ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 114/98
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
ΜΕΤΑΞΥ
:Αντώνη Ράφτη, εκ Λευκωσίας
Αιτητή
- και -
1. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω του
Συμβουλίου Εγγραφής Επιστημόνων Τροφίμων
2. Συμβουλίου Εγγραφής Επιστημόνων Τροφίμων
Τεχνολόγων Τροφίμων και Διαιτολόγων
Καθ΄ων η αίτηση
_____________
24 Φεβρουαρίου, 2000
Για τον αιτητή : κ. Χρ. Κληρίδης.
Για τους καθ΄ων η αίτηση : κα Αλ. Λυκούργου για κ.κ. Τάσσο
Παπαδόπουλο και Σια.
_____________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής αξιώνει ακύρωση της απόφασης του Συμβουλίου Εγγραφής Επιστημόνων Τροφίμων, Τεχνολόγων Τροφίμων και Διαιτολόγων, (στο εξής "το Συμβούλιο"), που του κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερ. 22.12.1997 και με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για εγγραφή του στον Ειδικό Κατάλογο Διαιτολόγων.
Σύμφωνα με τον αιτητή η σύσταση του Συμβουλίου είναι παράνομη, αφού σ΄ αυτό συμμετέχουν δύο κλινικοί διαιτολόγοι αντί του ενός που προβλέπεται από το Νόμο.
Η σύσταση του Συμβουλίου προβλέπεται στο άρθρο 3(2) του περί Εγγραφής Επιστημόνων Τροφίμων και Διαιτολόγων Νόμου του 1996, Ν.31(1)/96. Αποτελείται από ένα επιστήμονα τροφίμων, ένα τεχνολόγο τροφίμων και ένα διαιτολόγο από τους οποίους τουλάχιστον ο ένας κατέχει μόνιμη θέση στη Δημόσια Υπηρεσία και υποδεικνύεται από τον Υπουργό Υγείας, δύο εγγεγραμμένους επιστήμονες τροφίμων ή τεχνολόγους τροφίμων που υποδεικνύονται από το Σύνδεσμο Επιστημόνων Τροφίμων και Διαιτολόγων Κύπρου και δύο εγγεγραμμένους διαιτολόγους, που ασκούν ιδιωτικά το επάγγελμα και υποδεικνύονται από το Σύνδεσμο. Ο ένας από τους εγγεγραμμένους διαιτολόγους πρέπει να είναι κλινικός διαιτολόγος.
Το επιχείρημα του αιτητή δεν ευσταθεί. Η κα Ελένη Ανδρέου διορίστηκε ως μέλος του Συμβουλίου υπό την ιδιότητά της ως κλινική διαιτολόγος που ασκεί ιδιωτικά το επάγγελμα και είναι το πρόσωπο που υποδείχθηκε από το Σύνδεσμο Επιστημόνων Τροφίμων και Διαιτολόγων Κύπρου, όπως προβλέπεται από το άρθρο 3(2)(γ). Η κα Ροδούλα Παπαλαμπριανού που διορίστηκε ως μέλος του Συμβουλίου υπό την ιδιότητά της ως διαιτολόγου που ασκεί ιδιωτικά το επάγγελμα, επίσης υποδείχθηκε από το Σύνδεσμο. Η κα Ελίζα Μαρκίδου, που είναι κλινική διαιτολόγος, έχει διοριστεί από το Υπουργικό Συμβούλιο υπό την ιδιότητά της ως διαιτολόγου που κατέχει μόνιμη θέση στη Δημόσια Υπηρεσία. Το γεγονός ότι η κα Μαρκίδου είναι κλινική διαιτολόγος δεν έχει
οποιαδήποτε σημασία. ΄Οπως επισημαίνεται, βάσει των οικείων σχεδίων υπηρεσίας, όλοι οι διαιτολόγοι που εργάζονται στη Δημόσια Υπηρεσία είναι απαραίτητα κλινικοί διαιτολόγοι.Εν όψει όλων των πιο πάνω είναι φανερό ότι η σύνθεση του Συμβουλίου είναι απόλυτα νόμιμη και καμιά παραβίαση του σχετικού άρθρου δεν συντρέχει.
Ο αιτητής ισχυρίζεται περαιτέρω ότι η σύνθεση του Συμβουλίου κατά τη συνεδρία ημερ. 11.12.1997 ήταν ελλειπής γιατί στις παρουσίες της πρώτης σελίδας του πρακτικού που τηρήθηκε, η κα Ροδάνθη Χ" Πιερή δεν φέρεται να ήταν παρούσα, ενώ στο κείμενο φαίνεται όχι μόνο παρούσα, αλλά και ότι ψήφισε αρνητικά. Η αντίφαση, σύμφωνα πάντα με τον αιτητή, χρήζει διευκρίνισης και δημιουργεί ουσιώδη παρατυπία που δημιουργεί σοβαρές αμφιβολίες για τον τρόπο σύνταξης του πρακτικού.
Ο ευπαίδευτος δικηγόρος των καθ΄ ων η αίτηση στη γραπτή του αγόρευση δικαιολογεί την παράλειψη αναγραφής του ονόματος της κας Χ"Πιερή στις παρουσίες στη συγκεκριμένη συνεδρίαση ως αβλεψία. Συμφωνώ. Είναι φανερό ότι η κα Χ" Πιερή όχι μόνο ήταν παρούσα στη συνεδρία, αλλά έλαβε και ενεργό μέρος σ΄ αυτήν, εξέφρασε μάλιστα και επώνυμα απόψεις. Η ψήφος της κας Χ" Πιερή αναφέρεται και στο τέλος του πρακτικού.
Μια από τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 8 προς εγγραφή στο Μητρώο Επιστημόνων Τροφίμων και Τεχνολόγων Τροφίμων είναι η κατοχή πτυχίου ή διπλώματος πανεπιστημίου ή άλλου ισότιμου προσόντος στον κλάδο του επιστήμονα τροφίμων ή του τεχνολόγου τροφίμων.
Σύμφωνα με το άρθρο 13 το Συμβούλιο μέσα σε περίοδο έξι μηνών από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου, μπορούσε να εγγράψει σε Ειδικό Κατάλογο Επιστημόνων Τροφίμων ή Τεχνολόγων Τροφίμων ή Διαιτολόγων εξ επαγγέλματος, οποιοδήποτε πρόσωπο θα ικανοποιούσε το Συμβούλιο ότι έχει επαρκείς γνώσεις στον κλάδο της επιστήμης τροφίμων ή της
διαιτολογίας, ανάλογα με την περίπτωση.Το Συμβούλιο μπορούσε να ικανοποιηθεί για τα πιο πάνω, είτε κατά τη μελέτη της αίτησης ή ύστερα από συνάντηση με τον ενδιαφερόμενο. Το πρόσωπο που επιθυμούσε να εγγραφεί στον Ειδικό Κατάλογο θα έπρεπε να ασκούσε με καλή πίστη και για ίδιο λογαριασμό ως αυτοεργοδοτούμενος το επάγγελμα του επιστήμονα τροφίμων ή του διαιτολόγου, για δύο συνεχή τουλάχιστον χρόνια, αμέσως πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του Νόμου.
Σκοπός του νομοθέτη ήταν να δοθεί η δυνατότητα σε πρόσωπα που ασκούσαν το επάγγελμα του διαιτολόγου πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου, χωρίς να κατέχουν τα ακαδημαϊκά προσόντα που προνοούνται, να συνεχίσουν να εργάζονται, νοουμένου βέβαια ότι κατέχουν επαρκείς γνώσεις στο συγκεκριμένο κλάδο.
Ο αιτητής ζήτησε να εγγραφεί στον Ειδικό Κατάλογο, μια και δεν διέθετε πανεπιστημιακό τίτλο. Το Συμβούλιο, ύστερα από μελέτη της αίτησης, κατά τη συνεδρία του ημερ. 2.5.1997 δεν ικανοποιήθηκε ως προς την επάρκεια των γνώσεών του και ζήτησε την προσκόμιση συμπληρωματικών στοιχείων. Τα στοιχεία που προσκομίστηκαν στις 18.9.1997 και πάλι δεν ικανοποίησαν το Συμβούλιο.
Στη συνέχεια ο αιτητής κλήθηκε σε προφορική εξέταση για να αποφασιστεί η επάρκεια των γνώσεών του. Η εξέταση έγινε στις 15.11.1997 παρουσία όλων των μελών του Συμβουλίου.
Ο αιτητής ζήτησε όπως κατά την εξέταση είναι παρών ο δικηγόρος του, η δε διαδικασία μαγνητοφωνηθεί. Αμφότερα τα αιτήματα απορρίφθηκαν.
Ο αιτητής προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η τελική απόφαση είναι τρωτή, γιατί ενώ το Συμβούλιο αποφάσισε να υποβάλει συγκεκριμένες ερωτήσεις, τελικά παρεξέκλινε του ερωτηματολογίου που ετοιμάστηκε και ο αιτητής υποβλήθηκε σε διαφορετική ουσιαστικά προφορική εξέταση. Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι δεν τηρήθηκαν πλήρη πρακτικά, αλλά η διαδικασία καταγράφηκε περιληπτικά. Παραπονείται εξ άλλου ότι δεν υπήρξε βαθμολογία των απαντήσεών του, όπως θα ανέμενε κανένας σε προφορική εξέταση.
Ο αιτητής δεν αποδέχεται ότι το πρακτικό που τηρήθηκε αποδίδει την πραγματική εικόνα της εξέτασης. Επί παραδείγματι παραπονείται ότι δεν καταχωρήθηκε στο πρακτικό το αίτημά του να παρουσιάσει τα στοιχεία και δείγματα της εργασίας και τα πολύ θετικά αποτελέσματα που είχε σε χιλιάδες δίαιτες που εξέδωσε καθ΄ όλη τη διάρκεια της άσκησης του επαγγέλματός του.
Επίσης παραπονείται ότι δεν καταχωρήθηκαν οι πλήρεις ερωτήσεις και απαντήσεις του, αλλά αυτό καλύπτεται από προηγούμενο λόγο που εκτέθηκε πιο πάνω. Τέλος ο αιτητής συμπληρώνει το επιχείρημά του αυτό με την εισήγηση όπως οι καθ΄ ων η αίτηση παρουσιάσουν σχετικά πρακτικά για άλλους εξ επαγγέλματος διαιτολόγους που ενεγράφησαν μετά τη δική του απόρριψη, ενώ καταλήγει ότι ο Νόμος δεν προνοεί την προφορική ή γραπτή εξέτασή του στην οποία υποβλήθηκε. Ο αιτητής είχε θεωρήσει ότι η συνάντηση ήταν συνάντηση γνωριμίας και δεν ανέμενε ότι θα υποβαλλόταν σε εξέταση.
Κανένας από τους πιο πάνω ισχυρισμούς του δεν προωθεί την υπόθεσή του. Κατ΄ αρχήν σύμφωνα με το άρθρο 15(β) το Συμβούλιο μπορεί να καταλήξει σε συμπέρασμα κατά πόσο ο αιτητής κατέχει επαρκείς γνώσεις στον κλάδο της διαιτολογίας, είτε κατά τη μελέτη της αίτησης ή ύστερα από συνάντηση με τον ενδιαφερόμενο. Αυτό έγινε και στην παρούσα περίπτωση. ΄Οταν το Συμβούλιο θεώρησε ότι τα έγγραφα που προσκομίστηκαν από τον αιτητή δεν ήταν ικανοποιητικά, προχώρησε σε συνάντηση μαζί του, σε μια προσπάθεια βέβαια να διαπιστώσει την επάρκεια των γνώσεών του. Τόσο οι ερωτήσεις, όσο και οι απαντήσεις που δόθηκαν είναι καταγραμμένες, ενώ καταγραμμένες είναι επίσης και οι απόψεις κάθε μέλους του Συμβουλίου σχετικά με την απόδοση του αιτητή.
Μπορεί να λεχθεί ότι ήταν ομόφωνη η διαπίστωση όλων των μελών του Συμβουλίου (ίσως με την εξαίρεση του κ. Αντώνη Ιωάννου) ότι ο αιτητής δεν είχε τις επαρκείς γνώσεις που απαιτεί ο Νόμος. Ακόμα και τα μέλη του Συμβουλίου που ψήφισαν υπέρ της εγγραφής του, όπως η κα Χ" Λουκά και η κα Χριστοδουλίδη, κατέληξαν ότι ο αιτητής παρουσιάζεται να μην έχει επαρκείς γνώσεις στη διαιτολογία, αλλά εκφράζουν την άποψη ότι θα έπρεπε να εγκριθεί η εγγραφή του, είτε γιατί δεν θα υπήρχαν άλλες παρόμοιες περιπτώσεις στο μέλλον, είτε γιατί ασκούσε το επάγγελμα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο κ. Ιωάννου δεν αναφέρεται στην επάρκεια ή μη των γνώσεων του αιτητή. Απλά αναφέρεται στην τρομερή του πείρα, γεγονός που δικαιολογεί κατά τη γνώμη του, την εγγραφή του στον Ειδικό Κατάλογο των Διαιτολόγων
.Θεωρώ τη διαδικασία που ακολουθήθηκε καθ΄ όλα νόμιμη και επιτρεπτή. Το δικαστήριο δεν μπορεί βέβαια να υπεισέλθει σε έλεγχο θεμάτων τεχνικής φύσης, όπως είναι για παράδειγμα η επάρκεια ή μη των γνώσεων του αιτητή, έργο του αποφασίζοντος οργάνου (Ευγενίου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 544/94, ημερ. 23.7.1998
).Ούτε ο ισχυρισμός ότι το Συμβούλιο μετέβαλε τις ερωτήσεις που είχε αποφασίσει να υποβάλει φαίνεται να στοιχειοθετείται. Στον αιτητή υποβλήθηκαν διάφορες ερωτήσεις που είχαν ετοιμάσει τα μέλη του Συμβουλίου και μερικές, στη συνέχεια, από ότι φαίνεται διευκρινιστικές. Εξ άλλου, ακόμα κι΄ αν πράγματι υποβάλλονταν άλλες ερωτήσεις από αυτές που είχαν επιλεγεί, δεν βλέπω πως αυτό θα καθιστούσε τη διαδικασία τρωτή.
Δεν είναι βάσιμος ούτε ο ισχυρισμός ότι το Συμβούλιο θα έπρεπε να κρατήσει πλήρη πρακτικά της εξέτασης ή ακόμα και να μαγνητοφωνήσει τη διαδικασία. Τα πρακτικά που τηρήθηκαν ήταν πέραν του δέοντος κατατοπιστικά. Δεν θα πρέπει να ξεχνούμε ότι σκοπός της ακυρωτικής διαδικασίας είναι ο έλεγχος της νομιμότητας και όχι, όπως είπαμε και πιο πάνω, η εξέταση της ουσίας της απόφασης του οργάνου.
Αβάσιμο βρίσκω και τον ισχυρισμό για παράλειψη του Συμβουλίου να δώσει λεπτομερή βαθμολογία σε κάθε απάντηση του αιτητή. Σκοπός της διαδικασίας ήταν η διαπίστωση του κατά πόσο ο αιτητής κατείχε τις επαρκείς γνώσεις που προβλέπει ο Νόμος και συνεπώς δεν νομίζω ότι ήταν απαραίτητη η λεπτομερής βαθμολογία.
΄Οσον δε αφορά τον ισχυρισμό του αιτητή ότι στην απόφαση δύο τουλάχιστον μελών του Συμβουλίου, της κας Ανδρέου και της κας Παπαλαμπριανού υπεισήλθαν εξωγενείς παράγοντες, αυτός δεν βασίζεται σε κανένα πραγματικό στοιχείο. Για παράδειγμα στη γραπτή αιτιολόγηση της ψήφου της κας Ανδρέου είναι σαφής η κατάληξή της ότι η απόφασή της στηρίζεται στην έλλειψη επαρκών γνώσεων του αιτητή. Τα οποιαδήποτε άλλα σχόλια ότι δηλαδή η διαιτολογία είναι παραϊατρικό επάγγελμα, άμεσα συνδεδεμένο με την υγεία και συνεπώς το Συμβούλιο θα έπρεπε να αποτρέπει άτομα χωρίς βασικές γνώσεις να ασκούν το επάγγελμα, δεν επηρεάζουν καθ΄ οιονδήποτε τρόπο το αποτέλεσμα. Η κα Ανδρέου αναφέρει με λεπτομέρεια τους λόγους για τους οποίους θεώρησε ανεπαρκείς τις γνώσεις του αιτητή.
Ούτε στην απόφαση της κας Παπαλαμπριανού, πλην της άποψής της για την επάρκεια των γνώσεων του αιτητή, φαίνεται να υπεισήλθαν άλλοι παράγοντες. Η αναφορά της στο ότι η μη παροχή άδειας εξάσκησης του επαγγέλματος του διαιτολόγου δεν φαίνεται ότι θα στερήσει τον αιτητή από τα εισοδήματά του δεν συνιστά εξωγενή παράγοντα. Θα πρέπει να σημειωθεί το ειρωνικό πνεύμα μέσα στο οποίο έχει εκφρασθεί η συγκεκριμένη θέση, αφού αναφέρεται στη δυνατότητα άσκησης από τον αιτητή ιατρικής, εν όψει του ότι ο ίδιος έχει δηλώσει στο Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων ως επάγγελμα αυτό του ιατρού, παρ΄ όλον ότι βέβαια δεν είναι μέλος του ιατρικού επαγγέλματος.
Τελειώνοντας την απόρριψη του πιο πάνω λόγου αρκεί να αναφέρω ότι δεν έχει βέβαια σημασία το τι έγινε σε άλλες περιπτώσεις μεταγενέστερες. Εν πάση περιπτώσει ο αιτητής δεν παρέχει οποιαδήποτε στοιχεία που να στοιχειοθετούν ισχυρισμό για διαφορετική αντιμετώπιση στην περίπτωσή του.
Ο αιτητής προβάλλει ακόμα ένα ισχυρισμό. Ισχυρίζεται ότι δεν δέχεται ότι τα πρακτικά αποδίδουν την αληθινή κατάσταση. ΄Ομως και πάλι κανένα στοιχείο δεν έχει κατατεθεί που να δικαιολογεί ένα τέτοιο ισχυρισμό. ΄Ετσι ο λόγος αυτός θα πρέπει να απορριφθεί.
Ο αιτητής περαιτέρω ισχυρίζεται ότι η απόφαση του Συμβουλίου ελήφθη κατά παράβαση του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αφού παραβιάζεται το δικαίωμα της ιδιοκτησίας και της άσκησης επαγγέλματος. Το Σύνταγμα και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση δεν απαγορεύει την επιβολή για άσκηση διαφόρων επαγγελμάτων εύλογων αναγκαίων περιορισμών. Τίποτε δεν έχει παρουσιαστεί που να τείνει να δείξει ότι ο περιορισμός που έχει τεθεί με το Νόμο είναι αδικαιολόγητος.
Ο τελευταίος λόγος που εγείρεται είναι ότι η απόφαση της Επιτροπής είναι αναιτιολόγητη και αποτέλεσμα ελλειπούς έρευνας. Και αυτός ο ισχυρισμός θα πρέπει να απορριφθεί. Η απόφαση είναι με λεπτομέρεια αιτιολογημένη. Ακόμα και οι απόψεις των μελών του Συμβουλίου ως προς την επάρκεια των γνώσεων του αιτητή, είναι με μεγάλη λεπτομέρεια αιτιολογημένες. Ορισμένες μάλιστα απόψεις είναι πολυσέλιδες.
΄Οσον αφορά τον ισχυρισμό για ελλειπή έρευνα αρκεί να λεχθεί ότι είναι φανερό ότι το Συμβούλιο προέβη σε κάθε δυνατή ενέργεια για να διαπιστώσει κατά πόσο ο αιτητής κατείχε τις επαρκείς γνώσεις που απαιτεί το άρθρο 15. Δύο φορές του ζητήθηκαν στοιχεία και όταν αυτά που παρουσίασε κρίθηκαν μη ικανοποιητικά, το Συμβούλιο προχώρησε ακόμα και σε προφορική του εξέταση.
Πολλή σημασία έχει δοθεί από τον αιτητή στη δωδεκάχρονή του πείρα. Ο Νόμος προβλέπει κατοχή επαρκών γνώσεων και η άσκηση του επαγγέλματος του διαιτολόγου, έστω και για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν εγγυάται από μόνη της τη γνώση αυτή.
Καταλήγω ότι η απόφαση του Συμβουλίου είναι καθ΄ όλα νόμιμη και η προσφυγή του αιτητή απορρίπτεται με έξοδα τα οποία υπολογίζω και επιδικάζω εναντίον του στις £350.
Φρ. Νικολαΐδης
Δ.
/ΜΔ