ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 280/99
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ.Κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.
Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ
:Χρίστου Χριστοδούλου, από τη Λεμεσό,
FONT>Αιτητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας,
Καθ΄ ων η αίτηση
---------------------------
31 Ιουλίου 2000
Για τον αιτητή: Α.Σ. Αγγελίδης.
Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Ρ. Παπαέτη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.
Για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο: Καμιά εμφάνιση.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με απόφαση ημερ. 30 Δεκεμβρίου 1998 η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Ε.Ε.Υ.) επέλεξε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Λουκά Παπαλουκά για προαγωγή στη θέση Διευθυντή Σχολείων Μέσης Τεχνικής Εκπαίδευσης, θέση μόνο προαγωγής. Κατόπιν αποδοχής του ενδιαφερομένου προσώπου, η προαγωγή, με ισχύ από 1 Ιανουαρίου 1999, δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 12 Φεβρουαρίου 1999.
Ο αιτητής, ένας από τρεις υποψηφίους στον τελικό κατάλογο που καταρτίστηκε βάσει του άρθρου 35Β(4) του περί της Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου του 1969, (Ν. 10/69 όπως τροποποιήθηκε), ήταν ως εκείνο το στάδιο ο πρώτος στη σειρά με 207.50 μονάδες έναντι 207.25 του ενδιαφερομένου προσώπου και 207 του άλλου υποψηφίου. Σύμφωνα με το εδάφιο (10)(β) του άρθρου 35Β, η Ε.Ε.Υ. έχει τη δυνατότητα να αυξάνει τις μονάδες μέχρι 5 "με αιτιολογημένη απόφαση της η οποία θα στηρίζεται στην εντύπωση που αποκόμισε από τις προσωπικές συνεντεύξεις και στο περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Υπηρεσιακών Εκθέσεων". Εν προκειμένω, κατόπιν των προσωπικών συνεντεύξεων σε σχέση με τις οποίες η Ε.Ε.Υ. προκαθόρισε τα κριτήρια για την αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων, η Ε.Ε.Υ. αποφάσισε τη γενική κατανομή των μονάδων ως εξής: μέχρι 0.75 για το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων· μέχρι 0.25 για το περιεχόμενο των υπηρεσιακών εκθέσεων· και, όπως αφήνεται να εννοηθεί, μέχρι 4 για τις προσωπικές συνεντεύξεις. Στον αιτητή έδωσε 0.50, 0.25 και 2.00 αντίστοιχα ώστε να ανέλθει το σύνολο σε 210.25 μονάδες· στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο έδωσε 0.75, 0.25 και 3 αντίστοιχα οπότε το σύνολο ανήλθε σε 211.25 με αποτέλεσμα να προηγηθεί και να εφασφαλίσει την προαγωγή· ενώ ο άλλος υποψήφιος, στον οποίο έδωσε 0.25, 0.25 και 1.50 αντίστοιχα, παρέμεινε τελευταίος με σύνολο 209.00.
Ο αιτητής έθεσε με την προσφυγή και προώθησε μέχρι τέλους τα εξής δύο ζητήματα: πρώτο, ότι τα κριτήρια με βάση τα οποία αξιολογήθηκε η απόδοση των υποψηφίων στις προσωπικές συνεντεύξεις ήταν εξωγενή προς ο,τιδήποτε αφορούσε τη θέση, με επακόλουθο τα αποτελέσματα των προσωπικών συνεντεύξεων να μην ήταν νόμιμα· και, δεύτερο, ότι η Ε.Ε.Υ. δεν αιτιολόγησε, όπως όφειλε, τη γενική κατανομή μονάδων αλλά ούτε και τις μονάδες που έδωσε στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο σε σχέση με τη συνέντευξη. Απασχόλησε στην πορεία και ένα τρίτο ζήτημα: το κατά πόσο διεξήχθη δέουσα έρευνα σε σχέση με το απαιτούμενο προσόν της καλής γνώσης μιας από τις επικρατέστερες Ευρωπαϊκές γλώσσες. Ενώ όμως αυτό θα μπορούσε να ενταχθεί στη γενικότητα ορισμένων εκ των τεθέντων με την προσφυγή νομικών σημείων, δεν συσχετίζεται καθόλου με τα γεγονότα τα οποία ο αιτητής επικαλέστηκε και τα οποία απευθύνονται σε μόνο τη συγκριτική θεώρηση μεταξύ του ιδίου και του ενδιαφερομένου προσώπου στο τελικό στάδιο. Επισημαίνω άλλωστε ότι ο αιτητής δεν υπέβαλε σχετική ένσταση στον κατάλογο προσοντούχων υποψηφίων τον οποίο είχε καταρτίσει η Συμβουλευτική Επιτροπή. Παρόμοιο πρόβλημα είχε παρουσιαστεί στην Κούρτης κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2163 κ.α. ημερ. 25 Ιουνίου 1999, στην οποία, εκδίδοντας την απόφαση της Ολομέλειας, ο Κωνσταντινίδης Δ. παρατήρησε ότι:
"Τίθεται, λοιπόν, ζήτημα στοιχειοθέτησης καν του νομικού σημείου που προσδιορίστηκε αφού δεν παρατέθηκαν στην προσφυγή τα γεγονότα που θα το αναδείκνυαν (βλ. Μισιρλής ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1995) 3 Α.Α.Δ. 379)."
Ελλείπει εν προκειμένω η συγκεκριμενοποίηση και επομένως δεν δικαιολογείται η εξέταση. Προσθέτω ωστόσο ότι εντόπισα στο φάκελο του ενδιαφερομένου προσώπου σαφή στοιχεία που δεν άφηναν περιθώριο για αμφισβήτηση.
Ως προς τα κριτήρια αξιολόγησης της απόδοσης των υποψηφίων στις συνεντεύξεις, η Ε.Ε.Υ. αποφάσισε να ληφθούν υπόψη τα ακόλουθα:
"α) Βαθμός ενημέρωσης σε θέματα διοίκησης των σχολείων.
Διατύπωση συγκεκριμένων θέσεων για την αντιμετώπιση προβλημάτων οργάνωσης και διοίκησης του σχολείου για την προώθηση των στόχων του με βάση τις σημερινές αναγκαιότητες και τις σύγχρονες παιδαγωγικές προσεγγίσεις.
β) Βαθμός κατανόησης του ρόλου και των ευθυνών του Διευθυντή.
γ) Τεκμηρίωση των απόψεων.
δ) Παρουσία και προσωπικότητα.
ε) Γλωσσική επάρκεια, άνεση και σαφήνεια στη διατύπωση απόψεων."
Αυτά ήταν στην ουσία τα ίδια με εκείνα που είχαν τεθεί από την Ε.Ε.Υ. και για άλλες τέτοιου είδους θέσεις και απασχόλησαν το Ανώτατο Δικαστήριο σε αριθμό υποθέσεων σε όλες εκ των οποίων, κατόπιν συσχετισμού με ό,τι διαλαμβανόταν στα αντίστοιχα σχέδια υπηρεσίας ως προς τα προσόντα, τα καθήκοντα και τις ευθύνες, θεωρήθηκαν πως βρίσκονταν εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Ε.Υ.: βλ. την απόφαση της Ολομέλειας στη Δημητρίου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2053, ημερ. 13 Φεβρουαρίου 1998· τη Σωτηροπούλου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 795/97, ημερ. 26 Ιανουαρίου 1999 (Κωνσταντινίδη, Δ.)· την Πρωτοπαπά ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 414/97 ημερ. 31 Αυγούστου 1999 (Νικολάου, Δ)· και την Κωνσταντινίδου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 465/98, ημερ. 8 Μαρτίου 2000 (Καλλή, Δ.). Στη Σωτηροπούλου (ανωτέρω) διατυπώθηκε επιφύλαξη αναφορικά με το κριτήριο της "εμφάνισης" που στην προκείμενη περίπτωση είχε ως αντίστοιχο την "παρουσία", αλλά επισημάνθηκε ότι δεν είχε πρακτική σημασία αφού, όπως προέκυπτε από την αιτιολόγηση των εντυπώσεων, η εμφάνιση δεν αποτέλεσε διαφοροποιό στοιχείο. Το ίδιο ισχύει εν πάση περιπτώσει
και εδώ.Προχωρώ στο ζήτημα της κατανομής των 5 μονάδων στους επιμέρους τομείς. Το άρθρο 35Β(10)(β), που ρυθμίζει το ζήτημα, εξετάστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο σε αριθμό υποθέσεων με αναφορά στις διάφορες πτυχές της απαιτούμενης αιτιολογίας. Στη Σωτηροπούλου (ανωτέρω) όπου, όπως και εδώ, δεν υπήρχε "ρητή στο σώμα της απόφασης" αιτιολογία για τις μονάδες που καταμερίστηκαν για τη συνέντευξη αλλά και το επιπλέον εκεί πρόβλημα καταμερισμού προτού μελετηθούν οι φάκελοι, ο Κωνσταντινίδης Δ. υπογράμμισε ότι:
"
Η Ε.Ε.Υ. όφειλε να είχε αιτιολογήσει κάθε πτυχή της απόφασής της σε σχέση με το κρίσιμο, για τη σταδιοδρομία των υποψηφίων και την αξιοκρατική στελέχωση της υπηρεσίας, έργο της προσθήκης μονάδων. Η προσθήκη μονάδων με βάση τη συνέντευξη και τους φακέλους συνιστά το δικαίωμα. Από εκεί και πέρα, και αυτή είναι η ουσία, ο νόμος απαιτεί αιτιολογημένη απόφαση η οποία, εννοείται, θα καθιστά δυνατό το δικαστικό έλεγχο. Κάθε άλλο παρά παρέχεται τέτοια δυνατότητα εδώ ......"
Την εν λόγω απόφαση την ακολούθησα στην Ελευθερία Νεοφυτίδου-Καρκώτη κ.α. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 874/98 κ.α. ημερ. 19 Νοεμβρίου 1999 όπου η Δημοκρατία - με άλλη συνήγορο - δεν υποστήριξε την εκεί προσβληθείσα απόφαση. Και ορθά βέβαια. Από τις υπόλοιπες υποθέσεις θεωρώ αρκετή την αναφορά σε μόνο τη Νικολαΐδη ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 859/96 ημερ. 27 Φεβρουαρίου 1998 στην οποία, μπροστά στο ίδιο ακριβώς ζήτημα, ο Νικολαΐδης Δ. ανέφερε τα εξής:
"Εκείνο που ελλείπει είναι η εξήγηση του γιατί η Επιτροπή επέλεξε να αποδώσει τα 4/5 των μονάδων που εδικαιούτο στην εντύπωση που οι υποψήφιοι έκαναν κατά την προσωπική συνέντευξη και το 1/5 μόνο στα άλλα δύο στοιχεία που αναφέρονται στο νόμο. Ούτε σ΄ αυτή την περίπτωση είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος, αφού το Δικαστήριο δεν μπορεί και πάλι να παρακολουθήσει το συλλογισμό.
Η Επιτροπή έχει διακριτική ευχέρεια να αυξήσει τις μονάδες λαμβάνοντας υπ΄ όψη τα κριτήρια που αναφέρονται στο σχετικό άρθρο, αλλά θα πρέπει να αιτιολογήσει τόσο τον καταμερισμό που δίδεται στους συγκριμένους υποψήφιους, αλλά και το συλλογισμό με τον οποίο κατέληξε στον καταμερισμό των συγκεκριμένων μονάδων στα διάφορα κριτήρια. Δεν είναι δηλαδή αρκετή η αιτιολόγηση των μονάδων που δόθηκαν στους υποψηφίους για τα συγκεκριμένα κριτήρια. Θα πρέπει να αιτιολογείται και ο καταμερισμός. Στην παρούσα περίπτωση θα πρέπει να αιτιολογηθεί γιατί η Επιτροπή αποφάσισε να δώσει 4 μονάδες στη συνέντευξη και μόνο 1 μονάδα στα υπόλοιπα δύο κριτήρια."
Είναι, κατά την άποψη μου, και σε αυτή την περίπτωση προφανής η έλλειψη αιτιολογίας.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.
/ΕΘ