ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Λιάτσος, Αντώνης Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Σωκράτους, Δώρα Δημητριάδου-Ανδρέου, Λένα Σάντης, Νικόλας K. Καλλής για Καλλής amp;amp;amp; Καλλής ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα. Δ.Μ. Εργατούδη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2022-02-01 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Αναθεωρητική Εφεση Αρ. 78/2015, 1/2/2022 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2022:C42

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Αναθεωρητική Εφεση Αρ. 78/2015)

 

1 Φεβρουαρίου, 2022

 

 [ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

XXX ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ,

Εφεσείουσα,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

____________________

K. Καλλής για Καλλής & Καλλής ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.

Δ.Μ. Εργατούδη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Καμιά εμφάνιση, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

____________________

 

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.

­­­____________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.:  Η πρώτη απόφαση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (ΕΕΥ) για προαγωγή του Ενδιαφερόμενου Μέρους στη μόνιμη θέση Ανώτερου Λειτουργού Εκπαίδευσης στην Ανώτερη και Ανώτατη Εκπαίδευση στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού αποτέλεσε το αντικείμενο της προσφυγής αρ. XXXXX/2009, όπου κρίθηκε ότι ο λόγος ακύρωσης 3 ευσταθούσε και, κατά προέκταση, η προσφυγή πέτυχε και η προσβληθείσα απόφαση ακυρώθηκε.

 

Η καταλυτική σημασία του υπό αναφορά λόγου ακύρωσης επιβάλλει την παράθεση του σχετικού, εκτεταμένου, αποσπάσματος της προαναφερθείσας ακυρωτικής απόφασης:

 

«Εσφαλμένη διαπίστωση ότι το ΕΜ πληροί το απαιτούμενο προσόν της «Πολύ Καλής Γνώσης της Αγγλικής Γλώσσας»-Λόγος ακύρωσης 3

Η ΕΕΥ έκρινε ότι η κατοχή από το ΕΜ του πιστοποιητικού επιτυχίας στις εξετάσεις του Στ΄ έτους στα Αγγλικά των Κρατικών Ινστιτούτων Επιμόρφωσης (25.6.2009) και η παρακολούθηση μεταπτυχιακών σπουδών στα Πανεπιστήμια του Ηνωμένου Βασιλείου και των ΗΠΑ, αποτελεί τεκμήριο για την κατοχή του απαραίτητου προσόντος της παραγράφου (5) του Σχεδίου Υπηρεσίας, δηλαδή της «Πολύ καλής γνώσης μιας τουλάχιστον από τις επικρατέστερες ευρωπαϊκές γλώσσες».  Στην προκειμένη περίπτωση, πρόκειται για την αγγλική γλώσσα.

 

Ο συνήγορος της Αιτήτριας προβάλλει ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι το ΕΜ πληρούσε το συγκεκριμένο προσόν, γιατί το σχετικό πιστοποιητικό των Κρατικών Ινστιτούτων Επιμόρφωσης, προς απόδειξη της κατοχής του, προσκομίσθηκε σχεδόν 7 μήνες μετά τη προκήρυξη της επίδικης θέσης ήτοι στις 25.6.2009, ενώ η καταλυτική ημερομηνία είναι η 29.12.2008 δηλαδή αυτή της λήξης υποβολής υποψηφιοτήτων.

 

Οι Καθ' ων η αίτηση θεωρούν ότι ορθά λήφθηκε υπόψη το πιστοποιητικό προς όφελος του ΕΜ.  Προς τούτο η δικηγόρος τους παραθέτει σχετικό απόσπασμα από την επίδικη απόφαση, στο οποίο, επικαλούμενη δύο αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η μια πρωτόδικη και η άλλη της Ολομέλειας, αναφέρει ότι αφού το διορίζον όργανο μπορεί να διεξαγάγει γραπτή ή προφορική εξέταση για την διαπίστωση των γλωσσικών γνώσεων των υποψηφίων, τότε δεν ισχύουν οι αρχές του ουσιώδους χρόνου για την κατοχή του προσόντος αυτού (βλ. Μουσιούττας ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 339/03, ημερ. 24.3.2004 και Σελεάρης ν. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 602). Περαιτέρω προβάλλει ότι η κατοχή της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας από το ΕΜ, αποδεικνύεται και από τις σχετικές αγγλόφωνες μεταδιδακτορικές του σπουδές στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις ΗΠΑ.

 

Ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.

 

Η συνήγορος των Καθ' ων η αίτηση στη γραπτή της αγόρευση επεσύναψε ως Παράρτημα 9, έγγραφο με τα «Αποδεχτά Τεκμήρια για Γνώση της Ελληνικής, της Αγγλικής, της Γαλλικής και της Γερμανικής Γλώσσας στα Απαιτούμενα από Ορισμένα Σχέδια Υπηρεσίας της Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Επίπεδα».  Σε ότι αφορά την αγγλική γλώσσα, αναφέρονται τα εξής:-

 

«ΑΓΓΛΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

 

(α) Άριστη γνώση

(i) Πτυχίο ή μεταπτυχιακός τίτλος αγγλόφωνου εκπαιδευτικού ιδρύματος πανεπιστημιακού επιπέδου, του εξωτερικού

(ii) Δίπλωμα (Diploma) αγγλόφωνων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ανώτερης/ανωτάτης εκπαίδευσης του εξωτερικού διετούς τουλάχιστον διάρκειας

 

(β) Πολύ καλή γνώση

(i)  GCE O-level στην αγγλική γλώσσα με βαθμό C και άνω

(iiIGCSE στην αγγλική γλώσσα με βαθμό C και άνω

(iii)Cambridge Certificate of Proficiency in English

(iv)Cambridge Advanced Certificate in English με βαθμό και άνω

(v)ELTS/IELTS με βαθμό 6 και άνω

(vi)TOEFL με βαθμό 550 και άνω (paper-based) ή TOEFL με βαθμό 213 και άνω (computer-based)

(vii)Προγράμματα σπουδών με φοίτηση σε αγγλόφωνα εκπαιδευτικά ιδρύματα του εξωτερικού, διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους, συνοδευόμενα από πιστοποιητικά επιτυχίας σε σχετικές εξετάσεις*

(viii) Πιστοποιητικό επιτυχίας στις τελικές εξετάσεις της αγγλικής γλώσσας, τουλάχιστον του έκτου έτους, των Κρατικών Ινστιτούτων Επιμόρφωσης *

(ix)Πτυχίο Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου (Α.Τ.Ι.)

(x) Μεταπτυχιακό Δίπλωμα του Μεσογειακού Ινστιτούτου Διεύθυνσης (Mediterranean Institute of Management), του οποίου η γλώσσα διδασκαλίας είναι η αγγλική

(xi) Δίπλωμα Ανώτερου Ξενοδοχειακού Ινστιτούτου Κύπρου (τριετή προγράμματα σπουδών των οποίων η γλώσσα διδασκαλίας είναι η αγγλική)

(xii) Προγράμματα πτυχιακού ή μεταπτυχιακού επιπέδου σε ιδιωτικά ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αξιολογημένα από το ΣΕΚΑΠ, των οποίων η γλώσσα διδασκαλίας είναι η αγγλική

(γ) Καλή γνώση

(i) Απολυτήριο αναγνωρισμένης εξατάξιας σχολής Μέσης Εκπαίδευσης ή λυκείου της Κύπρου

(ii)Cambridge First Certificate in English C και άνω

(iii) Πιστοποιητικό επιτυχίας στις τελικές εξετάσεις της αγγλικής γλώσσας, τουλάχιστον του τετάρτου έτους, των Κρατικών Ινστιτούτων Επιμόρφωσης."

(* Η έμφαση δική μου)

 

 Με βάση τα πραγματικά περιστατικά, είναι αποδεκτό από όλα τα μέρη ότι το ΕΜ, προς απόδειξη της κατοχής του απαιτούμενου προσόντος της «πολύ καλής γνώσης» της αγγλικής γλώσσας, προσκόμισε σχετικό πιστοποιητικό των Κρατικών Ινστιτούτων Επιμόρφωσης, με ημερ. 25.6.2009.  Όμως με βάση την πάγια τακτική ο χρόνος συνδρομής των απαιτούμενων προσόντων είναι αυτός της λήξης υποβολής υποψηφιοτήτων, ήτοι η 29.12.2008 η οποία στην προκειμένη περίπτωση, είναι η καταλυτική ημερομηνία κατοχής των απαιτούμενων προσόντων.  Επομένως, η ΕΕΥ δεν μπορούσε κατά την άποψή μου, να στηριχθεί στο πιστοποιητικό επιτυχίας των Κρατικών Ινστιτούτων, εφόσον αυτό εκδόθηκε μετά τον ουσιώδη χρόνο συνδρομής των προσόντων.  

 

Όμως η ΕΕΥ δεν στήριξε την απόφαση της μόνο στο πιστοποιητικό  των Κρατικών Ινστιτούτων.  Στηρίχθηκε επίσης στις μεταπτυχιακές σπουδές του ΕΜ σε αγγλόφωνα εκπαιδευτικά ιδρύματα.  Συγκεκριμένα, η ΕΕΥ κατά την εξέταση της ένστασης της Αιτήτριας για τον κατάλογο συστηνομένων, ανέφερε ότι:-

 

«Επιπρόσθετα, ο εν λόγω υποψήφιος, κατά τη διάρκεια των μεταδιδακτορικών του σπουδών στο Goldsmith´s College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου (1.10.1989-31.1.1990) και στο Πανεπιστήμιο Καλιφόρνιας από τον Ιανουάριο έως τον Αύγουστο του 1990) και κατά το 2000 (6 εβδομάδες), παρέστη σε τάξεις και σεμινάρια και κατάθεσε στο τέλος μεταδιδακτορικές εργασίες.  Οι εν λόγω μεταδιδακτορικές σπουδές αποτελούν επίσης τεκμήριο για την πολύ καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας, αφού συνιστούν σπουδές σε αγγλόφωνα εκπαιδευτικά ιδρύματα του εξωτερικού διάρκειας πέραν του ενός ακαδημαϊκού έτους, με κατάθεση στο τέλος σχετικών εργασιών.»

 

Ο δικηγόρος της Αιτήτριας, σε σχέση με τα πιο πάνω διερωτάται:-

 

«Στο 5ο έτος (1989-1990), που είναι και το πρώτο έτος αποφοίτων από την εν λόγω Σχολή, το ενδιαφερόμενο μέρος έπρεπε κανονικά να φοιτά στη Θεσσαλονίκη ως τελειόφοιτος (για το πρώτο πτυχίο ακόμα) και οπωσδήποτε να είναι παρών στις εξετάσεις εκεί των δύο διαφορετικών εξαμήνων (χειμερινό και εαρινό).  Πώς μπορεί επομένως στις εξεταστικές Ιανουαρίου και Ιουνίου 1990 να βρίσκεται ταυτόχρονα σε δύο ή τρεις χώρες;  Λόγω του πτυχίου των καλών τεχνών που παραδίδει, συνεπάγεται ότι δεν «έχασε» / «απουσίασε» από τις δύο εξεταστικές.  Λόγω των δύο μερικώς χρονικά συντρεχουσών προσόντων του Λονδίνου και της Καλιφόρνιας φαίνεται ότι τον Ιανουάριο του ίδιου χρόνου ήταν μέχρι 31/1/90 στο Goldsmith College και από τον Ιανουάριο του 1990 μέχρι και τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς στην Καλιφόρνια!

 

Τα πιο πάνω επισήμανε και η αιτήτρια κατά την ένστασή της ότι δηλαδή τα δύο προσόντα (μεταδιδακτορικά) δεν έχουν το καθένα διάρκεια ενός τουλάχιστον χρόνου οδήγησε την ΕΕΥ στο αθροιστικό ευφυολόγημα να προσθέτει 3 διαφορετικές περιόδους ακόμη και μετά πάροδο μίας δεκαετίας (με την προσθήκη 6 βδομάδων κατά το 2000) .. για να αποδείξει ότι το ενδιαφερόμενο μέρος φοίτησε 1 χρόνο και 2 βδομάδες σε αγγλόφωνα ιδρύματα του εξωτερικού άρα δήθεν ξεπερνά τον ένα χρόνο.»

 

Και πιο κάτω στην αγόρευσή του:-

 

«Ούτε επίσης μπορεί να γίνει δεκτή η επίκληση της καθ' ης περί τον συνυπολογισμό δήθεν, χρόνου πέραν του ενός ακαδημαϊκού έτους για σπουδές σε αγγλόφωνα ιδρύματα του εξωτερικού.

Ουδείς γνωρίζει, όπως ήδη ανέφερα και πιο πριν, πώς αποκτήθηκε το «μεταπτυχιακό» αυτό προσόν, με ή χωρίς φοίτηση, με αλληλογραφία, με ή χωρίς εξετάσεις.  Ούτε υπάρχει πιστοποίηση της αξίας του προσόντος αυτού από το ΚΥΣΑΤΣ.»

 

Κατά την άποψή μου, τα επιχειρήματα του δικηγόρου της Αιτήτριας ευσταθούν.  Η ΕΕΥ στηρίχθηκε στις μεταδιδακτορικές σπουδές του ΕΜ στο Goldsmith College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας για να του αναγνωρίσει δυνάμει της παρ. (vii) των Αποδεχτών Τεκμηρίων, το προσόν της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας.  Όμως και τα δύο προγράμματα σπουδών δεν φαίνεται να ήταν διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους, όπως προβλέπεται στα «Αποδεχτά Τεκμήρια» γνώσης.  Το μεν πρώτο πτυχίο, όπως προκύπτει από τους φακέλους, ήταν διάρκειας 4 μηνών (1.10.89-31.1.90), ενώ το δεύτερο 8 μηνών (Ιανουάριος 90-Αύγουστος 90).  Η ΕΕΥ δεν μπορούσε να αθροίσει τη χρονική διάρκεια των δύο προγραμμάτων σπουδών, ώστε να συμπληρωθεί η ελάχιστη διάρκεια του ενός έτους.  Επειδή σύμφωνα με τα στοιχεία των φακέλων, το ΕΜ ολοκλήρωσε τις σπουδές του και στα δύο ακαδημαϊκά ιδρύματα, η ΕΕΥ  προτού αναγνωρίσει τις σπουδές του ως τεκμήριο πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας, όφειλε τουλάχιστον να είχε προβεί σε έρευνα αναφορικά με τη διάρκεια των σπουδών του.  Τέτοια δεν φαίνεται να έχει γίνει και επομένως η απόφαση της ΕΕΥ δεν μπορεί να θεωρηθεί νόμιμη.  Το επιχείρημα της κας Εργατούδη ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν ισχύουν οι αρχές του ουσιώδους χρόνου για την κατοχή του προσόντος της γνώσης της αγγλικής καθότι, όπως εισηγήθηκε, το διορίζον όργανο νόμιμα υπέβαλε τους υποψηφίους σε γραπτή εξέταση για να διαπιστώσει τις γλωσσικές τους ικανότητες, δεν ευσταθεί.  Η ΕΔΥ στήριζε την απόφαση στα «Τεκμήρια Γνώσης» που προσκόμισε το ΕΜ και επομένως η απόφασή της θα πρέπει να κριθεί στη βάση των όσων η ίδια έλαβε υπόψη.

 

Ενόψει της επιτυχίας του λόγου ακύρωσης 3, δεν χρειάζεται να εξετάσω τους υπόλοιπους λόγους ακύρωσης.» 

  Ως αποτέλεσμα, ακολούθησε επανεξέταση, στις 12.8.2011, από την ΕΕΥ, όπου και αποφασίσθηκε η εκ νέου προαγωγή του Ενδιαφερομένου Μέρους στην επίδικη θέση, αναδρομικά από 1.11.2009. Η ΕΕΥ, κατά την επανεξέταση, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος κατείχε το προσόν της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας, λαμβάνοντας υπόψη και καταγράφοντας στην απόφασή της τα εξής:

 

 «6.1  Επιτυχία στις εξετάσεις ELTS/IELTS με βαθμό 6 και άνω. Σύμφωνα με τη βεβαίωση ημερομηνίας 8.8.2011 του Director του Herb Alpert School of Music του UCLA:

 

6.1.1 Το UCLA απαιτούσε μία από τις παρακάτω εξετάσεις γλωσσών απ΄ όλους τους φοιτητές που προέρχονταν από μη Αγγλόφωνες χώρες:  τα ELTS (τώρα ΙELTS) και τα TOEFL.

 

6.1.2  O Δρ Γιωργούδης πέτυχε στις εξετάσεις ELTS το βαθμό 6.5 ικανοποιώντας τις γλωσσικές απαιτήσεις του UCLA.  Αυτή η απαίτηση μαζί με άλλα έγγραφα είχαν κατατεθεί στο πορτφόλιο του Γιωργούδη από το Goldsmith΄s College του University of London.  Επίσης, έχοντας λάβει την υποτροφία του Ιδρύματος Ωνάση, ο Δρ. Γιωργούδης έγινε δεκτός για το μεταδιδακτορικό πρόγραμμα σπουδών στο UCLA όπως αναφέρεται στο πιστοποιητικό ημερομηνίας 6.9.1990.

 

6.2. Συμπλήρωση προγραμμάτων σπουδών με φοίτηση σε αγγλόφωνα εκπαιδευτικά ιδρύματα του εξωτερικού, διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους, συνοδευόμενα από πιστοποιητικά επιτυχίας σε σχετικές εξετάσεις.

 

Σύμφωνα με τη βεβαίωση ημερομηνίας 11.8.2011 του Director του Herb Alpert School of Music του UCLΑ, ο Δρ. Γιωργούδης εκπλήρωσε τις μεταδιδακτορικές του σπουδές όπως φαίνεται στο πιστοποιητικό ημερομηνίας 6.9.1990, ως μέρος ενός ενωμένου προγράμματος μεταδιδακτορικών σπουδών μεταξύ του Goldsmith΄s College του University of London και του UCLA.  To φθινοπωρινό πρόγραμμα σπουδών συμπληρώθηκε στο Goldsmith΄s College του University of London, όπως φαίνεται στο πιστοποιητικό που εκδόθηκε από το εν λόγω ίδρυμα.  Συνεπώς, οι μεταδιδακτορικές του σπουδές πρέπει να θεωρούνται ως ένα συνεχές και πλήρες ακαδημαϊκό πρόγραμμα σπουδών διάρκειας ενός έτους.  Κατά τη διάρκεια των σπουδών στο UCLA και στο Λονδίνο, ο Δρ Γιωργούδης συμπλήρωσε επιτυχώς δύο ξεχωριστές διατριβές στο ίδιο θέμα (το ρόλο της μουσικής στις ζωές των Ελλήνων μεταναστών στο Λονδίνο και στο Λος Άντζελες), παρέστη σε σειρές μαθημάτων και πέτυχε σε όλες τις σχετικές εξετάσεις.

 

Περαιτέρω, η Επιτροπή σημειώνει τα πιο κάτω αναφορικά  με τα τεκμήρια γλωσσών που η ίδια καθόρισε.  Τα εν λόγω τεκμήρια είναι ενδεικτικά και αποτελούν καθοδήγηση για αυτή ενώ δεν είναι εξαντλητικά.  Η Επιτροπή μπορεί να εξετάζει την κάθε περίπτωση υποψηφίου που έχει ενώπιόν της και να αποφασίσει κατά πόσον τα προσόντα που έχει ο συγκεκριμένος υποψήφιος είναι ισοδύναμα με τα προσόντα που καταγράφονται ως τεκμήρια στην απόφαση πολιτικής της Επιτροπής.» 

 

 

 

 Το αποτέλεσμα της επανεξέτασης, ο αναδρομικός δηλαδή επαναδιορισμός του Ενδιαφερομένου Μέρους, αποτέλεσε το αντικείμενο της προσβαλλόμενης ενώπιόν μας πρωτόδικης απόφασης στην προσφυγή 1272/2011.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας την ουσία των λόγων ακύρωσης που τέθηκαν ενώπιόν του, αποφάσισε, ως θέμα λογικής τάξης, να ασχοληθεί πρώτα με την προβληθείσα θέση περί παραβίασης του δεδικασμένου και έλλειψης δέουσας έρευνας αναφορικά με την κατοχή εκ μέρους του Ενδιαφερόμενου Μέρους του επίμαχου προσόντος της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας.

 

Κατ΄ αρχάς, έκρινε ως νόμιμη την επιλογή της ΕΕΥ να επανεξετάσει η ίδια το θέμα της αξιολόγησης του επίδικου προσόντος, χωρίς να το παραπέμψει στη Συμβουλευτική Επιτροπή. Στη συνέχεια, εξετάζοντας το κατά πόσο η ΕΕΥ εκπλήρωσε το καθήκον της για συμμόρφωση με ό,τι επέβαλλε το ακυρωτικό δεδικασμένο, κατέληξε ως ακολούθως:

 

«Προκύπτει από την ακυρωτική απόφαση η υποχρέωση της ΕΕΥ προτού αναγνωρίσει τις μεταδιδακτορικές σπουδές του Ενδιαφερομένου Μέρους στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου και στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, δυνάμει της παρ. (vii) των αποδεκτών τεκμηρίων ως τεκμήριο πολύ καλής γνώσης, να προβεί σε έρευνα αναφορικά με την διάρκεια των σπουδών του.

 

Στο πλούσιο βιογραφικό σημείωμα του Ενδιαφερομένου Μέρους ως μεταδιδακτορικές σπουδές σημειώνονται τα εξής:

 

«4.  Μεταδιδακτορικές

 

LONDON UNIVERSITY, GOLDSMITH΄S COLLEGE

 

Αnthropology methods with Prof. XXXXX and Ethno research with Prof. XXXXX Glasser, September 1989-January 1990, Granted by the British Council

 

UNIVERSITY OF CALIFORNIA, LOS ANGELES (UCLA)

 

(Winter, Spring & Summer Quarters January-August 1990, Granted by Onassis Foundation), Post-doctoral course of study in Ethnomusicology Methods (with Prof Tim Rice and UCLA faculty)»

 

 Οι βεβαιώσεις από τον ίδιο τον πανεπιστημιακό φορέα (Διευθυντή του UCLA) που απένειμε το πιστοποιητικό ολοκλήρωσης των μεταδιδακτορικών σπουδών (κυανούν 16), μπορούσαν να ληφθούν υπόψη αφού επεξηγούν την χρονική διάρκεια των σπουδών και τις γλωσσικές απαιτήσεις, τις οποίες το Ενδιαφερόμενο Μέρος πληρούσε. Με βάση το περιεχόμενο τους, εύλογα η ΕΕΥ κατέληξε στα συμπεράσματα που καταγράφονται ανωτέρω και θεωρώ ότι αιτιολόγησε πλήρως την απόφαση της να συνεκτιμήσει τα δυο αυτά αλληλένδετα προγράμματα σπουδών ως  πρόγραμμα σπουδών ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους συνοδευόμενο από πιστοποιητικό επιτυχίας σε τελικές εξετάσεις.»

 

 

 

Η πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου συνιστά και το αντικείμενο του πρώτου λόγου έφεσης. Προβάλλεται ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι η ΕΕΥ είχε συμμορφωθεί με το ακυρωτικό δεδικασμένο, το σχετικό με την κατοχή από το Ενδιαφερόμενο Μέρος της «Πολύ Καλής Γνώσης» της αγγλικής γλώσσας κατά τον ουσιώδη χρόνο.  Αντιθέτως, η Εφεσίβλητη εισηγείται ότι η ΕΕΥ, ως είχε καθήκον και υποχρέωση, διενήργησε επανεξέταση με βάση τα όσα κρίθηκαν από το Δικαστήριο στην προσφυγή XXXXX/2009, συμμορφούμενη με την υπό αναφορά απόφαση και αφού διερεύνησε δεόντως και εις βάθος όλα τα σχετικά στοιχεία και έγγραφα.

 

Δεν τίθεται βεβαίως προς συζήτηση ότι, κατά πάγια νομολογία, επαφίεται στο διορίζον όργανο, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, να αποφασίσει κατά πόσον ένας υποψήφιος κατέχει τα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα. Στα πλαίσια αυτά, το Δικαστήριο εξετάζει μόνο εάν, με βάση το ενώπιόν του υλικό, το διορίζον όργανο εύλογα μπορούσε να καταλήξει στο συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Υπό κρίση βεβαίως τελεί το κατά πόσον η ΕΕΥ, ως διορίζον όργανο, εκπλήρωσε την υποχρέωσή της προς διενέργεια επανεξέτασης με βάση τα όσα είχαν ήδη κριθεί από το Δικαστήριο, συμμορφούμενη με το ακυρωτικό δεδικασμένο.

 

Όπως με σαφήνεια προκύπτει μέσα από το δικαστικό λόγο της απόφασης στην προσφυγή XXXXX/2009, «Η ΕΕΥ δεν μπορούσε να αθροίσει τη χρονική διάρκεια των δύο προγραμμάτων σπουδών, ώστε να συμπληρωθεί η ελάχιστη διάρκεια του ενός έτους. .. ΄Οφειλε τουλάχιστον να προβεί σε έρευνα αναφορικά με τη διάρκεια των σπουδών του.». Αυτό και έπραξε το διορίζον όργανο, όπως εντοπίζεται μέσα από τα πρακτικά που αποτυπώνουν την ενώπιόν του διαδικασία (Παράρτημα 2 της ΄Ενστασης), συνοπτική καταγραφή των οποίων παρατίθεται στην εφεσιβαλλόμενη απόφαση. Αφού δηλαδή μελέτησε τον προσωπικό φάκελο του Ενδιαφερόμενου Μέρους, έλαβε, περαιτέρω, υπόψη βεβαιώσεις του Διευθυντή του αρμόδιου τμήματος του UCLA, ημερομηνίας 8.8.2011 και 11.8.2011. Σύμφωνα με αυτές, το Ενδιαφερόμενο Μέρος εκπλήρωσε τις μεταδιδακτορικές του σπουδές ως μέρος ενός ενωμένου προγράμματος μεταδιδακτορικών σπουδών μεταξύ των δύο πανεπιστημίων, του Ηνωμένου Βασιλείου και των ΗΠΑ. Οι βεβαιώσεις αυτές επεξηγούσαν τη χρονική διάρκεια των σπουδών και τις γλωσσικές απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας. Υπό το πρίσμα αυτό, εύλογα η ΕΕΥ και ασκώντας ορθά τη διακριτική της ευχέρεια, κατέληξε ότι τεκμηριώθηκε επαρκώς το απαιτούμενο προσόν της πολύ καλή γνώσης στην αγγλική γλώσσα, στη βάση της παραγράφου (β)(vii) των αποδεκτών τεκμηρίων. Διαπίστωσε, επιπρόσθετα, επίσης βάσιμα, τη συνδρομή του εν λόγω προσόντος στη βάση της παραγράφου (v) των πιο πάνω τεκμηρίων και με αναφορά στη βεβαίωση του προαναφερθέντος Διευθυντή ημερομηνίας 8.8.2011.

 

Συνεπώς, ο πρώτος λόγος έφεσης είναι έκθετος σε απόρριψη.

Με το δεύτερο λόγο έφεσης τίθεται ότι εσφαλμένα κρίθηκε πρωτοδίκως πως το συμπέρασμα της ΕΕΥ, περί ισοδυναμίας των υποψηφίων σε ό,τι αφορά τις αξιολογικές εκθέσεις, είχε στοιχειοθετηθεί από τον σχετικό πίνακα που είχε ετοιμάσει. Προβάλλεται, ουσιαστικά, ότι ήταν λανθασμένη η αριθμητική μετατροπή της αξίας της Εφεσείουσας με βάση τις υπηρεσιακές της εκθέσεις.

 

Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Πέραν του ότι η μετατροπή αυτή δεν οδήγησε την Εφεσείουσα σε δυσμενέστερη θέση, όπως ήταν η σωστή προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η αριθμητική αποτίμηση αφορούσε και έγινε στα πλαίσια της πρώτης διαδικασίας προαγωγής, η νομιμότητα της οποίας εξετάστηκε από το Δικαστήριο στην προσφυγή XXXXX/2009. Κατά την επανεξέταση δεν επαναλήφθηκε και η ΕΕΥ περιορίστηκε στην παράθεση των σχολίων της στη βάση του περιεχομένου των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων, όπως εντοπίζεται στο Παράρτημα 2 της ΄Ενστασης.

 

Οι λόγοι έφεσης 3 και 4 περιστρέφονται γύρω από τα πρόσθετα προσόντα των υποψηφίων και την, κατά την Εφεσείουσα, εσφαλμένη αξιολόγησή τους από την ΕΕΥ. Πλην όμως η Εφεσείουσα δεν είχε προβάλει ξεχωριστό ισχυρισμό, ως λόγο ακύρωσης, με τον οποίο να θέτει υπό αμφισβήτηση τον τρόπο που η ΕΕΥ αντίκρισε τα πρόσθετα προσόντα των υποψηφίων. Ούτως ή άλλως, δεν εντοπίζουμε σφάλμα στην όλη διεργασία της ΕΕΥ επί του προκειμένου. Η Επιτροπή χειρίστηκε στη σωστή νομική του διάσταση το ζήτημα της αξιολόγησης των επιπρόσθετων προσόντων των υποψηφίων. Ως ήταν καθήκον της, έλαβε υπόψη, κατά τη συνεκτίμηση των νόμιμων κριτηρίων, τα πρόσθετα, μη προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, τα οποία, χωρίς να τα αγνοεί, δεν τους απέδωσε υπερβολική βαρύτητα, σημειώνοντας την οριακή και μόνο σημασία τους.

 

Ο πέμπτος λόγος έφεσης αφορά την, κατ΄ ισχυρισμό, εσφαλμένη αξιολόγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου γύρω από το ζήτημα της βαρύτητας της προφορικής εξέτασης. Προβάλλεται η εισήγηση ότι η ΕΕΥ, κατά παράβαση της νομολογίας, κατέστησε το υποκειμενικό στοιχείο των συνεντεύξεων ως το αποφασιστικό κριτήριο επιλογής και όχι συμπληρωματικό μόνο στοιχείο κρίσης.

 

Με όλο το σεβασμό, δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω προσέγγιση του ευπαίδευτου συνήγορου της Εφεσείουσας. Όπως προκύπτει από τα ενώπιον του Δικαστηρίου πρακτικά της όλης διαδικασίας προαγωγής, δεν εντοπίζεται σφάλμα στην πρωτόδικη κατάληξη. Η υπεροχή του Ενδιαφερομένου Μέρους στην προφορική εξέταση ήταν σαφέστατη, αφού αξιολογήθηκε, στα πλαίσια σωστής διεργασίας, ως «Σχεδόν Εξαίρετος», ενώ η Εφεσείουσα ως «Μέτρια». Η απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση ενώπιον του διορίζοντος οργάνου λαμβάνεται υπόψη για σκοπούς αξιολόγησης και διακρίβωσης της αξίας, ιδίως σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία, όπως η υπό κρίση, όπου η βαρύτητα των εντυπώσεων της συνέντευξης είναι αυξημένη και το διορίζον όργανο έχει ευρεία διακριτική εξουσία επιλογής (Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 ΑΑΔ 374).

 

Όπως εντοπίζεται μέσα από τα πρακτικά της διαδικασίας, στα οποία παραπέμπει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, η ΕΕΥ δεν παραγνώρισε τα υπόλοιπα κριτήρια. Αντιθέτως, συνεκτίμησε ορθά το σύνολο των δεδομένων και απέδωσε τη δέουσα βαρύτητα στην προφορική συνέντευξη, όπου σαφώς υπερτερούσε το Ενδιαφερόμενο Μέρος. Απαριθμώντας τα στοιχεία που έλαβε υπόψη, ορθά κατέληξε ότι η υπεροχή του Ενδιαφερομένου Μέρους τόσο στην συνέντευξη, όσο και στην αρχαιότητα, αναπόδραστα οδηγούσε στην επιλογή του για προαγωγή.

 

Η εξουσία του Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της πράξης και στο καθήκον διακρίβωσης του κατά πόσον η Διοίκηση έχει υπερβεί τα ακραία όρια των εξουσιών της. Συνιστά βασική νομολογιακή αρχή ότι, εφόσον ακολουθήθηκε νόμιμη διαδικασία, για να πετύχει προσφυγή υποψήφιου σε θέση, πρέπει να αποδειχθεί έκδηλη υπεροχή έναντι του επιλεγέντος (Δημοκρατία κ.ά. ν. Λαούρη κ.ά. (2006) 3 ΑΑΔ 52,  xxx xxx Ελισσαίου ν. Δημοκρατίας, ΑΕ 113/2015, ημερ. 25.2.2021, ECLI:CY:AD:2021:C69).

Στην υπό κρίση περίπτωση, η διαδικασία επανεξέτασης διεξήχθη προς συμμόρφωση με το δεδικασμένο προηγούμενης ακυρωτικής απόφασης, που αφορούσε την συνδρομή του προσόντος της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας που διέθετε το Ενδιαφερόμενο Μέρος. Καταλήγουμε, σε πλήρη ταύτιση με την πρωτόδικη κρίση, ότι η ΕΕΥ στάθμισε στα ορθά πλαίσια και εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειάς της, όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, προβαίνοντας στη δέουσα έρευνα.

 

Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος της Εφεσείουσας, καθοριζόμενα στο ποσό των €3.000 πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει.

 

                                            Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

                                            Γ. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

                                            Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

 

                                            Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

                                            Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

 

ΣΦ.                  

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο