ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:A442
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 64/2021)
16 Νοεμβρίου, 2022
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
Εφεσειόντων,
ν.
ΑΝΔΡΕΑ ΑΝΑΣΤΑΣΗ
Εφεσίβλητου,
Κ. Παπαδοπούλου (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσείοντες/Αντεφεσίβλητους.
Φ. Χατζηιωάννου, για Α.Κ. Χατζηιωάννου & Σία, για τον Εφεσίβλητο- Αντεφεσείοντα.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από τον Σάντη, Δ.
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Την 21.4.21 το Διοικητικό Δικαστήριο («το Πρωτόδικο Δικαστήριο») αποδέχθηκε την Προσφυγή 980/19 («η Προσφυγή») που είχε καταχωρίσει ο Αιτητής («ο Εφεσίβλητος») την 28.6.19 ζητώντας ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η Αίτηση («οι Εφεσείοντες») να απορρίψουν την ιεραρχική προσφυγή που τούτος είχε καταθέσει την 15.2.19 κατά της απόρριψης αιτήματος του για παροχή σύνταξης ανικανότητας («η Ιεραρχική Προσφυγή»).
Ο Εφεσίβλητος είχε υποβάλει αίτηση για σύνταξη ανικανότητας την 5.11.18 η οποία και απορρίφθηκε με επιστολή του Αναπληρωτή Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων ημερομηνίας 29.1.19 στη βάση ότι (ως συνόψισε τα πράγματα το Πρωτόδικο Δικαστήριο), ο Εφεσίβλητος «... δεν ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις εισφοράς (γ) ή (δ) του άρθρου 23, Μέρος (4) του 3ου Πίνακα του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 2010, καθώς οι εισφορές του στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων για την περίοδο 2016-2017 δεν ήταν οι απαιτούμενες» (οι περικοπές είναι αυτούσιες ως και οι υπόλοιπες που ακολουθούν). Ειδικότερα, ο Αναπληρωτής Διευθυντής Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, κατέγραψε τα ακόλουθα:
«Θέμα: Αίτηση για σύνταξη ανικανότητας.
Αναφέρομαι στο πιο πάνω θέμα και σας πληροφορώ ότι η αίτηση σας ημερομηνίας 05/11/2018 για σύνταξη ανικανότητας απορρίπτεται, καθότι δεν ικανοποιούνται οι απαιτούμενες ασφαλιστικές προϋποθέσεις σύμφωνα με τον Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ν.59(Ι)/2010):
2. Σύμφωνα με το άρθρο 40(1) (δ) του εν λόγω Νόμου, ασφαλισμένος δικαιούται σύνταξη ανικανότητας εάν πληροί τις σχετικές προϋποθέσεις, οι οποίες είναι:
(α) να έχει συμπληρώσει πραγματική βασική ασφάλιση 3 τουλάχιστον ασφαλιστικών μονάδων και να έχουν περάσει 156 βδομάδες από την ημέρα έναρξης της ασφάλισης του
(β) να έχει εβδομαδιαίο μέσο όρο πραγματικής και εξομοιούμενης βασικής ασφάλισης ίσο τουλάχιστον με το 1/4 των ετών που εμπίπτουν στη σχετική περίοδο αναφοράς, και
(γ) να έχει πραγματική ή εξομοιωμένη ασφάλιση μέσα στο σχετικό έτος εισφορών (2017) ίσο τουλάχιστον με το 0.39 της ασφαλιστικής μονάδας
ή
(δ) ο μέσος όρος τέτοιας ασφάλισης κατά τα 2 τελευταία συμπληρωμένα έτη εισφορών πριν από το έτος παροχών (2016-2017) να μην είναι κατώτερος του 0.39 της ασφαλιστικής μονάδας.
3. Από την εξέταση της αίτησης σας διαπιστώθηκε ότι δεν ικανοποιείται η προϋπόθεση (γ) και (δ) δηλαδή οι εισφορές που έχετε καταβάλει στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων την περίοδο 2016 - 2017 δεν είναι οι απαιτούμενες για παροχή σύνταξη ανικανότητας.
4. Οι πρόνοιες της νομοθεσίας σε ότι αφορά τις προϋποθέσεις που πρέπει να ικανοποιηθούν για την καταβολή παροχών από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων είναι ρητές και δεν αφήνουν περιθώρια σε κανένα να ενεργήσει αντίθετα με αυτές.
5. Σύμφωνα με το άρθρο 83(1) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 2010 (Ν.59(Ι)/2010) η πιο πάνω διοικητική πράξη μπορεί να προσβληθεί με ιεραρχική προσφυγή προς την Υπουργό Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων εντός δεκαπέντε ημερών ή με προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο εντός εβδομήντα πέντε ημερών από την ημέρα κοινοποίησης της σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος».
Στην πορεία η Υπουργός Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, απέρριψε την Ιεραρχική Προσφυγή κατά το ακόλουθο σκεπτικό:
«....................................
2. Η Ιεραρχική Προσφυγή σας εξετάσθηκε με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 83(1) και αφού λήφθηκαν υπόψη τα επιχειρήματα που έχετε καταθέσει στην Προσφυγή σας, έχει αποφασισθεί η απόρριψή της, εφόσον κρίθηκε ότι με βάση τα στοιχεία που βρίσκονται καταχωρημένα στον προσωπικό σας φάκελο, ... ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις εισφοράς (γ) και (δ) σύμφωνα με το άρθρο 23, Μέρος (4) του Τρίτου Πίνακα του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, οι οποίες αναφέρουν ότι για να καταστεί δικαιούχος σύνταξης ανικανότητας, ασφαλισμένος πρέπει να έχει πραγματική ή εξομοιούμενη ασφάλιση μέσα στο σχετικό έτος εισφορών ή μέσο όρο τέτοιας ασφάλισης κατά τα δύο τελευταία συμπληρωμένα έτη ίσο με το 0,39 της ασφαλιστικής μονάδας.
3. Στη δική σας περίπτωση, οι πιο κάτω προϋποθέσεις εισφοράς δεν ικανοποιούνται, εφόσον οι εισπράξεις σας στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων για την περίοδο 2016-2017 δεν ήταν οι απαιτούμενες.
....................................».
Με αυτά ως δοσμένα, το Πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας τα εγερθέντα ζητήματα υπό τον φακό του Άρθρου 40 του Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου 59(Ι)/10 («ο Ν. 59(1)/10»), ανέφερε και τούτα:
«....................................
Όπως προνοείται στο ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ του Ν.59(Ι)/2010, η σύνταξη ανικανότητας περιλαμβάνεται στις παροχές που καταβάλλονται σε περιοδική βάση. Στις διατάξεις του άρθρου 40 του σχετικού Νόμου, ρυθμίζεται το ζήτημα της παροχής σύνταξης ανικανότητας ως ακολούθως:
«40.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ασφαλισμένος δικαιούται σύνταξη ανικανότητας, εάν -
(α) ήταν ανίκανος προς εργασία για εκατόν πενήντα έξι (156) ημέρες, σε οποιαδήποτε περίοδο διακοπής της απασχόλησής του-
(β) σ' αυτήν την περίοδο της διακοπής της απασχόλησής του αποδείξει ότι προβλέπεται να παραμείνει μόνιμα ανίκανος προς εργασία
(γ) δεν έχει συμπληρώσει την ηλικία των εξήντα τριών (63) ετών ή εάν πρόκειται για μεταλλωρύχο, την ηλικία από την οποία δικαιούται θεσμοθετημένη σύνταξη δυνάμει του άρθρου 36, εάν η ηλικία αυτή είναι μικρότερη των εξήντα τριών (63) ετών και
(δ) ικανοποιεί τις σχετικές ασφαλιστικές προϋποθέσεις».
(Η έμφαση προστέθηκε).
Από τις πρόνοιες των πιο πάνω διατάξεων του Νόμου, προκύπτει ότι η παροχή σύνταξης ανικανότητας συναρτάται απόλυτα από τη διαπίστωση, του κατά πόσο ο ασφαλισμένος είναι "ανίκανος για εργασία", και σύμφωνα με τις ερμηνευτικές διατάξεις του άρθρου 2 του σχετικού Νόμου, σημαίνει τον ασφαλισμένο που λόγω ειδικής ασθένειας ή σωματικής ή -πνευματικής αναπηρίας, δεν μπορεί να απασχοληθεί στο επάγγελμα το οποίο συνήθως ασκούσε. Οτιδήποτε άλλο έπεται της πιο πάνω διαπίστωσης.
Εν προκειμένω, στην Εκθεση Γεγονότων του αρμόδιου Λειτουργού που επιλήφθηκε της Ιεραρχικής Προσφυγής του αιτητή, γίνεται αναφορά σε προηγούμενες ιατρικές εξετάσεις του αιτητή από Ιατροσυμβούλια μέσα στα πλαίσια προγενέστερης αίτησης του για σύνταξη ανικανότητας ημερομηνίας 6/2/2014, στις οποίες ο αιτητής κρίθηκε ικανός για άσκηση του επαγγέλματος του.
Στην δε απορριπτική απόφαση της αρμόδιας Υπουργού, δεν αναφέρεται οτιδήποτε σε σχέση με το πιο πάνω σημαντικό ζήτημα. Κατά συνέπεια, η παράλειψη των καθ' ων η αίτηση να διαπιστώσουν κατά πόσο ο αιτητής είναι ανίκανος για εργασία, από ποιο έτος, αν θα παραμείνει μόνιμα ανίκανος, διαπίστωση απαραίτητη για τη χορήγηση της σύνταξης ανικανότητας, καθιστά τρωτή την προσβαλλόμενη απόφαση σε ακύρωση λόγω μη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.
Συναφώς δεν παρέχονται στο Δικαστήριο στην ολότητα τους τα περιστατικά και δεδομένα της συγκεκριμένης περίπτωσης, κατά τρόπο που καθιστά δυσχερή το δικαστικό έλεγχο, λαμβανομένης υπόψη και της αντιφατικότητας στην αιτιολογία σε σχέση με το πιο πάνω ζήτημα. Ενώ δηλαδή στην Έκθεση Γεγονότων αναφέρεται ότι ο αιτητής είχε κριθεί στο παρελθόν ικανός για εργασία και ενώ δεν προκύπτει οτιδήποτε από τον φάκελο το οποίο να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο αιτητής τελικά κρίθηκε ανίκανος για εργασία, τελικά η απόρριψη της αίτησης του στηρίχθηκε στις ασφαλιστικές εισφορές του αιτητή και παρέμεινε εντελώς αδιευκρίνιστο το πιο πάνω βασικό ζήτημα.
...................................».
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, απέληξε πως η αιτιολογία που δόθηκε από τους Εφεσείοντες στην Ιεραρχική Προσφυγή, ήταν αόριστη και αντιφατική και έτσι αποδέχθηκε τον λόγο «... ακύρωσης περί ανεπαρκούς έρευνας και αιτιολογίας ...», με παρεπόμενο (ως είπε), να «... παρέλκει η ενασχόληση ... με τους υπόλοιπους λόγους ακύρωσης ...».
Οι Εφεσείοντες αντιτίθενται στην Πρωτόδικη Απόφαση με τρεις αλληλένδετους κατ' ουσίαν λόγους έφεσης. Προτάσσουν, ότι η Πρωτόδικη Απόφαση είναι λανθασμένη καθότι δεν ερμηνεύθηκαν ορθώς οι σχετικές διατάξεις του Άρθρου 40, Ν.59(Ι)/10, αφού πεπλανημένα κρίθηκε πως από τις αφορώσες νομοθετικές πρόνοιες προκύπτει ότι η παροχή σύνταξης ανικανότητας συναρτάται απόλυτα προς τη διαπίστωση τού κατά πόσον ο ασφαλισμένος είναι «ανίκανος για εργασία» (λόγος έφεσης 1), πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο, το ίδιο λαθεμένα και πλανεμένα, έκρινε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει εξαιτίας παράλειψης των Εφεσειόντων να διαπιστώσουν αν ο Εφεσίβλητος «... είναι ανίκανος για εργασία, από ποιο έτος, αν θα παραμείνει μόνιμα ανίκανος, διαπίστωση απαραίτητη για τη χορήγηση της σύνταξης ανικανότητας» (λόγος έφεσης 2) και ότι το ίδιο άστοχα αποφάνθηκε πως η απόφαση των Εφεσειόντων έπασχε «... λόγω έλλειψης έρευνας και αιτιολογίας ... σε σχέση με την έκθεση/εισήγηση με την απόφαση της Υπουργού αφού αποφασιστική αρμοδιότητα την έχει η τελευταία» (λόγος έφεσης 3).
Ο Εφεσίβλητος, διά τριών λόγων αντέφεσης, ισχυρίζεται πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο κακώς δεν εξέτασε τον προτασσόμενο λόγο ακύρωσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν προϊόν παρερμηνείας του Άρθρου 4(δ) του Τρίτου Πίνακα, Ν.59(Ι)/10 και ανάλογης εφαρμογής του στα γεγονότα, παραλείποντας κιόλας να προβεί σε εύρημα πως «... τα τελευταία δυο συμπληρωμένα έτη εισφορών ... είναι τα έτη 2013 και 2014 όπου ο μέσος όρος των ασφαλιστικών μονάδων του αιτητή είναι 0,805 ...» και ότι ο Εφεσίβλητος πληρούσε όλα τα προαπαιτούμενα του Άρθρου 40(1), Ν.59(Ι)/10 «... για σύνταξη ανικανότητας ...», με την Προσφυγή να πρέπει συνακολούθως να πετύχει «... διότι η καθ' ης η αίτηση εσφαλμένα ερμήνευσε το αρ. 4 (δ) του Τρίτου Πίνακα του Ν59(Ι)/2010 και εσφαλμένα τον εφάρμοσε στα γεγονότα της υπόθεσης».
Διεξήλθαμε όσα μας τέθηκαν, στην πλήρη τους μορφή.
Ομοίως και τις αγορεύσεις των ευπαίδευτων δικηγόρων.
Για λόγους που θα καταστούν σαφείς στην πορεία, θα αναλύσουμε πρώτα τους λόγους έφεσης 1 και 3.
Αναφορικώς προς τον λόγο έφεσης 1, κρίνουμε, με κάθε σεβασμό προς το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η ερμηνευτική που ασπάστηκε εν σχέσει προς τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 40(1), Ν.59(Ι)/10, δεν ήταν ορθή. Αυτό, διότι, ως σαφώς εξάγεται από το αφορών νομοθετικό λεκτικό, για να μπορεί ένα πρόσωπο να τύχει σύνταξης ανικανότητας πρέπει να πληροί σωρευτικώς και τις τέσσερεις προϋποθέσεις που διαλαμβάνονται στο Άρθρο 40(1), Ν.59(Ι)/10 (Μαυρίδης ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1357/10, ημ. 25.7.14, ECLI:CY:AD:2014:D567).
Η ανάλυση στην οποία προέβη το Πρωτόδικο Δικαστήριο προσέθεσε, εν τίνι τρόπω, άλλο γράμμα και νομοθετικό πνεύμα στο Άρθρο 40(1), Ν.59(Ι)/10, κατά τρόπο μη αποδεκτό (Δημοκρατία ν. Κυπριανού και Άλλου, Ε.Δ.Δ., 39/21, ημ. 13.10.22).
Στην Hassan ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1163/13, ημ. 16.1.15, ECLI:CY:AD:2015:D19, το Ανώτατο Δικαστήριο (υπό μονομελή αναθεωρητική του δικαιοδοσία), κατέγραψε και αυτά τα σχετικά με όσα ενεστώτως ενδιαφέρουν:
«.......................................
Εξέτασα τις εκατέρωθεν θέσεις οι οποίες έχουν ως κοινό σημείο αναφοράς το άρθρο 40 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 2010 (Ν.59(1)/2010), σύμφωνα με το οποίο για να μπορεί ένας ασφαλισμένος να λάβει σύνταξη ανικανότητας πρέπει να πληροί σωρευτικά τέσσερις προϋποθέσεις. Δηλαδή (α) να ήταν ανίκανος προς εργασία για εκατόν πενήντα έξι (156) ημέρες, σε οποιαδήποτε περίοδο διακοπής της απασχόλησής του, (β) σ' αυτήν την περίοδο της διακοπής της απασχόλησής του αποδείξει ότι προβλέπεται να παραμείνει μόνιμα ανίκανος προς εργασία, (γ) δεν έχει συμπληρώσει την ηλικία των εξήντα τριών (63) ετών ή εάν πρόκειται για μεταλλωρύχο, την ηλικία από την οποία δικαιούται σύνταξη γήρατος δυνάμει του άρθρου 36, εάν η ηλικία αυτή είναι μικρότερη των εξήντα τριών (63) ετών και (δ) ικανοποιεί τις σχετικές ασφαλιστικές προϋποθέσεις. Στην υπό κρίση περίπτωση δεν αμφισβητείται ότι ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις υπό (α), (γ) και (δ) και επομένως η προσοχή στρέφεται στην προϋπόθεση (β). Συναφώς, όπως επισημάνθηκε στην Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας, ECLI:CY:AD:2014: D35, Υποθ. Αρ. 330/11, ημερ. 17.1.2014, ECLI:CY:AD:2014:D35, το αν ένας αιτητής «είναι ή όχι ικανός να ασκεί την εργασία του αποτελεί θέμα τεχνικό, που δεν ελέγχεται από το Δικαστήριο κατά την αναθεωρητική δικαιοδοσία, εκτός εκεί όπου διαπιστώνεται πλάνη, κακοπιστία ή έλλειψη δέουσας έρευνας. Ούτε και βεβαίως το Δικαστήριο υποκαθιστά τις αποφάσεις της διοίκησης ή προβαίνει σε επανεκτίμηση πρωτογενών γεγονότων, εφ' όσον κρίνει ότι η έρευνα ήταν επαρκής (Δημοκρατία ν. C. Cassinos Constructions Ltd (1990) 3(E) Α.Α.Δ. 3835, Χατζηαράπης ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 64 και Samson, ανωτέρω). Επαρκής έρευνα θεωρείται εκείνη που επεκτείνεται στη διερεύνηση κάθε σχετικού γεγονότος.» Καθίσταται συνεπώς σαφές ότι η υιοθέτηση από την Υπουργό της γνωμάτευσης του ΔΙΣ και η συνακόλουθη απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής του αιτητή, μόνο στην περίπτωση που κριθεί ότι ήταν προϊόν πλάνης, κακοπιστίας ή έλλειψης δέουσας έρευνας μπορεί να ακυρωθεί.
.....................................».
Εξάγεται, πως, εάν μία εκ των τεσσάρων προϋποθέσεων που τίθενται στο Άρθρο 40(1), Ν.59(Ι)/10 δεν ικανοποιείται, το σχετικό αίτημα θα πρέπει, κατά τα αναμενόμενα, να απορρίπτεται. Αυτή, ακριβώς, ήταν και η μεθοδολογία που ακολούθησαν οι Εφεσείοντες - και σωστά - αφού το κριτήριο για ελάχιστη περίοδο ασφάλισης, κατά τη θέση τους, δεν πληρούνταν στην προκειμένη περίπτωση. Κατ' ακολουθίαν, οι Εφεσείοντες δεν υποχρεούνταν να εξετάσουν οποιαδήποτε άλλη προϋπόθεση από τις εναπομείνασες στο Άρθρο 40(1), Ν.59(Ι)/10 μια και - ακόμα και αν εξεταζόταν σε πρώτο στάδιο εκείνη που αφορά στην ανικανότητα προς εργασία (που θεωρήθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ως πρωταρχικής σημασίας) και διαπιστωνόταν ότι ο Εφεσίβλητος ήταν μονίμως ανίκανος για εργασία - πάλι o Εφεσίβλητος δεν θα μπορούσε να καταστεί δικαιούχος σύνταξης ανικανότητας αφού δεν φέρεται να είχε συμπληρώσει τις ελαχίστως απαιτούμενες ασφαλιστικές προϋποθέσεις. Τούτα (σε σχέση προς ό,τι αποφάσισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο περί της φερόμενης ανικανότητας του Εφεσίβλητου προς εργασία) - και εισερχόμαστε στα του λόγου έφεσης 3 - προέκυψαν κατόπιν δέουσας και επαρκούς έρευνας εκ πλευράς Εφεσειόντων (με πρέπουσα και την αιτιολογία που συνόδευσε τη διαπίστωση), με αυτή να συμπληρώνεται, θεμιτώς, από τα στοιχεία που εμπεριέχονται στον Διοικητικό Φάκελο/Τεκμήριο 1 (Σανταφιανός ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 108/15, ημ. 3.6.22, ECLI:CY:AD:2022:C227).
Οι λόγοι έφεσης 1 και 3 επιτυγχάνουν.
Ως εκ της κατάληξης, δεν απαιτείται εξέταση του λόγου έφεσης 2.
Παρόμοια, ισχύουν για την Αντέφεση, η οποία, παρεμπιπτόντως, ως εκ του αντικειμένου της (και των όσων επιδιώκει), δεν θα μπορούσε να εξεταστεί από το Εφετείο αφού αφορά σε θέματα που δεν εξετάστηκαν πρωτοδίκως, με συνεπόμενο δικαιοδοσία για μια τέτοια εξέταση να έχει (σε πρωτοβάθμιο επίπεδο), το Διοικητικό Δικαστήριο κατά τις προβλέψεις του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας[1] (Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Ιωσηφίδου, Ε.Δ.Δ. 139/19, ημ. 20.1.22, Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, Α.Ε. 95/12, ημ. 6.7.18, ECLI:CY:AD:2018:C344, Δήμος Γεροσκήπου ν. Primetel Public Co Ltd, A.E. 42/12, ημ. 6.7.18).
Η έφεση επιτυγχάνει, ως ανωτέρω.
Η Πρωτόδικη Απόφαση παραμερίζεται.
Το ίδιο και η διαταγή για τα έξοδα.
Η Προσφυγή να τεθεί ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου για να επιληφθεί, αναλόγως, των υπολοίπων λόγων ακύρωσης που προέβαλε ο Εφεσίβλητος (Αιτητής) και δεν εξετάστηκαν.
Επιδικάζουμε έξοδα ύψους €3.000,00 υπέρ των Εφεσειόντων και εναντίον του Εφεσίβλητου.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
/κβπ
[1]«1.Tο Aνώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον, σε διά νόμου προβλεπομένη περίπτωση, κατά την οποία έφεση παραπέμπεται ενώπιόν του υπό του Εφετείου, κέκτηται ως νόμος ήθελε ορίσει, δικαιοδοσία να αποφασίζει επί τοιαύτης εφέσεως και το Εφετείο σε κάθε άλλη περίπτωση κέκτηται δικαιοδοσία να αποφασίζει επί εφέσεως κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου το οποίο έχει αποκλειστική δικαιοδοσία να αποφασίζει σε πρώτο βαθμό επί πάσης προσφυγής υποβαλλομένης κατ' αποφάσεως, πράξεως ή παραλείψεως οιουδήποτε οργάνου, αρχής ή προσώπου ασκούντων εκτελεστικήν ή διοικητικήν λειτουργίαν επί τω λόγω ότι αυτή είναι αντίθετος προς τας διατάξεις του Συντάγματος ή τον νόμον ή εγένετο καθ' υπέρβασιν ή κατάχρησιν της εξουσίας της εμπεπιστευμένης εις το όργανον ή την αρχήν ή το πρόσωπον τούτο. Επιπροσθέτως, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσία να αποφασίζει, σε διά νόμου προβλεπομένη περίπτωση και ως νόμος ήθελε ορίσει, επί αποφάσεως εκδιδομένης υπό του Εφετείου σε ενώπιόν του εκκρεμούσα έφεση κατά αποφάσεως Διοικητικού Δικαστηρίου».