ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1999) 4 ΑΑΔ 443

30 Απριλίου, 1999

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

YURI KOLOMOETS,

Αιτητής,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, ΔΙΑ ΤΟΥ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΩΣ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 426/97)

 

Αλλοδαποί — Απέλαση — Διακριτική ευχέρεια — Ευρεία αλλά ασκούμενη με καλή πίστη — Η ευρεία εξουσία απέλασης συνάδει με την έννοια της εδαφικής κυριαρχίας — Για σκοπούς απέλασης δεν απαιτείται καταδίκη — Αποτελεί διοικητικό μέτρο και όχι τιμωρία — Απέλαση για λόγους ασφάλειας — Το Δικαστήριο δεν ερευνά τους λόγους κρατικής ασφάλειας — Αποκλειστικός κριτής η εκτελεστική εξουσία.

Αλλοδαποί — Μητρώο Απαγορευμένων Μεταναστών — Στερείται εκτελεστότητας, εφόσον δεν προβλέπεται από το νόμο — Δεν αποτελεί αντικείμενο αναθεωρητικού ελέγχου, εκτός αν εφαρμόστηκε — Η πράξη της απέλασης αλλοδαπού, παντελώς ανεξάρτητη από την περίληψη ονόματος στο μητρώο.

Ο αιτητής ο οποίος είναι αλλοδαπός, είχε προσωρινή άδεια παραμονής και εργασίας στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Με βάση διάταγμα που εξεδόθη λίγες μέρες μετά τη λήξη της άδειάς του, συνελήφθη και απελάθη. Με την προσφυγή του προσβάλλει τόσο την απέλασή του, όσο και την συμπερίληψη του ονόματός του στο Μητρώο Απαγορευμένων Μεταναστών.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.      H διακριτική ευχέρεια του κράτους να απελαύνει αλλοδαπούς είναι ευρεία αλλά όχι απόλυτη, αφού η διοίκηση είναι υποχρεωμένη να ενεργεί καλόπιστα. Εφόσον η διακριτική ευχέρεια του κράτους εξασκείται καλόπιστα, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει, ούτε αμφισβητεί τη ληφθείσα απόφαση. Υπέρ της διοίκησης υπάρχει πάντα το μαχητό τεκμήριο ότι ενήργησε καλόπιστα.

     Η υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων από τη διοίκηση δεν υπόκειται στον έλεγχο του ακυρωτικού δικαστηρίου. Το Δικαστήριο επεμβαίνει μόνο αν, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία στο σύνολό τους, κρίνει ότι τα συμπεράσματα της διοίκησης δεν είναι εύλογα, ή είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα ή το νόμο, ή ότι η διοίκηση υπερέβη τα όρια της διακριτικής της ευχέρειας.

     Η ευρεία εξουσία του κράτους για απέλαση αλλοδαπών, καθώς και το δικαίωμα άρνησης εισόδου σε αλλοδαπό συνάδει με την έννοια της εδαφικής κυριαρχίας. Το κράτος δεν υπέχει οποιαδήποτε υποχρέωση να επιτρέψει την είσοδο ή την παραμονή οποιουδήποτε αλλοδαπού στο έδαφός του. Το δικαίωμα απέλασης αλλοδαπών εφαρμόζεται ανεξάρτητα αν ο αλλοδαπός βρίσκεται στο έδαφος του συγκεκριμένου κράτους για προσωρινή επίσκεψη ή για μόνιμη εγκατάσταση.

     Ο Λειτουργός Μετανάστευσης έχει από το Νόμο και τους Κανονισμούς μεγάλη διακριτκή ευχέρεια στα θέματα εισόδου, παραμονής και εργασίας αλλοδαπών. Η διακριτική εξουσία της διοίκησης να επιτρέπει την είσοδο αλλοδαπών στη Δημοκρατία είναι πολύ πλατειά και η διοίκηση δεν είναι υπόχρεη να παράσχει οποιεσδήποτε εξηγήσεις για την απαγόρευση εισόδου σε αλλοδαπό για λόγους ασφάλειας.

     Ίσως η Δημοκρατία να ενθαρρύνει την προσέλευση επενδυτών. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η αναίρεση παραχωρηθείσας άδειας παραμονής και εργασίας ισοδυναμεί με επίδειξη κακής πίστης.

     Η απέλαση δεν αποτελεί τιμωρία αλλά διοικητικό μέτρο που συνίσταται στη διαταγή προς αλλοδαπό να εγκαταλείψει τη χώρα. Συνεπώς για σκοπούς απέλασης, δεν απαιτείται καταδίκη.

     Όταν η διοίκηση επικαλείται λόγους ασφάλειας, η διακριτική της ευχέρεια να επιτρέψει ή όχι την παραμονή αλλοδαπού στο έδαφος της Δημοκρατίας γίνεται ακόμη πιο πλατειά. Οι κίνδυνοι στην εσωτερική τάξη και την εθνική ασφάλεια είναι ένας από τους βασικούς λόγους που δικαιολογείται η απέλαση αλλοδαπού.

     Η διοίκηση δεν είναι αναγκασμένη να παρέχει οποιονδήποτε λόγο για λόγους ασφάλειας απέλασης αλλοδαπού ή την άρνησή της να επιτρέψει για λόγους ασφάλειας την είσοδο αλλοδαπού στη Δημοκρατία. Το μόνο δικαίωμα που αναγνωρίζεται σε αλλοδαπό που υποβάλλει αίτηση εισόδου, είναι το δικαίωμα η αίτησή του να εξεταστεί καλόπιστα. Το Δικαστήριο δεν ερευνά τους λόγους κρατικής ασφάλειας, μοναδικός κριτής των οποίων είναι η εκτελεστική εξουσία.

     Όταν αλλοδαπός εισέρχεται στην επικράτεια κράτους, υπάγεται στην κυριαρχία του, υπόκειται στη δικαιοδοσία του και είναι υπεύθυνος για όλες τις πράξεις που διαπράττει επί του εδάφους του συγκεκριμένου κράτους. Η παραχώρηση άδειας παραμονής και εργασίας μπορεί να ανακληθεί όπως κάθε εκτελεστή διοικητική πράξη. Αν η διοίκηση εύλογα κρίνει ότι το δημόσιο συμφέρον δικαιολογεί την ανάκληση, η άδεια παραμονής μπορεί βέβαια να ανακληθεί. Στην παρούσα υπόθεση παρατηρείται εξ άλλου ότι η άδεια παραμονής του αιτητή είχε ούτως ή άλλως λήξει, αφού ίσχυε μέχρι την 1.3.1997.

2.  Οι καθ' ων η αίτηση ήγειραν προδικαστική ένσταση, με την οποία προβάλλουν το επιχείρημα, ότι η αξίωση του αιτητή να ακυρώσει την απόφαση να περιληφθεί στο μητρώο απαγορευμένων μεταναστών, προσβάλλει μη εκτελεστή διοικητική πράξη, αφού η πράξη αυτή δεν παράγει έννομες συνέπειες, ενώ το μητρώο αυτό δεν προβλέπεται από το νόμο, αλλά αποτελεί απλώς βοήθημα για να γνωρίζουν οι αρμόδιοι λειτουργοί σε ποιον αλλοδαπό επιτρέπεται η είσοδος. Η πράξης είναι ανυπόστατη και συνεπώς αίτηση ακύρωσης κατά του κύρους της είναι απαράδεκτη.

     Είναι αλήθεια ότι ούτε ο νόμος, ούτε και οι Κανονισμοί προβλέπουν αρμοδιότητα ή διαδικασία για κατάρτιση καταλόγου ατόμων των οποίων απαγορεύεται η είσοδος στη Δημοκρατία. Εφ' όσον δεν προβλέπεται από το νόμο η τήρηση ενός τέτοιου καταλόγου, σχετική απόφαση δεν παράγει έννομες συνέπειες και στερείται εκτελεστότητας.

     Στην παρούσα υπόθεση η περίληψη του ονόματος του αιτητή στο ούτω καλούμενο μητρώο απαγορευμένων μεταναστών δεν έχει νομοθετική εξουσιοδότηση και συνεπώς δεν παράγει έννομες συνέπειες. Από την άλλη, η πράξη δεν έχει εφαρμοστεί, αφού ο αιτητής δεν αποπειράθηκε να εισέλθει στο έδαφος της Δημοκρατίας για να του απαγορευτεί η είσοδος με βάση τον κατάλογο αυτό. Έτσι δεν μπορεί να καταστεί και αντικείμενο ακυρωτικού ελέγχου.

     Όμως η απέλαση του αιτητή δεν έχει σχέση με την εγγραφή του στο μητρώο απαγορευμένων μεταναστών. Αποτελεί χωριστή πράξη. Συνεπώς το επιχείρημά του ότι η συμπερίληψή του στον κατάλογο των προσώπων που τους απαγορεύεται η είσοδος μεταβάλλει το νομικό και πραγματικό καθεστώς του, δεν ευσταθεί. Πρόκειται περί περισσοτέρων της μίας πράξεων. Η απέλαση του αιτητή, όσο συγγενής και αν φαίνεται εκ πρώτη όψεως με την περίληψή του στο μητρώο απαγορευμένων μεταναστών, είναι χωριστή διοικητική πράξη, με τα δικά της αποτελέσματα, που δεν επηρεάζεται από το ανυπόστατο της εγγραφής του αιτητή στο μη προνοούμενο από το νόμο κατάλογο απαγόρευσης εισόδου.

H προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Moyo a.o. v. Republic (1988) 3 C.L.R. 976,

Suleiman v. Republic (1987) 3 C.L.R. 224,

Republic v. Georghiades (1972) 3 C.L.R. 594,

Amanda Marga Ltd v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583,

Re Uckac (1988) 1 C.L.R. 271,

Mushtaq v. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1479,

Levantis v. Republic (1988) 3 C.L.R. 2483,

Karaliotas v. Republic (1987) 3 C.L.R. 1701,

Dogan v. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 716,

Fayez v. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1995) 4 Α.Α.Δ. 933.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της σύλληψης και απέλασης του αιτητή καθώς και την συμπερίληψη του ονόματός του στο Μητρώο Απαγορευμένων Μεταναστών.

Λοττίδης για Δήμο και Λία Γεωργιάδη και Σία, για τον Αιτητή.

Γ. Γιωργαλλής, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

NIKOΛΑΪΔΗΣ, Δ.: O αιτητής αξιώνει ακύρωση της σύλληψης και απέλασής του που έλαβε χώρα στις 14.3.1997. Αξιώνει επίσης δήλωση ότι η συμπερίληψή του σε άγνωστη ημερομηνία στο Μητρώο Απαγορευμένων Μεταναστών είναι άκυρη και παράνομη.

Ο αιτητής που είναι Ουκρανός, εξασφάλισε στις 23.5.1996 άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας ως διευθυντής υπεράκτιας εταιρείας. Η άδεια ίσχυε μέχρι 1.3.1997. Με βάση σχετικά διατάγματα ο αιτητής συνελήφθη και απελάθηκε στις 15.3.1997.  Είχαν προηγηθεί πληροφορίες ότι ο αιτητής μαζί με άλλα πρόσωπα προγραμμάτιζαν εγκληματική ενέργεια σε βάρος ανώτατου αξιωματούχου της Κυπριακής πολιτείας. Από έρευνες που διεξήχθηκαν δεν προέκυψαν στοιχεία για ποινική δίωξη. Στις 6.3.1997 ο Γενικός Εισαγγελέας συμφώνησε με εισήγηση της Αστυνομίας για απέλαση του αιτητή από την Κύπρο. Σύμφωνα με αναφορά της Αστυνομίας προς το Γενικό Εισαγγελέα υπήρχαν πληροφορίες ότι ο αιτητής και άλλοι αλλοδαποί είχαν διασυνδέσεις στην Κύπρο με πρόσωπα με βεβαρυμένο ποινικό μητρώο.

Ως αποτέλεσμα της απέλασής του ο αιτητής θεωρήθηκε απαγορευμένος μετανάστης και τα στοιχεία του περιελήφθησαν στον κατάλογο των προσώπων των οποίων η είσοδος στην Κύπρο απαγορεύεται.

Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η διοίκηση ενήργησε με κακή πίστη και με πλάνη περί τα πράγματα. Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι  η διοίκηση έκαμε κατάχρηση και/ή υπέρβαση της εξουσίας που της παρέχει ο νόμος, ενήργησε αυθαίρετα και αναιτιολόγητα. Τέλος παραβίασε την αρχή της ισότητας που καθιερώνεται από το Άρθρο 28 του Συντάγματος.

Η διακριτική ευχέρεια του κράτους να απελαύνει αλλοδαπούς είναι ευρεία αλλά όχι απόλυτη, αφού η διοίκηση είναι υποχρεωμένη να ενεργεί καλόπιστα. Εφόσον η διακριτική ευχέρεια του κράτους εξασκείται καλόπιστα, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει, ούτε αμφισβητεί τη ληφθείσα απόφαση (Moyo and Αnother v. Republic (1988) 3 C.L.R. 976). Υπέρ της διοίκησης υπάρχει πάντα το μαχητό τεκμήριο ότι ενήργησε καλόπιστα (Suleiman v. Republic (1987) 3 C.L.R. 224, 227).

H υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων από τη διοίκηση δεν υπόκειται στον έλεγχο του ακυρωτικού δικαστηρίου.  Το Δικαστήριο επεμβαίνει μόνο αν, λαμβάνοντας υπ΄όψιν τα στοιχεία στο σύνολό τους, κρίνει ότι τα συμπεράσματα της διοίκησης δεν είναι εύλογα, ή είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα ή το νόμο, ή ότι η διοίκηση υπερέβη τα όρια της διακριτικής της ευχέρειας (Republic v. Georghiades (1972) 3 C.L.R. 594).

H ευρεία εξουσία του κράτους για απέλαση αλλοδαπών, καθώς και το δικαίωμα άρνησης εισόδου σε αλλοδαπό συνάδει με την έννοια της εδαφικής κυριαρχίας (Amanda Marga Ltd v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583). Το κράτος δεν υπέχει οποιαδήποτε υποχρέωση να επιτρέψει την είσοδο, ή την παραμονή οποιουδήποτε αλλοδαπού στο έδαφός του (In Re Uckac (1988) 1 C.L.R. 271). Το δικαίωμα απέλασης αλλοδαπών εφαρμόζεται ανεξάρτητα αν ο αλλοδαπός βρίσκεται στο έδαφος του συγκεκριμένου κράτους για προσωρινή επίσκεψη ή για μόνιμη εγκατάσταση (Mushtaq v. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1479).

Η είσοδος αλλοδαπών και το καθεστώς παραμονής τους στην Κύπρο, ρυθμίζεται από τον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο, Κεφ. 105, όπως τροποποιήθηκε, καθώς και από τους περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Κανονισμούς του 1972 (Τρίτο Παράρτημα, Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας υπ' αρ. 980, ημερ. 22.12.1972).

Ο Λειτουργός Μετανάστευσης έχει από το Νόμο και τους πιο πάνω Κανονισμούς (άρθρο 10 του Κεφ. 105 και Κανονισμοί 9 και 11) μεγάλη διακριτική ευχέρεια στα θέματα εισόδου, παραμονής και εργασίας αλλοδαπών (Levantis v. Republic (1988) 3 C.L.R. 2483). H διακριτική εξουσία της διοίκησης να επιτρέπει την είσοδο αλλοδαπών στη Δημοκρατία είναι πολύ πλατειά και η διοίκηση δεν είναι υπόχρεη να παράσχει οποιεδήποτε εξηγήσεις για την απαγόρευση εισόδου σε αλλοδαπό για λόγους ασφάλειας (Karaliotas v. Republic (1987) 3 C.L.R. 1701).

Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η διοίκηση ενήργησε με κακή πίστη και ενώ τελούσε υπό πλάνη περί τα πράγματα, γιατί όπως η Αστυνομία παραδέκτηκε, δεν προέκυψαν στοιχεία για ποινική του δίωξη. Σύμφωνα πάντα με τον αιτητή η διοίκηση δεν μπορεί να επικαλείται λόγους δημόσιου συμφέροντος χωρίς αυτοί να συγκεκριμενοποιούνται.

Το επιχείρημά του για επίδειξη κακής πίστης ο αιτητής βασίζει στο ότι ενώ η Δημοκρατία επιθυμεί την προσέλκυση επενδυτών, αναιρέθηκαν οι παραχωρηθείσες άδειες λειτουργίας της εταιρείας του και η άδεια παραμονής του και εργασίας και ο αιτητής απελάθηκε αυθαίρετα. Ίσως η Δημοκρατία να ενθαρρύνει την προσέλευση επενδυτών. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η αναίρεση παραχωρηθείσας άδειας παραμονής και εργασίας ισοδυναμεί με επίδειξη κακής πίστης.

Πολλή έμφαση έχει δοθεί στο ότι δεν προέκυψαν στοιχεία για ποινική δίωξη του αιτητή. Το επιχείρημα δεν είναι βάσιμο. Η απέλαση δεν αποτελεί τιμωρία, αλλά διοικητικό μέτρο που συνίσταται στη διαταγή προς αλλοδαπό να εγκαταλείψει τη χώρα. Συνεπώς για σκοπούς απέλασης δεν απαιτείται καταδίκη (Oppenheim on International Law, Πρώτος Τόμος, Όγδοη Έκδοση, παραγρ. 325).

Όταν η διοίκηση επικαλείται λόγους ασφάλειας, η διακριτική της ευχέρεια να επιτρέψει ή όχι την παραμονή αλλοδαπού στο έδαφος της Δημοκρατίας γίνεται ακόμα πιο πλατειά. Οι κίνδυνοι στην εσωτερική τάξη και την εθνική ασφάλεια είναι ένας από τους βασικούς λόγους που δικαιολογείται η απέλαση αλλοδαπού (Mushtaq v. Δημοκρατίας, ανωτέρω. Βλέπε επίσης Dogan v. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 716).

Η διοίκηση δεν είναι αναγκασμένη να παρέχει οποιονδήποτε λόγο για λόγους ασφάλειας απέλασης αλλοδαπού ή την άρνησή της να επιτρέψει για λόγους ασφάλειας την είσοδο αλλοδαπού στη Δημοκρατία. Το μόνο δικαίωμα που αναγνωρίζεται σε αλλοδαπό που υποβάλλει αίτηση εισόδου είναι το δικαίωμα η αίτησή του να εξεταστεί καλόπιστα. Το Δικαστήριο δεν ερευνά τους λόγους κρατικής ασφάλειας, μοναδικός κριτής των οποίων είναι η εκτελεστική εξουσία (Karaliotas v. Republic, ανωτέρω).

Στην παρούσα υπόθεση θεωρώ ότι η επίκληση σε λόγους δημοσίου συμφέροντος δεν είναι αόριστοι και γενικοί αλλά συγκεκριμένοι. Οι λόγοι αυτοί είναι οι πληροφορίες για τη συμμετοχή του αιτητή σε σχέδια διάπραξης εγκληματικών πράξεων.

Προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι παραβιάστηκε η αρχή της καλής πίστης επειδή ενώ δημιουργήθηκε στον αιτητή η πεποίθηση ότι μπορεί να παραμείνει στην Κύπρο και να εργαστεί, μια και του παραχωρήθηκε άδεια παραμονής και εργασίας, αποφασίστηκε ξαφνικά η απέλασή του.

Ούτε ο ισχυρισμός αυτός είναι βάσιμος. Όταν αλλοδαπός εισέρχεται στην επικράτεια κράτους, υπάγεται στην κυριαρχία του, υπόκειται στη δικαιοδοσία του και είναι υπεύθυνος για όλες τις πράξεις που διαπράττει επί του εδάφους του συγκεκριμένου κράτους. Η παραχώρηση άδειας παραμονής και εργασίας μπορεί να ανακληθεί όπως κάθε εκτελεστή διοικητική πράξη. Αν η διοίκηση εύλογα κρίνει ότι το δημόσιο συμφέρον δικαιολογεί την ανάκληση, η άδεια παραμονής μπορεί βέβαια να ανακληθεί. Στην παρούσα υπόθεση παρατηρώ εξ  άλλου ότι η άδεια παραμονής του αιτητή είχε ούτως ή άλλως λήξει, αφού ίσχυε μέχρι την 1.3.1997.

Στην παρούσα υπόθεση ο Λειτουργός Μετανάστευσης είχε έντονες απόψεις, ενώ η Αστυνομία προέβη σε εξαντλητικές έρευνες σχετικά με τις πληροφορίες για τις εγκληματικές δραστηριότητες του αιτητή. Η άδεια παραμονής παρέχει στον αιτητή το δικαίωμα να παραμένει στην Κύπρο μέχρι της ανάκλησής της  που μπορεί να γίνει για καλό λόγο. Η σύλληψη και απέλαση επενεργεί ουσιαστικά ως ανάκληση της άδειας παραμονής του.

Προβλήθηκε επίσης ισχυρισμός για παραβίαση της αρχής της ισότητας. Δεν μπορώ να αντιληφθώ πως στοιχειοθετείται ένας τέτοιος ισχυρισμός. Ο αιτητής ήταν αλλοδαπός και όπως είδαμε η διακριτική ευχέρεια του κράτους να δέχεται ή να αρνείται την είσοδο αλλοδαπών στο έδαφός του είναι πολύ πλατειά.

Οι καθ' ων η αίτηση ήγειραν προδικαστική ένσταση με την οποία προβάλλουν το επιχείρημα ότι η αξίωση του αιτητή να ακυρώσει την απόφαση να περιληφθεί στο μητρώο απαγορευμένων μεταναστών προσβάλλει μη εκτελεστή διοικητική πράξη, αφού η πράξη αυτή δεν παράγει έννομες συνέπειες, ενώ το μητρώο αυτό δεν προβλέπεται από το νόμο, αλλά αποτελεί απλώς βοήθημα για να γνωρίζουν οι αρμόδιοι λειτουργοί σε ποιο αλλοδαπό επιτρέπεται η εισόδος. Η πράξη είναι ανυπόστατη και συνεπώς αίτηση ακύρωσης κατά του κύρους της είναι απαράδεκτη.

Είναι αλήθεια ότι ούτε ο νόμος ούτε και οι κανονισμοί προβλέπουν αρμοδιότητα ή διαδικασία για κατάρτιση καταλόγου ατόμων των οποίων απαγορεύεται η είσοδος στη Δημοκρατία. Εφ' όσον δεν προβλέπεται από το νόμο η τήρηση ενός τέτοιου καταλόγου, σχετική απόφαση δεν παράγει έννομες συνέπειες και στερείται εκτελεστότητας. Ο Ε. Σπηλιωτόπουλος στο Εγχειρίδιον Διοικητικού Δικαίου, Δεύτερη Έκδοση, παραγρ. 422, σελ. 382, αναφέρει ότι η αίτηση ακύρωσης που ασκείται εναντίον ανυποστάτων πράξεων είναι απαράδεκτη εκτός εάν έχει εφαρμοστεί (βλέπε επίσης απόφαση ΣτΕ 1533/72 και Fayez v. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1995) 4 Α.Α.Δ. 933.

Στην παρούσα υπόθεση η περίληψη του ονόματος του αιτητή στο ούτω καλούμενο μητρώο απαγορευμένων μεταναστών δεν έχει νομοθετική εξουσιοδότηση και συνεπώς δεν παράγει έννομες συνέπειες. Από την άλλη, η πράξη δεν έχει εφαρμοστεί, αφού ο αιτητής δεν αποπειράθηκε να εισέλθει στο έδαφος της Δημοκρατίας για να του απαγορευτεί η είσοδος με βάση τον κατάλογο αυτό. Έτσι δεν μπορεί να καταστεί και αντικείμενο ακυρωτικού ελέγχου.

Όμως η απέλαση του αιτητή δεν έχει σχέση με την εγγραφή του στο μητρώο απαγορευμένων μεταναστών. Αποτελεί χωριστή πράξη. Συνεπώς το επιχείρημά του ότι η συμπερίληψή του στον κατάλογο των προσώπων που τους απαγορεύεται η είσοδος μεταβάλλει το νομικό και πραγματικό καθεστώς του, δεν ευσταθεί. Πρόκειται περί περισσοτέρων της μίας πράξεων. Η απέλαση του αιτητή, όσο συγγενής και αν φαίνεται εκ πρώτης όψεως με την περίληψή του στο μητρώο απαγορευμένων μεταναστών, είναι χωριστή διοικητική πράξη, με τα δικά της αποτελέσματα, που δεν επηρεάζεται από το ανυπόστατο της εγγραφής του αιτητή στο μη προνοούμενο από το νόμο κατάλογο απαγόρευσης εισόδου.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή τα οποία υπολογίζω και επιδικάζω στις £400.

H προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο