυτό που η αιτήτρια προσβάλλει με την προσφυγή της, είναι το διάταγμα απέλασής της. Συνεπώς το καθεστώς της αιτήτριας ως απαγορευμένος μετανάστης παραμένει άθικτο και εκτός των επιδιώξεών της αιτήτριας με βάση την παρούσα προσφυγή.
Το δικαίωμα μιας χώρας να ρυθμίζει την είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στο έδαφός της, αποτελεί σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο έκφραση της κυριαρχίας της. Βλ.
Moyo and Another v. Republic (1988) 3 CLR 1203. Η διακριτική εξουσία του κράτους να αποφασίζει επί θεμάτων που αφορούν την είσοδο και παραμονή αλλοδαπού στο έδαφος της χώρας δεν είναι απεριόριστη. Η διοίκηση έχει καθήκον να εξετάζει την κάθε περίπτωση με καλή πίστη και εφόσον η διακριτική ευχέρεια της διοίκησης ασκείται καλόπιστα το δικαστήριο δεν έχει περιθώρια αμφισβήτησης της απόφασης. Βλ. Reyes v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 860/92, ημερ. 9.2.96, Amanda Marga Ltd v. Republic (1985) 3 CLR 2583, Souleiman v. Republic (1987) 3 CLR 224 και Mushtag v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 251/94, ημερ. 21.7.95.Στην προκείμενη περίπτωση η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε καλόπιστα, κατόπιν εξέτασης των στοιχείων και γεγονότων της υπόθεσης. Η προσβαλλόμενη απόφαση συνάδει προς το νόμο, το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Προστασίας των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η αιτήτρια απέτυχε να ανατρέψει το τεκμήριο υπέρ της καλόπιστης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης. Βλ.
Souleiman v. Republic (ανωτέρω).
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
FONT>Α. Κραμβής,
Δ.
ΣΦ.