ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2021:C548
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
Αναφορά Αρ. 1/2021
[ΠΑΝΑΓΗ, Π. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ)
2 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ, 2021
Αναφορικά με το Άρθρο/τα Άρθρα (α) 140 του Συντάγματος
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Αιτητής,
- και -
ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ
Καθ' ης η Αίτηση.
----------------------
Ελ. Συμεωνίδου (κα) για Αιτητή, Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
Α.Σ. Αγγελίδης, με Σ.Α. Αγγελίδη, για την Καθ' ης η Αίτηση
-----------------------------
Η γνωμάτευση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Παρπαρίνο, Δ.
----------------------------
Γ Ν Ω Μ Α Τ Ε Υ Σ Η
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κατεχώρησε δυνάμει του Άρθρου 140 του Συντάγματος την παρούσα Αναφορά για Γνωμάτευση κατά πόσο ο «Περί Προϋποθέσεων Εγγραφής Φωτογράφων σε Επαγγελματικό Μητρώο και Περί Συναφών Θεμάτων Νόμος του 2020» είναι αντίθετος και ασύμφωνος με τα Άρθρα 25, 80 και 179 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, το Δίκαιο της ΕΕ και την Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών.
Οι Βουλευτές κ.κ. Γεώργιος Περδίκης, Ανδρέας Φακοντής και Φειδίας Σαρίκα κατέθεσαν πρόταση νόμου τιτλοφορούμενη «Ο Περί Εγγραφής Φωτογράφων Νόμος του 2012». Η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, αναθεώρησε το κείμενο της πρότασης Νόμου και αφού τροποποίησε τον τίτλο της σε «Ο Περί των Προϋποθέσεων Εγγραφής Φωτογράφων σε Επαγγελματικό Μητρώο και περί Συναφών Θεμάτων Νόμος του 2020» αποφάσισε να εισηγηθεί στην Βουλή των Αντιπροσώπων τη ψήφιση της σε Νόμο.
Η Βουλή των Αντιπροσώπων έχοντας ως βάση την πιο πάνω Πρόταση Νόμου, στις 10.12.2020 προχώρησε σε ψήφιση του Νόμου. Ακολούθως, κοινοποίησε τον Νόμο στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για έκδοση, σύμφωνα με το Άρθρο 52 του Συντάγματος.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, κατόπιν συμβουλής του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, αποφάσισε πριν εκδώσει τον υπό κρίση Νόμο σύμφωνα με το Άρθρο 52 του Συντάγματος να καταχωρήσει την παρούσα Αναφορά δυνάμει του Άρθρου 140 του Συντάγματος.
ΑΡΘΡΟ 25 ΤΟΥ ΣΥΝΤAΓΜΑΤΟΣ
Η ευπαίδευτη συνήγορος για τον Αιτητή προβάλλει ότι κανένας από τους προβλεπόμενους από το Άρθρο 25.2 λόγους περιορισμού του δικαιώματος άσκησης επαγγέλματος δεν μπορεί να ικανοποιηθεί, καθότι οι περιορισμοί που τίθενται από τον Νόμο αναφορικά με τα προσόντα του φωτογράφου δεν είναι απαραίτητα για την Ασφάλεια της Δημοκρατίας ή της Συνταγματικής Τάξης ή την Δημόσια Ασφάλεια ή Δημόσια Τάξη ή την Δημόσια Υγεία ή τα Δημόσια Ήθη ή την προστασία των Δικαιωμάτων και Ελευθεριών που εγγυάται το Σύνταγμα σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή για το Δημόσιο Συμφέρον. Οι περιορισμοί που τίθενται από τον Νόμο είναι επίσης αυθαίρετοι και παραβιάζουν την Αρχή της Αναλογικότητας.
Αντίθετη είναι η εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου της Καθ' ης η Αίτηση. Σύμφωνα με αυτόν ο επίδικος Νόμος δεν στερεί την ελευθερία για εργασία αλλά την προστατεύει για το καλό του επαγγέλματος, του επαγγελματία αλλά και του κοινού που αναζητεί την επαγγελματική εργασία φωτογράφου. Συνεπώς, είναι η θέση του ότι τα προσόντα που προβλέπονται στο Άρθρο 7(i)(γ) της πρότασης Νόμου, δεν στερούν την ελευθερία για εργασία αλλά προστατεύει τον επαγγελματία και το κοινό που αναζητά επαγγελματικά φωτογράφο και συνεπώς ο πρώτος διαζευκτικός λόγος που επιτρέπει τον περιορισμό του Άρθρου 25 του Συντάγματος, ικανοποιείται με τον υπό κρίση Νόμο. Πρόσθετα, σύμφωνα με αυτόν προστατεύονται και τα δικαιώματα των τρίτων. Επίσης, δημιουργεί πρόσθετη προστασία της δημόσιας τάξης, ασφάλειας και προστασίας των δικαιωμάτων τρίτων από πρόσωπα που έχουν καταδικαστεί για παιδική πορνογραφία ή άλλων αισχρών τέτοιων πράξεων. Περαιτέρω, η αναφορά για μη χρήση φωτογραφιών για παράνομες δραστηριότητες, υποδηλοί λόγους προστασίας της Δημόσιας Τάξης, δικαιωμάτων τρίτων και δημόσιου συμφέροντος. Τέλος, είναι η θέση του ότι η τέχνη της φωτογραφίας παραμένει ανεπηρέαστη και ρυθμίζεται από τον γενικό Νόμο για Προστασία των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.
Αφού ακούσαμε τις απόψεις του Προέδρου της Δημοκρατίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων σύμφωνα με το Άρθρο 140.2 του Συντάγματος, ερευνήσαμε τα τεθέντα προς εξέταση και η Γνωμάτευση μας είναι η ακόλουθη:
Έκαστος έχει το δικαίωμα να ασκήσει οποιοδήποτε επάγγελμα ή να επιδίδεται σε οποιαδήποτε απασχόληση, εμπορία, ή επικερδή εργασία. Το δικαίωμα αυτό, κατοχυρώνεται από το Άρθρο 25 παράγραφος 1 του Συντάγματος.
Η άσκηση του δικαιώματος αυτού μπορεί να υπαχθεί στους υπό του Νόμου τιθέμενους «όρους περιορισμούς ή διατυπώσεις αναφερομένους αποκλειστικώς εις τα συνήθως απαιτούμενα δια την άσκησιν οιουδήποτε επαγγέλματος προσόντα ή οίτινες είναι απαραίτητοι μόνο προς το συμφέρον της ασφάλειας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξεως ή της δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας τάξεως ή της δημοσίας υγείας ή των δημοσίων ηθών ή της προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των ηγγυημένων υπό του Συντάγματος εις οιονδήποτε πρόσωπον ή προς το δημόσιον συμφέρον υπό τον όρον ότι διατυπώσεις, όροι και περιορισμοί δεν θα τίθενται δια νόμου κατ' επίκλησιν του δημοσίου συμφέροντος εφ' όσον είναι αντίθετοι προς τα συμφέροντα εκατέρας κοινότητος». (Βλ. Άρθρο 25.2.)
Στην xxx Πιτσιλλίδης κ.α. ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 7 αναφέρονται:
«Στην In re xxx Ratip, 3 R.S.C.C. 102, 105, λέχθηκε ότι η ελευθερία την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 25 δεν αποτιμάται θεωρητικά. Στην Police v. Liveras, 3 R.S.C.C. 65, λέχθηκε ότι το άρθρο 25 αναφέρεται σε άμεση και όχι έμμεση επέμβαση. Κρίθηκε ότι Δημοτικοί Κανονισμοί, περιοριστικοί του δικαιώματος στάθμευσης, ήταν παραδεκτοί χάριν του δημοσίου συμφέροντος.
Στη Nicosia Police v. Georghiou & Others, 4 R.S.C.C. 36, αντικείμενο της εξέτασης ήταν η συνταγματικότητα του περί Αρτοποιείων (Νυκτερινή Εργασία) Νόμου, Κεφ. 177. Κρίθηκε ότι η απαγόρευση, που έθετε ο Νόμος, στη νυκτερινή λειτουργία των αρτοποιείων, δεν ήταν αναγκαία για την προστασία της υγείας του κοινού γενικά, ή των υπαλλήλων των αρτοποιείων ειδικά, που ήταν οι σκοποί για τους οποίους θεσμοθετήθηκε. Κατά συνέπεια το άρθρο 3 του νόμου, που επέβαλλε τον περιορισμό, ήταν αντισυνταγματικό (Βλ. επίσης, District Officer Nicosia and Others v. Michael, 4 R.S.C.C. 126, Police v. Lanitis Bros Ltd (Coca-Cola), 3 R.S.C.C. 10, Kontos v. Republic (1974) 3 C.L.R. 112, Marabou Floating Restaurant Ltd v. Republic (1973) 3 C.L.R. 397, Meridien Trading v. Minister of Commerce (1987) 3 C.L.R. 1930, Eleourghia Pettemerides v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1880 και Vorkas and Others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 757).
Στη Γεωργίου κ.ά. ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 616 (απόφαση Πική, Π.) λέχθηκε ότι «μόνο όπου οι γενόμενες ρυθμίσεις περιορίζουν την άσκηση του δικαιώματος σε όρια που είναι ασυμβίβαστα με την ελευθερία που εγγυάται το Σύνταγμα παραβιάζεται το δικαίωμα». Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:
«Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου διασαφηνίζει ότι η λελογισμένη ρύθμιση των όρων άσκησης του δικαιώματος εργασίας στον κοινωνικό χώρο δεν συνιστά άρνηση του δικαιώματος· μόνο όπου οι γενόμενες ρυθμίσεις περιορίζουν την άσκηση του δικαιώματος σε όρια που είναι ασυμβίβαστα με την ελευθερία που εγγυάται το Σύνταγμα, παραβιάζεται το δικαίωμα (Βλ. μεταξύ άλλων, The Board for Registration of Architects & Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640, Hadjiloukas v. The Board for Registration of Architects & Civil Engineers (1966) 3 C.L.R. 666). Οι όροι και περιορισμοί οι οποίοι ανάγονται στα 'συνήθως απαιτούμενα' για την άσκηση οποιουδήποτε επαγγέλματος προσόντα, γίνονται δεκτοί εφόσον εκ της φύσεώς τους ανάγονται στα κοινώς παραδεκτά στον συγκεκριμένο τομέα εργασίας. Αυτή είναι η πρώτη κατηγορία όρων και περιορισμών στους οποίους μπορεί να υπαχθεί η άσκηση του δικαιώματος που κατοχυρώνει η παράγραφος 1 του Άρθρου 25. Η δεύτερη, αφορά όρους και περιορισμούς οι οποίοι κρίνονται απαραίτητοι προς εξυπηρέτηση ενός ή περισσοτέρων σκοπών που εξειδικεύονται, περιλαμβανομένου και του δημοσίου συμφέροντος.
...................................................................................................
Όροι και περιορισμοί που τίθενται για την προαγωγή ενός ή περισσότερων επιτρεπτών, κατά το Άρθρο 25.2 σκοπών, πρέπει να συσχετίζονται προς αυτούς και να συμβάλλουν στην ευόδωσή τους. Στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 165, περιορισμοί στην άσκηση του επαγγέλματος του μεταπωλητή οχημάτων κρίθηκαν αυθαίρετοι και αποκηρύχθηκαν ως αντισυνταγματικοί. Δεν ανάγονταν στα συνήθως απαιτούμενα για την άσκηση του συγκεκριμένου επαγγέλματος, ούτε είχαν σχέση με διαφαινόμενο συμφέρον του δημοσίου στην επιβολή τους. Σκοπούσαν, όπως τονίζεται στην απόφαση της Ολομέλειας, στη δημιουργία ενός κλειστού κύκλου μεταπωλητών, οικογενειακού χαρακτήρα, και ως τέτοιου απαράδεκτου.
...................................................................................................
Περιορισμοί στην άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου κρίνονται πάντα αυστηρά. Η επιβολή τους πρέπει να καταφαίνεται ως απόλυτα αναγκαία και η έκταση του περιορισμού δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερη απ' ότι είναι απαραίτητο για την προαγωγή του σκοπού χάριν του οποίου επιβάλλεται.
...................................................................................................
Μόνο όπου ρυθμίσεις συνήθεις για την άσκηση επαγγέλματος, επιτηδεύματος ή τη διεξαγωγή εμπορίου όπως είναι ο καθορισμός των ωρών και ημερών λειτουργίας των καταστημάτων πλήττουν τον πυρήνα του δικαιώματος που κατοχυρώνει το Άρθρο 25.1 και τείνουν να εξουδετερώσουν την ελευθερία που εγγυάται, δικαιολογείται η αποκήρυξη τους ως αντισυνταγματικών.»
(Βλ. και Νanoka Ltd ν. Αστυνομίας (2001) 2 A.Α.Δ. 471, Εταιρεία Ανδρόνικος Βασιλειάδης & Υιοί Λτδ κ.ά. ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 715).
....................................»
Στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (2000) 3 Α.Α.Δ. 238 λέχθηκε ότι εναπόκειται στη Νομοθετική Εξουσία να στοιχειοθετήσει την ανάγκη η οποία δικαιολογεί τον περιορισμό θεμελιώδους δικαιώματος του ατόμου. Μεταφέρουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας:
«Δεν είναι οποιασδήποτε μορφής ανάγκη, που μπορεί να δικαιολογήσει περιορισμό ή επέμβαση σε θεμελιώδες δικαίωμα του ατόμου. Από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, προκύπτει ότι η ανάγκη πρέπει να είναι όχι μόνο υπαρκτή αλλά και να έχει το χαρακτήρα πιεστικής κοινωνικής ανάγκης, αποτιμούμενης στο πλαίσιο δημοκρατικής κοινωνίας. Η νομολογία του Δικαστηρίου και της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, για τη φύση της ανάγκης και το πλαίσιο μέσα στο οποίο αποτιμάται, εξηγούνται στο σύγγραμμα Law of the European Convention on Human Rights, D.J. Harris, M. O' Boyle, C. Warbrick, σελ. 344-355. Όμοια, κατ' ουσίαν, είναι και η προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη διαπίστωση της ύπαρξης και τον προσδιορισμό της φύσης της ανάγκης, που μπορεί να δικαιολογήσει τον περιορισμό θεμελιώδους δικαιώματος του ατόμου - Police v. Ekdodiki Eteria (1982) 2 C.L.R. 63. Πρώτο, πρέπει να υπάρχει άμεσος σχέση μεταξύ του περιορισμού του δικαιώματος και της ανάγκης, η οποία τον επιβάλλει. Δεύτερο, πρέπει να καταδεικνύεται η ύπαρξη σοβαρού, αν όχι αναπόφευκτου κινδύνου, ότι ένας ή περισσότεροι από τους σκοπούς ή λειτουργίες της πολιτείας, για τους οποίους μπορεί να περιοριστεί το δικαίωμα, θα τεθούν σε κίνδυνο. Στην περίπτωση του Άρθρου 15 του Συντάγματος, οι σκοποί είναι: (α) Η συνταγματική τάξη, (β) η δημόσια ασφάλεια, (γ) η δημόσια τάξη, (δ) η δημόσια υγεία, (ε) τα δημόσια ήθη και (στ) η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των ελευθεριών τρίτων.
Εναπόκειται στη Νομοθετική Εξουσία να στοιχειοθετήσει την ανάγκη, η οποία δικαιολογεί τον περιορισμό θεμελιώδους δικαιώματος του ατόμου. Αναγνωρίζεται, κατ' αρχήν, κάποιο περιθώριο εκτίμησης (margin of appreciation) στο νομοθέτη, ως προς την ύπαρξη κοινωνικής ανάγκης για τη θεσμοθέτηση κανόνα δικαίου. Η εμβέλεια της αρχής αυτής είναι περιορισμένη, όπως αναγνωρίζει η νομολογία του Δικαστηρίου και της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Δεν υπερβαίνει τα όρια της καλοπροαίρετης βούλησης του νομοθετικού σώματος για την νομοθετική ρύθμιση θέματος. Για τον περιορισμό ή την εξουσιοδότηση επέμβασης στην άσκηση θεμελιώδους δικαιώματος, η ανάγκη πρέπει να τεκμηριώνεται και η ρύθμιση να είναι ανάλογη προς την ανάγκη.»
Σκοπός της πρότασης νόμου, όπως αυτή είχε αρχικά κατατεθεί, ήτο η θέσπιση νομοθεσίας για τη νομική ρύθμιση και κατοχύρωση του επαγγέλματος του φωτογράφου. Εν συνεχεία η αιτιολογική έκθεση αυτής αντικαταστάθηκε από νέα έκθεση όπου αναφέρεται: «Σύμφωνα με την υπό αναφορά πρόταση νόμου αποσκοπεί στη θέσπιση ενός αποτελεσματικού νομοθετικού πλαισίου, ώστε να διασφαλίζεται ότι ο χειρισμός και η επεξεργασία φωτογραφικού υλικού γίνεται από επαγγελματίες φωτογράφους και ότι οι φωτογραφίες, ιδιαίτερα αυτές που απεικονίζουν ανήλικα άτομα, δεν χρησιμοποιούνται σε παράνομες δραστηριότητες. Σύμφωνα με την ίδια αιτιολογική έκθεση, το θέμα της διαχείρισης των φωτογραφιών ατόμων, ιδιαίτερα ανηλίκων, μέσα στις σημερινές συνθήκες ψηφιακής αποτύπωσης και διακίνησης της πληροφορίας, θεωρείται από τα πιο σοβαρά. Οι κίνδυνοι για τη δημόσια ασφάλεια και υγεία από την ανεξέλεγκτη αποθήκευση, χρήση και διακίνηση φωτογραφικού υλικού έχουν αναγνωριστεί από διεθνείς οργανισμούς, την Ευρωπαϊκή Ένωση και το εθνικό δίκαιο. Επιπλέον, αναφέρεται ότι μια δικλίδα ασφαλείας για πρόληψη τέτοιων κινδύνων είναι ο καθορισμός κριτηρίων και ο έλεγχος των επαγγελματικών πρακτικών των εργαζομένων στον τομέα αυτό.»
Στον ίδιο Νόμο δεν γίνεται οποιαδήποτε επίκληση οποιωνδήποτε γεγονότων, που να στοιχειοθετούν την ανάγκη ή γεγονότων που να εκθέτουν τους κινδύνους που διατρέχει η συνταγματική τάξη, η δημόσια ασφάλεια, η δημόσια τάξη, η δημόσια υγεία, τα δημόσια ήθη, ή τα δημόσια δικαιώματα τρίτων, στην απουσία των περιορισμών ή επεμβάσεων που προβλέπει ο Νόμος. Ούτε έχει γίνει επίκληση οποιουδήποτε γεγονότος, παγκοίνως γνωστού, σε βαθμό που να καθίσταται παραδεκτή η διαπίστωση της ύπαρξης του χωρίς τεκμηρίωση (δικαστική γνώση) (βλ. xxx Χαραλάμπους κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α. (2009) 3 Α.Α.Δ. 192). Οι κίνδυνοι που αναφέρονται εις την αιτιολογική Έκθεση αναφέρονται γενικά και αόριστα χωρίς να συνδέεται με οποιοδήποτε τρόπο ότι η κολάσιμη επεξεργασία φωτογραφικού υλικού, γίνεται κατ' αποκλειστικότητα από πρόσωπα που ασκούν το επάγγελμα του φωτογράφου, είτε βιοποριστικά είτε ερασιτεχνικά. Περαιτέρω, είναι διαπίστωση μας ότι στον επίμαχο Νόμο δεν γίνεται καμία αναφορά σε λόγους που να δικαιολογούν τις επίδικες δεσμεύσεις και περιορισμούς.
Ως αποτέλεσμα και δεδομένου ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη αναφορικά με το συμφέρον της ασφάλειας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξεως ή της δημόσιας ασφάλειας και υγείας ή των δημοσίων ηθών ή της προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών ή της προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των ηγγυημένων υπό του Συντάγματος εις οιονδήποτε πρόσωπο ή προς το δημόσιο συμφέρον εξετάσαμε κατά πόσο οι περιορισμοί οι οποίοι τίθενται στον υπό εξέταση Νόμο, Άρθρο 7, αναφέρονται αποκλειστικά στα συνήθως απαιτούμενα για την άσκηση οποιουδήποτε επαγγέλματος προσόντα.
Οι όροι αυτοί είναι η προσκόμιση πιστοποιητικού λευκού ποινικού μητρώου όπως και πιστοποιητικό ότι δεν περιλαμβάνεται ο Αιτητής στο αρχείο καταδικασθέντων για αδικήματα που αναφέρονται στο Άρθρο 22(Ι) του Περί Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου (εδάφιο (β) Άρθρο7) και κατέχει δίπλωμα ή πιστοποιητικό αναγνωρισμένης τριτοβάθμιας επαγγελματικής σχολής στον κλάδο της φωτογραφίας και του φωτογράφου ή είναι απόφοιτος μέσης γενικής ή τεχνικής εκπαίδευσης και έχει τρία (3) χρόνια πρακτικής πείρας στον κλάδο φωτογραφίας και του φωτογράφου (εδάφιο (γ) στου Άρθρου 7).
Από το υλικό που τέθηκε ενώπιο μας, ήτοι την Αιτιολογική Έκθεση και Νόμο, καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι οι πιο πάνω όροι δεν τεκμηριώθηκαν ως οι συνήθως τιθέμενοι όροι και περιορισμοί για την προστασία του επαγγέλματος αυτού, ούτε και ότι είναι απαραίτητοι για τον σκοπό αυτό. Ούτε και η Καθ' ης η Αίτηση υπέδειξε τέτοιους όρους και περιορισμούς κατά τα διαλαμβανόμενα στην The Board of Registration of Architects and Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640, 657-659. Ούτε ασφαλώς είναι παγκοίνως γνωστοί αυτοί οι όροι και περιορισμοί. Εναπόκειται στην Νομοθετική Εξουσία να στοιχειοθετήσει την ανάγκη, η οποία δικαιολογεί τον περιορισμό θεμελιώδους δικαιώματος του ατόμου (βλ. Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλή (Αρ.2) (2000) 3 Α.Α.Δ. 238, 252, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλή των Αντιπροσώπων, Αναφορές 11/16 κ.α. ημερ. 16.3.2017). Επίσης, ο χρονικός περιορισμός που τίθεται στο εδάφιο (α) του Άρθρου 7 προκειμένου να υποβληθεί αίτηση για εγγραφή στο Μητρώο αποτελεί δυσμενή διάκριση εις βάρος των προσώπων προς τα οποία απευθύνεται και υπό προϋποθέσεις ευρίσκεται σε αντίθεση και με τα Άρθρα 21 και 22 του Περί Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών του να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία, Νόμο του 2007, Ν.7(Ι)/2007. Όλοι δε οι πιο πάνω όροι πλήττουν την Αρχή της Αναλογικότητας προς τον σκοπό που αποβλέπουν να εξυπηρετήσουν (βλ. επίσης Οδηγία (ΕΕ) 2018/958 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 2018).
Με βάση τα πιο πάνω, γνωματεύουμε ομόφωνα ότι το Άρθρο 7 και κατ΄ επέκταση τα Άρθρα 6, 8 και 19 στα οποία το Άρθρο 7 αποτελεί τον πυρήνα, καταστρατηγούν το δικαίωμα άσκησης επαγγέλματος ή απασχόλησης σε οποιαδήποτε απασχόληση, εμπόριο ή επικερδή εργασία και επομένως είναι ασύμφωνα με το Άρθρο 25 του Συντάγματος και κατά συνέπεια και του Άρθρου 179 αυτού.
Η Γνωμάτευση μας αφορά ολόκληρο το Νόμο, εφόσον το περιεχόμενο του είναι λειτουργικά ενιαίο μη δυνάμενο να τύχει διάκρισης.
Έχοντας υπόψιν την πιο πάνω κατάληξη μας, δεν είναι σκόπιμο να προχωρήσουμε στην εξέταση και των υπόλοιπων λόγων αντισυνταγματικότητας που επικαλείται ο Αιτητής.
Η παρούσα Γνωμάτευση κοινοποιείται, σύμφωνα με το Άρθρο 140.2 του Συντάγματος, στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στη Βουλή των Αντιπροσώπων.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Π.
Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.
Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.
Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.
Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
Α. ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ,Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
/γκ