ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:C301
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Aναθεωρητικές Εφέσεις αρ. 112/2015
και 131/2015)
13 Ioυλίου, 2022
[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
Αναθεωρητική Έφεση αρ. 112/15
ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΠΑΠΟΥΤΕ
Εφεσείoυσα/Ενδιαφερόμενο μέρος,
ν.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΑΣ ΚΑΣΑΠΗ
Εφεσίβλητης/Αιτήτριας.
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ' ης η αίτηση.
Αναθεωρητική Έφεση αρ. 131/15
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Εφεσείουσα/Καθ' ης η αίτηση
ν.
ΧΡΙΣΤΙΑΝΑΣ ΚΑΣΑΠΗ
Εφεσίβλητης/Καθ' ης η αίτηση
........
Αντ. Κωνσταντίνου, για την εφεσείουσα στην 112/15
κα Θ. Κουσπή, για την εφεσίβλητη και στις δύο εφέσεις
Αλ. Ελευθερίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την εφεσείουσα στην 131/15 και καθ' ης η αίτηση στην 112/15
......
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δώσει η Σωκράτους, Δ.
......
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.: Η Χριστιάνα Κασάπη ήταν η αιτήτρια στην προσφυγή αρ. 202/2012 με την οποίαν ζητούσε από το Δικαστήριο την ακύρωση της απόφασης ημερ. 17/11/2011 της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής η ΕΔΥ) για την προαγωγή στη μόνιμη θέση Εξεταστή Τμήματος Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη, της Αντιγόνης Παπουτέ (στο εξής ΕΜ) από 15/12/2011 αντί της ιδίας.
Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ο οποίος επιλήφθηκε την προσφυγή κατά την άσκηση της πρωτοβάθμιας δικαιοδοσίας του, έκρινε πως «η απόφαση των καθ' ων η αίτηση πάσχει και υπόκειται σε ακύρωση λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας που οδηγεί σε ουσιώδη πλάνη και λόγω ασαφούς αιτιολογίας (Πάντη ν. ΣΑΛΑ (2001) 1 ΑΑΔ 1089». Κατ' ακολουθίαν, ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.
Εναντίον της απόφασης αυτής ασκήθηκαν δύο εφέσεις. Η πρώτη υπ' αρ. 112/15 από το ΕΜ Αντιγόνη Παπουτέ ως εφεσείουσα και εφεσίβλητη, την αιτήτρια Χριστιάνα Κασάπη και την Κυπριακή Δημοκρατία ως καθ' ης η αίτηση. Η δεύτερη υπ' αρ. 131/15 από την Κυπριακή Δημοκρατία μέσω ΕΔΥ εφεσείουσα/καθ' ης η αίτηση με εφεσίβλητη, επίσης την αιτήτρια Χριστιάνα Κασάπη.
Για σκοπούς καλύτερης αναφοράς θα αναφερόμαστε, δεδομένου πως εφεσίβλητη σε αμφότερες τις εφέσεις είναι η Χριστιάνα Κασάπη ως εφεσίβλητη, και ως εφεσείουσα, το ΕΜ Αντιγόνη Παπουτέ. Η εφεσείουσα στην 131/15 θα αποκαλείται «ΕΔΥ».
Η πρώτη έφεση εγείρει ένα και μοναδικό λόγο έφεσης ενώ η δεύτερη δύο. Αμφότερες, με τους λόγους έφεσης που εγείρουν, είναι αλληλένδετες και επάλληλες. Πλήττουν το ανωτέρω σκεπτικό του Δικαστηρίου με το οποίο απέδωσε πλάνη στην ΕΔΥ και πως λανθασμένα ερμήνευσε το Σχέδιο Υπηρεσίας.
Μια συνοπτική έκθεση των γεγονότων όπως αυτά αποτυπώνονται στην πρωτόδικη απόφαση και τα σχετικά έγγραφα των φακέλων, θα προσφέρει την εικόνα της υπόθεσης.
Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) στις 10/10/2011 συνεδρίασε κατόπιν πρότασης της Γενικής Διευθύντριας του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, για την πλήρωση μιας μόνιμης κενωθείσας θέσης εξεταστή, Τμήμα Εφόρου Εταιρειών και Επισήμου Παραλήπτη και αποφάσισε, επειδή επρόκειτο για θέση προαγωγής, να επιληφθεί του θέματος πλήρωσης της σε ημερομηνία που θα οριζόταν στην παρουσία του Εφόρου Εταιρειών και Επισήμου Παραλήπτη.
Κατά τη συνεδρία της ημερ. 17/11/2011, η ΕΔΥ, έκρινε ότι προάξιμες είναι μόνο οι δύο υποψήφιες, ήτοι αιτήτρια και ΕΜ, με βάση τα απαιτούμενα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας, σύμφωνα με τη σημείωση (α) του σχεδίου υπηρεσίας. Στη συνέχεια παρέστη ο Έφορος Εταιρειών και Επίσημος Παραλήπτης, ο οποίος και σύστησε το ΕΜ, ως το πλέον κατάλληλο για προαγωγή.
Ακολούθως η ΕΔΥ, λαμβάνοντας υπόψη τα τρία καθιερωμένα κριτήρια - αξία, προσόντα, αρχαιότητα - και συνεκτιμώντας τα, καθώς και τη σύσταση υπέρ του ΕΜ, κατέληξε ότι το ΕΜ υπερείχε της αιτήτριας, επιλέγοντας την ως την πλέον κατάλληλη για προαγωγή στην επίδικη θέση από 15/12/2011.
Aπό τα επισυνημμένα στην ένσταση παραρτήματα και το διοικητικό φάκελο προκύπτει αναφορικά με την εφεσείουσα και εφεσίβλητη πως:
Η εφεσίβλητη, κα Κασάπη, διορίστηκε στο Τμήμα Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη στη μόνιμη θέση Βοηθού Φοροθέτη την 1/6/2001 και Εξεταστή την 1/8/2001. Διαθέτει δίπλωμα Δημόσιας Διοίκησης και Διοίκησης Επιχειρήσεων Χρηματοοικονομική του Πανεπιστημίου Κύπρου.
Η εφεσείουσα διορίστηκε στην ίδια θέση την 1/11/2002 και κατέχει (α) Δίπλωμα Δημόσιας Διοίκησης και Διοίκησης Επιχειρήσεων-Marketing/Διοίκηση του Πανεπιστημίου Κύπρου και (β) Postgraduate Diploma in Management, Mediterranean Institute of Management (2000).
Προς συμπλήρωση της εικόνας, πρέπει να σημειωθεί πως σύμφωνα με τον περί Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού Νόμο (αρ. 9) του 2003 (Ν. 39(ΙΙ)/2003) η θέση Εξεταστή (Κλ. Α4-Α7(ιι)) έχει μετονομαστεί από 18/7/2003 σε Βοηθό Εξεταστή (Κλ. Α4-Α7(ιι)).
Επειδή οι λόγοι έφεσης καθώς και η επιχειρηματολογία των συνηγόρων περιστρέφονται γύρω από την ορθή ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας, το παραθέτουμε, όπως αυτό έχει δημοσιευθεί σύμφωνα με τους Κανονισμούς δυνάμει των Άρθρων 27 και 87 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/1990).
«Σχέδια Υπηρεσίας για το Τμήμα Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη.
Εξεταστής (Θέση Προαγωγής)
Απαιτούμενα προσόντα:
(1)(α)(ι) Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν σε ένα τουλάχιστον από τα ακόλουθα θέματα ή συνδυασμό των θεμάτων αυτών:
Νομικά (περιλαμβανομένου του Barrister at Law),
Οικονομικά, Εμπορικά, Λογιστική, Διοίκηση Επιχειρήσεων
(Σημ.: Ο όρος «πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος» καλύπτει
και μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο) και
(ιι) δεκαετής τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση βοηθού εξεταστή
(Κλ. Α4-Α7(ΙΙ)), από την οποία πενταετής τουλάχιστον στην
Κλίμακα Α7.
Σημείωση:
Μέχρι καταργήσεως της θέσης βοηθού εξεταστή (Κλ. Α4- Α7(ΙΙ)) σύμφωνα με τον περί Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού Νόμο (αρ.4) του 2009, αν δεν υπάρχουν υποψήφιοι με τα στην παράγραφο (1) πιο πάνω απαιτούμενα προσόντα, μπορούν να προαχθούν και οι πιο κάτω υπάλληλοι:
(α) οι κατέχοντες τα στο (1)(α)(ι) πιο πάνω προσόντα, με οκταετή τουλάχιστον συνολική υπηρεσία στη θέση βοηθού εξεταστή (Κλ. Α4-Α7(ΙΙ)) ή/και στην προηγούμενη θέση εξεταστή, από την οποία τριετής τουλάχιστον υπηρεσία στην κλίμακα Α7»
'Όπως ανωτέρω λέχθηκε η υποψηφιότητα των εφεσείουσας και εφεσίβλητης, κρίθηκαν στη βάση της σημείωσης (α) του σχεδίου υπηρεσίας, με το ακόλουθο σκεπτικό:
«Η Επιτροπή ασχολήθηκε με τον ενώπιον της κατάλογο των υποψηφίων και έκρινε ότι προάξιμες είναι οι υποψήφιες με αύξοντες αριθμούς 5 και 6 του καταλόγου αρχαιότητας, με βάση τη σημείωση (α) του σχεδίου υπηρεσίας, που προνοεί για πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν σε ένα τουλάχιστον από τα θέματα που προνοούνται στην παράγραφο 1(α)(ι) του σχεδίου υπηρεσίας, και οκταετή τουλάχιστον συνολική υπηρεσία στη θέση βοηθού εξεταστή (Κλ. Α4-Α7(ΙΙ)) ή/και στην προηγούμενη θέση εξεταστή, από την οποία τριετή τουλάχιστον υπηρεσία στην Κλίμακα Α7. Περαιτέρω, οι δύο υποψήφιες διαθέτουν πιστοποιητικό επιτυχίας στα θέματα που προνοούνται στην παράγραφο (2) του σχεδίου υπηρεσίας.»
Περαιτέρω η ΕΔΥ στο ίδιο πρακτικό της ημερ. 17/11/2011, εξηγεί την απόφαση της επιλογής της εφεσίβλητης αναφέροντας πως «καταλήγοντας στην απόφαση της για επιλογή της Παπουτέ Αντιγόνης, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι αυτή δεν υστερεί σε αξία από την ανθυποψήφια της, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις των τελευταίων επτά χρόνων, κατά τα οποία και οι δύο υποψήφιες διαθέτουν ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις, και διαθέτει την υπέρ της σύσταση του Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη, που συνάδει με τα στοιχεία των φακέλων. Η Επιτροπή δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη της ότι η Παπουτέ υστερεί σε αρχαιότητα από την ανθυποψήφια της κατά ένα χρόνο και τρεις μήνες στην παρούσα θέση, διαθέτει όμως, το πρόσθετο προσόν Postgraduate Diploma in Management, MIM, το οποίο αν και δεν απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε βάσει αυτού, αποτελεί πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, είναι άμεσα σχετικό με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης, μέρος των οποίων, σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας, είναι η εποπτεία, ο έλεγχος και η καθοδήγηση κατώτερου προσωπικού. Εν κατακλείδι, σε μια συνεκτίμηση όλων των νόμιμων κριτηρίων στο σύνολο τους, η Επιτροπή έκρινε ότι η Παπουτέ γενικά υπερέχει και είναι καταλληλότερη για προαγωγή.»
Το παράπονο της εφεσίβλητης και ο προταθείς κατά την αίτηση ακυρώσεως λόγος, όπως αυτός ετέθη πρωτοβάθμια ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν ήταν πως μόνο κατά αρχαιότητα υπερείχε του ΕΜ αλλά ήταν και η μόνη υποψήφια για προαγωγή δεδομένου πως έπρεπε να ληφθεί υπόψη το κριτήριο 4(1)(α)(ιι) του Σχεδίου Υπηρεσίας, ήτοι πέραν της κατοχής πανεπιστημιακού διπλώματος, η δεκαετής υπηρεσία στη θέση βοηθού εξεταστή και όχι το σημείο (α) της Σημείωσης που προνοούσε για συνολική οκταετή υπηρεσία στη θέση βοηθού εξεταστή.
Η περί του αντιθέτου εισήγηση του συνηγόρου της ΕΔΥ επί του σημείου τούτου, του αποκλεισμού δηλαδή της εφεσίβλητης κινείται γύρω από τη θέση πως η ΕΔΥ δεν θεώρησε ότι η εφεσίβλητη πληρούσε τα απαιτούμενα προσόντα της παραγράφου 1(α)(ιι) του Σχεδίου Υπηρεσίας που προνοεί για δεκαετή τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση Βοηθού Εξεταστή (Κλ. Α4-Α7(ιι)) επειδή διαθέτει δεκαετή υπηρεσία συνολικά και στις δύο θέσεις, εξεταστή και Βοηθού Εξεταστή. Σημείωσε επίσης ότι στην παράγραφο (α) του Σχεδίου Υπηρεσίας γίνεται αναφορά σε συνολική υπηρεσία στη θέση Βοηθού Εξεταστή (Κλ. Α4-Α7(ιι)) ή/και στην προηγούμενη θέση εξεταστή ενώ στην παράγραφο (1)(α)(ιι) απαιτείται δεκαετής υπηρεσία στη θέση Βοηθού Εξεταστή (κλ. Α4-Α7(ιι)) μόνο.
Τη θέση της συνηγόρου της ΕΔΥ ενστερνίζεται και ο συνήγορος της εφεσείουσας ο οποίος υπογραμμίζει ότι το Σχέδιο Υπηρεσίας ως έχει, «θέλει» δύο θέσεις, την παλαιά του εξεταστή και τη νέα, του βοηθού εξεταστή επειδή η νέα θέση δημιουργήθηκε στις 18/7/2003, και δεν είχε συμπληρωθεί δεκαετία μέχρι τον ουσιώδη χρόνο της προκήρυξης της θέσης προαγωγής στις 28/9/2011. Έτσι, ορθά, κρίθηκαν από την ΕΔΥ προσοντούχες τόσο η εφεσείουσα όσο και η εφεσίβλητη, με βάση τη σημείωση που ζητούσε οκταετή συνολική υπηρεσία στη θέση βοηθού εξεταστή ή και στην προηγούμενη θέση εξεταστή. Εμμένοντας στη θέση ότι το Σχέδιο Υπηρεσίας αναγνωρίζει δύο θέσεις, υποδεικνύει πως «Αν το Σχέδιο Υπηρεσίας θεωρούσε ότι η (νέα) θέση Βοηθού Εξεταστή ήταν η ίδια με την (παλαιά) θέση Εξεταστή που απλώς μετονομάστηκε, δεν θα υπήρχε αναφορά (στη Σημείωση) για δύο θέσεις (Βοηθού Εξεταστή και Εξεταστή) αλλά θα υπήρχε αναφορά μόνο σε μια θέση (Βοηθού Εξεταστή).
Το ότι πρόκειται για δύο θέσεις συνεχίζει η εισήγηση, φαίνεται και από το γεγονός ότι μετά τη μετονομασία εκδόθηκε χωριστά νέο σχέδιο υπηρεσίας για τη θέση Βοηθού Εξεταστή το 2010, το οποίο έχει διαφορετικά καθήκοντα και όρους από το προϋπάρχουν σχέδιο υπηρεσίας της θέσης Εξεταστή του 1998.
Αντίθετη είναι βέβαια η άποψη της συνηγόρου της εφεσίβλητης η οποία, τονίζει πως υπήρξε απλώς μετονομασία της θέσης, η οποία δεν επηρέασε την αρχαιότητα των μερών και υπογράμμισε πως η εφεσίβλητη ουδέποτε διορίστηκε με νέα πράξη και/ή προήχθη και/ή αποσπάστηκε στη θέση του Βοηθού Εξεταστή, αφού είναι ξεκάθαρο ότι δεν πρόκειται για νέα θέση ή θέση αυτόνομη και/ή ανεξάρτητη από αυτήν του εξεταστή. Παραπέμπει και αυτή στο σχέδιο υπηρεσίας της θέσης του εξεταστή όπως ίσχυε μέχρι την ημερομηνία μετονομασίας της θέσης, με αυτό τη θέσης του Βοηθού Εξεταστή, το οποίο τέθηκε σε ισχύ από την ημερομηνία της μετονομασίας της θέσης και μετά, μια σύγκριση των οποίων, όπως υποστηρίχθηκε, αποκαλύπτει ότι είναι πανομοιότυπα.
Κρίνουμε τους λόγους έφεσης αβάσιμους και ορθή την εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου απόφαση και αντιμετώπιση του εγερθέντος ζητήματος, το οποίο ανέφερε πως: «.. Εφόσον η μετονομασία τη θέσης έγινε μέσω του Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού του 2003, η υπηρεσία σε προηγούμενη θέση, εδώ στη θέση «εξεταστή» πριν αυτή μετονομαστεί σε «Βοηθό Εξεταστή» αναγνωρίζεται ως υπηρεσία στη μετονομασθείσα νέα θέση, με αποτέλεσμα η αιτήτρια να πληρούσε την απαιτούμενη από την παράγραφο 1(α)(ιι) δεκαετή τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση βοηθού εξεταστή (Κλ. Α4-Α7(ιι)] από την οποία πενταετή τουλάχιστον υπηρεσία στην Κλ. Α4-Α7).»
Η ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας αποτελεί, όπως έχει νομολογιακά καθιερωθεί (Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 47) αποκλειστική ευθύνη και ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου. Όμως στην κρινόμενη περίπτωση, η ΕΔΥ στο πρακτικό 17/11/2011, κατατάσσει τις υποψήφιες ως προσοντούχες δυνάμει της Σημείωσης (α) χωρίς καμιά εμφανή νοητική διεργασία η οποία να εξηγεί το λόγο αποκλεισμού της αιτήτριας από υποψήφιας δυνάμει του 1(α)(ιι). Τα όσα η συνήγορος της ΕΔΥ αναφέρει στην αγόρευση της περί συνολικής θητείας και διαφοροποίηση των θέσεων σε εξεταστή και βοηθού εξεταστή, δεν αποτέλεσαν μέρος του συλλογισμού της ΕΔΥ όπως η συνήγορος τα παρουσιάζει, αλλά δικά της συμπεράσματα και επιχειρήματα, τα οποία βεβαίως δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την έρευνα και αιτιολογία, στην οποίαν το διορίζον όργανο οφείλει να προβεί και να προσφέρει (Στέφανος Φράγκου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Εφόρου Μηχανοκινήτων Οχημάτων (1998) 3 ΑΑΔ 270).
Συνεπώς ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως η απόφαση της ΕΔΥ λήφθηκε χωρίς να προηγηθεί οποιαδήποτε περαιτέρω δέουσα έρευνα. Παρέπεμψε δε στην Ττουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 ΑΑΔ 151, όπου στις σελ. 156-157 λέχθηκε:
«Σύμφωνα με τη νομολογία, ο βαθμός και η έκταση της έρευνας εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης. Στη Δημοκρατία κ.ά. ν. Ελισσαίου κ.ά. (2003) 3 Α.Α.Δ. 168 αναφέρθησαν και τα ακόλουθα:
«Οι αρχές του διοικητικού δικαίου υπαγορεύουν τη διεξαγωγή έρευνας με σκοπό τη διαπίστωση όλων των ουσιωδών γεγονότων. Ωστόσο η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, ανάγεται δε στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης (Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 ΑΑΔ 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 ΑΑΔ 270 και Νικολάου ν. Minister of Interior a.o. (1974) 3 CLR 189). Η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η τελική εκτίμηση των γεγονότων και η λήψη της σχετικής απόφασης αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του αρμοδίου οργάνου. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα (Βλ. Ζάμπογλου, πιο πάνω). Η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται (Βλ. Motorways Ltd ν. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 447).).
Eάν το σχέδιο υπηρεσίας χρήζει ερμηνείας, εναπόκειται στο ίδιο το διορίζον όργανο να το ερμηνεύσει. Το Δικαστήριο επεμβαίνει μόνο όπου η δοθείσα από το διορίζον όργανο ερμηνεία δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή (Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 517).
Ορθή ήταν εν προκειμένω η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως:
Με δεδομένο το λεκτικό της §1(α)(ιι), του σχεδίου υπηρεσίας, και την επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού ημερ. 28.1.2004 και τη μετονομασία της από θέση «εξεταστή», σε «βοηθό εξεταστή» δυνάμει του περί Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού Νόμου (Αρ. 9) του 2003, Ν. 39(ΙΙ)/2003, 18.7.2003, η τοποθέτηση των καθ΄ ων είναι αόριστη και ασαφής και δεν υποστηρίζει την επίδικη απόφαση. Όπως έχει κατ΄ επανάληψη νομολογηθεί, το κύρος της απόφασης συναρτάται με το καθεστώς πραγμάτων που λήφθηκε υπόψη. Αν τα στοιχεία ενώπιον του διοικητικού οργάνου είναι ασαφή, η αποσαφήνιση τους δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο, αλλά στο ίδιο το διοικητικό όργανο που έχει την ευθύνη για την αξιολόγηση τους (Συμεωνίδου (ανωτέρω)).
Προς επίρρωση των ανωτέρω επαναλαμβάνουμε τα λεχθέντα στην απόφαση της Ολομέλειας Αντωνίου κ.α ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (2002) 3 ΑΑΔ 669, όπου εκεί το κρίσιμο ερώτημα ήτοι εάν απαιτούντο νέα σχέδια υπηρεσίας και κατά πόσο με τον περί Προϋπολογισμού Νόμο δημιουργήθηκαν νέες θέσεις. Η απάντηση ήταν αρνητική και υπογραμμίστηκε πως η μετονομασία θέσεων δεν απαιτεί νέα σχέδια υπηρεσίας.
Στην ανωτέρω υπόθεση με τον περί Προϋπολογισμού Νόμο προβλέφθηκε κονδύλι για 12 θέσεις Τελωνειακών Λειτουργών Α΄ στην κλίμακα Α11 για τους «προηγουμένως καλούμενους Τελώνες». Αποφασίστηκε πως ο Νόμος δεν δημιούργησε νέες θέσεις αλλά αντικατέστησε τον τίτλο και τις κλίμακες ήδη υφιστάμενων θέσεων. Η διαφοροποίηση που επήλθε στον τίτλο και στη μισθοδοσία δεν επέβαλλε την έγκριση νέων σχεδίων υπηρεσίας.
Τονίστηκε περαιτέρω πως:
«Γνώμονας πρέπει να είναι ο Νόμος και έχουμε εν προκειμένω τη σαφή επεξήγηση, στο πλαίσιο των προνοιών του, πως οι θέσεις Τελωνιακού Λειτουργού Α΄ είναι «οι προηγουμένως καλούμενες Τελώνες». Θεωρούμε πως είναι σαφές ότι έχουμε απλή μετονομασία των υφιστάμενων θέσεων και, βεβαίως, αλλαγή στην κλίμακά τους, που δε θα επηρέαζε τους ήδη κατόχους τους. Αυτοί, παρά τη θέσπιση του Νόμου θα εξακολουθούσαν να δικαιούνται στις δύο προσαυξήσεις ως ήδη αλλά και ως στη συνέχεια κατέχοντες την ίδια θέση. Δε θα είχε νόημα αυτή η νομοθετική πρόνοια εάν εθεωρείτο πως η θέση Τελωνειακού Λειτουργού Α΄ ήταν νέα, για την οποία θα χρειαζόταν νέο σχέδιο υπηρεσίας όταν, εκτός των αμέσως πιο πάνω, γίνεται αναφορά και στη διατήρηση του μισθολογικού καθεστώτος για τους κατόχους των θέσεων «κατά την ημερομηνία ψήφισης του παρόντος νόμου».
Στην παρούσα περίπτωση προκύπτει με σαφήνεια πως εκείνο που υπάρχει είναι μετονομασία της θέσης. Δεν υπήρξαν νέα σχέδια υπηρεσίας, δεν υπήρξε διαφοροποίηση καθηκόντων και όρων υπηρεσίας και δεν μετεβλήθη ούτε η μισθολογική κλίμακα. Το σχέδιο υπηρεσίας που υπήρχε κατά την πρόσληψη των υποψηφίων και το σχέδιο υπηρεσίας που καταρτίστηκε το 2006 (και όχι εκείνο του 2010 που επικαλείται ο συνήγορος της εφεσείουσας) για τη θέση Βοηθού Εξεταστή, προβλέπουν ακριβώς τα ίδια καθήκοντα και ευθύνες ήτοι:
(α) Εξετάζει και καταχωρεί έγγραφα που υποβάλλονται σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία, εισπράττει τέλη και δικαιώματα, τηρεί στατιστικές και άλλες καταστάσεις και εκτελεί τη συνεπαγόμενη γραφειακή εργασία
(β) Βοηθά στην εκτέλεση Διαταγμάτων Παραλαβής και Εκκαθαρίσεων Εταιρειών.
(γ) Εκτελεί οποιαδήποτε καθήκοντα του ανατεθούν.
Το σχέδιο υπηρεσίας βοηθού εξεταστή προβλέπει ως προϋπόθεση για το κάτοχο της θέσης του, επιτυχία σε γραπτή εξέταση. Προϋπόθεση η οποία δεν απαιτήθηκε για τις υποψήφιες όταν μετονομάστηκε η θέση, για να τη λάβουν, διότι ακριβώς ήταν μετονομασία της θέσης την οποίαν ήδη κατείχαν. Δεν ακολούθησε της ψήφισης του Νόμου που μετονόμαζε τις θέσεις, οποιαδήποτε διοικητική απόφαση κατά δέσμιαν αρμοδιότητα εκπλήρωσης νομοθετικής επιταγής. (Δημοκρατία ν. Ιεζεκιήλ (2011) 3 (Β) ΑΑΔ 706). Η μετονομασία της θέσης δεν μπορεί να εξαφανίσει την προγενέστερη υπηρεσία της εφεσίβλητης στη θέση εξεταστή που κατείχε, και ενδεικτικό τούτου είναι πως στην περιγραφή της αρχαιότητας της, στους πίνακες που επισυνάφθηκαν ως τεκμήριο στην ένσταση και περιλαμβάνονται στους διοικητικούς φακέλους, καταγράφεται η Σημείωση πως από 18/7/2003 με βάση τον περί Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού Νόμο (αρ. 9) του 2003 (Ν. 39(ΙΙ)/2003) η θέση Εξεταστή, μετονομάστηκε σε θέση Βοηθού Εξεταστή. Υπολογίζοντας τοιουτοτρόπως την αρχαιότητα της από την ημερομηνία πρόσληψης της, την 1/6/2001 και 1/8/2001, όταν τοποθετήθηκε στη θέση Εξεταστή, κατά τρόπο που συνάδει με όσα το Άρθρο 49 του Ν. 1/1990 διαλαμβάνει, αναφορικά με την αρχαιότητα.
Οι επικαλεσθείσες από τη συνήγορο της ΕΔΥ αποφάσεις, Ελένη Μαππή κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω ΕΔΥ, ΑΕ 178/11 ημερ. 22/11/2017, ECLI:CY:AD:2017:C411 και Κυπριακή Δημοκρατία μέσω 1. Υπουργού Οικονομικών ν. Θωμά Κοσιάρη κ.α., ΑΕ 193/12, ημερ. 10/1/2018, ECLI:CY:AD:2018:C1, δεν εφαρμόζονται στην κρινόμενη, καθόσον ναι μεν υπήρχε στο ιστορικό των γεγονότων μετονομασία θέσεων, πλην όμως το ζητούμενο να απαντηθεί ερώτημα και να επιλυθεί, ήταν διαφορετικό. Στην πρώτη επαναλήφθηκε η νομολογία για την υποχρέωση αιτιολογίας της διοικητικής πράξης η οποία να καθιστά εφικτόν τον δικαστικόν έλεγχο και κρίθηκε, πως προσπάθεια του συνηγόρου των αιτητών να εντάξει ως απαιτούμενο της θέσης προσόν, 15ετή υπηρεσία, όχι μόνο εξέρχεται των όρων του σχεδίου υπηρεσίας αλλά ανατρέχει σε ζήτημα που εξέρχεται των λόγων έφεσης ήτοι της αντισυνταγματικότητας του Νόμου.
Στη δεύτερη το Δικαστήριο ασχολήθηκε μεταξύ άλλων, με τη δυνατότητα να αποτελέσει αντικείμενο αναθεωρητικού ελέγχου η μετονομασία θέσεων προερχόμενων από νομοθετική ρύθμιση και απάντησε αρνητικά.
Η σημείωση, η οποία καταγράφεται στο σχέδιο υπηρεσίας είναι σαφές πως αφορά τη μεταβατική περίοδο που θα μεσολαβήσει μέχρι την κατάργηση της θέσης του βοηθού εξεταστή ήτοι μέχρι την αφυπηρέτηση όλων των προσώπων που βρίσκονται τοποθετημένοι στο Τμήμα Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη και κατέχουν τη θέση Βοηθού Εξεταστή. Γι' αυτό το λόγο γίνεται πρόνοια στην προηγούμενη θέση Εξεταστή και όχι επειδή το σχέδιο υπηρεσίας αναγνωρίζει δύο θέσεις, όπως εισηγείται η εφεσείουσα.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, ουδέν μεμπτόν εντοπίζεται στην πρωτόδικη κρίση η οποία επικυρώνεται.
Οι εφέσεις απορρίπτονται. Επιδικάζονται έξοδα €2.500 πλέον ΦΠΑ εάν υπάρχει, υπέρ της εφεσίβλητης.
Α. Λιάτσος, Δ.
Γ. Γιασεμής, Δ.
Δ. Σωκράτους, Δ.
Λ. Δημητριάδου-Ανδρέου, Δ.
Ν. Σάντης, Δ.
/Κας