ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2022:C6
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 47/15)
14 Ιανουαρίου, 2022
[ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]
XXX ΠΑΠΑΣΤΕΡΓΙΟΥ,
Εφεσείουσας
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ,
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητων
Ε. Τόλλα (κα) μαζί, με Κ. Αμβροσίου (κα), για Μ. Ηλιάδης & Συνεταίροι ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.
Κλ. Σαββίδου (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
Θ. Ραφτοπούλου (κα), για Αλέκος Ευαγγέλου & Σία ΔΕΠΕ, για Ενδιαφερόμενο Μέρος 4.
ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από τον Σάντη, Δ.
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά πρωτόδικης απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπό την αναθεωρητική του δικαιοδοσία («το Πρωτόδικο Δικαστήριο»), ημερομηνίας 3.3.15 («η Πρωτόδικη Απόφαση») στην Προσφυγή 1188/11 («η Προσφυγή»), διά της οποίας επικυρώθηκε απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας («ΕΔΥ») - που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας την 29.7.11 («η προσβαλλόμενη απόφαση») - να διορίσει από 15.7.11 στη Μόνιμη Θέση Μηχανικού Τεχνικών Υπηρεσιών, Τεχνικές Υπηρεσίες, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 1-6, αντί την Αιτήτρια («η Εφεσείουσα»).
Κατά την πρωτόδικη διαδικασία, η Εφεσείουσα απέσυρε την Προσφυγή εναντίον των Ενδιαφερομένων Μερών 1 και 6 και έτσι η υπόθεση προχώρησε αναφορικώς προς τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 2, 3, 4 και 5 («τα Ενδιαφερόμενα Μέρη»).
Ως προς τα γεγονότα που συνέθεσαν την Πρωτόδικη Απόφαση, σημειώνουμε πως η ΕΔΥ συνεδρίασε την 27.3.09 κατόπιν πρότασης της Γενικής Διευθύντριας του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού για την πλήρωση 17 κενών μόνιμων θέσεων Μηχανικού Τεχνικών Υπηρεσιών («οι επίδικες θέσεις»). Σε αυτές, προστέθηκαν αργότερα άλλες δύο θέσεις. Απαιτείτο όπως οι υποψήφιοι κατέχουν πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν στην Αρχιτεκτονική. Υποβλήθηκαν 327 αιτήσεις. Από αυτές, οι 39 αιτήσεις αφορούσαν στις επίδικες θέσεις. Στις αιτήσεις ήσαν και εκείνες της Εφεσείουσας και των Ενδιαφερομένων Μερών. Ο Γραμματέας της ΕΔΥ ενεργώντας δυνάμει του Άρθρου 33(3) του Περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου 1/90 («οΝ.1/90»), με επιστολή ημερομηνίας 16.9.09 απέστειλε προς τον xxx Παττίχη ως Προϊστάμενο των Τεχνικών Υπηρεσιών, Τεχνικές Υπηρεσίες και ως Πρόεδρο της Συμβουλευτικής Επιτροπής («η Συμβουλευτική Επιτροπή»), όλες τις αιτήσεις με τα σχετικά έγγραφα και οδηγίες για τη σύγκληση και λειτουργία της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Την 22.3.10 συνήλθε η Συμβουλευτική Επιτροπή και επιλήφθηκε τα της διαδικασίας πλήρωσης των επίδικων θέσεων. Αρχικώς, καταγράφθηκε στο πρακτικό ότι ο Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής και Προϊστάμενος των Τεχνικών Υπηρεσιών xxx Παττίχης δήλωσε κώλυμα για συμμετοχή του στη Συμβουλευτική Επιτροπή επειδή η σύζυγος του (xxx Παττίχη/Ενδιαφερόμενο Μέρος 3) ήταν υποψήφια για μία των επίδικων θέσεων («το κώλυμα»). Έπειτα, ο xxx Παττίχης αποχώρησε από τη συνεδρία. Ως Προεδρεύουσα της Συμβουλευτικής Επιτροπής ορίστηκε η xxx Γεωργίου, ως η αρχαιότερη των Ανώτερων Μηχανικών των Τεχνικών Υπηρεσιών. Την 3.8.10, η xxx Γεωργίου διαβίβασε προς την ΕΔΥ την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής με την οποία δόθηκε ο προκαταρκτικός κατάλογος (με αλφαβητική σειρά) των καταλληλότερων υποψηφίων για τις επίδικες θέσεις. Εκεί, συμπεριλαμβάνονταν η Εφεσείουσα και τα Ενδιαφερόμενα Μέρη. Ακολούθως, η Συμβουλευτική Επιτροπή συμμορφούμενη προς τις παρατηρήσεις της ΕΔΥ, υπέβαλε συμπληρωματική έκθεση την 12.1.11 για την απόδοση του πλεονεκτήματος της πείρας των υποψηφίων, ως η παράγραφος 3(5) του αφορώντος Σχεδίου Υπηρεσίας («το Σχέδιο Υπηρεσίας»). Αποφασίστηκε όπως το πλεονέκτημα πιστωθεί στους υποψηφίους που είχαν διετή τουλάχιστον πείρα στη μελέτη και επίβλεψη έργων. Κρίθηκε, ότι το πλεονέκτημα κατείχαν η Εφεσείουσα και τα Ενδιαφερόμενα Μέρη. Η ΕΔΥ αφού μελέτησε τη συμπληρωματική έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής κατάρτισε τον τελικό κατάλογο, ο οποίος συνέπιπτε με τον προκαταρκτικό κατάλογο της Συμβουλευτικής Επιτροπής, καλώντας σε προφορική εξέταση τους υποψήφιους, παρισταμένης της Προεδρεύουσας της Συμβουλευτικής Επιτροπής xxx Γεωργίου. Η Εφεσείουσα αξιολογήθηκε από την Προεδρεύουσα ως «Πολύ Καλή» ενώ το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2 xxx Μήλιος ως «πάρα πολύ καλός», τα δε εναπομείναντα Ενδιαφερόμενα Μέρη ως «Εξαίρετα». Όταν αποχώρησε η xxx Γεωργίου, η ΕΔΥ αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων, ήτοι την Εφεσείουσα ως «Πολύ Καλή» και τα Ενδιαφερόμενα Μέρη ως «Εξαίρετα». Η ΕΔΥ συνήλθε την 1.6.11 και συνεκτίμησε τα στοιχεία, δηλαδή τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης των υποψηφίων στη Συμβουλευτική Επιτροπή, τα προσόντα για τα καθήκοντα της θέσης, τους προσωπικούς φακέλους των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων (όσων ήσαν δημόσιοι υπάλληλοι), το υπόλοιπο υλικό στις αιτήσεις και την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση ενώπιον της, καταλήγοντας ότι έξι υποψήφιοι υπερείχαν έναντι των υπολοίπων. Σε αυτούς, ήσαν τα Ενδιαφερόμενα Μέρη στα οποία προσφέρθηκε διορισμός στις επίδικες θέσεις. Περαιτέρω, η ΕΔΥ σε συνεδρία ημερομηνίας 7.2.11, εξέτασε παραστάσεις της Εφεσείουσας (διά επιστολής της ημερομηνίας 28.6.11), για την προηγούμενη έκτακτη απασχόληση και διορισμό του Ενδιαφερόμενου Μέρους 3 xxx Παττίχη, αποφασίζοντας πως δεν υπήρχε θέμα επανεξέτασης.
Η Εφεσείουσα προσβάλλει την Πρωτόδικη Απόφαση με πέντε λόγους έφεσης. Προτάσσει ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στην απόφαση του να απορρίψει τον λόγο ακύρωσης που προώθησε η Εφεσείουσα για πάσχουσα συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής γιατί ο xxx Παττίχης, εξαιτίας του κωλύματος του «... όφειλε να απέχει από κάθε ενέργεια μετά την υποβολή των αιτήσεων ...» (η περικοπή είναι αυτούσια όπως και οι υπόλοιπες που έπονται), ενώ αντ' αυτού, τούτος «... συμμετείχε ενεργά διορίζοντας τα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής, έχοντας την ιδιότητα του Προέδρου αυτής και αποστέλλοντας στην ΕΔΥ εκπρόσωπο του για συμμετοχή της εκεί διαδικασία. Έκδηλα παράνομη διαδικασία. Παραβιάστηκε το άρθρο 42(1) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου» (λόγος έφεσης 1). Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε προσέτι λάθος μη αποδεχόμενο και τη θέση της Εφεσείουσας πως το Ενδιαφερόμενο Μέρος 3 xxx Παττίχη πιστώθηκε «... πεπλανημένα και παράνομα το πλεονέκτημα ...» λόγω του ότι «... δεν είχε εξασφαλίσει αναγνώριση του πτυχίου από το ΚΥΣΑΤΣ, πριν τον ουσιώδη χρόνο» (λόγος έφεσης 2). Επιπλέον, το Πρωτόδικο Δικαστήριο διέπραξε παρόμοιο σφάλμα απορρίπτοντας παράπονο της Εφεσείουσας για αναιτιολόγητη τελική αξιολόγηση της από τη Συμβουλευτική Επιτροπή ως «Σχεδόν Πολύ Καλή» «... ένα σκαλί πιο πάνω από την αξιολόγηση στην προφορική συνέντευξη κατά σαφή παραγνώριση των δύο πλεονεκτημάτων που κατείχε ... και θεωρητικά μόνο της πιστώθηκαν» (λόγος έφεσης 3) εκτός του ότι κακώς απορρίφθηκε ως λόγος ακύρωσης το ότι στάλθηκε παρανόμως «... εκπρόσωπος του Προϊσταμένου του Τμήματος Τεχνικών Υπηρεσιών στην ΕΔΥ για τις συνεντεύξεις» (λόγος έφεσης 4). Τέλος, το Πρωτόδικο Δικαστήριο αστόχησε μη δεχόμενο τη θέση πως η προσβαλλόμενη απόφαση έπασχε «... εκτός από ουσιωδώς πεπλανημένη και ως παράνομα αιτιολογημένη ...», με την ΕΔΥ να δίνει «... υπέρμετρη βαρύτητα στις συνεντεύξεις, αμελητέα βαρύτητα στα δύο πλεονεκτήματα και καθόλου βαρύτητα στα άλλα στοιχεία που περιέχοντο στις αιτήσεις, όπως πρόσθετα προσόντα και πρόσθετη πολύχρονη πείρα (πέρα του πλεονεκτήματος)» (λόγος έφεσης 5).
Μελετήσαμε τις επιμελείς αγορεύσεις των ευπαίδευτων δικηγόρων.
Θα επιληφθούμε πρώτα των λόγων έφεσης 1 και 4 (που είναι αλληλένδετοι), και μετά, των λόγων έφεσης 2, 3 και 5.
Αρχίζουμε με τους λόγους έφεσης 1 και 4.
Οι δικηγόροι της Εφεσείουσας συζήτησαν πως πλην της παραλαβής των αιτήσεων όσων ενδιαφέρονταν για διορισμό στις επίδικες θέσεις, ο xxx Παττίχης ως Προϊστάμενος Τεχνικών Υπηρεσιών, προέβη και σε σειρά άλλων ενεργειών δίχως να δηλώσει μεμιάς το κώλυμα του «... ώστε να αποχωρήσει έχοντας πλέον κατά τεκμήριο γνώση περί του ότι η σύζυγος του υπέβαλε αίτηση ...». Για παράδειγμα, διόρισε δύο μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής «... προερχόμενα από το Τμήμα του (υφισταμένους του)», συνεννοήθηκε προσωπικώς «...με δύο υπαλλήλους του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως (άλλου Υπουργείου βάσει του άρθρου 32(4)) κατά πόσο ενδιαφέρονται να διοριστούν ως μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής και εκείνοι αποδέχτηκαν ...», άσκησε χωρίς εξουσιοδότηση αρμοδιότητες της Γενικής Διευθύντριας για τον διορισμό των δύο μελών τής Συμβουλευτικής Επιτροπής, συγκάλεσε και προέδρευσε της πρώτης συνεδρίας της Συμβουλευτικής Επιτροπής για να ανακοινώσει στα μέλη το κώλυμα του (και μετά αποχώρησε).
Δεν συγκλίνουμε με τις τοποθετήσεις της Εφεσείουσας.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ενασχολήθηκε ικανοποιητικώς με όσα συναπάρτισαν τον σχηματισμό της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Όσα έπραξε για την κατάρτιση της ο xxx Παττίχης συνιστούσαν διά νόμου επιβαλλόμενες ενέργειες δίχως να καταδειχθεί κάτι από την Εφεσείουσα που να καλεί σε συνειρμούς αντίστροφους προς ό,τι οι χειρισμοί τού εν λόγω προσώπου θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν.
Εξηγούμε.
Κατά τα διαλαμβανόμενα στα Άρθρα 20(1) και 21(1) του Περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου 158(Ι)/99 («ο Ν.158(Ι)/99») - αλλά και συμφώνως εμπεδωμένων νομολογιακών αρχών - για να είναι νόμιμο ένα συλλογικό όργανο θα πρέπει κανονικώς εχόντων των πραγμάτων να είναι συγκροτημένο και συντεθειμένο από τα πρόσωπα που καθορίζει το νομοθέτημα (βλ. Χατζηπροδρόμου και Άλλης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 81/20, ημ. 14.9.21, Λαμπριανού ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 247/12, ημ. 28.4.20, ECLI:CY:AD:2020:C131, Γρουτίδη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 220/12, ημ. 18.9.19, ECLI:CY:AD:2019:C379).
Εν προκειμένω, η σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής έγινε με αφετηρία το Άρθρο 31(1)(β), Ν.1/90 το οποίο προβλέπει πως για την πλήρωση κενών θέσεων σε τμήμα που υπάγεται σε υπουργείο, συγκροτείται επιτροπή από τον προϊστάμενο του οικείου τμήματος ή της υπηρεσίας που θα ενεργεί ως Πρόεδρος και από τέσσερεις άλλους λειτουργούς, από τους οποίους οι τρεις να ακολουθούν με σειρά ιεραρχίας τον προϊστάμενο και ένας να επιλέγεται από τον Γενικό Διευθυντή του αντίστοιχου υπουργείου και να εγκρίνεται από την αρμόδια αρχή για τη συγκεκριμένη περίπτωση. Εκεί όπου δεν επαρκούν για σκοπούς καθορισμού της επιτροπής οι υπηρετούντες στο οικείο τμήμα, επιλέγονται με κριτήριο το Άρθρο 32(4), Ν.1/90, υπάλληλοι από άλλη υπηρεσία ή τμήμα ύστερα από συνεννόηση με την αρμόδια αρχή η οποία προΐσταται
των υπαλλήλων.
Έτσι έγινε και εδώ.
Ο xxx Παττίχης, ως Προϊστάμενος των Τεχνικών Υπηρεσιών (και ως ex officio Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής), έχοντας παραλάβει τις αιτήσεις των υποψηφίων στην πρώτη συνεδρία της Συμβουλευτικής Επιτροπής την 22.3.10 - και προτού ξεκινήσει η διαδικασία ενώπιον της - δήλωσε αμέσως κώλυμα συμμετοχής και αποσύρθηκε. Ως εκ τούτου, ορίστηκε ως Προεδρεύουσα της Συμβουλευτικής Επιτροπής η xxx Γεωργίου, της οποίας ο ορισμός κάθε άλλο παρά μεροληπτικός ήταν (ως λέγει η Εφεσείουσα). Αντιθέτως. Ο ορισμός προέκυψε από το γεγονός ότι ήταν η ιεραρχικά αρχαιότερη (μετά από την εξαίρεση του xxx Παττίχη), με την ΕΔΥ να της απευθύνει η ίδια και απευθείας πρόσκληση συμμετοχής στις διεργασίες της διά επιστολής ημερομηνίας 5.4.11. Κατά συνέπειαν - και στην απουσία τεκμηρίωσης εκ πλευράς Εφεσείουσας - δεν καταδείχθηκε πως η xxx Γεωργίου ήταν «... αποσταλμένη «εκπρόσωπος» του προϊστάμενου», ως παρατίθεται στο αιτιολογικό του λόγου έφεσης 4.
Τα ίδια ισχύουν και για τα υπόλοιπα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής.
Η συγκρότηση και σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής - νόμιμη ως ήταν καθ' όλους τους ουσιώδεις χρόνους - δεν εξαρτάτο λοιπόν από τη βούληση και προθέσεις του xxx Παττίχη (ή της xxx Γεωργίου), ως ισχυρίζεται η Εφεσείουσα, αλλά καθορίστηκε ρητώς και αποκλειστικώς εκ του νόμου, και δη από το συνδυασμένο περιεχόμενο των Άρθρων 31(1)(β), 32(4), Ν.1/90 και 20(1), Ν.158(Ι)/99 (βλ. Κουλέντη ν. Κυπριακή Δημοκρατία, Α.Ε. 92/14, ημ. 2.12.20, ECLI:CY:AD:2020:C411, Κυπριακή Δημοκρατία ν. Στυλιανίδη και Άλλων (1996) 3 Α.Α.Δ. 274, 276-279).
Πέραν των ανωτέρω, χρειάζονται δύο επισημάνσεις που άπτονται επιχειρημάτων της Εφεσείουσας ως τούτα ξεδιπλώθηκαν για τους λόγους έφεσης 1 και 4.
Η πρώτη επισήμανση, αφορά στον ορισμό των δύο μελών των Τεχνικών Υπηρεσιών στη Συμβουλευτική Επιτροπή, και στη θέση της Εφεσείουσας ότι προάχθηκαν στις θέσεις που κατείχαν «... την 1/5/09, μετά από σύσταση υπέρ τους ενώπιον της ΕΔ Υ από τον ίδιο τον κο Παττίχη ως Προϊστάμενο των Τεχνικών Υπηρεσιών». Ο ισχυρισμός έμεινε ατεκμηρίωτος και εν πάση περιπτώσει ασύνδετος με τα επίδικα θέματα. Ανεξαρτήτως τούτου, και αλλιώς να είχαν τα πράγματα, το (υποτιθέμενο) τούτο γεγονός, δεν θα μπορούσε να απολήξει άνευ ετέρου - ως εκ της υπηρεσιακής ιδιότητας με την οποία λειτούργησε περιορισμένως και τυπικώς ο xxx Παττίχης - σε αποδοχή των θέσεων της Εφεσείουσας (βλ. Κυπριακή Δημοκρατία ν. Χριστοδούλου και Άλλου, Α.Ε. 11/15, ημ. 1.11.21, ECLI:CY:AD:2021:C488, Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ν. Τσικκουρή και Άλλης (2016) 3 Α.Α.Δ. 712, ECLI:CY:AD:2016:C570, 724-725, Christou v. The Republic of Cyprus (1980) 3 C.L.R. 437, 449-450).
Απορρίπτουμε τις τοποθετήσεις της Εφεσείουσας.
Η δεύτερη επισήμανση, συνδέεται με τη θέση της Εφεσείουσας ότι η συνέχιση της διαδικασίας στη Συμβουλευτική Επιτροπή (με τη συμμετοχή υφισταμένων τού xxx Παττίχη), παραβιάζει την αρχή της αμεροληψίας.
Αποκλίνουμε και από αυτή τη θέση.
Η ύπαρξη επί τούτω σαφών και αδιαμφησβήτητων νομοθετικών προνοιών, διαφοροποιούν την ενεστώσα από τη νομολογία επί της οποίας στηρίχθηκε η Εφεσείουσα για να προωθήσει την επιχειρηματολογία της.
Επί παραδείγματι, η Κυπριακή Δημοκρατία ν. Σολωμού (1998) 3 Α.Α.Δ. 769, 773-776, διακρίνεται από την παρούσα αφού εκεί υπήρξε σύσταση από τον Γενικό Διευθυντή, προσώπου που ενδεχομένως να είχε ιδιάζουσα σχέση μαζί του, με αυτόν να αποκρύπτει το γεγονός.
Εδώ, ο xxx Παττίχης κάθε άλλο παρά συγκάλυψε την ιδιάζουσα σχέση που όντως είχε με το Ενδιαφερόμενο Μέρος 3 xxx Παττίχη, ή και το συμφέρον του στην έκβαση της διαδικασίας διορισμού (με την ταξινόμηση να προκύπτει εξ ορισμού και δίχως πολλά). Απεναντίας, εκδήλωσε το κώλυμα του εγκαίρως, σε ανοικτή συνεδρία της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Το ότι δεν εξαιρέθηκε από την αρχή - αν και (σε κάποιο γενικότερο επίπεδο ανάλυσης) θα μπορούσε πιθανόν να το έπραττε προς αποφυγήν γένεσης και διασποράς αρνητικών εντυπώσεων - και παρέλαβε από την ΕΔΥ τις αιτήσεις των υποψηφίων προβαίνοντας και σε άλλους διαδικαστικούς χειρισμούς (ως τους επεξήγησαν εν πολλοίς οι Εφεσίβλητοι), δεν συνιστά εδώ, ως εκ του τυπικού των ενεργειών, παραγωγή διοικητικής πράξης ή άσκηση αρμοδιότητας από μέρους του (βλ. Κλεάνθους και Άλλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 22/13, ημ. 8.5.20, ECLI:CY:AD:2020:C148, Krashias Modern Land & Building Developers Ltd v. Δήμου Έγκωμης (1995) 3 Α.Α.Δ. 198, 208, Θεοδώρου και Άλλοι ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (1991) 4(Γ) Α.Α.Δ. 2056, 2060-2067).
Κατ' ακολουθίαν, δεν εφαρμόζονται κειμένως τα προνοούμενα στο Άρθρο 42(2), Ν.158(Ι)/99 - πως δεν «... μετέχει στην παραγωγή διοικητικής πράξης πρόσωπο που έχει ιδιάζουσα σχέση ... με το άτομο που αφορά η εξεταζόμενη υπόθεση ή που έχει συμφέρον για την έκβαση της» - που αποτέλεσαν και δόρυ της Εφεσείουσας στα όσα προώθησε.
Προς τούτο η νομολογία δίδει σαφή κατεύθυνση.
Στην Εκτωρίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1990) 3(Β) Α.Α.Δ. 922, 925-926, η Ολομέλεια, συνοψίζοντας τη νομολογία, επεσήμανε και αυτά:
«...................................
"Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου πάνω στο ζήτημα της έννοιας της 'προκατάληψης' από διοικητικό όργανο έχει πρόσφατα ευθυγραμμιστεί στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου Γιαννούλα Λουκά κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3(A) C.L.R. 672. Η πρώτη υπόθεση που αφορά στο θέμα είναι η Πέτσας ν. Δημοκρατίας (1962) 3 Α.Α.Σ.Δ. 60 όπου το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο είπε τα εξής στη σελίδα 63, σε μετάφραση:
'Αν η Επιτροπή βάσιζε την απόφαση της πάνω στις εκθέσεις και την επίδικη επιστολή, τότε η απόφαση της πιθανό να ακυρωνόταν. Αυτό δε θα ήταν απαραιτήτως έτσι, απλώς και μόνο επειδή ένας λειτουργός έκαμε μίαν έκθεση που αφορούσε τον αδελφό του. Σε μια χώρα του μεγέθους της Κύπρου πιθανό να μην είναι δυνατό να αποφεύγεται πάντοτε (παρόλο που θα πρέπει να αποφεύγεται) ένα πρόσωπο να υπηρετεί κάτω από ένα στενό συγγενή, και κατά συνέπεια οι ικανότητες του να αξιολογούνται από το συγγενή αυτό, παρόλο που σε τέτοια περίπτωση αναμένεται ότι η συγγένεια θα αποκαλύπτεται. Εντούτοις μια απόφαση αυτής της φύσεως δυνατό να ακυρωνόταν αν η Επιτροπή απέδιδε υπερβάλλουσα βαρύτητα στη σύγκριση των ικανοτήτων δύο δημοσίων υπαλλήλων που γίνεται από λειτουργό, ο οποίος λόγω της συγγένειας του με ένα από αυτούς, δυνατό να επέδειξε μεροληψία.'
Ακολούθησε αριθμός αποφάσεων δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σε πρωτόδικη δικαιοδοσία, στις οποίες το ζήτημα αντιμετωπίζεται κατά τον ίδιο ουσιαστικά τρόπο. Όπως είπαμε πιο πριν, η νομολογία έχει ευθυγραμμιστεί με την απόφαση στην υπόθεση xxx Λουκά, που αναφέρεται πιο πάνω. Στην απόφαση αναφέρονται τα εξής σχετικά σε μετάφραση:
Ο γενικός κανόνας είναι ότι τα διοικητικά όργανα που μετέχουν σε μια συγκεκριμένη διοικητική διαδικασία πρέπει να εμφανίζονται ότι ενεργούν αμερόληπτα, πράγμα το οποίο δεν μπορεί να λεχθεί, για μια περίπτωση όπου υπάρχει ειδικός δεσμός ή συγγένεια που αφορά τα πρόσωπα που είναι αναμεμειγμένα σε αυτή τη διαδικασία ή στο aπoτέλεσμα της (δες Χρίστου ν. Δημοκρατίας (1980) 3 Α.Α.Δ. 437 στη σελίδα 449).'
....................................».
Στην Χατζησάββας και Άλλων ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1990) 3(ΣΤ) Α.Α.Α. 4230, 4234-4237, το Ανώτατο Δικαστήριο (Γ. Μαλαχτός, Δ.), αποφάνθηκε:
«......................................
Οι λόγοι που προβάλλονται για την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης είναι:
..................................
2) Το δεύτερο νομικό σημείο αφορά το πρόσωπο του Τμηματάρχη Στοιχειώδους Εκπαίδευσης, ο οποίος υπέγραψε και υπέβαλε τον κατάλογο των συστάσεων για τους υποψηφίους στη θέση Διευθυντή Α' και ο οποίος ήταν σύζυγος του ενδιαφερόμενου μέρους, xxx Παπαξενοφώντος.
..................................
Με βάση το άρθρο 35(2) του Περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου του 1969 (Αρ. 10/69), όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 53/79, η προαγωγή των εκπαιδευτικών Λειτουργών αποφασίζεται με βάση την αξία, προσόντα και την αρχαιότητα τους. Σύμφωνα με το άρθρο 35(3) του Νόμου, η Επιτροπή λαμβάνει δεόντως υπόψη τις υπηρεσιακές ^θέσεις για τους υποψηφίους και τις συστάσεις του οικείου Τμήματος Εκπαιδεύσεως. Το άρθρο 35 του Νόμου καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε με νέα άρθρα, με τον περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Τροποποιητικό) Νόμο του 1987 (Αρ. 65/87), αλλά η αλλαγή δεν εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση. Έχει προβληθεί ο ισχυρισμός από τους δικηγόρους όλων των αιτητών, ότι υπήρξε προκατάληψη και μεροληψία όσον αφορά τις συστάσεις που υποβλήθηκαν από τον Τμηματάρχη Στοιχειώδους Εκπαίδευσης, επειδή ο Τμηματάρχης xxx Παπαξενοφώντος σύστησε τη σύζυγο του xxx Παπαξενοφώντος και το xxx Παπαδούρη αδελφό Μέλους της Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας. Και ακόμα ότι είναι αδύνατο ο κ. Παπαξενοφώντος να μην επηρεάσθηκε στις εισηγήσεις και συστάσεις του από το γεγονός ότι η σύζυγος του και ο κ. Παπαδούρης ήσαν υποψήφιοι για προαγωγή.
......................................
Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με το περιεχόμενο των φακέλων, το
ενδιαφερόμενο μέρος xxx Παπαξενοφώντος, μπορεί να ήταν σύζυγος του
Τμηματάρχη και να συστήθηκε, το ίδιο και το Ενδιαφερόμενο Μέρος xxx
Παπαδούρης, (αδελφός Μέλους Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας), αλλ' αυτό από μόνο
του δεν είναι αρκετός λόγος για ν' ακυρωθεί ολόκληρη διαδικασία.
......................................................................».
Υπερθεματίζουμε τις ως άνω νομολογιακές υποδείξεις, παραπέμποντας συνάμα και σε μεταγενέστερες, παρεμφερούς προσανατολισμού, αυθεντίες (βλ. Κυπριακή Δημοκρατία ν. Χριστοδούλου και Άλλου, Α.Ε. 11/15, ημ. 1.11.21, ECLI:CY:AD:2021:C488, Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ν. Κοντού και Άλλου, Α.Ε. 168/14, ημ. 1.7.21, ECLI:CY:AD:2021:C292).
Περιπλέον - και επανερχόμαστε στη θεματική της νομολογίας που προέταξε η Εφεσείουσα - η εκκαλούμενη απόφαση διαφοροποιείται και από την Λουκά ν. Δήμος Αραδίππου, Υπόθεση Αρ. 1283/10, ημ. 20.3.13 καθότι στην περίπτωση που τώρα αφορά, καμιά απόφαση λήφθηκε και ουδεμία ενέργεια έγινε από τον xxx Παττίχη που να περιέχει ενάσκηση ουσιώδους διακριτικής εξουσίας ή αρμοδιότητας. Κρίσιμα ζητήματα, όπως η μέθοδος εξέτασης των υποψηφίων και άλλες εκφάνσεις απτόμενες των κριτηρίων αξιολόγησης, αποφασίστηκαν σε μετέπειτα συνεδρίες της Συμβουλευτικής Επιτροπής, μετά από την αποχώρηση του xxx Παττίχη.
Παρόμοια ισχύουν και για την Λεωνίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 819/12, ημ. 22.2.13, όπου αποφασίστηκε πως έπασχε η σύνθεση της ΕΔΥ γιατί η συμμετοχή του Γενικού Διευθυντή στη διαδικασία έκδοσης τής προσβαλλόμενης εκεί απόφασης ήταν αντικειμενικώς αδύνατη ένεκεν προσφυγής του αιτητή εναντίον της προαγωγής του Γενικού Διευθυντή «... στη θέση την οποία ακριβώς κατέχει, χωρίς να εξετάζεται κατά πόσο η τέτοια συμμετοχή του ήταν υποκειμενικά μεροληπτική ...», με το Δικαστήριο να καταλήγει ότι υπήρχε εκ των πραγμάτων «... «ιδιάζουσα σχέση» η οποία δεν μπορεί να παραγνωριστεί. Αυτό το οποίο η διοίκηση χαρακτήρισε ως απλή δικαστική διαδικασία θα μπορούσε να περιγραφεί ως δικαστική αντιπαράθεση και ως τέτοια να κριθεί ότι ευλόγως διαβάλλει τη διοικητική κρίση».
Καμία από τις εισηγήσεις της Εφεσείουσας δεν συνηγορεί υπέρ της εφετειακής παρέμβασης μας στο πλαίσιο των λόγων έφεσης 1 και 4.
Οι λόγοι έφεσης 1 και 4 απορρίπτονται. Προχωρούμε στους λόγους έφεσης 2, 3 και 5.
Με τον λόγο έφεσης 2 η Εφεσείουσα αντιτάσσει πως λαθεμένως το Πρωτόδικο Δικαστήριο πίστωσε πλεονέκτημα στο Ενδιαφερόμενο Μέρος 3 xxx Παττίχη.
Δεν συμμεριζόμαστε τη θέση.
Το πλεονέκτημα της πείρας αποτιμήθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και την ΕΔΥ και αποδόθηκε τόσον στην Εφεσείουσα όσον και στο Ενδιαφερόμενο Μέρος 3 xxx Παττίχη κατά τις προβλέψεις του Σχεδίου Υπηρεσίας. Είναι αποδεκτό πως απονεμήθηκε στο Ενδιαφερόμενο Μέρος 3 xxx Παττίχη πτυχίο αρχιτεκτονικής από την Πολυτεχνική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης την 4.8.76, με το πτυχίο να αναγνωρίζεται υστερότερα (την 16.9.09) από το Κυπριακό Συμβούλιο Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.), ως τίτλος ισότιμος προς μεταπτυχιακό δίπλωμα «... επιπέδου Master». Δεν αμφισβητήθηκε από την Εφεσείουσα η κατοχή του μεταπτυχιακού πριν από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης του Ενδιαφερόμενου Μέρους 3 xxx Παττίχη, παρά μονάχα η ισοτιμία του, κάτι που διόλου δεν πλήττει την πρωτόδικη κρίση. Αυτό, διότι η αναγνώριση της ισοτιμίας δεν αφορά στην κανονική πορεία των πραγμάτων στην απόκτηση του προσόντος (που συναρτάται προς τη συμπλήρωση των σπουδών και μόνον), αλλά στη σημασία του προσόντος στην Κύπρο με δεδομένη την προηγηθείσα απόκτηση του από τον υποψήφιο (βλ. Καππελίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 279, 280-281).
Ο λόγος έφεσης 2 απορρίπτεται.
Με τον λόγο έφεσης 3 καταλογίζεται στο Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι εσφαλμένως απέρριψε τον λόγο ακύρωσης που ανέπτυξε η Εφεσείουσα για την αιτιολογία τής τελικής αξιολόγησης της από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και πως οι Εφεσίβλητοι δεν συνεκτίμησαν καλώς τα δύο πλεονεκτήματα της Εφεσείουσας «... ανεβάζοντας την έτσι μόνο ένα σκαλί αντί δύο μετά τα αποτελέσματα των προφορικών συνεντεύξεων στη γενική της αξιολόγηση».
Δεν ασπαζόμαστε τη θέση.
Η δικηγόρος της Εφεσείουσας για να δομήσει τους ισχυρισμούς της, παρέπεμψε στην Κυπριακή Δημοκρατία ν. Θεοδώρου και Άλλων (2008) 3 Α.Α.Δ. 149, που ωστόσο διαφέρει σημαντικώς από την ανά χείρας περίπτωση αφού κρίθηκε εκεί πως η συμπερίληψη του πλεονεκτήματος στην αριθμοποίηση, και η αποτίμηση του με μόνο πέντε μονάδες, ήταν αναιτιολόγητη και στερημένη νομικής βάσης.
Εδώ, η Εφεσείουσα και τα Ενδιαφερόμενα Μέρη (που κατείχαν το πλεονέκτημα), προωθήθηκαν (ως προβλεπόταν) κατά μία βαθμίδα στην αξιολόγηση. Η αξίωση της Εφεσείουσας για αναρρίχηση δύο βαθμίδων λόγω κατοχής πλεονεκτήματος, έμεινε μετέωρη αλλά και ασυνταίριαστη με το πνεύμα του Σχεδίου Υπηρεσίας, του οποίου, έτσι κι αλλιώς, η ερμηνεία επαφίετο στην κρίση της ΕΔΥ, με τη δικαστική επέμβαση σε αυτή να δικαιολογείται μόνον όπου η ερμηνευτική δεν θα μπορούσε να υπαχθεί ως λελογισμένη (βλ. Κυπριακή Δημοκρατία ν. Περικλέους, Α.Ε. 62/14, ημ. 1.12.21, Γρουτίδης και Άλλων ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 169/14, ημ. 1.11.21, ECLI:CY:AD:2021:C493, Κυπριακή Δημοκρατία ν. Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου, Α.Ε. 63/15, ημ. 7.6.21, ECLI:CY:AD:2021:C227).
Δεν είναι τέτοια η παρούσα περίπτωση.
Δεν αναφύεται ζήτημα παράλογης ερμηνείας του Σχεδίου Υπηρεσίας. Ούτε και ελλιπούς χειρισμού από το Πρωτόδικο Δικαστήριο.
Ακριβώς το αντίθετο.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε συμπαγή αιτιολογία για το συζητούμενο. Έγραψε:
«....................................................................................................................
Ως προς το σκέλος του αναιτιολόγητου της τελικής αξιολόγησης της από τη ΣΕ, η αιτήτρια παραπονείται ότι έγινε κατά σαφή παραγνώριση των δύο πλεονεκτημάτων που κατείχε, όπως αυτά προβλέπονται από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης: μεταπτυχιακό στην αρχιτεκτονική επιπέδου Master και τη σχετική πείρα, και όπως διατείνεται θεωρητικά και μόνο της πιστώθηκαν, όπως και στα ΕΜ2 και ΕΜ5, που κατείχαν μόνο ένα πλεονέκτημα, σε αντίθεση με τη βούληση του κανονιστικού νομοθέτη (Σχέδιο Υπηρεσίας). Η παραγρ. 5 των απαιτούμενων προσόντων, όπως αυτά προβλέπονται στο σχέδιο υπηρεσίας της θέσης, καθορίζει τι αποτελεί πλεονέκτημα. Πλεονέκτημα κατέχει ο κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος, στην παρούσα περίπτωση στην αρχιτεκτονική, ή και έχει διετή τουλάχιστον πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης στη μελέτη και επίβλεψη έργων, όπως καθορίζεται στο σχέδιο υπηρεσίας. Πουθενά δεν καθορίζεται στο σχέδιο υπηρεσίας ότι η κατοχή και των δύο πλεονεκτημάτων θα πρέπει να προσμετρήσει διπλά, υπέρ ενός υποψηφίου.
Άλλωστε, όπως φαίνεται στο πρακτικό της συνεδρίας της ΣΕ, ημερ. 12.1.2011, κατά την τελική αξιολόγηση των υποψηφίων, τόσο η αιτήτρια όσο και τα ΕΜ3 και ΕΜ4 είναι κάτοχοι και των δύο πλεονεκτημάτων, ενώ τα άλλα δύο ΕΜ διαθέτουν μόνο το πλεονέκτημα της πείρας, τα οποία και συνυπολογίστηκαν νόμιμα και αξιοκρατικά μαζί με τα λοιπά κριτήρια. Το κριτήριο του πλεονεκτήματος ίσχυσε ενιαία, για όλους όσους αξιολογήθηκαν, όπως ακριβώς προνοούσε το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης: όσοι είχαν είτε το ένα, είτε τα δύο πλεονεκτήματα, έτυχαν βελτιωτικής αξιολόγησης κατά μία και μόνο βαθμίδα. Η αιτήτρια από «καλή» στην προφορική εξέταση αξιολογήθηκε τελικά «σχεδόν πολύ καλή». Συνεπώς απορρίπτεται και ο πιο πάνω ισχυρισμός της αιτήτριας.
.....................................».
Ο λόγος έφεσης 3 απορρίπτεται.
Με τον λόγο έφεσης 5 η Εφεσείουσα, υποστηρίζει πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο λάθεψε και στην κρίση του να απορρίψει τον λόγο ακύρωσης περί πεπλανημένης και παράνομης αιτιολογίας από την ΕΔΥ, και αυτό γιατί η τελευταία δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στις συνεντεύξεις, στα πλεονεκτήματα και στα άλλα στοιχεία που περιέχονταν στις αιτήσεις.
Δεν συμφωνούμε με την Εφεσείουσα.
Για την απόδοση του πλεονεκτήματος στο Ενδιαφερόμενο Μέρος 3 xxx Παττίχη, δεν υπάρχει κάτι που πρέπει να προστεθεί στα όσα αναλύσαμε εντρυφώντας επί του
λόγου έφεσης 2.
Για το επιχείρημα της Εφεσείουσας ότι είχε 24 έτη πείρας έναντι των πέντε ετών πείρας τής xxx Πελεκάνου (Ενδιαφερόμενου Μέρους 4), ό,τι παρατηρείται είναι πως στο Σχέδιο Υπηρεσίας καθορίστηκε ως πλεονέκτημα η διετής πείρα. Εάν η ΕΔΥ προέβαινε σε πρόσθετη διαβάθμιση του πλεονεκτήματος - αναλόγως των ετών της πρότερης υπηρεσίας του κάθε υποψηφίου - ίσως να θεωρούνταν πως παρέμβαινε στον καθορισμό του πλεονεκτήματος, διαβαθμίζοντας τη βαρύτητα του κατά τρόπον που να το εξαλείφει σε σχέση προς όσους υποψηφίους το κατείχαν για μικρότερο χρονικό διάστημα.
Εν σχέσει προς το Ενδιαφερόμενο Μέρος 5 xxx Σαββίδου - και το παράπονο της Εφεσείουσας πως πεπλανημένως πιστώθηκε με κατοχή μεταπτυχιακού (ενώ δεν το κατείχε) - μεταφέρουμε απόσπασμα από την απόφαση της ΕΔΥ, όπου αναγράφονται και τα εξής (βλ. Τεκμήριο 6Γ/Ερυθρό 180ΑΑ-180ΑΒ στην πρωτόδικη διαδικασία):
«...................................................................................................................
Οι επιλεγέντες ΜΗΛΙΟΣ xxx, ΠΕΛΕΚΑΝΟΥ xxx και ΣΑΒΒΙΔΟΥ xxx έχουν αξιολογηθεί ως Σχεδόν Εξαίρετοι από τη Συμβουλευτική Επιτροπή κατά την τελική της αξιολόγηση, που αποτελεί την υψηλότερη αξιολόγηση από τους μη επιλεγέντες για αυτή την ειδικότητα και ως Εξαίρετοι από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση, που αποτελεί την υψηλότερη βαθμολογία της. Πέραν αυτού, οι επιλεγέντες διαθέτουν το προβλεπόμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας Πλεονέκτημα, σύμφωνα με το μεταπτυχιακό δίπλωμα που διαθέτουν (ήτοι Postgraduate Diploma in Architecture ή την αναγνώριση από το ΚΥ.Σ.A.Τ.Σ. του Διπλώματος Αρχιτεκτονικής που διαθέτουν ως τίτλου ισότιμου προς μεταπτυχιακό δίπλωμα επιπέδου Master). Πρόσθετα με αυτό, λαμβάνοντας υπόψη ότι το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης προβλέπει, διαζευκτικά, πως Πλεονέκτημα μπορεί να είναι και η κατοχή διετούς τουλάχιστον μεταπτυχιακής πείρας σχετική με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης και επειδή σε αυτούς έχει ήδη πιστωθεί το Πλεονέκτημα, σύμφωνα με τα ακαδημαϊκά προσόντα που διαθέτουν, η κατοχή από μέρους τους αυτής της πείρας λογίζεται ως επιπρόσθετο προσόν το οποίο βεβαίως είναι σχετικό με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης και επομένως, αποδίδεται σε αυτή η δέουσα βαρύτητα.
Κατά την επιλογή της η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι, όπως και οι εν λόγω επιλεγέντες, έτσι και ορισμένοι μη επιλεγέντες διαθέτουν το προβλεπόμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης Πλεονέκτημα καθώς και το επιπρόσθετο προσόν της πείρας ([...]Παπαστεργίου xxx). Ωστόσο, η Επιτροπή έκρινε ότι οι εν λόγω επιλεγέντες υπερέχουν, καθότι είναι ίσοι ή και υπερτερούν έναντι αυτών των μη επιλεγέντων κατά την τελική αξιολόγηση από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και υπερέχουν κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ.
.......................................».
Τούτα, αξιολογήθηκαν δεόντως από το Πρωτόδικο Δικαστήριο.
Η κρίση του υπήρξε άρτια και σε αυτή την πτυχή.
Την παραθέτουμε:
«...................................
Τέλος, η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η επίδικη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί ως ουσιωδώς πεπλανημένη και ως παρανόμως αιτιολογημένη. Η ΕΔΥ έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στις συνεντεύξεις, αμελητέα βαρύτητα στα δύο πλεονεκτήματα και καθόλου βαρύτητα στα άλλα στοιχεία που περιέχονται στις αιτήσεις, όπως πρόσθετα προσόντα και πρόσθετη πείρα (πέραν του πλεονεκτήματος).
Παραθέτοντας το πρακτικό της επίδικης απόφασης υποστηρίζει ότι η ΕΔΥ ενήργησε υπό ουσιώδη πλάνη θεωρώντας ότι τα ΕΜ3 και ΕΜ5 κατέχουν το πλεονέκτημα του μεταπτυχιακού διπλώματος ενώ δεν το κατείχαν, εφόσον δεν προσκόμισαν αμφότερες αναγνώριση από το ΚΥΣΑΤΣ. To ΕΜ3 όπως φαίνεται πιο πάνω, από σχετική ανάλυση στην οποία προέβη ήδη το Δικαστήριο, είναι κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος και συνεπώς πλεονεκτήματος, ενώ το ΕΜ5 όπως φαίνεται στο ερυθρό 13 του Προσωπικού Διοικητικού της φακέλου, είναι εγγεγραμμένη αρχιτέκτονας. Εξάλλου ορθά κρίθηκε, τόσο από τη ΣΕ όσο και από την ΕΔΥ, ότι είναι κάτοχος του πλεονεκτήματος της πείρας.
Σύμφωνα με το άρθρο 33(11) του Ν. 1/90 η Επιτροπή λαμβάνει δεόντως υπόψη την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση τόσο ενώπιον της ΣΕ όσο και ενώπιον της, όπως επίσης συνεκτιμά τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων, και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, όπως όλα τούτα τα στοιχεία παρατίθενται αναλυτικά και συγκριτικά μεταξύ των υποψηφίων από την ΕΔΥ στο ίδιο το πρακτικό της επίδικης απόφασης και καταδεικνύουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν πλήρως αιτιολογημένη.
Αναφορικά με την αξία της προφορικής εξέτασης σε θέση πρώτου διορισμού, παραπέμπω στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Δημοκρατία κ.α. ν. Γιαλλουρίδη κ.α. (1990) 3 Α.Α.Δ. 4316:
«Η απόδοση των υποψηφίων έχει αυξημένη βαρύτητα στις περιπτώσεις πλήρωσης θέσεων πρώτου διορισμού και στις περιπτώσεις που η προσωπικότητα του υποψηφίου είναι σημαντικό στοιχείο για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης - διευθυντικές θέσεις - (βλ., μεταξύ άλλων, Panayiotou and Another v. Republic (Public Service Commission) (1968) 3 C.L.R. 639, 642- Eliadou Duncan v. Republic (Public Service Commission) (1977) 3 C.L.R. 153, 163- Stylianou and Another v. P.S.C. (1980) 3 C.L.R. 11, 17- Stylianou and Others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 776, 787· Loizidou-Papaphoti v. Republic (1984) 3 C.L.R. 933, 941, xxx Ζαβρός και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1836 και xxx Γιωργή και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1989) 3(Ε) Α.Α.Δ. 3336) ».
..................................».
Ως εξάγεται (κατά παρατήρηση μας) από το αιτιολογικό της ΕΔΥ, η επιλογή του Ενδιαφερόμενου Μέρος 5 xxx Σαββίδου (έναντι της Εφεσείουσας) εδράσθηκε κατ' ουσίαν στο ότι είχε κριθεί κατά την προφορική εξέταση ως «Εξαίρετη» από την ΕΔΥ, ενώ η Εφεσείουσα ως «Πολύ Καλή». Τούτη η απόφανση από την ΕΔΥ, στην τελική της μορφή, λήφθηκε εντός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων και ευχέρειας της, δίχως να καταδειχθεί κάτι που να δικαιολογεί ευλόγως εφετειακή επέμβαση σε οτιδήποτε αφορά στην αξιολόγηση και στάθμιση των στοιχείων και παραγόντων που συνεκτίμησε συναφώς η ΕΔΥ για να καταλήξει στην κρίση της (βλ. Πούρος και Άλλων ν. Χατζηστεφάνου και Άλλου (2001) 3(A) Α.Α.Δ. 374, 395).
O λόγος έφεσης 5 απορρίπτεται.
Εν κατακλείδι.
Η έφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζουμε υπέρ των Εφεσίβλητων και εναντίον της Εφεσείουσας, έξοδα ύψους €3.000,00.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
/κβπ