ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Λιάτσος, Αντώνης Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Σωκράτους, Δώρα Δημητριάδου-Ανδρέου, Λένα Σάντης, Νικόλας Αχ. Αιμιλιανίδης, για τον Εφεσείοντα. Λ. Λάμπρου-Ουστά (κα), για τους Εφεσίβλητους. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2022-04-04 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Αναθεωρητική Εφεση Αρ. 90/2015, 4/4/2022 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2022:C144

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Αναθεωρητική Εφεση Αρ. 90/2015)

 

4 Απριλίου, 2022

 

 [ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

xxx ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

Εφεσείων,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

____________________

 

Αχ. Αιμιλιανίδης, για τον Εφεσείοντα.

Λ. Λάμπρου-Ουστά (κα), για τους Εφεσίβλητους.

Ρ. Πασιουρτίδη (κα) για Α. Τριανταφυλλίδης & Υιοί Λτδ, για το Ενδ. Μέρος.

____________________

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.

­­­____________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.:  Η παρούσα αναθεωρητική έφεση ασκείται από τον επιτυχόντα διάδικο στην προσφυγή 715/2012, μέσω της οποίας προσέβαλε το διορισμό του ενδ. μέρους στη Μόνιμη Θέση Διευθυντή Υπηρεσίας Ευρωπαϊκών Υποθέσεων στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο - εντοπίζοντας έλλειψη δέουσας έρευνας από την πλευρά της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της ΕΔΥ, ως προς το κατά πόσο το πτυχίο του ενδ. μέρους ικανοποιούσε το απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας προσόν της κατοχής τίτλου στην Δημόσια Διοίκηση - ακύρωσε τον εν λόγω διορισμό.

 

Προβάλλει ο Εφεσείων, ως βασικό επιχείρημα, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώ πολύ ορθά ακύρωσε την επίδικη απόφαση της ΕΔΥ λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας, έσφαλε μη αποφασίζοντας, με βάση το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης, ότι το ενδ. μέρος δεν κατείχε το απαραίτητο προσόν και ως εκ τούτου δεν ήταν προσοντούχο προς διορισμό. Προωθεί, επιπρόσθετα, μέσω των λόγων έφεσης 3 και 4, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν εξέτασε λόγους ακύρωσης που προηγούντο χρονικά. Πιο συγκεκριμένα, κατ΄ ισχυρισμόν, παράλειψη της Συμβουλευτικής Επιτροπής να πιστώσει στον Εφεσείοντα πρόσθετη βαθμολογία, λόγω της κατοχής δύο αντί ενός πλεονεκτημάτων του σχεδίου υπηρεσίας και εσφαλμένης πίστωσης πρόσθετων προσόντων στο ενδ. μέρος, τα οποία κρίθηκαν ως σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης στο στάδιο της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της ΕΔΥ.

 

Προτού υπεισέλθουμε στην εξέταση της ουσίας των ενώπιόν μας λόγων έφεσης, παρεμβάλλουμε ότι, μετά την έκδοση της υπό αναφορά ακυρωτικής απόφασης, η ΕΔΥ προχώρησε σε επανεξέταση υπό το φως του δεδικασμένου που δημιουργήθηκε και στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος. Διόρισε και πάλιν το ενδ. μέρος στην επίδικη θέση, αναδρομικά από την 1.2.2012. Η νέα αυτή διοικητική πράξη προσβλήθηκε και κρίθηκε, σε όλο το εύρος της, με την προσφυγή 1104/2007, όπου Δικαστής του Διοικητικού Δικαστηρίου κατέληξε ότι οι λόγοι ακύρωσης δεν είχαν περιθώρια επιτυχίας και επικύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Το αποτέλεσμα αυτό συνιστά το αντικείμενο της ΕΔΔ 100/2000, η οποία εκκρεμεί.

 

΄Ασκηση αναθεωρητικής έφεσης από τον επιτυχόντα πρωτοδίκως διάδικο είναι, υπό προϋποθέσεις, επιτρεπτή. Όπως στην απόφαση Χατζηγεωργίου ν. ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. (2008) 3 ΑΑΔ 82, συνοψίζεται:

 

«Κατά την προηγούμενη συνεδρία μας αναφερθήκαμε στην ύπαρξη νομολογίας αναφορικά με τη δυνατότητα άσκησης έφεσης από επιτυχόντα διάδικο και ο εφεσείων, παρά το ότι χειρίζεται μόνος την υπόθεσή του, μπόρεσε να εντοπίσει τις σχετικές αποφάσεις της Ολομέλειας στη Θεοδούλου κ.ά. v. Δημοκρατίας κ.ά. (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 796 και Ναζίρης v. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 Α.Α.Δ. 38.  Εκείνο που εμφανώς δεν έχει αντιληφθεί ο εφεσείων είναι τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες επιτυχών διάδικος μπορεί να ασκήσει έφεση. Τα πράγματα εξηγούνται στην υπόθεση Θεοδούλου κ.ά. (ανωτέρω) στην οποία έγινε αναφορά και στην υπόθεση Ναζίρης (ανωτέρω) και η τελική κατάληξη είναι πως μπορεί να τίθεται τέτοιας φύσεως θέμα εφόσον από την πρωτόδικη διαδικασία προκύπτει ζήτημα δέσμευσης επί θέματος, προς βλάβη του εφεσείοντα.»

 

 

 

Προστίθεται δε:

 

 

«Εν προκειμένω δεν μπορεί να τίθεται τέτοιο θέμα. Διαπιστώθηκε λόγος ακυρότητας που ανατρέχει στη ρίζα της διοικητικής διαδικασίας και με την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης για τέτοιο λόγο δεν απομένει οτιδήποτε, προερχόμενο από τη διοίκηση, που θα ήταν δυνατό να δεσμεύσει τον εφεσείοντα και επομένως να αποτελέσει το αντικείμενο αναθεώρησης από το Ανώτατο Δικαστήριο. Είναι στοιχειώδες πως το Ανώτατο Δικαστήριο δεν ασκεί πρωτογενή κρίση επί διοικητικών θεμάτων και πως, κατά συνέπεια, δεν θα ήταν δυνατό να αποφανθεί επί των εναλλακτικών λόγων ακυρότητας που ο εφεσείων πρότεινε πρωτοδίκως, όταν δεν υπάρχει πλέον επί αυτών διοικητική κρίση.»

 

 

Παρομοίως και στην εξεταζόμενη υπόθεση, ο Εφεσείων, ως επιτυχών διάδικος, δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις άσκησης έφεσης. Από την πρωτόδικη διαδικασία δεν προέκυψε οποιοδήποτε ζήτημα δέσμευσης, επί οποιουδήποτε θέματος, προς βλάβη του, αφού, μοναδική διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αποδεχόμενου τον σχετικό λόγο ακύρωσης, ήταν η έλλειψη δέουσας έρευνας αναφορικά με τα μαθήματα που παρακολούθησε το ενδ. μέρος, κατά τρόπο που να δικαιολογείτο η κατάληξη ότι το πτυχίο του αφορούσε στη Δημόσια Διοίκηση.

 

Παρεμβάλλουμε ότι η διαπίστωση αυτή, ως λέχθηκε, επικροτείται ως «πολύ ορθή» από τον Εφεσείοντα. ΄Αλλωστε, η παράλειψη διενέργειας δέουσας έρευνας προωθήθηκε ως ένας εκ των βασικών λόγων ακύρωσης κατά την πρωτόδικη διαδικασία. Παρά ταύτα, ανεπίτρεπτα και αντιφατικά, η πλευρά του Εφεσείοντα αμφισβητεί αυτήν ακριβώς την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Επιπρόσθετα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, πέραν του ελέγχου της νομιμότητας της πράξης, δεν νομιμοποιείτο να ενεργήσει πρωτογενώς και να αποφασίσει κατά πόσο το ενδ. μέρος κατείχε τα απαιτούμενα προσόντα, υποκαθιστώντας το διορίζον όργανο. Κατά πάγια νομολογιακή προσέγγιση η ερμηνεία και εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας επαφίεται στην κρίση του διοικητικού οργάνου και δικαστική παρέμβαση είναι δυνατή στις περιπτώσεις και μόνο όπου η δοθείσα ερμηνεία δεν είναι εύλογα επιτρεπτή.

 

Συνακόλουθα, οι λόγοι έφεσης 3 και 4, είναι επίσης έκθετοι σε απόρριψη.

 

Όπως ήδη λέχθηκε, το ακυρωτικό αποτέλεσμα αφορούσε στο ζήτημα και μόνο της απουσίας δέουσας έρευνας, ούτως ώστε να δικαιολογείται και η κατάληξη ότι το πτυχίο του ενδ. μέρους ήταν στη Δημόσια Διοίκηση, ως προέβλεπε το σχετικό σχέδιο υπηρεσίας. Με αυτό ως δεδομένο, είναι ορθή η προσέγγιση της αντίδικης πλευράς, σύμφωνα με την οποία αφ΄ ης στιγμής ο λόγος ακυρότητας που τεκμηριώθηκε ανατρέχει σε στάδιο που προηγείται χρονικά οποιωνδήποτε άλλων διαπιστώσεων της Συμβουλευτικής Επιτροπής, δεν μπορεί να προβάλλεται ισχυρισμός περί δέσμευσης σε αναφορά με οποιεσδήποτε διαπιστώσεις της εν λόγω Επιτροπής που έπονται. Εν ολίγοις, η αποδοχή λόγου ακυρότητας που ανατρέχει στη ρίζα της διοικητικής διαδικασίας και η συνακόλουθη ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, εξαλείφει οποιοδήποτε άλλο στοιχείο προερχόμενο από τη διοίκηση, ικανό να δεσμεύσει τον Εφεσείοντα.

 

Καταληκτικά, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα καθοριζόμενα στο ποσό των €2.500 εις βάρος του Εφεσείοντα.

     

                                            Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

                                            Γ. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

                                            Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

 

                                            Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

                                            Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

 

 

 

 

 

 

ΣΦ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο