ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αρχείο σε μορφή PDF - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1991) 4 ΑΑΔ 3142

26 Σεπτεμβρίου, 1991

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΛΟΥΚΑΣ ΙΑΤΡΟΥ,

Αιτητής,

ν.

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ' ης η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 164/90).

Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί — Προαγωγές — Προσόντα — Μονάδες — Αρμόδιο Όργανο — Ο περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμος (Ν. 65/87) — Άρθρο 35Β(4) — Αρμόδια για την αποτίμηση σε αριθμητικές μονάδες των προσόντων των υποψηφίων είναι η Συμβουλευτική Επιτροπή —Η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας δεν δικαιούται αυτοβούλως να προβεί σε αποτίμηση των μονάδων αξίας των υποψηφίων παρά μόνο μετά από την υποβολή ένστασης.

Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας — Αύξηση μονάδων υποψηφίων στη διαδικασία επανεξέτασης χωρίς να κληθούν οι υποψήφιοι σε νέες συνεντεύξεις — Λανθασμένη ενέργεια της Επιτροπής.

Ο αιτητής προσέβαλε με την προσφυγή του την απόφαση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας με την οποία προήγαγε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο στη θέση Βοηθού Διευθυντή Μέσης Τεχνικής Εκπαίδευσης, αντί του ιδίου. Η επίδικη απόφαση λήφθηκε μετά από επανεξέταση λόγω ανάκλησης της αρχικής απόφασης.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

(1) Το άρθρο 35Β(4) του Νόμου 65/87 προβλέπει πως η Συμβουλευτική Επιτροπή καταρτίζει τον κατάλογο των υποψηφίων που συστήνει με σειρά προτεραιότητας με την αριθμητική αποτίμηση σε μονάδες των κριτηρίων αξίας, προσόντων και αρχαιότητας. Η Επιτροπή αποφασίζει πάνω στο θέμα της αξίας με δικαίωμα επέμβασης και αύξησης των μονάδων μόνο μετά από ένσταση υποψηφίων. Στην κρινόμενη υπόθεση δεν υπήρξε ένσταση για τις μονάδες που αποτιμήθηκαν στον αιτητή για το πρόσθετο προσόν. Η Επιτροπή ενεργώντας κατά τον τρόπο που ενήργησε, προβαίνοντας η ίδια σε αποτίμηση των μονάδων, αναθεώρησε την απόφαση της Συμβουλευτικής χωρίς την προβολή ένστασης.

 (2) Η Επιτροπή αναθεώρησε στην πραγματικότητα τις εντυπώσεις που αποκόμισε από τις προσωπικές συνεντεύξεις των υποψηφίων, κατά τη λήψη της πρώτης απόφασης, χωρίς να επανακαλέσει τους υποψηφίους σε συνέντευξη. Είναι αδιανόητο να δεχθεί κανείς ότι η εντύπωση από τις συνεντεύξεις στη διαδικασία λήψης της ανακληθείσας απόφασης θα μπορούσε να αναθεωρηθεί και να αυξομειωθούν οι μονάδες κατά τη διαδικασία της επανεξέτασης για τη λήψη της επίδικης απόφασης.

Επίδικη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Χαραλαμπίδης ν.  Επιτροπής Εκπαιδευτικής  Υπηρεσίας κ.ά. (Αρ. 1) (1991) 4 Α.Α.Δ. 2116.

Προσφυγή.

Προσφυγή εναντίον της απόφασης της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας να επαναδιορίσει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο στη θέση Βοηθού Διευθυντή Μέσης Τεχνικής Εκπαίδευσης μετά που η Επιτροπή έχει ανακαλέσει τον αρχικό διορισμό του.

Α. Μαρκίδης, για τον αιτητή.

Ε. Λοϊζίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για την καθ' ης η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ. ανάγνωσε την ακόλουθη απόφαση. Η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας στις 8.8.87 είχε προβεί σε προαγωγές στη θέση Βοηθού Διευθυντή Μέσης Τεχνικής Εκπαίδευσης. Μεταξύ των υποψηφίων ήσαν ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, που διορίστηκε για να ακολουθήσει προσφυγή εναντίον της απόφασης διορισμού του. Η προσφυγή όμως αποσύρθηκε στο στάδιο των γραπτών αγορεύσεων, μετά που ο Γενικός Εισαγγελέας συνεβούλευσε την Επιτροπή να ακυρώσει τους διορισμούς και να επανεξετάσει το θέμα, γιατί η Συμβουλευτική Επιτροπή στην έκθεση της, με ημερομηνία 27.6.87, προς την Ε.Ε.Υ. ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα τις πρόνοιες των σχεδίων υπηρεσίας αναφορικά με το πρόσθετο προσόν. Η Ε.Ε.Υ. ανέλαβε ενώπιον του Δικαστηρίου να ανακαλέσει την απόφασή της και στη συνέχεια η εκκρεμούσα προσφυγή του αιτητή αποσύρθηκε. Η επανεξέταση έγινε στις 11.12.89 και η Ε.Ε.Υ. επαναδιόρισε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Ο αιτητής με την εξεταζόμενη προσφυγή προσβάλλει την απόφαση αυτή.

Ο δικηγόρος του αιτητή εγείρει τους πιο κάτω νομικούς λόγους, που κατά την άποψή του καθιστούν την επίδικη απόφαση τρωτή.

α) Στην επανεξέταση η Ε.Ε.Υ. προχώρησε να αποτιμήσει η ίδια τις αριθμητικές μονάδες αξίας, προσόντων και αρχαιότητας των υποψηφίων ενώ η αρμοδιότητα αυτή ανήκει στη Συμβουλευτική Επιτροπή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 35 (Β) (4) του περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου, 65/87.

(β) Η Ε.Ε.Υ. αποφάσισε να αυξήσει τις μονάδες των υποψηφίων ενεργώντας βάσει των προνοιών του άρθρου 35(B) 10(β), λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων, βάσει των εντυπώσεων που αποκόμισε από τις συνεντεύξεις που έγιναν όταν ελήφθη η προηγούμενη απόφαση, δηλαδή 8.8.87, χωρίς να καλέσει εκ νέου τους υποψηφίους σε συνέντευξη.

Η δικηγόρος της Δημοκρατίας υποστηρίζει πως η απόφαση της Ε.Ε. Υ. είναι καθόλα νόμιμη. Η γνώμη μου όμως είναι, πως οι πιο πάνω λόγοι τους οποίους προβάλλει ο δικηγόρος του αιτητή για την ακύρωση της επίδικης απόφασης είναι ορθοί και νομικά τεκμηριωμένοι. Η προσφυγή επομένως επιτυγχάνει.

Το άρθρο 35Β (4) του Νόμου 65/87 προβλέπει πως η Συμβουλευτική Επιτροπή καταρτίζει τον κατάλογο των υποψηφίων που συστήνει με σειρά προτεραιότητας σύμφωνα με την αριθμητική αποτίμηση σε μονάδες των κριτηρίων αξίας, προσόντων και αρχαιότητας των προσοντούχων υποψηφίων, όπως καθορίζεται στις παραγράφους α, β και γ του άρθρου. Στο εδάφιο 7 προβλέπεται πως κάθε επηρεαζόμενος εκπαιδευτικός μπορεί να ζητήσει την αναθεώρηση του καταλόγου που τον αφορά με γραπτή ένστασή του που υποβάλλεται στην Επιτροπή. Και στο επόμενο άρθρο προνοείται πως η Επιτροπή εξετάζει και αποφασίζει πάνω στις ενστάσεις το ταχύτερο δυνατό. Στη συνέχεια καλεί τους υποψήφιους, που περιέχονται στον τελικό κατάλογο, σε προσωπική συνέντευξη. Μετά τις συνεντεύξεις η Επιτροπή προβαίνει στην επιλογή των καλύτερων υποψηφίων λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και την εντύπωση που αποκόμισε από τις προσωπικές συνεντεύξεις. Δικαιούται δε να αυξήσει μέχρι 5 μονάδες τον αριθμό μονάδων που έχει ο κάθε υποψήφιος με αιτιολογημένη απόφασή της. (Εδάφια 10 (α) και (β) του Νόμου.

Η Επιτροπή επομένως δεν δικαιούται αυτοβούλως να προβεί σε αποτίμηση των μονάδων αξίας των υποψηφίων, έργο, που βάσει του νόμου, ανάγεται στη δικαιοδοσία της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Η Επιτροπή αποφασίζει μόνο μετά από ένσταση υποψηφίων με αίτημα στην αναθεώρηση του καταλόγου που ετοιμάζει η Συμβουλευτική Επιτροπή.

Στην κρινόμενη υπόθεση δεν υπήρξε ένσταση για τις μονάδες που αποτιμήθηκαν στον αιτητή για πρόσθετο προσόν. Η Επιτροπή αύξησε τις μονάδες τόσο του αιτητή όσο και του ενδιαφερομένου προσώπου, σύμφωνα με τις πιο πάνω πρόνοιες του Νόμου, αλλά ενεργώντας με αυτόν τον τρόπο αναθεώρησε στην πραγματικότητα και τις εντυπώσεις που αποκόμισε από τις προσωπικές συνεντεύξεις των υποψηφίων κατά τη λήψη της πρώτης απόφασης 8.8.87, χωρίς να επανακαλέσει τους υποψηφίους σε συνέντευξη.

Είναι αδιανόητο να δεχθεί ένας πως η εντύπωση που αποκόμισε η Επιτροπή από τις προσωπικές συνεντεύξεις των υποψηφίων στη διαδικασία λήψης της ανακληθείσας απόφασης, που ήταν και ένα από τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη στην αποτίμηση μονάδων, θα μπορούσε να αναθεωρηθεί και να αυξομειωθούν οι μονάδες κατά τη διαδικασία της επανεξέτασης για τη λήψη της επίδικης απόφασης.

Εδώ θα πρέπει να επισημάνω ότι η δικηγόρος της Δημοκρατίας συμφωνεί ουσιαστικά με τις πιο πάνω θέσεις. Στη γραπτή της αγόρευση αναφέρει σχετικά τα εξής:

"Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι η Ε.Ε.Υ. δεν είχε εξουσία να διορθώσει ή να αποτιμήσει αριθμητικά το πρόσθετο προσόν εκτός μετά από ένσταση κάποιου υποψήφιου αναφέρω ότι δυνάμει του άρθρου 113(1) του Συντάγματος ο Γενικός Εισαγγελέας ως Νομικός Σύμβουλος της Δημοκρατίας υπέδειξε την εσφαλμένη εφαρμογή του Νόμου και εισηγήθηκε την ανάκληση των προαγωγών πράγμα που έγινε. Η γνωμάτευση ήταν δεσμευτική τόσο για τη Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και για την Ε.Ε.Υ. Αν μετά την γνωμάτευση αυτή εδιόρθωνε τη έκθεσή της η Συμβουλευτική Επιτροπή το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο. Επομένως δεν υπήρξε ουσιώδης παρατυπία η οποία θα δικαιολογούσε την ακύρωση της προαγωγής του ενδιαφερομένου προσώπου."

θα ήταν πλεονασμός αν προέβαινα σε οποιαδήποτε σχόλια του περιεχομένου του πιο πάνω αποσπάσματος. Φτάνει να πω πως, η λήψη μιας διοικητικής απόφασης ανάγεται στη δικαιοδοσία του οργάνου που είναι κατά νόμο υπεύθυνο να την πάρει. Αναμένεται βέβαια η διοίκηση να ακολουθεί τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, ύπατου νομικού συμβούλου της κυβέρνησης. Δεν μπορεί όμως να υποστηριχθεί πως ένα όργανο θα έπαιρνε υποθετικά μιαν απόφαση, σύμφωνη με γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, όταν το εξουσιοδοτημένο αυτό κατά νόμο όργανο δεν πήρε τέτοια απόφαση. Αν ίσχυε αυτή η συλλογιστική θα καταργείτο η ευθύνη των διοικητικών οργάνων να ενεργούν βάσει του νόμου.

Αναφορικά με τα πρόσθετα προσόντα, κατά την άποψη μου ούτε ο αιτητής μήτε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο διαθέτουν τέτοια. Τα προσόντα τους είναι αυτά που τα σχέδια υπηρεσίας πρόβλεπαν για τον πρώτο διορισμό τους. Επαναλαμβάνω όμως τα όσα είπα στην υπόθεση Χαράλαμπος Χαραλαμπίδης v. Ε.Ε.Υ. κ.ά. (Αρ.1) (1991) 4 Α.Α.Δ. 2116 αναφορικά με τη θέση της επιτροπής ότι το πανεπιστημιακό προσόν του αιτητή δεν είναι αναγνωρισμένο από το Υπουργείο Παιδείας. Η άποψη αυτή της Επιτροπής, για τους λόγους που εξηγώ στην πιο πάνω απόφαση, είναι εσφαλμένη.

Η επίδικη απόφαση επομένως ακυρώνεται με έξοδα εις βάρος της καθ' ης η αίτηση.

Επίδικη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο